Ημερομηνία
17 / 01 / 2007
Νόμος / διάταξη που αφορά
Οδηγίες 98/59/ΕΚ και 2002/14/ΕΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Εργαζόμενοι / ομαδικές απολύσεις / διαβούλευση με εργαζόμενους

 

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 18ης Ιανουαρίου 2007

Στην υπόθεση C-385/05,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Conseild’État (Γαλλία) με απόφαση της 19 Οκτωβρίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Οκτωβρίου 2005, στο πλαίσιο της δίκης

Confédération générale du travail (CGT),

Confédération française démocratique du travail (CFDT),

Confédération française de l’encadrement (CFE-CGC),

Confédération française des travailleurs chrétiens (CFTC),

Confédération générale du travail-Force ouvrière (CGT-FO)

κατά

Premier ministre,

Ministre de l’Emploi, de la Cohésion sociale et du Logement,

ΤΟΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτεροτμήμα),

συγκείμενοαπότους C. W. A. Timmermans, πρόεδροτμήματος, R. Schintgen (εισηγητής), R. Silva de Lapuerta, J. Makarczyk και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7 Ιουνίου 2006,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η Confédération générale du travail (CGT), εκπροσωπούμενηαπότον A. Lyon-Caen, avocat,

– η Confédération française démocratique du travail (CFDT), εκπροσωπούμενηαπότον H. Masse-Dessen, avocat,

– η Confédération française de l’encadrement (CFE-CGC), εκπροσωπούμενηαπότον H. Masse-Dessen, avocat,

– η Confédération française des travailleurs chrétiens (CFTC), εκπροσωπούμενηαπότον H. Masse-Dessen, avocat,

–  η Confédération générale du travail-Force ouvrière (CGT‑FO), εκπροσωπούμενηαπότον T. Haas, avocat,

–  η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. deBergues και C. Bergeot-Nunes,

– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Enegren και G. Rozet,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12 Σεπτεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.    Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των οδηγιών 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ L 225, σ. 16), και 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΕ L 80, σ. 29).

2.      Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως προσφυγών που άσκησαν ενώπιον του Conseild’État η Confédérationgénéraledutravail (CGT), η Confédérationfrançaisedémocratiquedutravail (CFDT), η Confédérationfrançaisedel’encadrement (CFE-CGC), η Confédérationfrançaisedestravailleurschrétiens (CFTC) και η Confédérationgénéraledutravail-Forceouvrière (CGT-FO), ζητώντας την ακύρωση της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 2005-892, της 2ας Αυγούστου 2005, περί της αναμορφώσεως των κανόνων υπολογισμού του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούν οι επιχειρήσεις (JORF της 3ης Αυγούστου 2005, σ. 12687, στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου 2005-892).

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3.       Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 ορίζει:

«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:

α) Ως ομαδικές απολύσεις νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφόσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών:

i) είτε για περίοδο 30 ημερών:

–  τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζόμενους,

– τουλάχιστον σε 10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζόμενους,

– τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους,

ii) είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές·

β) ως “εκπρόσωποι των εργαζομένων” νοούνται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών.

Για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α, προς τις απολύσεις εξομοιώνονται όλες οι λήξεις της σύμβασης εργασίας για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε.»

4.       Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59:

«Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.»

5.       Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59 ορίζει:

«1. Ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση.

[…]

2. Ο εργοδότης υποχρεούται να διαβιβάσει στους εκπροσώπους των εργαζομένων αντίγραφο της κοινοποιήσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δύνανται να υποβάλλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους στην αρμόδια δημόσια αρχή.»

6.     Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 98/59:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους ή να προωθούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συμβατικών διατάξεων για τους εργαζομένους.»

7.      Η έβδομη και η όγδοη αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2002/14 έχουν ως εξής:

«(7) Θα πρέπει να ενισχυθεί ο κοινωνικός διάλογος και οι σχέσεις εμπιστοσύνης μέσα στην επιχείρηση με σκοπό την αποτελεσματικότερη πρόληψη των κινδύνων, τη μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση της εργασίας και την ευκολότερη πρόσβαση των εργαζομένων στην μαθητεία μέσα στην επιχείρηση σε πλαίσιο ασφάλειας, την ευαισθητοποίηση των εργαζομένων για τις ανάγκες προσαρμογής, τη μεγαλύτερη προθυμία των εργαζομένων να συμμετάσχουν σε μέτρα και ενέργειες που σκοπό έχουν να ενισχύσουν την απασχολησιμότητά τους, την προώθηση της συμμετοχής των εργαζομένων στην πορεία και το μέλλον της επιχείρησης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της.

(8) Θα πρέπει συγκεκριμένα να προωθηθεί και να ενισχυθεί η ενημέρωση και η διαβούλευση σχετικά με την κατάσταση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης στην επιχείρηση καθώς και, όταν ο εργοδότης εκτιμά ότι η απασχόληση μπορεί να κινδυνεύσει, η ενημέρωση και διαβούλευση σχετικά με τα πιθανώς σχεδιαζόμενα μέτρα πρόληψης, ιδίως όσα αφορούν την κατάρτιση και βελτίωση των ικανοτήτων των εργαζομένων, προς αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων ή μετριασμό τους, αλλά και την ενίσχυση της απασχολησιμότητας και προσαρμοστικότητας των οικείων εργαζομένων.»

8.     Επιπλέον, από τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/14 προκύπτει ότι αντικείμενο της οδηγίας αυτής είναι η θέσπιση ενός γενικού πλαισίου, στοχεύοντος στην καθιέρωση ελάχιστων προδιαγραφών διακοινοτικής ισχύος, που να μην εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ευνοϊκότερες προς τους εργαζομένους διατάξεις.

9.     Το γενικό αυτό πλαίσιο έχει, επίσης, ως σκοπό, όπως προκύπτει από τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, να συμβάλει στην άρση των διοικητικών, οικονομικών και νομικών περιορισμών που κωλύουν τη δημιουργία και την ανάπτυξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, προς επίτευξη του σκοπού αυτού, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής πρέπει να περιορισθεί, κατ’ επιλογήν των κρατών μελών, στις επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 50 εργαζομένους ή στις εγκαταστάσεις που απασχολούν τουλάχιστον 20 εργαζομένους.

10.    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14 ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο τη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου που καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά το δικαίωμα για ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις [μονάδες εκμεταλλεύσεως] στην Κοινότητα.»

11.     Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας: […]

δ) ως “εργαζόμενος” νοείται κάθε πρόσωπο, το οποίο, στο οικείο κράτος μέλος προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας και πρακτικής·

[…]».

12.    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14 ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, κατ’ επιλογή των κρατών μελών:

α) στις επιχειρήσεις που απασχολούν σε ένα κράτος μέλος τουλάχιστον 50 εργαζόμενους ή

β) στις εγκαταστάσεις [μονάδες εκμεταλλεύσεως] που απασχολούν σε ένα κράτος μέλος τουλάχιστον 20 εργαζόμενους.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο υπολογισμού των κατωτάτων ορίων απασχολούμενων εργαζομένων.»

13.    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14:

«Σύμφωνα με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 1 και με την επιφύλαξη των τυχόν υφιστάμενων ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους διατάξεων ή/και πρακτικών, τα κράτη μέλη καθορίζουν τις πρακτικές λεπτομέρειες άσκησης του δικαιώματος ενημέρωσης και διαβούλευσης στο ανάλογο επίπεδο, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.»

14.   Το άρθρο 11 της οδηγίας 2002/14 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η οδηγία αυτή.

Η εθνική νομοθεσία

15.     Κατά το άρθρο L. 421-1 του γαλλικού εργατικού κώδικα, ο ορισμός εκπροσώπων του προσωπικού είναι υποχρεωτικός για όλες τις εγκαταστάσεις [μονάδες εκμεταλλεύσεως] που απασχολούν περισσότερους από έντεκα εργαζομένους.

16.    Από τα άρθρα L. 321-2 και L. 321-3 του κώδικα αυτού προκύπτει ότι οσάκις οι εργοδότες προτίθενται να προβούν σε απολύσεις για οικονομικούς λόγους οφείλουν να συγκαλούν την επιτροπή επιχειρήσεως ή τους εκπροσώπους του προσωπικού και να διαβουλεύονται με αυτούς, εφόσον ο αριθμός των σχεδιαζόμενων απολύσεων ανέρχεται σε τουλάχιστον δέκα, κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου τριάντα ημερών.

17.    Πριν από την έκδοση της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 2005-892, το άρθρο L. 620-10 του γαλλικού εργατικού κώδικα είχε ως εξής:

«Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κώδικα, ο αριθμός των εργαζομένων σε επιχείρηση υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

Οι μισθωτοί πλήρους απασχολήσεως με σύμβαση αορίστου χρόνου και οι κατ’ οίκον εργαζόμενοι συνυπολογίζονται πλήρως στο προσωπικό της επιχειρήσεως.

Οι απασχολούμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου μισθωτοί, οι απασχολούμενοι με σύμβαση περιοδικής εργασίας μισθωτοί και οι εργαζόμενοι οι οποίοι τίθενται στη διάθεση της επιχειρήσεως εκ μέρους τρίτης επιχειρήσεως, περιλαμβανομένων των εκτάκτων, συνυπολογίζονται στο προσωπικό της επιχειρήσεως κατ’ αναλογία του χρόνου της απασχολήσεώς τους κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δώδεκα μηνών. Εντούτοις, οι μισθωτοί που απασχολούνται με σύμβαση ορισμένου χρόνου, οι έκτακτοι και οι διατιθέμενοι από τρίτη επιχείρηση αποκλείονται από τον υπολογισμό του αριθμού των εργαζομένων, οσάκις αντικαθιστούν μισθωτό ο οποίος απουσιάζει ή του οποίου η σύμβαση εργασίας τελεί υπό αναστολή.

Οι μισθωτοί μερικής απασχολήσεως, ανεξαρτήτως της φύσεως της συμβάσεώς τους εργασίας, συνυπολογίζονται κατά την αναλογία του συνόλου του προβλεπόμενου από τις συμβάσεις τους χρόνου εργασίας προς τον προβλεπόμενο είτε από τον νόμο είτε από συλλογική σύμβαση κανονικό χρόνο εργασίας.»

18.     Το άρθρο 1 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 2005-892 προσέθεσε στο άρθρο L. 620-10 το ακόλουθο εδάφιο:

«Μισθωτός ο οποίος προσλαμβάνεται σε επιχείρηση από τις 22 Ιουνίου 2005 και δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας του δεν υπολογίζεται, μέχρι συμπληρώσεως του εικοστού έκτου έτους της ηλικίας του, στον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί η επιχείρηση από την οποία προσελήφθη, ανεξαρτήτως της φύσεως της συμβάσεως που συνήψε με την επιχείρηση αυτή. Η παρούσα διάταξη δεν συνεπάγεται την κατάργηση οργάνου εκπροσωπήσεως του προσωπικού ή τη διακοπή της θητείας εκπροσώπου του προσωπικού. Οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου έχουν εφαρμογή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19.   Από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι ο Πρωθυπουργός, προς αντιμετώπιση της δυσμενούς καταστάσεως στον τομέα της απασχολήσεως στη Γαλλία, κατέθεσε στη Βουλή, στο πλαίσιο των δηλώσεών του της 8ης Ιουνίου 2005 περί της κυβερνητικής πολιτικής, σχέδιο επειγόντων μέτρων για την απασχόληση. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των προβλεπόμενων από το εν λόγω σχέδιο μέτρων από 1ης Σεπτεμβρίου 2005, η Γαλλική Κυβέρνηση ζήτησε την εξουσιοδότηση της Βουλής για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου.

20.    Κατόπιν αυτού, το άρθρο 1 του νόμου 2005-846, της 26ης Ιουλίου 2005 (JORF της 27ης Ιουλίου 2005, σ. 12223), εξουσιοδότησε τη Γαλλική Κυβέρνηση να θεσπίσει, με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, διατάξεις με αντικείμενο, ιδίως, την αναμόρφωση των κανόνων βάσει των οποίων υπολογίζεται, στο πλαίσιο εφαρμογής διατάξεων του εργατικού δικαίου ή στο πλαίσιο εκπληρώσεως χρηματοπιστωτικής φύσεως υποχρεώσεων που απορρέουν από άλλα νομοθετήματα, ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούν οι επιχειρήσεις, προκειμένου να ενισχυθεί, από 22ας Ιουνίου 2005, η πρόσληψη μισθωτών που δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας τους.

21.   Στις 2 Αυγούστου 2005, η Γαλλική Κυβέρνηση θέσπισε, με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου 2005-892, διατάξεις περί αναμορφώσεως των κανόνων υπολογισμού του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούν οι επιχειρήσεις, προβλέποντας εντούτοις ότι οι διατάξεις της πράξεως αυτής παύουν να ισχύουν στις 31 Δεκεμβρίου 2007.

22.   Η CGT, η CFDT, η CFE-CGC, η CFTC και η CGT-FO άσκησαν ενώπιον του Conseild’État προσφυγές κατά της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 2005-892.

23.  Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης προέβαλαν, μεταξύ άλλων, λόγο ακυρώσεως που αντλείται από το ότι η προβλεπόμενη από την εν λόγω πράξη νομοθετικού περιεχομένου αναμόρφωση των κανόνων υπολογισμού του απασχολούμενου προσωπικού αντιβαίνει στους σκοπούς των οδηγιών 98/59 και 2002/14.

24.  Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, καίτοι το άρθρο 1 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 2005-892 δεν έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της εφαρμογής των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν για τη μεταφορά των οδηγιών 98/59 και 2002/14 στη γαλλική έννομη τάξη, εντούτοις η εφαρμογή της επίμαχης διατάξεως μπορεί να έχει ως συνέπεια, στις περιπτώσεις εγκαταστάσεων που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζομένους, εκ των οποίων λιγότεροι από έντεκα έχουν συμπληρώσει ή υπερβαίνουν την ηλικία των είκοσι έξι ετών, την απαλλαγή του εργοδότη από ορισμένες υποχρεώσεις που υπέχει από τις δύο αυτές οδηγίες.

25.   Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseild’État αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Πρέπει η απορρέουσα από την οδηγία 2002/14 […] αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν τον τρόπο υπολογισμού των κατωτάτων ορίων απασχολούμενου προσωπικού, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου που καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά το δικαίωμα για ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις στην Κοινότητα, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να μεταθέτουν σε μεταγενέστερο χρόνο τον συνυπολογισμό μιας κατηγορίας εργαζομένων στο πλαίσιο εφαρμογής των κατωτάτων αυτών ορίων;

2) Επιτρέπει η οδηγία 98/59 […] τη θέσπιση ρυθμίσεων οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να απαλλάσσονται, έστω προσωρινώς, ορισμένες εγκαταστάσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από είκοσι εργαζομένους από την υποχρέωση συστάσεως οργάνου εκπροσωπήσεως των εργαζομένων, λόγω της εφαρμογής κανόνων υπολογισμού του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούν οι επιχειρήσεις, οι οποίοι αποκλείουν τον συνυπολογισμό ορισμένων μισθωτών κατά την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τη συγκρότηση του οικείου οργάνου εκπροσωπήσεως;»

26.     Με την απόφασή του περί παραπομπής, το Conseild’État ζήτησε από το Δικαστήριο να εφαρμόσει επί της προδικαστικής παραπομπής την ταχεία διαδικασία του άρθρου 104α, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

27.  Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 2005.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

28.  Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προώθηση των προσλήψεων συνιστά θεμιτό στόχο της κοινωνικής πολιτικής και τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων που είναι πρόσφορα για την υλοποίηση των σκοπών της κοινωνικής τους πολιτικής (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C-167/97, Seymour-Smith και Perez, Συλλογή 1999, σ. I-623, σκέψεις 71 και 74, και της 20ής Μαρτίου 2003, C-187/00, Kutz-Bauer, Συλλογή 2003, σ. I-2741, σκέψεις 55 και 56).

29.   Εντούτοις, το περιθώριο εκτιμήσεως που τα κράτη μέλη διαθέτουν στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά κενή περιεχομένου την εφαρμογή μιας θεμελιώδους αρχής ή μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου (βλ. τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Seymoyr-Smith και Perez, σκέψη 75, και Kutz-Bauer, σκέψη 57).

Επί του πρώτου ερωτήματος

30.     Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει, έστω προσωρινώς, μια συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων κατά τον υπολογισμό του αριθμού του απασχολούμενου προσωπικού υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

31.     Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2002/14, ο όρος εργαζόμενος, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο το οποίο προστατεύεται, στο οικείο κράτος μέλος, ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας και πρακτικής.

32.     Επομένως, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι οι μη έχοντες συμπληρώσει το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας τους εργαζόμενοι, τους οποίους αφορά η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση, προστατεύονται από την εθνική εργατική νομοθεσία, τα πρόσωπα αυτά συνιστούν εργαζομένους κατά την έννοια της οδηγίας 2002/14.

33.     Βεβαίως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίσουν τον τρόπο υπολογισμού των κατωτάτων ορίων απασχολούμενου προσωπικού. Εντούτοις, η διάταξη αυτή αφορά αποκλειστικώς τον καθορισμό του τρόπου υπολογισμού των κατωτάτων ορίων εργαζομένων και όχι τον προσδιορισμό της έννοιας του εργαζομένου.

34.     Δεδομένου ότι η οδηγία 2002/14 προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής της, όσον αφορά τα πρόσωπα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον σχετικό υπολογισμό, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αποκλείουν από αυτόν μία συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων που εμπίπτει, κατ’ αρχάς, στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής. Συνεπώς, καίτοι η οδηγία δεν καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους εργαζομένους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της κατά τον υπολογισμό των κατωτάτων ορίων απασχολούμενου προσωπικού, εντούτοις επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να συνυπολογίζουν τους εργαζομένους αυτούς.

35.     Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, οσάκις κοινοτική διάταξη παραπέμπει στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, τα κράτη μέλη δεν πρέπει να λαμβάνουν μέτρα ικανά να περιορίσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται η επίμαχη διάταξη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-151/02, Jaeger, Συλλογή 2003, σ. I‑8389, σκέψη 59).

36.     Όσον αφορά ειδικότερα την οδηγία 2002/14, πρέπει να τονισθεί, αφενός, ότι τόσο από το άρθρο 137 ΕΚ, το οποίο αποτελεί τη νομική της βάση, όσο και από τη δέκατη όγδοη αιτιολογική της σκέψη, καθώς και από το άρθρο της 1, παράγραφος 1, προκύπτει ότι ο σκοπός της συνίσταται στον καθορισμό ελάχιστων απαιτήσεων για το δικαίωμα ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων σε επιχειρήσεις και εγκαταστάσεις ευρισκόμενες εντός της Κοινότητας.

37.    Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση  ότι  το θεσπιζόμενο με την οδηγία 2002/14 σύστημα έχει εφαρμογή, πλην των εξαιρέσεων του άρθρου της 2, παράγραφοι 2 και 3, σε όλους τους εργαζομένους κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας αυτής.

38.     Ωστόσο, μια εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 28 των προτάσεών του, έχει ως συνέπεια να απαλλάσσονται ορισμένοι εργοδότες από τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την οδηγία 2002/14 και να στερούνται οι εργαζόμενοί τους δικαιώματα που τους αναγνωρίζει η εν λόγω οδηγία, μπορεί να καταστήσει τα δικαιώματα αυτά κενά περιεχομένου και, ως εκ τούτου, να αναιρέσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής.

39.    Επιπλέον, από τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η Γαλλική Κυβέρνηση προκύπτει ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνική διάταξη σκοπεί να αμβλύνει τις απαιτήσεις που προκύπτουν για τους εργοδότες από το γεγονός ότι η πρόσληψη νέων εργαζομένων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση των προβλεπόμενων ορίων, ιδίως, για την εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2002/14.

40.    Όσον αφορά την προκριθείσα από τη Γαλλική Κυβέρνηση ερμηνεία της οδηγίας 2002/14, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, όπως προβλέπει η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης διάταξη, μεθόδους υπολογισμού των κατωτάτων ορίων απασχολούμενου προσωπικού, οι οποίες είναι δυνατό να περιλαμβάνουν και τον προσωρινό αποκλεισμό ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων, εφόσον ο αποκλεισμός αυτός δικαιολογείται από λόγο γενικού συμφέροντος, όπως εν προκειμένω η προώθηση της απασχολήσεως των νέων, και είναι σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας, αρκεί η διαπίστωση ότι η ερμηνεία αυτή είναι ασύμβατη προς το άρθρο 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η οδηγία αυτή, καθόσον σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή τα κράτη μέλη θα είχαν τη δυνατότητα να αποφύγουν, έστω προσωρινώς, την εκπλήρωση της σαφούς και συγκεκριμένης υποχρεώσεως αποτελέσματος που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο (βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Adeneler, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 68).

41.     Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει, έστω προσωρινώς, συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων από τον υπολογισμό του αριθμού του απασχολούμενου προσωπικού κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

42.     Με το δεύτερό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 98/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει, έστω προσωρινώς, συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων από τον προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή υπολογισμό του αριθμού του απασχολούμενου προσωπικού.

43.   Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ούτως αναδιατυπωθέν ερώτημα, επιβάλλεται, πρώτον, η διαπίστωση ότι η οδηγία 98/59 επιδιώκει να διασφαλίσει ανάλογη προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων στα διάφορα κράτη μέλη και να φέρει εγγύτερα τις επιβαρύνσεις που συνεπάγονται αυτοί οι κανόνες προστασίας για τις επιχειρήσεις της Κοινότητας (βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994, C-383/92, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1994, σ. I‑2479, σκέψη 16).

44.   Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι σκοπός της οδηγίας 98/59, όπως προκύπτει από τα άρθρα της 1, παράγραφος 1, και 5, είναι η διασφάλιση κατώτατου ορίου προστασίας σχετικά με το δικαίωμα ενημερώσεως των εργαζομένων και διαβουλεύσεως με αυτούς σε περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων, χωρίς να περιορίζεται η ευχέρεια των κρατών μελών να θεσπίζουν ευνοϊκότερες προς τους εργαζομένους διατάξεις σε εθνικό επίπεδο.

45.   Διαπιστώνεται, όμως, ότι τα κατώτατα όρια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 συνιστούν ακριβώς τέτοιες ελάχιστες απαιτήσεις, από τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν μόνο με τη θέσπιση ευνοϊκότερων προς τους εργαζομένους διατάξεων.

46.  Πράγματι, αφενός, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εθνική νομοθεσία, η οποία παρακωλύει την εφαρμογή διατάξεων οδηγίας που παρέχουν στους εργαζομένους προστασία μη εξαρτώμενη από προϋποθέσεις, αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 21).

47.     Αφετέρου, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Γαλλικής Κυβερνήσεως, η οδηγία 98/59 δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο τρόπος υπολογισμού των κατωτάτων ορίων, και συνεπώς τα ίδια τα κατώτατα όρια, επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, καθόσον η ερμηνεία αυτή θα παρείχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να μεταβάλουν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και, επομένως, να περιορίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητά της.

48.  Όπως προκύπτει τόσο από την απόφαση περί παραπομπής όσο και από τα σημεία 73 και 74 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, μπορεί να στερήσει, έστω προσωρινώς, από το σύνολο του προσωπικού ορισμένων επιχειρήσεων, οι οποίες απασχολούν συνήθως περισσότερους από είκοσι εργαζομένους, τα δικαιώματα που αντλεί το προσωπικό αυτό από την οδηγία 98/59 και να περιορίσει, ως εκ τούτου, την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής.

49.  Κατόπιν των σκέψεων αυτών, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 98/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει, έστω προσωρινώς, συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων από τον προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή υπολογισμό του αριθμού του απασχολούμενου προσωπικού.

Επί των δικαστικών εξόδων

50.  Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει, έστω προσωρινώς, συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων από τον υπολογισμό του αριθμού του απασχολούμενου προσωπικού κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

2) Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει, έστω προσωρινώς, συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων από τον προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή υπολογισμό του αριθμού του απασχολούμενου προσωπικού.