Κριτήρια επιλογής της νομολογίας 

Η νομολογία που συμπεριλήφθηκε στον πίνακα συνοπτικής παρουσίασης επιλέχθηκε κυρίως με τα ακόλουθα κριτήρια:

α) Η αντιπροσωπευτικότητα ως προς τις τάσεις της νομολογίας. Η νομολογία δημοσίου δικαίου σχετικά με τα θετικά μέτρα είναι αρκετά εκτεταμένη χωρίς όμως να παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις. Συνήθως για τα περισσότερα ζητήματα έχει αποκρυσταλλωθεί μια σταθερή δογματική θέση ή το πολύ δύο θέσεις πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η νομολογία. Με βάση το κριτήριο αυτό ο σχετικός πίνακας περιλαμβάνει αποφάσεις που είναι αντιπροσωπευτικές της κύριας ή των κύριων τάσεων της νομολογίας.

β) Η σημασία μερικών αποφάσεων ως προς τα ζητήματα για τα οποία έχουν αποφανθεί τα δικαστήρια. Με βάση αυτό το κριτήριο συμπεριλήφθηκαν όλες οι αποφάσεις οι οποίες για πρώτη φορά επιλύουν δογματικά ζητήματα στο συγκεκριμένο πεδίο ακόμη και εάν δεν εμπίπτουν επακριβώς στα ζητήματα που αφορούν τις διακρίσεις μεταξύ των φύλων. Υπό αυτό το πρίσμα η Σ.τ.Ε 3216/2003 ακόμη και εάν δεν αφορά την επέκταση του δικαιώματος χορήγησης άδειας ανατροφής τέκνου και στους άνδρες θεμελιώνει το σκεπτικό επί του οποίου βασίστηκε η μεταγενέστερη επέκταση του σχετικού δικαιώματος,

Νομολογία πριν από τη Συνταγματική Αναθεώρηση

Μέχρι τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 η όποια συνταγματική αναγωγή στα ζητήματα των διακρίσεων γινόταν με βάση τις διατάξεις του άρθ. 4παρ 1&2 Σ και του άρθ. 116 παρ 2 Σ. Οι ρυθμίσεις του αρθ 4 αναφέρονται στην τυπική ισότητα ανδρών και γυναικών (ισότητα ενώπιον του νόμου και ισότητα ανδρών και γυναικών στα δικαιώματα) ενώ η διάταξη του άρθ116 παρ. 2 στις αποκλίσεις από την ανωτέρω αρχή οι οποίες επιτρέπονταν «για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 άλλαξε η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 116 παρ 2 με την οποία, η πρόβλεψη για τη δυνατότητα καθιέρωσης αποκλίσεων από την ισότητα των φύλων που περιείχε η διάταξη με την προηγούμενη διατύπωση της: «Οι αποκλίσεις από την ισότητα ανδρών και γυναικών επιτρέπονται για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος», ανατράπηκε, με την εισαγωγή δύο κανόνων που έχουν: Ο μεν πρώτος χαρακτήρα ερμηνευτικής Αρχής: «Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας ανδρών και γυναικών». Ο δε δεύτερος εισάγει μια κατευθυντήρια αρχή προς τα όργανα του κράτους: «Το κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Με τη νέα διατύπωση της διάταξης η δυνατότητα θέσπισης με άμεσο τρόπο ανάστροφων ποσοστώσεων σε βάρος των γυναικών  δεν βρίσκει πλέον συνταγματικό έρεισμα.

Ωστόσο ήδη από τη δεκαετία του 1990 η νομολογία του Σ.τ.Ε είχε θεωρήσει ότι η λήψη θετικών μέτρων  είναι εντός του «πνεύματος» της  συνταγματική αρχής της ισότητας στο μέτρο που αυτά τα μέτρα «αποβλέπουν στην επίσπευση της αποκατάστασης μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών» (πλειοψηφία της Σ.τ.Ε 1933/1998). Οι τάσεις της νομολογίας αυτή την περίοδο κυμαίνονται μεταξύ τριών θέσεων. Η πρώτη εκλαμβάνει την λήψη θετικών μέτρων ως αντίθετη με το Σύνταγμα (μειοψηφία πέντε δικαστών στην Σ.τ.Ε 1933/1998), η δεύτερη αντιμετωπίζει τα θετικά μέτρα ως μια θεμιτή απόκλιση από την αρχή της ισότητας (Σ.τ.Ε 6275/1995 και Σ.τ.Ε 1917/1998) και η τρίτη τάση είναι αυτή που διατυπώνεται με τη γνώμη της πλειοψηφίας της Σ.Τ.Ε 1933/1998. Ωστόσο η τρίτη άποψη παρουσιάζει ορισμένα δογματικά προβλήματα. Η έννοια της αναλογικής ισότητας υπό το άρθρο 4παρ 1 δεν μπορεί να καλύψει ευχερώς τα θετικά μέτρα τα οποία στην ουσία διαφοροποιούν άτομα που τελούν υπό ίδιες προσωπικές καταστάσεις. Ορθότερο θα ήταν να εκλάβουμε τα θετικά μέτρα ως μέτρα τα οποία συνιστούν μια θεμιτή απόκλιση από την τυπική ισότητα προς χάριν την πραγματικής ισότητας. Ωστόσο η αναθεώρηση του 2001 συνταγματοποίησε την ήδη κρατούσα άποψη στη νομολογία. Παρά ταύτα η θεώρηση αυτή δεν υποβιβάζει τη σημασία της αναθεώρησης σε μια  επιβεβαιωτικού χαρακτήρα κίνηση των θεσμικών οργάνων, καθώς συμβάλλει στην ασφάλεια δικαίου ξεκαθαρίζοντας το τοπίο.

Συνεπώς η συμπερίληψη των Σ.τ.Ε 1933/1998 και 1917/1998 κρίνεται απαραίτητη  καθώς  η μεν πρώτη με την πλειοψηφία και τη μειοψηφία της προσδιορίζουν τις δύο κύριες τάσεις της νομολογίας ως προς τη συνταγματικότητα ή μη των θετικών μέτρων που ακολουθούνται έως σήμερα, ενώ η δεύτερη απόφαση για πρώτη φορά κρίνει το ζήτημα συνταγματικότητας των θετικών μέτρων και, παρότι εκφράζει μια θέση η οποία τελικά δεν υιοθετήθηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία, κρίνεται απαραίτητο να συμπεριληφθεί. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η απόφαση 1917/1998 δεν αφορούσε κατά κυριολεξία ένα μέτρο θετικής δράσης, αλλά ένα μέτρο που συνιστούσε αντίστροφη ποσόστωση σε βάρος των γυναικών για την εισαγωγή γυναικών στην αστυνομία (10%). Η απόφαση Σ.τ.Ε 6275/1995 είναι μια απόφαση τμήματος (Στ) η οποία εκφράζει τη θέση ότι η λήψη θετικών μέτρων συνιστά μεν απόκλιση από την αρχή της ισότητας η οποία όμως είναι συνταγματικά ανεκτή (παρόμοια με την Σ.τ.Ε 1917/1998), θέση η οποία τελικά ανατράπηκε από την απόφαση της ολομέλειας Σ.τ..Ε 1933/1998 η οποία και διαμόρφωσε τους άξονες πάνω στους οποίους κινείται έκτοτε η νομολογία, και για αυτό τον λόγο δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα.

Αξιολόγηση της νομολογίας σχετικά με τις άμεσες διακρίσεις .

Η συγκεκριμένη ομάδα διατάξεων περιλαμβάνει προβλέψεις σχετικά με την υποχρεωτική πρόσληψη ενός συγκεκριμένου ποσοστού από το ένα φύλο ή την υποχρεωτική εκπροσώπηση των γυναικών στα κέντρα λήψη αποφάσεων. Στο πεδίο αυτό, ο Έλληνας νομοθέτης έχει επιλέξει ως μοναδικό θετικό μέτρο υπέρ των γυναικών τη θέσπιση υποχρεωτικής ποσόστωσης του ενός τρίτου για κάθε φύλο στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του κοινοβουλίου, των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης και στα συλλογικά όργανα των δημοσίων υπηρεσιών. Η νομοθετική αυτή επιλογή γίνεται ανεξάρτητα από τον αριθμό των γυναικών ή ανδρών στο υπό εκπροσώπηση σώμα παρά το ότι η σχετική συνταγματική διάταξη αναφέρεται σε ανισότητες που υφίστανται στην πράξη: «Το κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών».

Η επιλογή του νομοθέτη εκλαμβάνει ως δεδομένη την υπο- εκπροσώπηση των γυναικών στο συγκεκριμένο πεδίο χωρίς περαιτέρω στοιχεία. Επιπλέον στην περίπτωση των εκλογών η υποχρέωση περιορίζεται μόνο στη συμπερίληψη ενός τρίτου από το κάθε φύλο στις υποψηφιότητες, ενώ στη συγκρότηση των συλλογικών οργάνων του δημοσίου η συμμετοχή κάθε φύλου κατά το ένα τρίτο καθίσταται υποχρεωτική. Όσον δε αφορά τις προσλήψεις, η συνήθης πρακτική του Έλληνα νομοθέτη είναι η θέσπιση ποσοστώσεων για την εισαγωγή σε στρατιωτικές σχολές και σε σχολές σωμάτων ασφαλείας με επίκληση της ειδικής φύσης των καθηκόντων που καλούνται να ασκήσουν οι υπάλληλοι αυτής της κατηγορίας. 

Η νομολογία του Σ.τ.Ε όσον αφορά το συνταγματικό ή μη επιτρεπτό χαρακτήρα αυτών των αποκλίσεων είναι ότι από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της, συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης, με σκοπό την αποκατάσταση μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, θέλησε να θεσπίσει ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και, γενικότερα, να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προσβάσεώς τους στα διάφορα επαγγέλματα και, συνεπώς, αυστηρότερες τις προϋποθέσεις αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Περαιτέρω, όμως, ο συνταγματικός νομοθέτης, όπως συνάγεται από την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν απαγόρευσε απολύτως, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών (αποχρώντων) λόγων, που ανάγονται στη φύση ή στις συνθήκες ασκήσεως της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, οποιαδήποτε απόκλιση από την πιο πάνω αρχή της ισότητας των φύλων. Μια απόλυτη απαγόρευση θα έπρεπε να ορίζεται ρητά ή, τουλάχιστον, να συνάγεται σαφώς από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις, δεδομένου άλλωστε ότι δικαιολογημένες αποκλίσεις δεν απαγορεύονται, κατ΄ αρχήν, ούτε από τις προεκτεθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Ενόψει των ανωτέρω, αποκλίσεις από την ως άνω αρχή, πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, είναι, κατ` εξαίρεση, συνταγματικά θεμιτές, μόνον εφόσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει σαφώς από το νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αποκλίσεις αυτές θεσπίσθηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τελικώς στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν οι εισαγόμενες αποκλίσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και αν είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (Ολομ. ΣτΕ 1986/2005).  

Υπό αυτό το πρίσμα κρίνεται κάθε μεμονωμένη περίπτωση με βάση κυρίως την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το νόμο και τις προπαρασκευαστικές εργασίες και ανάλογα κρίνεται εάν η εισαγωγή της ποσόστωσης μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικά θεμιτή (π.χ αστυνομία) ή όχι (π.χ δημοτική αστυνομία). Πρόκειται για μια νομολογία που επιτρέπει στο δικαστήριο να κρίνει κάθε φορά adhoc ανάλογα με τα στοιχεία του φακέλου εάν τα κριτήρια του επιδιωκόμενου σκοπού και των πρόσφορων προς την υλοποίηση του μέτρων πληρούνται, ακολουθώντας μια προσέγγιση που προσιδιάζει στην αρχή της αναλογικότητας χωρίς να γίνεται ρητή αναφορά σε αυτή. Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η αιτιολόγηση της απόκλισης και όχι το εάν η απόκλιση συμβάλλει ή όχι στη διαιώνιση των διακρίσεων. Με βάση αυτά τα κριτήρια επιλέχθηκαν οι αποφάσεις που συμπεριλήφθηκαν στον πίνακα ως οι πιο αντιπροσωπευτικές και πιο πρόσφατες της νομολογίας, η οποία μετά την απόφαση της ολομέλειας του Σ.τ.Ε 1986/2005 δεν παραλλάσσει ως προς το σκεπτικό της, αλλά μόνο ως προς το δια ταύτα ανάλογα με τα στοιχεία του φάκελου και την αιτιολογική έκθεση.  Από την εξέταση του σκεπτικού των αποφάσεων που περιλαμβάνονται στον πίνακα (Σ.τ.Ε 406/2012, Σ.τ.Ε 1348/2012, Σ.τ.Ε 1083/2011, Σ.τ.Ε 3390/2009, ΔΕΦ Αθ 934/2007, Σ.τ.Ε 1265/2006, Σ.τ.Ε 1986/2005) προκύπτει με σαφήνεια ότι η νομολογία κρίνει ως συνταγματικά επιτρεπτή ή όχι τη λήψη ενός μέτρου ανάλογα με την αιτιολογία που περιέχεται στα στοιχεία του φακέλου ακόμη και εάν πρόκειται για περίπτωση αντίστροφης ποσόστωσης η οποία, εφόσον τα στοιχεία του φακέλου το υποστηρίζουν, θεωρείται θεμιτή απόκλιση (Σ.τ.Ε 1083/2012). Σημαντική είναι επίσης και η απόφαση Σ.τ.Ε 3057/2009 η οποία κρίνει το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος στις υποθέσεις που αφορούν τη λήψη θετικών μέτρων σύμφωνα με την οποία το έννομο συμφέρον περιορίζεται μόνο στα πρόσωπα τα οποία ανήκουν στο φύλο το οποίο αποσκοπεί να βοηθήσει η λήψη του μέτρου.

Όσον δε αφορά τη νομολογία σχετικά με την υποχρεωτική συμμετοχή γυναικών στα συλλογικά όργανα της διοίκησης έχει κριθεί ότι «Η μη τήρηση της υποχρεωτικής ποσόστωσης υπέρ των γυναικών (1/3 των υποψηφίων) κατά την κατάρτιση των συνδυασμών των δημοτικών εκλογών καθιστά αυτοδικαίως απαράδεκτη την υποβολή υποψηφιότητας του εν λόγω συνδυασμού χωρίς να απαιτείται η απόδειξη ότι η εν λόγω πλημμέλεια ασκεί επιρροή στο εκλογικό αποτέλεσμα» (Σ.τ.Ε 2123/2011). Πρόκειται για μια πολύ σημαντική εξέλιξη καθώς εκλαμβάνει την τήρηση της ποσόστωσης ως ουσιαστική προϋπόθεση νομιμότητας κατάρτισης των συνδυασμών αποσυνδέοντας την από την επιρροή που έχει στο εκλογικό αποτέλεσμα. Με αυτό τον τρόπο η εν λόγω ποσόστωση θεωρείται πλέον ουσιαστικό στοιχείο του δημοκρατικού χαρακτήρα της διαδικασίας εκλογής των οργάνων διοίκησης των Ο.Τ.Α, καθώς λαμβάνεται υπόψη ανεξάρτητα από την επιρροή της στο εκλογικό αποτέλεσμα Δεν αρκεί δηλαδή η τήρηση της εκλογικής διαδικασίας να διασφαλίζει την ελεύθερη έκφραση της εκλογικής βούλησης για να θεωρηθεί ότι η διαδικασία των εκλογών σέβεται τη δημοκρατική αρχή αλλά θα πρέπει να τηρεί και την εκ του νόμου προβλεπόμενη ποσόστωση καθιστώντας την ποσόστωση στοιχείο της δημοκρατικής αρχής.

Αξιολόγηση της νομολογίας σχετικά με τις έμμεσες διακρίσεις

Οι έμμεσες διακρίσεις εμφανίζονται στη νομοθεσία υπό τη μορφή διαφορετικών κριτηρίων πρόσληψης ανάλογα με το φύλο ή με τη μορφή της προϋπόθεσης της εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων από τους άνδρες για την πρόσληψη στο δημόσιο.

Σχετικά με την πρώτη κατηγορία διατάξεων (προσλήψεις) η νομολογία ακολουθεί δύο τάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη τάση, και στις έμμεσες διακρίσεις ακολουθείται ο νομολογιακός κανόνας που έχει διαμορφωθεί για τις άμεσες διακρίσεις, δηλαδή η συμβατότητα ή μη της έμμεσης διάκρισης με το Σύνταγμα κρίνεται με βάση την πρόβλεψη της σε ειδικό νόμο και την προσφορότητά της ως προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Με βάση το σκεπτικό αυτό κρίθηκε ότι η θέσπιση ίδιου ύψους για άνδρες και γυναίκες ως προσόν για πρόσληψη στην αστυνομία δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας ούτε στη διάταξη του άρθρου 116 Σ., ούτε επίσης η θέσπιση ίδιων κριτηρίων ως προς τις αθλητικές δοκιμασίες, επειδή η φύση των καθηκόντων του ένστολου προσωπικού απαιτεί συγκεκριμένες δεξιότητες (Σ.τ.Ε 2369/2010, ΔΕΦ Αθ. 348/2011 ακυρ). Πρόκειται για μια άποψη η οποία εγκλωβίζει τα θετικά μέτρα στην προβληματική του εάν συνιστούν μια επιτρεπτή απόκλιση από την τυπική ισότητα και όχι στο εάν προάγουν την πραγματική ισότητα.

Η δεύτερη τάση της νομολογίας ακόμη και εάν δεν διατυπώνει ρητά τις προθέσεις της εξετάζει εάν το μέτρο που έχει ληφθεί συμβάλλει στην πραγματική ισότητα πριν καταλήξει στο συμπέρασμα σχετικά με τη συμβατότητά του ή μη με το Σύνταγμα και το κοινοτικό δίκαιο. Για παράδειγμα, έχει κριθεί ότι το διαφορετικό ύψος ανδρών και γυναικών ως κριτήριο σε προσλήψεις μπορεί να αποτελεί μια θεμιτή παρέκκλιση στο βαθμό που υπάρχουν σωματομετρικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων ή ότι η αύξηση του ορίου ύψους των γυναικών πρέπει να είναι συμμετρική με τα δεδομένα που προκύπτουν από ανθρωπομετρικές έρευνες διότι αλλιώς συνιστά διάκριση (ΔΕΦ Αθ 17&18 2011 ακυρ). Οι αποφάσεις που αφορούν έμμεσες διακρίσεις αποτυπώνουν αυτές τις δύο τάσεις και επιλέχθηκαν με αυτό το κριτήριο, καθώς επίσης και επειδή είναι πρόσφατες και αντιπροσωπευτικές του σκεπτικού που υποκρύπτεται.

Όσον δε αφορά το ζήτημα της εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων ως προϋπόθεση πρόσληψης, παρατηρείται ότι ενώ η σχετική συνταγματική διάταξη (αρ. 4 παρ. 6 Σ) δεν εξαιρεί ρητά τις Ελληνίδες, η παραπομπή από το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη του τρόπου με τον οποίο εξειδικεύεται η σχετική υποχρέωση συμβολής στην άμυνα της πατρίδας επιτρέπει τη διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσει ο Έλληνας νομοθέτης στα δύο φύλα. Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι η σχετική δυνατότητα που παρέχει ο νομοθέτης για τη στράτευση των γυναικών δεν έχει ενεργοποιηθεί έως σήμερα και συνεπώς τίθεται εν τοις πράγμασι ένα ζήτημα διάκρισης σε βάρος του ενός φύλου.

Η ανωτέρω διάκριση γίνεται αποδεκτή από τη  νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων η οποία ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα είναι σταθερή ακόμη και εάν οδηγεί σε διαφορετικές προϋποθέσεις ως προς την πρόσληψη τους στο Δημόσιο «Η καθιερούμενη από τη στρατολογική νομοθεσία διάκριση ως προς την υποχρέωση εκπληρώσεως στρατιωτικής υπηρεσίας η οποία για τις γυναίκες μπορεί να επιβληθεί κατ` εξαίρεση, μόνο σε περίπτωση πολέμου ή επιστρατεύσεως, είναι δικαιολογημένη εν όψει των διαφορών των δύο φύλων, οι οποίες επιτρέπουν κατ` αρχήν τη διαφορετική μεταχείρισή τους στο ζήτημα αυτό σε καιρό ειρήνης. Συνεπώς, η διαφοροποίηση αυτή, δικαιολογούμενη από αποχρώντες λόγους, δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας (βλ. Σ.τ.Ε. 2061/2006, 2476/1986) (ΔΕΦ 211/2009 ακυρ)». Πρόκειται για μια άποψη που κινείται στις ατραπούς της θεώρησης των θετικών μέτρων ως θεμιτών αποκλίσεων από την τυπική ισότητα η οποία επιτρέπεται εφόσον οι συνθήκες της επίδικης υπόθεσης μπορούν να τη δικαιολογήσουν και όχι ως μέτρων προώθησης της πραγματικής ισότητας.

Αξιολόγηση της νομολογίας σχετικά με τις διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις. 

Σε αυτή την κατηγορία διατάξεων μετά από πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν μετά από πρόταση που υπέβαλε ο  Συνήγορος του Πολίτη δεν υπάρχουν πλέον ρυθμιστικά κενά καθώς καλύφθηκαν και οι περιπτώσεις δημοσίων λειτουργών που δεν περιλαμβάνονταν στις ρυθμίσεις για τους δημοσίους υπαλλήλους (βλ. Ειδική Έκθεση για την Ισότητα των Φύλων  2011 σ.σ. 5-6). Ωστόσο η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων πριν τη ρύθμιση του ζητήματος από τον Έλληνα νομοθέτη είχε ήδη διαμορφώσει έναν σταθερό νομολογιακό κανόνα ότι και τα δύο φύλα είναι φορείς του σχετικού δικαιώματος με το σκεπτικό ότι οι διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Υπαλληλικού Κώδικα ερμηνευόμενες υπό το φως τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων όσο και των αρχών του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμονίσεως μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν εφαρμογή όχι μόνο για τη μητέρα υπάλληλο, αλλά και για τον πατέρα υπάλληλο. Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες η αναγνώριση του σχετικού δικαιώματος γίνεται μόνο με επίκληση του άρθρου 21 Σ. που αφορά την προστασία της οικογένειας και το κοινοτικό δίκαιο παραλείποντας τις διατάξεις του Ελληνικού Συντάγματος που αφορούν την ισότητα (Σ.τ.Ε 3226/2010 σκ. 8). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι σε ένα αρχικό στάδιο η νομολογία με την επίκληση της αρχής της ισότητας επέκτεινε το σχετικό δικαίωμα σε μητέρες οι οποίες, σύμφωνα με τότε ισχύον νομικό πλαίσιο, δεν δικαιούνταν άδεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις με επίκληση της διάταξης του άρθ 4 Σ. το σχετικό δικαίωμα που κατοχύρωνε ο κοινός νομοθέτης μόνο για τις γυναίκες δημοσίους υπαλλήλους επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες γυναικών δημοσίων λειτουργών (Σ.τ.Ε 3216/2003).

Η επιλογή των υποθέσεων έγινε με τα ακόλουθα κριτήρια: α) η σημασία τους για τη δογματική θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος. Υπό αυτό το πρίσμα η Σ.τ.Ε 3216/2003 ακόμη και εάν δεν αφορά την επέκταση του σχετικού δικαιώματος στους άνδρες θεμελιώνει το σκεπτικό επί του οποίου βασίστηκε η μεταγενέστερη επέκταση του σχετικού δικαιώματος. β) Οι υπόλοιπες αποφάσεις (ΔΕΦ Αθ 293/2010, ΔΕΦ Αθ 581/2010,ΔΕΦ Θεσσ. 757/2007) θεωρούνται αντιπροσωπευτικές της νομολογίας σε αυτό το θέμα καθώς ορίζουν ως θεμέλιο του σχετικού δικαιώματος την αρχή της ισότητας και τη συμφιλίωση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.