Ημερομηνία
26 / 03 / 1980
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και Άρθρο 1 της Οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες γυναίκες εργαζόμενοι ‘ Ισότητα αμοιβών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1980 

Στην υπόθεση 129/79,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του CourtofAppeal του Λονδίνου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ   MacarthysLtd., επιχειρήσεως χονδρικής πωλήσεως φαρμακευτικών προϊόντων,  με έδρα στο Λονδίνο,  και WendySmith, τέως υπαλλήλου της εταιρίας MacarthysLtd.,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της  Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου, της 10ης  Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που  αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Α. Ο' Keeffe και Α. Touffait, προέδρους τμήματος, J. MertensdeWilmarś, Ρ. Pescatore, MackenzieStuart, G. Bosco, T. Koopmans και Ö. Düe, δικαστές,  γενικός εισαγγελέας: F. Capotorti  γραμματέας: Α. VanHoutte  εκδίδει την ακόλουθη  Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1.  Με Διάταξη της 25ης Ιουλίου 1979, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Αυγούστου 1979, το CourtofAppeal του Λονδίνου υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει  του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τέσσερα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42).

2. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η εφεσίβλητη της κύριας δίκης, WendySmith, προσελήφθη την 1η Μαρτίου 1976 ως αρχιαποθηκάριος από την επιχείρηση MacarthysLtd., που εμπορεύεται χονδρικώς φαρμακευτικά προϊόντα, με εβδομαδιαίο μισθό 50 λίρες στερλίνες. Διαμαρτύρεται ότι έγινε μισθολογική διάκριση εις βάρος της, διότι ο άνδρας προκάτοχος της, του οποίου τη θέση πήρε έπειτα από χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, ελάμβανε εβδομαδιαίο μισθό 60 λίρες στερλίνες.

3.  ΗWendySmithπροσέφυγεστοIndustrialTribunalβάσειτουEqualPayActτου 1970. Με απόφαση της 27ης Ιουνίου 1977, το δικαστήριο αυτό, θεωρώντας ότι η  ενάγουσα παρείχε εργασία όμοια με αυτή του προκατόχου της, καταδίκασε τη  Macarthys να καταβάλει στην ενάγουσα μισθό ίσο με το μισθό του τελευταίου.

4.  Η Macarthys άσκησε έφεση ενώπιον του EmploymentAppealTribunal και το δικαστήριο αυτό απέρριψε την έφεση, με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1977. Η απόφαση αυτή, η οποία στηρίζεται στο EqualPayAct, όπως και η απόφαση του IndustrialTribunal, αναφέρεται επίσης στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και στην απόφαση του Δικαστηρίου, της 8ης Απριλίου 1976, επί της υποθέσεως 43/75, GabrielleDefrenne κατά Sabena (ECR 1976, σ. 455), με την οποία ερμηνεύεται η διάταξη αυτή.

5. Ο εργοδότης άσκησε δεύτερη έφεση ενώπιον του CourtofAppeal. Υποστήριξε ότι, βάσει της κανονικής και συνήθους εννοίας, το EqualPayAct δεν επιτρέπει σε μία γυναίκα να συγκρίνει την κατάσταση της με αυτή ενός άνδρα που κατείχε προηγουμένως μία θέση στον ίδιο εργοδότη. Κατά τη γνώμη του, μια τέτοια ερμηνεία του εθνικού νόμου δεν θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, που διακηρύσσει το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ.

6. Από την πλευρά της, η εφεσίβλητη της κύριας δίκης υποστήριξε ότι η ερμηνεία της MacarthysLtd. ήταν αντίθετη προς το άρθρο 119 και το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117, διότι η αρχή της ισότητας των αμοιβών για ίδια εργασία δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες ο άνδρας και η γυναίκα εκτελούν συγχρόνως την ίδια εργασία για τον εργοδότη τους, αλλά η αρχή αυτή, αντίθετα, εφαρμόζεται επίσης όταν η γυναίκα εργαζόμενη μπορεί να αποδείξει ότι αμείβεται λιγότερο για την εργασία της από ό,τι θα αμειβόταν αν ήταν άνδρας που παρέχει στον ίδιο εργοδότη την ίδια εργασία, ή απ' ό,τι αμειβόταν άνδρας εργαζόμενος  που ήταν υπάλληλος πριν από την είσοδο της στην υπηρεσία και ο οποίος παρείχε την ίδια εργασία στον εργοδότη του.

7. Για να επιλύσει τη διαφορά το CourtofAppeal διατύπωσε τα τέσσερα ακόλουθα ερωτήματα:

1) Περιορίζεται η αρχή της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, που αναφέρεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και στο άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42), στις περιπτώσεις στις οποίες οι άνδρες και οι γυναίκες παρέχουν συγχρόνως την ίδια εργασία στον εργοδότη τους;

2) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, εφαρμόζεται η προαναφερθείσα αρχή στις περιπτώσεις που μία γυναίκα εργαζόμενη μπορεί να αποδείξει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα της, η αμοιβή που λαμβάνει από τον εργοδότη της είναι κατώτερη α) από την αμοιβή που θα ελάμβανε αν ήταν άνδρας που παρείχε την ίδια εργασία στον εργοδότη αυτό  ή

β) από την αμοιβή που ελάμβανε άνδρας εργαζόμενος, που ήταν υπάλληλος πριν από την πρόσληψη της γυναίκας υπαλλήλου, και που παρείχε την ίδια εργασία στον εργοδότη του;

3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2α ή 2β, στηρίζεται η απάντηση αυτή στις διατάξεις του άρθρου 1 της οδηγίας που αναφέρθηκε προηγουμένως;

4) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σ' αυτό το τρίτο ερώτημα, εφαρμόζεται το άρθρο 1 της οδηγίας που αναφέρθηκε προηγουμένως άμεσα στα κράτη μέλη;

8.  Από τη διατύπωση των ερωτημάτων αυτών, καθώς και από την αιτιολογία της Διατάξεως περί παραπομπής, προκύπτει ότι τα ερωτήματα που αφορούν τα αποτελέσματα της οδηγίας 75/117 και την ερμηνεία του άρθρου 1 της οδηγίας αυτής τέθηκαν μόνο για την περίπτωση που η εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν θα επέτρεπε τη λύση του προβλήματος που τέθηκε με την αγωγή.

Επομένως πρέπει καταρχήν να ερμηνευθεί το άρθρο 119 υπό το πρίσμα της εννόμου καταστάσεως που γέννησε τη διαφορά.

Επί της ερμηνείας του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ

9.  Σύμφωνα με το άρθρο 119, πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίζουν και να διατηρούν «την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών».

10. Όπως ανέφερε το Δικαστήριο στην απόφαση Defrenne, της 8ης Απριλίου 1976, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται άμεσα, και χωρίς να χρειάζεται η Κοινότητα ή τα κράτη μέλη να λάβουν πιο λεπτομερή μέτρα εφαρμογής της, σε κάθε μορφής άμεση και απροκάλυπτη διάκριση, που μπορεί να διαπιστωθεί με μόνη τη βοήθεια των κριτηρίων της ταυτότητας της εργασίας και της ισότητας των αμοιβών που δέχεται το αναφερθέν άρθρο. Μεταξύ των διακρίσεων που μπορούν να διαπιστωθούν κατ' αυτό τον τρόπο δικαστικά, το Δικαστήριο ανέφερε ιδιαίτερα την περίπτωση της άνισης αμοιβής ανδρών και γυναικών εργαζομένων για όμοια εργασία, που παρέχεται στην ίδια επιχείρηση ή υπηρεσία.

11. Το αποφασιστικό κριτήριο στην περίπτωση αυτή είναι να αποδειχθεί αν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, που παρέχουν «όμοια εργασία» κατά την έννοια του άρθρου 119. Δεν θα έπρεπε να περιοριστεί, με την εισαγωγή της προϋποθέσεως της συγχρόνου παροχής της εργασίας, η έκταση της έννοιας αυτής, η οποία έχει καθαρά ποιοτικό χαρακτήρα, διότι συνδέεται αποκλειστικά με τη φύση της παρεχομένης εργασίας.

12. Πρέπει εντούτοις να γίνει δεκτό, όπως ορθά αναγνώρισε το EmploymentAppealTribunal, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, να μπορεί η διαφορά αμοιβής μεταξύ δύο εργαζομένων που κατέχουν την ίδια θέση εργασίας, αλλά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, να εξηγηθεί από την παρέμβαση παραγόντων ξένων προς κάθε διάκριση βασισμένη στη διαφορά του φύλου. Πρόκειται για πραγματικό ζήτημα, η εκτίμηση του οποίου ανήκει στο δικαστή.

13.  Πρέπει, επομένως, στο πρώτο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, που αναφέρεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις, στις οποίες άνδρες και γυναίκες παρέχουν συγχρόνως ισότιμη εργασία στον ίδιο εργοδότη.

14. Το δεύτερο ερώτημα που έθεσε το CourtofAppeal, το οποίο διατυπώθηκε εναλλακτικά, αναφέρεται στο πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη ενδεχόμενης διακρίσεως στον τομέα των αμοιβών. Αυτό το ερώτημα πρέπει να επιτρέψει στο εθνικό δικαστήριο να δεχθεί την επιχειρηματολογία, την οποία εξέθεσε και ανέπτυξε ενώπιον του Δικαστηρίου η εφεσίβλητη της κύριας δίκης, σύμφωνα με την οποία μια γυναίκα εργαζόμενη θα μπορούσε να απαιτήσει όχι μόνο το μισθό που λαμβάνει άνδρας εργαζόμενος ο οποίος παρείχε προηγουμένως την ίδια εργασία στον εργοδότη του, αλλά και, γενικότερα, την αμοιβή την οποία θα μπορούσε να απαιτήσει εάν ήταν άνδρας, ακόμα και αν δεν υπάρχει άνδρας εργαζόμενος που να παρέχει τώρα ή να παρείχε προηγουμένως ανάλογη εργασία. Η εφεσίβλητη της κύριας δίκης καθόρισε αυτό τον όρο της συγκρίσεως με αναφορά στην έννοια, την οποία αποκαλεί «υποθετικό άνδρα εργαζόμενο».

15.  Είναι προφανές ότι αυτή η τελευταία υπόθεση, που αποτελεί το αντικείμενο του ερωτήματος 2, στοιχείο α, αναφέρεται στις έμμεσες και συγκεκαλυμμένες διακρίσεις, των οποίων η διαπίστωση, όπως εξήγησε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Defrenne, προϋποθέτει συγκριτικές μελέτες ολοκλήρων τομέων της βιομηχανίας και απαιτεί, επομένως, τον προηγούμενο καθορισμό κριτηρίων εκτιμήσεως από τα κοινοτικά ή εθνικά νομοθετικά όργανα. Από αυτό προκύπτει ότι οι συγκρίσεις, στην περίπτωση πραγματικών διακρίσεων που αναφέρονται στο πεδίο απευθείας εφαρμογής του άρθρου 119, περιορίζονται σε προσεγγίσεις βάσει συγκεκριμένων εκτιμήσεων, που αφορούν εργασίες οι οποίες πράγματι παρέχονται, στο πλαίσιο της ίδιας επιχειρήσεως ή υπηρεσίας, από εργαζομένους διαφορετικού φύλου.

16. Πρέπει επομένως στο δεύτερο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 119 εφαρμόζεται στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι γυναίκα εργαζόμενη, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των υπηρεσιών που παρέχει, έλαβε μικρότερη αμοιβή από αυτή που ελάμβανε άνδρας εργαζόμενος, ο οποίος ήταν υπάλληλος πριν από την πρόσληψη της γυναίκας υπαλλήλου, και παρείχε την ίδια εργασία στον εργοδότη του.

17. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι η διαφορά που υποβάλλεται στο εθνικό δικαστήριο μπορεί να επιλυθεί στο πλαίσιο της ερμηνείας μόνο του άρθρου 119 της Συνθήκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, στο μέτρο που αυτά αναφέρονται στην ισχύ και την ερμηνεία της οδηγίας 75/117.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 25ης Ιουλίου 1979, το CourtofAppeal, CivilDivision, του SupremeCourtofJudicature, αποφαίνεται:

1) Η αρχή της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων  ανδρών και γυναικών, που αναφέρεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες άνδρες και γυναίκες παρέχουν συγχρόνως ισότιμη εργασία στον ίδιο εργοδότη.

2) Η αρχή της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 119 εφαρμόζεται στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι γυναίκα εργαζόμενη, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των υπηρεσιών που παρέχει, έλαβε μικρότερη αμοιβή από αυτή που ελάμβανε άνδρας εργαζόμενος, ο οποίος ήταν υπάλληλος πριν από την πρόσληψη της γυναίκας υπαλλήλου, και που παρείχε την ίδια εργασία στον εργοδότη του.

Kutscher O'Keeffe Touffait Mertens de Wilmars

Pescatore Mackenzie Stuart Bosco

Koopmans Due

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Μαρτίου 1980.

Ο Γραμματέας

Α. VanHoutte

Ο Πρόεδρος

Η. Kutscher