Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαίου

  • 865/2003 ΑΠ

    Καταγγελία συμβάσεως εργασίας εργαζομένης γυναίκας διαρκούσης της εγκυμοσύνης της ή και κατά τη διάρκεια έτους μετά τον τοκετό. Απαγορεύεται από το νόμο και είναι απολύτως άκυρη, ακόμη και εάν ο εργοδότης αγνοούσε την εγκυμοσύνη της εργαζομένης του, εκτός εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Έννοια του σπουδαίου λόγου με τη συνδρομή του οποίου επιτρέπεται και είναι νόμιμη και έγκυρη η κατά τα ανωτέρω καταγγελία.

    Πάντως, ακόμη και εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος καταγγελίας κατά τα ανωτέρω, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία, και μάλιστα εγγράφως και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Η ανωτέρω ρύθμιση καθιερώνει τη συνδρομή του "σπουδαίου λόγου" ως προϋποθέσεως του κύρους της καταγγελίας και στην αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας και συνιστά μορφή "εκτάκτου" καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου. Η τελευταία επιτρέπεται εκ του νόμου, κατ΄ εξαίρεση, ακόμη και εάν δεν τηρηθούν όλοι ή ορισμένοι όροι της τακτικής καταγγελίας, για ορισμένους λόγους, ένας εκ των οποίων είναι και η δολία και σκόπιμη πρόκληση της καταγγελίας εκ μέρους του ιδίου του εργαζομένου, την οποία αυτός μεθοδεύει σκοπίμως με ηθελημένη υπαίτια αθέτηση των συμβατικών του υποχρεώσεων, προκειμένου να εξαναγκάσει τον εργοδότη του να καταγγείλει την εργασιακή του σύμβαση και να του καταβάλει τη σχετική αποζημίωση ή, εάν δεν του την καταβάλει, να αξιώσει ακυρότητα της καταγγελίας και μισθούς υπερημερίας. Και τούτο, υπό την έννοια ότι η όποια αξίωση του ούτω απολυθέντος από τις αμέσως ανωτέρω αποκρούεται με την ένσταση του άρθρου 281, δηλ. ως καταχρηστική.

    Καταχρηστική και συνεπώς απορριπτέα γι΄ αυτήν την αιτία η αξίωση της αναιρεσείουσας για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεώς της και καταβολή των αξιουμένων με την αγωγή της μισθών υπερημερίας, για το λόγο ότι απελύθη πριν παρέλθει έτος από τον τοκετό της χωρίς στο έγγραφο της απολύσεώς της να αναγραφεί ο κατά νόμο αναγκαίος σπουδαίος λόγος και να επιδοθεί αντίγραφο του εγγράφου αυτού στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας. Και τούτο, διότι η ίδια προκάλεσε με εκ προθέσεως αντισυμβατική συμπεριφορά της, η οποία συνιστούσε εν ταυτώ και αξιόποινη πράξη, την απόλυσή της.

  • 882/2009 ΔΕΦ ΑΘ

    Ε.Τ.Α.Π. ΜΜΕ. Δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για τη διεκδίκηση επί μέρους κονδυλίου της συντάξεως η υποβολή σχετικής αιτήσεως. Νόμω αβάσιμος ο ισχυρισμός, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω μη υποβολής προηγουμένως αιτήσεως προς το Ταμείο, κατά παράβαση του άρθρου 71 παρ. 5 του ΚΔιοικΔ. Αρχή της ισότητας και εφαρμογή της από το Δικαστήριο. Η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 8 του π.δ. 284/1974, κατά την οποία χορηγείται προσαύξηση της σύνταξης στον άνδρα ασφαλισμένο, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η σύζυγός του εργάζεται ή συνταξιοδοτείται, ενώ δεν ισχύει το ίδιο και για τη γυναίκα ασφαλισμένη, αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος. Εφαρμογή της διάταξης αυτής και στις γυναίκες συνταξιούχους.

  • 8860/2006 ΕΦ ΑΘ

    Άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εργαζόμενης τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και ένα έτος μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο διάστημα λόγω ασθένειας, που οφείλεται στην κύηση ή στον τοκετό, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Δεν συνιστά σπουδαίο λόγο η μειωμένη απόδοση της εγκύου λόγω της κατάστασής της. Δεν απαιτείται ο εργοδότης να γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της εργαζόμενης. Επί άκυρης καταγγελίας η εργαζόμενη μπορεί να ζητήσει μισθούς υπερημερίας και τόκο υπερημερίας από τότε που έπρεπε να καταβληθεί κάθε απαίτηση. Υποχρέωση του εργοδότη να αποδέχεται πραγματικά τις προσφερόμενες από το μισθωτό υπηρεσίες και εκτέλεση. Καταδίκη σε χρηματική ποινή αν παραβιαστεί η απόφαση, χωρίς να απαιτείται νέα δικαστική απόφαση.

  • 887/1996 ΑΠ

    Προσωπικό νοσηλευτικών ιδρυμάτων ν.δ. 2592/1953. Εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 3 ν. 201/1975 και στο κάθε είδους προσωπικό των άνω ιδρυμάτων που δεν υπάγονται στο άνω νδ 2592/1953. Απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή της πρόσθετης αμοιβής είναι η ημερήσια πραγματική απασχόληση του προσωπικού επί 8ωρο ανεξάρτητα από το νόμιμο ωράριο εργασίας του ιδιωτικού δικαίου προσωπικό νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Το άνω προσωπικό λαμβάνει τον μηνιαίο μισθό του εισαγωγικού βαθμού της θέσεως στην οποία προσλαμβάνεται προσαυξημένο κατά 30% ή ημερομίσθιο ίσο προς το 1/25 του μισθού αυτού μετά της προσαυξήσεως αυτής. Ως μηνιαίος μισθός νοείται ο βασικός μισθός και όχι το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του μισθωτού. Οικογενειακό επίδομα. Οφείλεται χωρίς καμμία διάκριση φύλου σε όλους όσους παρέχουν στον ίδιο εργοδότη εργασία ίσης αξία.

  • 897/2009 ΔΕΦ ΑΘ

    ΙΚΑ και προσαύξηση της σύνταξης όταν ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη. Η προσαύξηση αυτή αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή και χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του ΙΚΑ που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη. Η μη χορήγηση της προσαύξησης αυτής σε όσους δεν συγκεντρώνουν τις νόμιμες προϋποθέσεις δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, ούτε στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας.

  • 9209/2005 ΔΠΡ ΑΘ

    ΤΣΑΥ. Συνταξιοδότηση διαζευγμένων θυγατέρων. Διαζευγμένη θυγατέρα ασφαλισμένου θεμελιώνει δικαίωμα συνταξιοδότησης εφόσον σωρευτικά ο θάνατος του γονέα και η λύση του γάμου επήλθε πριν τις 17.10.1990 εκτός εάν είχαν τη χρονολογία αυτή συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας τους. Συνταγματικές οι άνω διατάξεις. Αιτιολογημένη η απορριπτική απόφαση.

  • 977/2000 ΕΣ (ΟΛΟΜ)

    Η συνδρομή των λόγων απόκλισης ελέγχεται από τα δικαστήρια. Από τις υπερεθνικής ισχύος διατάξεις του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου επιβάλλεται η ομοιόμορφη μεταχείριση των δύο φύλων ως προς τις προϋποθέσεις του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2084/1992 εισάγει ανεπίτρεπτα ευμενέστερο καθεστώς ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων, αφού η προστασία της οικογένειας και των παιδιών, (όχι δε και της μητρότητας) στην οποία αποσκοπεί η διάταξη δεν δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των δύο φύλων. Συνεπώς, οι διατάξεις που αφορούν στη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος της χήρας δημοσίου υπαλλήλου με άγαμα τέκνα επεκτείνονται και στους άνδρες δημοσίους υπαλλήλους που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται και για τους έχοντες 15ετή συντάξιμη υπηρεσία που κατά την έναρξη ισχύος του νόμου έχουν ήδη εξέλθει ή απομακρυνθεί της υπηρεσίας τους, έστω και απέκτησαν οικογένεια μετά την απομάκρυνσή τους.

  • 993/2003 ΣΤΕ

    Οι διατάξεις του ν. 1676/1999, αναφορικά με τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του επιζώντος συζύγου, δεν εφαρμόζονται όταν, κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου, τα όργανα των ασφαλιστικών οργανισμών είχαν ήδη εκδώσει τις οικείες πράξεις για τη συνταξιοδότηση του επιζώντος συζύγου, όπως στην ένδικη υπόθεση.

  • Aναφορά Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης 1/2009

    Ενδοοικογενειακή βία. Παροχή οδηγιών προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για την τήρηση ειδικού αρχείου ενδοοικογενειακής βίας.

  • AΠ 577/1992

    Καταδικαστική απόφαση για το αδίκημα της εγκατάλειψης εγκύου. Καμμιά αναφορά σ` αυτή ως προς το από που προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, είχε δυνατότητα παροχής βοηθείας, οικονομικής ή ηθικής, στην εγκαταλειφθείσα έγκυο. Αναίρεση της απόφασης λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης.

  • C 171/88 Ιngrid Rinner-Kuehn κατά FWW Spezial-Gebaeudereinigung GmbH & Co. KG

    Αντίκειται προς το άρθρο 119 της Συνθήκης εθνική νομοθεσία που επιτρέπει στους εργοδότες να αποκλείουν από την εξακολουθούσα καταβολή της αμοιβής, σε περίπτωση ασθενείας, τους εργαζομένους των οποίων η συνήθης διάρκεια απασχολήσεως δεν υπερβαίνει τις 10 ώρες εβδομαδιαίως ή τις 45 ώρες μηνιαίως, όταν το μέτρο αυτό πλήττει πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών, εκτός αν το οικείο κράτος μέλος αποδείξει ότι η εν λόγω νομοθεσία δικαιολογείται από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς κάθε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο, συνδεόμενους με ουσιώδη σκοπό της κοινωνικής του πολιτικής.

  • C 248/83 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    Οι οδηγίες 76/207 και 75/117 ισχύουν όσον αφορά τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση εργασίας. Οι οδηγίες αυτές , όπως και το άρθρο 119 της Συνθήκης EOK , έχουν γενικό περιεχόμενο , που ανταποκρίνεται στη φύση της αρχής που εκφράζουν : δεν επιτρέπεται δηλαδή η εισαγωγή νέων διακρίσεων , που θα εξαιρούν ορισμένες κατηγορίες από την εφαρμογή των διατάξεων που προορίζονται να εξασφαλίσουν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στο σύνολο της επαγγελματικής. Το άρθρο 2 , παράγραφος 2 , της οδηγίας 76/207 , παρέχοντας στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποκλείουν ορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας , δεν έχει ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα να επιβάλει στα κράτη μέλη ορισμένο τύπο όσον αφορά την άσκηση αυτής της ευχέρειας. Αντίθετα , το άρθρο 9 , παράγραφος 2 , επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καταγράφουν πλήρως και κατά οποιοδήποτε τρόπο που μπορεί να ελεγχθεί τα επαγγέλματα και τις δραστηριότητες που εξαιρούνται από την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και να ανακοινώνουν το αποτέλεσμα στην Επιτροπή , η οποία πρέπει να ελέγχει την εφαρμογή αυτής της διατάξεως. H διάταξη του δικαίου κράτους μέλους σύμφωνα με την οποία ο εργοδότης δεν πρέπει να δημοσιεύει προσφορές εργασίας που δεν είναι ουδέτερες από την άποψη του φύλου των εργαζομένων δεν αποτελεί την εκπλήρωση υποχρεώσεως που επιβάλλεται από την οδηγία 76/207 αλλά αυτόνομη νομοθετική ενέργεια που αποβλέπει στην πραγματοποίηση της αρχής της ίσης μετα Το γεγονός ότι η διάταξη αυτή δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα δεν συνιστά συνεπώς παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει στα κράτη μέλη.

  • C 385/05 Conseil d’État κατά Premier ministre, Ministre de l’Emploi, de la Cohésion sociale et du Logement

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αφορά τον καθορισμό του τρόπου υπολογισμού των κατωτάτων ορίων εργαζομένων και όχι τον προσδιορισμό της έννοιας του εργαζομένου καθαυτής. Σκοπός της οδηγίας 14/2002 είναι η διασφάλιση ενός κατωτάτου ορίου προστασίας σχετικά με το δικαίωμα ενημερώσεως των εργαζομένων και διαβουλεύσεως με αυτούς σε περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων και δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο τρόπος υπολογισμού των κατωτάτων ορίων και, συνεπώς, τα ίδια τα κατώτατα όρια, επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, καθόσον η ερμηνεία αυτή θα παρείχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να μεταβάλουν το πεδίο εφαρμογή της οδηγίας αυτής και, επομένως, να περιορίσουν την αποτελεσματικότητά της

  • C 7/93 Bestuur van het Algemeen burgerlijk pensioenfonds κατά G. A. Beune

    Για να προσδιοριστεί αν ένα συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7 ή του άρθρου 119 της Συνθήκης, μόνο αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί η διαπίστωση ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ του ενδιαφερομένου και του πρώην εργοδότη του. 

  • C-129/79 Macarthys Ltd Wendy Smith

    Η αρχή της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, που αναφέρεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες άνδρες και γυναίκες παρέχουν συγχρόνως ισότιμη εργασία στον ίδιο εργοδότη. Η αρχή της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 119 εφαρμόζεται στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι γυναίκα εργαζόμενη, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των υπηρεσιών που παρέχει, έλαβε μικρότερη αμοιβή από αυτή που ελάμβανε άνδρας εργαζόμενος, ο οποίος ήταν υπάλληλος πριν από την πρόσληψη της γυναίκας υπαλλήλου, και που παρείχε την ίδια εργασία στον εργοδότη του.

  • C-147/95 Εβρενόπουλος κατά ΔΕΗ

    Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) κατά Ευθυμίου Εβρενόπουλου. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Διοικητικό Εφετείο Αθηνών - Ελλάς. - Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ίση μεταχείριση - Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ ή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ - Ασφαλιστικό καθεστώς δημόσιας επιχειρήσεως ηλεκτρισμού - Σύνταξη επιζώντος - Πρωτόκολλο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

  • C-149/77 Defrenne κατά Sabena

    Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν μπορεί να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι, εκτός από την ισότητα των αμοιβών, θεσπίζει επίσης και ισότητα των λοιπών όρων εργασίας που ισχύουν για τους εργαζομένους άρρενες και θήλεις. 

  • C-152/84 Μ. Η. Marshall κατά Southampton and South-West Hampshire Area Health Authority

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 έχει την έννοια ότι μία γενική πολιτική απολύσεως, συνεπαγόμενη την απόλυση γυναικών με μόνη αιτιολογία ότι έχουν αποκτήσει ή υπερβεί την ηλικία κατά την οποία έχουν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως από το Δημόσιο και η οποία διαφέρει, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, μεταξύ ανδρών και γυναικών, συνιστά διάκριση βασιζόμενη στο φύλο και απαγορευόμενη από την οδηγία αυτή. 

  • C-157/86 Murphy κατά An Bord Telecom Eireann

    Το άρθρο 119 της Συνθήκης, το οποίο εφαρμόζεται απευθείας υπό την έννοια ότι οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι μπορούν να το επικαλεστούν ενώπιον δικαστηρίου και ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να το λάβουν υπόψη τους ως στοιχείο του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει επίσης, εκτός της περιπτώσεως ίσης αμοιβής για όμοια εργασία ή εργασίας ίσης αξίας, την περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος που το επικαλείται προκειμένου να επιτύχει να του καταβάλλεται ίση αμοιβή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής παρέχει εργασία μεγαλύτερης αξίας απ' ό,τι το πρόσωπο που λαμβάνεται ως βάση συγκρίσεως . Το εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έγινε επίκληση μιας απευθείας εφαρμοζόμενης διατάξεως της Συνθήκης, εξαντλώντας τα περιθώρια εκτιμήσεως που του παρέχει το εθνικό του δίκαιο, οφείλει να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου και, εφόσον η σύμφωνη ερμηνεία δεν είναι δυνατή, να μην εφαρμόσει τους αντίθετους εθνικούς κανόνες.

  • C-167/97 Regina κατά Secretary of State for Employment

    Η χορηγηθείσα δυνάμει δικαστικής αποφάσεως αποζημίωση σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος του εργαζομένου να μην τύχει καταχρηστικής απολύσεως συνιστά αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης. Οι προϋποθέσεις που καθορίζουν αν, σε περίπτωση καταχρηστικής απολύσεως, ένας εργαζόμενος δικαιούται αποζημιώσεως διέπονται από το άρθρο 119 της Συνθήκης. Αντιθέτως, οι προϋποθέσεις που προσδιορίζουν αν, σε περίπτωση καταχρηστικής απολύσεως, ένας εργαζόμενος δικαιούται να επανενταχθεί ή να επαναπροσληφθεί διέπονται από την οδηγία 76/207, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας.