Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας
Η διάταξη του άρθρου 14 παρ 1κ2 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ) ρυθμίζει το πρόβλημα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας από τέκνα Ελληνίδας μητέρας ή Έλληνα πατέρα που είχαν γεννηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 1250/1982 με τον οποίο εισήχθη στο εσωτερικό δίκαιο ο θεσμός του πολιτικού γάμου και αφετέρου ο Ν. 1438/1984 με τον οποίο η συνταγματική αρχή της ισότητας ανδρών – γυναικών εισήχθη και στα θέματα του δικαίου της ιθαγένειας. Πρόκειται για μια διάταξη η οποία έως σήμερα δεν έχει κριθεί νομολογιακά. Μπορούμε βάσιμα να εικάσουμε ότι η παράλειψη αυτή οφείλεται στο ότι με τη θέσπιση της διάταξης επανορθώθηκε μια προηγούμενη απόκλιση από την αρχή της ισότητας. Το προϊσχύσαν δίκαιο αφενός δεν επέτρεπε την κτήση ιθαγένειας με τη γέννηση από Ελληνίδα και δεν θεωρούσε υποστατούς τους γάμους των Ελλήνων που είχαν τελεστεί στο εξωτερικό με το τύπο που προέβλεπε η νομοθεσία του τόπου τέλεσης του γάμου και όχι με τον τύπο που προέβλεπε το ορθόδοξο δόγμα. Συνεπώς τα τέκνα που γεννιόταν στο πλαίσιο ενός τέτοιου γάμου δεν αποκτούσαν την ελληνική ιθαγένεια, καθώς προϋπόθεση κτήσης της ιθαγένειας λόγω γέννησης σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο ιθαγένειας διαχρονικά είναι η γέννηση του τέκνου στο πλαίσιο υποστατού γάμου. Η διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης δεν θέτει ζήτημα διάκρισης λόγω φύλου, καθώς επιχειρεί αφενός να ρυθμίσει τον τρόπο κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω γέννησης με τρόπο που είναι συμβατός με την αρχή της ισότητας των φύλων επανορθώνοντας την προηγούμενη ρύθμιση που εισήγαγε διακρίσεις (αρθ 14 παρ 1), αφετέρου η αναφορά μόνο στο ένα φύλο (πατέρας) στην διάταξη του αρθ 14 παρ 2 οφείλεται στο ότι μετά τη θέσπιση του Ν. 1438/1984, η οποία επέκτεινε αναδρομικά την κτήση ελληνικής ιθαγένειας στα τέκνα των Ελληνίδων που είχαν παντρευτεί αλλοδαπούς, η μόνη κατηγορία τέκνων που είχαν πρακτικά πρόβλημα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας ήταν τα τέκνα Ελλήνων πατέρων ο γάμος των οποίων θεωρούταν ανυπόστατος σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Ωστόσο οι διατάξεις αυτές θέτουν ένα ζήτημα συμβατότητάς τους με τη νομολογία του ΕΔΑΔ καθώς διακρίνουν ανάμεσα σε τέκνα γεννημένα εντός γάμου και τέκνα γεννημένα εκτός γάμου, επιτρέποντας την κτήση της ιθαγένειας μόνο για την πρώτη κατηγορία, διάκριση η οπoία κρίθηκε ως αντίθετη με την ΕΣΔΑ στην υπόθεση GenovezevMalta(noapplication 53124/09).
Όσον αφορά τη διάταξη του άρθρου 21 του ΚΕΙ πρόκειται για μια διάταξη που αφορά πρακτικά τις αλλοδαπές γυναίκες οι οποίες πριν την ισχύ του Ν. 1438/1984 αποκτούσαν υποχρεωτικά την ιθαγένεια του Έλληνα συζύγου μετά το γάμο. Καθώς το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς εισήγαγε διακρίσεις σε βάρος των γυναικών η διατύπωση της διάταξης η οποία επιχειρεί να επανορθώσει την προηγούμενη διακριτική μεταχείριση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική και συνεπώς δεν ήταν δυνατό να αναπτυχθεί νομολογία επί του ζητήματος.
Διατάξεις που αφορούν τη μεταναστευτική πολιτική
Στις διατάξεις αυτές υπάρχουν διατάξεις στις οποίες γίνεται απευθείας αναφορά στο ένα φύλο όπως είναι οι διατάξεις που αφορούν τη χορήγηση των προνοιακών επιδομάτων. Επιπλέον η εφάπαξ παροχή που χορηγείται σε τρίτεκνες μητέρες (άρθ 1&4 του Ν.3454/2006) θέτει και ένα ζήτημα έμμεσης διάκρισης σε βάρος των αλλοδαπών γυναικών, καθώς ως προϋπόθεση χορήγησής της είναι η ελληνική ιθαγένεια, η ιδιότητα της ομογενούς ή η ιδιότητα του πολίτη της. Ε.Ε, προϋπόθεση η οποία έχει κριθεί από τη νομολογία του ΕΔΔΑ ως αντίθετη στην ΕΣΔΑ (υπόθεση Ζεϋμπεκ κατά Ελλάδας) όσον αφορά τη χορήγηση των προνοιακών επιδομάτων. Οι αντίστοιχες ρυθμίσεις του Ν. 1892/1990 μετά από πρόσφατη τροποποίηση τους με το Ν. 3918/2011 αρθ 43 παρ 1&2 δεν θέτουν πλέον ανάλογα ζητήματα. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι έως σήμερα δεν υπάρχει νομολογία σχετικά με τις ανωτέρω διατάξεις η οποία να τις εξετάζει υπό το πρίσμα της διάκρισης λόγω φύλου. Η πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων τις αντιμετωπίζει ως μια ειδικότερη έκφανση της συνταγματικής προστασίας της οικογένειας (αρθ 21 Σ) και η οποία φαίνεται να περιορίζεται μόνο στις μητέρες και τα τέκνα (ενδεικτικά ΔΕΦ ΑΘ 230/20009). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων θεωρεί ότι η διάκριση με βάση την ιθαγένεια είναι θεμιτή σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (Σ.τ.Ε 351/2009).