ΙΚΑ και προσαύξηση της σύνταξης όταν ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη. Η προσαύξηση αυτή αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή και χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του ΙΚΑ που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη. Η μη χορήγηση της προσαύξησης αυτής σε όσους δεν συγκεντρώνουν τις νόμιμες προϋποθέσεις δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, ούτε στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας. Απορρίπτεται η έφεση.
Αριθμός απόφασης:897/2009
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 9ο Τριμελές
Αποτελούμενο από τους: Μαρία Μπάζμπα, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Δημήτριο Σταθόπουλο και Βρυσηίδα Μακρή (Εισηγήτρια), Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα την Αικατερίνη Αδαμοπούλου, δικαστική υπάλληλο
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2009 για να δικάσει την με χρονολογία 16 Μαΐου 2007 έφεση του ....... ......, ο οποίος κατοικεί στο .......... Αττικής (οδός ....... αρ. ...) και παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Πάνο Κοντογεώργη κατά του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), το οποίο εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγ. Κωνσταντίνου 8) και δεν παραστάθηκε
Το Δικαστήριο άκουσε το διάδικο που παραστάθηκε και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά
Μετά τη συνεδρίαση συνήλθε σε διάσκεψη
Μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.
Η κρίση του είναι η εξής:
Με την κρινόμενη έφεση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το 1263890/2007 έντυπο παραβόλου), παραδεκτώς ζητείται η εξαφάνιση της 10986/2006 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 31.12.2002 αγωγή του εκκαλούντος. Με την αγωγή του ο εκκαλών ζήτησε να υποχρεωθεί το εφεσίβλητο Ταμείο να του καταβάλει νομιμοτόκως, το ποσό των 2.523,84 ευρώ, το οποίο ισούται με την προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών της καταβαλλόμενης σ` αυτόν σύνταξης που μη νομίμως, κατά την άποψή του, δεν του καταβλήθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1998 έως και 31.12.2002. Η κρινόμενη έφεση νομίμως συζητείται χωρίς την παρουσία του εφεσιβλήτου που κλητεύτηκε νομίμως και εμπροθέσμως (βλ. το από 25.7.2007 αποδεικτικό κλήσης προς συζήτηση του Δικ. Επιμελητή Μιχάλη Μιχαλόπουλου και τα πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης της 12.10.2007 και 19.9.2008).
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 29 του αν.ν. 1846/1951 (φ. 179 Α΄), όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε τελικώς με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 825/1978 (φ. 189 Α΄) ορίζεται ότι: «Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, εφ` όσον δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου ....». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που ερμηνεύεται πλέον ενόψει τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από την άποψη της παροχής εργασίας κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως το χρόνο κατά τον οποίο θεσπίσθηκε η διάταξη αυτή, το ποσό της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφόσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΣΤΕ 1261/1994 7μελούς, 2219/1997, 2466/1998). Η προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του ΙΚΑ που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη, τέτοιοι δε θεωρούνται καταρχήν οι έγγαμοι συνταξιούχοι των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ασφαλιστικό οργανισμό. Συνεπώς των συνταξιούχων αυτών δικαιολογείται η προσαύξηση της σύνταξης με τη χορήγηση ποσού ίσου με ενάμισι ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο αυτό ισχύει κάθε φορά. Η μη χορήγηση δε της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις, δηλαδή εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι και, κατά κοινή πείρα, οι απολαβές τους υπερβαίνουν το ποσό της πιο πάνω προσαύξησης, δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού οι πιο πάνω κατηγορίες συνταξιούχων του ΙΚΑ δεν τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη, με το πιο πάνω περιεχόμενο, δεν αντίκειται και στη διάταξη του άρθρου 21 παρ.1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας (ΣΤΕ 3006/2006, 1124/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεξέταση των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: ο εκκαλών, συνταξιούχος λόγω γήρατος του εφεσιβλήτου Ιδρύματος από 2.7.1998, είναι έγγαμος και δεν λαμβάνει την οικογενειακή παροχή από το εναγόμενο με την αιτιολογία ότι η σύζυγός του εργάζεται. Με την ένδικη αγωγή του κατά του εφεσιβλήτου, ο εκκαλών, ζήτησε να υποχρεωθεί το τελευταίο να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 2.523,84 ευρώ, το οποίο ισούται με την προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών της καταβαλλόμενης σ` αυτόν σύνταξης, που δεν του καταβλήθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1998 έως και 31.12.2002. Με την εκκαλουμένη απόφαση, η αγωγή του εκκαλούντος απορρίφθηκε ως αβάσιμη, ήδη δε, με την κρινόμενη έφεση αμφισβητείται η ορθότητά της.
Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και, σύμφωνα με όσα έγιναν ήδη δεκτά, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εκκαλών είναι συνταξιούχος του εκκαλούντος Ιδρύματος, η σύζυγός του δε εργάζεται κρίνει ότι, αυτός δεν δικαιούται να λάβει την ένδικη προσαύξηση του άρθρου 29 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951. Η ρύθμιση της εν λόγω διάταξης, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδάφ. β΄ του Συντάγματος, οι αντίθετοι δε ισχυρισμοί της έφεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εξάλλου και ο προβαλλόμενος κατ` επίκληση της 3/2001 απόφασης του ΑΕΔ λόγος κατά τον οποίο, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας η μη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος στους έγγαμους υπαλλήλους σε περίπτωση που λαμβάνει αυτό ο άλλος σύζυγος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως του ότι οι εν ενεργεία υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι αποτελούν διακεκριμένες κατηγορίες προσώπων οι οποίες δεν τελούν υπό τις ίδιες οικονομικές και εν γένει βιοτικές συνθήκες, ώστε να επιβάλλεται άνευ ετέρου η πλήρης εξομοίωσή τους και η επέκταση τυχόν ευνοϊκών διατάξεων που διέπουν τη μία κατηγορία και στην άλλη, η προαναφερόμενη διάταξη δεν εξαρτά τη χορήγηση της ένδικης προσαύξησης σε συνταξιούχο του εφεσιβλήτου από το αν λαμβάνει το ίδιο επίδομα ο άλλος σύζυγος, αλλά από τον αν εργάζεται ή είναι συνταξιούχος (ΣτΕ 1022/2005). Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία κρίθηκε το ίδιο δεν έσφαλε στην κρίση της, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου λόγων της έφεσης.
Κατ` ακολουθία, η κρινόμενη έφεση πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμη, να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ δεν συντρέχει περίπτωση επιδικάσεως δικαστικής δαπάνης, ελλείψει προβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους του εφεσιβλήτου. ΓΙ` ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ Απορρίπτει την έφεση.