Έτος
2009
Νόμος / διάταξη που αφορά
Ν 3500/2006
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
ΟΛΟΙ
Σημασία απόφασης
Αρχείο ενδοοικογενειακής βίας στην Εισαγγελεία. Παραπομπή δραστών στο ΕΚΚΑ.

 

ΕγγραφοΕισΠρωτΘεσ (Οκτώβριος 2009)

Διατάξεις: Ν 3500/2006

Προς τον κ. Διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών θεσσαλονίκης

1. Οταν εκδηλώνεται ενδιαφέρον για την έκδοση διάταξης ποινικής διαμεσολάβησης από κάποια πρόσωπα που εμπλέκονται σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας, που εκδικάζεται κατά την αυτόφωρη διαδικασία και εκκρεμεί ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, τότε πρέπει να υποβάλουν στο γραφείο 126 πρακτικό συμβιβασμού, υπογεγραμμένο από τους συνηγόρους τους (ή και από τους ίδιους), το οποίο κατατίθεται στον Εισαγγελέα Υπηρεσίας, συντασσομένης προς τούτο έκθεσης εγχείρισης από το γραφείο όπου τηρείται το Ειδικό Αρχείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών (άρθρο 12 παρ. 5 Ν 3500/2006) - γραφείο 126. Εάν δεν έχουν διορίσει δικηγόρους, είτε δεν επιθυμούν να υπογράψουν κοινό πρακτικό, τότε υπογράφουν τις δηλώσεις, υποδείγματα των οποίων τηρούνται στο γραφείο 126.

2. Οταν εκδίδεται μία διάταξη ποινικής διαμεσολάβησης, αυτή τίθεται στο φάκελο του ενδιαφερομένου κατηγορουμένου, που τηρείται για το σκοπό τούτο στο Ειδικό Αρχείο (γρ. 126), ενώ αντίγραφο αυτής τίθεται στην οικεία δικογραφία, επί της οποίας εξεδόθη η διάταξη.

3. Αντίγραφα της διάταξης ποινικής διαμεσολάβησης επιδίδονται:

i) στο Τμήμα Ποινικού Μητρώου της Εισαγγελίας του τόπου γέννησης του κατηγορουμένου (εάν γεννήθηκε στην αλλοδαπή, αρμόδιο είναι το Αυτοτελές Τμήμα Πονικού Μητρώου του Υπουργείου Δικαιοσύνης), ϋ) στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το οποίο εφαρμόζει το θεραπευτικό - συμβουλευτικό πρόγραμμα και iii) στον κατηγορούμενο.

4. Το αποδεικτικό επίδοσης της διάταξης στον κατηγορούμενο επισυνάπτεται στο φάκελο που τηρείται στο Ειδικό Αρχείο, ώστε να ελέγχεται εάν αυτός έλαβε γνώση και υποχρεούται να παρουσιαστεί στο ΕΚΚΑ για την παρακολούθηση του προγράμματος.

5. Η δικογραφία (μετά της διάταξης ποινικής διαμεσολάβησης) προσδιορίζεται κανονικά ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί περί της επ` αόριστον αναβολή της υπόθεσης και μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης (συμμόρφωση με τους όρους αυτής για διάστημα τριών ετών). Εννοείται ότι τούτο ισχύει για τις πράξεις της ενδοοικογενειακής βίας, καθόσον η ποινική διαμεσολάβηση αφορά μόνο σε αυτές- εάν υπάρχουν και άλλα αδικήματα, το Δικαστήριο θα πρέπει να προχωρήσει στην εκδίκαση αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ και δεν δύναται να αναβάλει επ` αόριστο με την ως άνω αιτιολογία, διότι η αναστολή της παραγραφής της πράξης (άρθρο 13 παρ. 4 Ν 3500/2006) δεν ισχύει για τις πράξεις αυτές. Η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κρίθηκε αναγκαία για τους εξής λόγους:

i) Διότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων στις δικογραφίες που σχηματίζονται για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας, περιλαμβάνονται και άλλες άδικες πράξεις (π.χ. εξύβριση), για τις οποίες θα πρέπει να προχωρήσει η ποινική διαδικασία σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις και οπωσδήποτε ως προς αυτές δεν μπορεί να αποσυρθεί η δικογραφία από το Δικαστήριο. Θα μπορούσε βέβαια η δικογραφία να αποσύρεται από το Δικαστήριο αμέσως μετά την έκδοση της διάταξης ποινικής διαμεσολάβησης, τούτο όμως θα εφαρμοζόταν μόνο για όσες δικογραφίες έχουν σχηματισθεί για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας και όχι για όσες περιλαμβάνουν και άλλες άδικες πράξεις, που είναι και οι περισσότερες.

ii) Διότι η έκδοση της διάταξης ποινικής διαμεσολάβησης δεν περαιώνει οριστικά τη δίκη, απλώς είναι η έναρξη μίας διαδικασίας, η οποία, εάν ολοκληρωθεί με τη συμμόρφωση του υπαιτίου στους όρους της διάταξης, τότε και μόνον θα εξαλειφθεί η ποινική αξίωση της Πολιτείας (άρθρο 13 παρ. 2). Επειδή το αρμόδιο όργανο για να διαπιστώσει τη συμμόρφωση του κατηγορουμένου προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης είναι κατά την κρίση μας το Δικαστήριο που επελήφθη της υπόθεσης (βλ. παρακάτω), εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του η υπόθεση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποσυρθεί. Ετσι διαφέρει η περίπτωση της αρχειοθέτησης της δικογραφίας κατόπιν έκδοσης διάταξης ποινικής διαμεσολάβησης από την περίπτωση τηςαρχειοθέτησης του άρθρου 31 Ν 3346/2005, βάσει του οποίου αποσύρονταν από το Δικαστήριο όλες οι δικογραφίες που αφορούσαν στα συγκεκριμένα αδικήματα που προέβλεπε το άρθρο 31, διότι στην περίπτωση του άρθρου 31Ν 3346/2005 η υπόθεση δεν θα επανέλθει στο ακροατήριο παρά μόνο εάν πληρωθεί μία και μόνη τυπική προϋπόθεση, δηλαδή η αμετάκλητη καταδίκη σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερης των δύο μηνών ή σε χρηματική ποινή τουλάχιστον 150 ευρώ για αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος από δόλο που τελέσθηκε έως την 17.6.2006, ενώ στην περίπτωση της ποινικής διαμεσολάβησης κάποιο όργανο θα πρέπει να διαγνώσει ότι τηρήθηκαν οι όροι της ποινικής διαμεσολάβησης που δεν είναι όλοι τυπικοί.

6. Εάν το ΕΚΚΑ μας γνωρίσει ότι ο ενδιαφερόμενος, αν και παρήλθε εύλογο χρονικό διάστημα, δεν προσήλθε για να παρακολουθήσει το πρόγραμμα, παρόλο που του επιδόθηκε η διάταξη ποινικής διαμεσολάβησης, θα πρέπει (για να διαπιστωθεί εάν η παράλειψη αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του - άρθρο 13 παρ. 3 Ν 3500/2006) αυτός να καλείται σε ακρόαση από τον εκδόσαντα τη διάταξη Εισαγγελέα (σχετικό έντυπο κλήσης του ενδιαφερομένου υπάρχει στο γραφείο 126), ο οποίος θα κρίνει εάν υφίσταται λόγος ανάκλησης της διάταξης ποινικής διαμεσολάβησης και σε θετική περίπτωση θα προβαίνει σε ανάκληση της διάταξης του.

7. Σε περίπτωση ανάκλησης της διάταξης ποινικής διαμεσολάβησης, η σχετική διάταξη (υπόδειγμα τηρείται στο γραφείο 126) τίθεται στο φάκελο του ενδιαφερομένου που τηρείται στο Ειδικό Αρχείο της Εισαγγελίας, ενώ αντίγραφο της κοινοποιείται στο ΕΚΚΑ και επίσης τίθεται στη δικογραφία επί της οποίας εξεδόθη η διάταξη ποινικής διαμεσολάβησης. Η δικογραφία προσδιορίζεται για να δικασθεί, αφού η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κατά τις γενικές διατάξεις·του ΚΠΔ. Δεν επιτρέπεται και είναι απαράδεκτο νέο αίτημα για ποινική διαμεσολάβηση.

8. Εάν ολοκληρωθεί η παρακολούθηση του θεραπευτικού - συμβουλευτικού προγράμματος, το σχετικό πιστοποιητικό του φορέα επισυνάπτεται στο φάκελο που τηρείται στο Ειδικό Αρχείο. Αντίγραφο του επισυνάπτεται και στην οικεία δικογραφία.

9. Σε περίπτωση που ο υπαίτιος τηρήσει τους όρους τηςδιαμεσολάβησης για διάστημα τριών ετών, η δικογραφία προσδιορίζεται ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου (με απόφαση του οποίου αναβλήθηκε επ` αόριστον), το οποίο θα πρέπει να αποφανθεί περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης (διότι η εξάλειψη της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας - άρθρο 13 παρ. 2 - φαίνεται να προσομοιάζει με λόγο οριστικήςεξάλειψης του αξιοποίνου και δη αυτόν της ανάκλησης της έγκλησης και όχι της έμπρακτης μετάνοιας ώστε να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε έκδοση αθωωτικής απόφασης). Η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο μετά την παρέλευση της τριετίας κρίνεται αναγκαία για τους εξής λόγους:

i) Διότι ο νόμος (άρθρο 13 παρ. 2) αναφέρει ως καταληκτικό σημείο την εξάλειψη της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας, δηλαδή έναν τρόπο οριστικής περάτωσης της δίκης. Ο τρόπος αυτός περάτωσης, χωρίς να μπορεί να υπαχθεί απόλυτα σε κάποιον από τους γνωστούς λόγους εξάλειψης του αξιοποίνου, ωστόσο προσομοιάζει με τέτοιον και δη αυτόν της ανάκλησης έγκλησης και αποδοχής, ώστε να οδηγεί σε οριστική παύση της ποινικής δίωξης. Ποιο όργανο όμως θα κρίνει την ύπαρξη του λόγου αυτού; Ο Εισαγγελέας που αρχειοθέτησε την υπόθεση (δηλαδή ξεκίνησε τη διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης) ή το Δικαστήριο, στο οποίο είχε ήδη εισαχθεί η υπόθεση; Κατά την ορθότερη άποψη, εφόσον ο νόμος δεν προβλέπει πανηγυρικά ότι η οριστική περάτωση της δίκης υλοποιείται με πράξη ή διάταξη του Εισαγγελέα, τότε θα πρέπει αυτό να το διαγιγγώσκει το όργανο, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση και τούτο είναι το Δικαστήριο, αφού η υπόθεση βρισκόταν ήδη στην κύρια διαδικασία.

ii) Κυριότερος λόγος όμως για την επιλογή του Δικαστηρίου ως οργάνου περάτωσης της δίκης είναι ότι θα πρέπει να γίνει ουσιαστική διερεύνηση της τήρησης των όρων που ετέθησαν με την ποινική διαμεσολάβηση. Ειδικότερα με τη διάταξη ποινικής διαμεσολάβησης τίθενται προς τήρηση τρεις όροι, δηλαδή: α) η υπόσχεση ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας, β) η παρακολούθηση συμβουλευτικού-θεραπευτικού προγράμματος και γ) η αποζημίωση του παθόντος. Και ναι μεν είναι απλή η πιστοποίηση της παρακολούθησης του προγράμματος με την επισύναψη του προβλεπόμενου στο άρθρο 11 παρ. 2 β` σχετικού πιστοποιητικού από τον αρμόδιο φορέα, ωστόσο δυσχέρειες ανακύπτουν στην πλήρωση των δύο άλλων προϋποθέσεων. Ειδικότερα, εάν ο κατηγορούμενος δεν αποζημιώσει τον παθόντα κατά τη συμφωνία τους ή εάν τελέσει πράγματι πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος του, η οποία ενδεχομένως και να μην έχει καταγγελθεί στην αστυνομική ή εισαγγελική αρχή, ή να έχει καταγγελθεί σε άλλη εισαγγελική αρχή από αυτήν στην οποία εκκρεμεί η ποινική διαμεσολάβηση, με ποιο τρόπο θα διαπιστωθεί τούτο, εάν δεν μεσολαβήσει κρίση δικαιοδοτική; Ακόμα είναι ενδεχόμενο να ανακύψουν δυσχέρειες στην κρίση για το εάν πληρώθηκαν οι δύο αυτές προϋποθέσεις, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που η (συνήθως παθούσα) σύζυγος που υπέστη τέτοια (νέα) πράξη ενδοοικογενειακής βίας και μετά την έκδοση διάταξης ποινικής διαμεσολάβησης, εξαιτίας του τρόμου και του φόβου που της προκαλεί ο κατηγορούμενος είτε δεν καταμηνύει αυτόν για τη νέα άδικη πράξη, είτε σιωπά και ενώπιον του Εισαγγελέα που την καλεί για να διαπιστώσει την τήρηση του όρου: Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να χωρήσει έρευνα της υπόθεσης, όπως αξιολόγηση της κατάθεσης της μάρτυρας, της απολογίας του κατηγορουμένου, ενδεχομένως και κλήτευση νέων μαρτύρων (π.χ. τέκνων είτε περιοίκων που έχουν αντιληφθεί το περιστατικό) και θα πρέπει να καταλήξει το αρμόδιο όργανο σε δικανική κρίση περί του εάν τηρήθηκε ή όχι ο όρος αυτός. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της αποζημίωσης του παθόντος, που έχει και επέκταση στις αστικές αξιώσεις του παθόντος, θα πρέπει επομένως να μεσολαβεί ουσιαστική δικαιοδοτική κρίση του αρμοδίου οργάνου για το εάν τηρήθηκαν οι όροι. Τούτο το όργανο δεν μπορεί να είναι άλλο από το Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η υπόθεση πριν από την έκδοση διάταξης ποινικής διαμεσολάβησης και όχι ο Εισαγγελέας, ο οποίος μόνο στην προδικασία έχει τέτοια αρμοδιότητα και όχι στην κύρια διαδικασία, ως εν προκειμένω.

Η προβληματική αφορά προφανώς σε περιπτώσεις όπου δεν τηρούνται (ή προκύπτουν ενδείξεις ότι δεν τηρούνται) οι δύο όροι της μη τέλεσης νέας τέτοιας πράξης και της αποζημίωσης του θύματος: Με ποια αρμοδιότητα ο Εισαγγελέας θα αποφανθεί δικαιοδοτικά υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης και ποια μορφή θα έχει η «απόφανσή» του αυτή; Τούτο είναι κρίσιμο εάν ληφθεί υπόψη ότι ο διάδικος δεν θα μπορεί να προσβάλει την πράξη ή τη διάταξη του Εισαγγελέα, ενώ θα μπορούσε να προσβάλει την απόφαση του Δικαστηρίου μετά προβλεπόμενα ένδικα μέσα (στην περίπτωση π.χ. που το Δικαστήριο δεν πειθόταν από τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου και αποφαινόταν ότι έπρεπε να συνεχιστεί η διαδικασία, διότι επανέλαβε παρόμοια πράξη σε βάρος του θύματος, κηρύσσοντας μάλιστα αυτόν ένοχο).