Έτος
2003
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 62 ν. 2676/1999
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Επιζώντες σύζυγοι / συνταξιοδότηση

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Νοεμβρίου 2002, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α` Τμήματος, Δ. Μπριόλας, Ειρ. Σαρπ, Σύμβουλοι, Τ. Κόμβου, Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 3 Μαΐου 2001 αίτηση:

της ........η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κων/νο Παπαδημητρίου (Α.Μ. 8645), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του ......... ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Σοφία Σπηλιωτοπούλου – Κουκούλη (Α.Μ. 1654), που την διόρισε στο ακροατήριο.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Επιχείρηση επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 5933/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου, Ειρ. Σαρπ. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας Επιχειρήσεως, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου, που ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της 5933/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού κατά της 7555/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε ακυρωθεί, κατά παραδοχή προσφυγής του αναιρεσιβλήτου, η τεκμαιρομένη σιωπηρή απόρριψη από το Συμβούλιο Ασφαλίσεως Προσωπικού της ανωτέρω επιχειρήσεως της ενστάσεως αυτού κατά της 21/7/20.2.1997 αποφάσεως του ίδιου Συμβουλίου, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημά του περί χορηγήσεως συντάξεως λόγω θανάτου της συζύγου του, συνταξιούχου της εν λόγω επιχειρήσεως.

2. Επειδή, με το άρθρο 34 του Ν. 2773/1999 (ΦΕΚ Α΄ 286) ορίσθηκε ότι «1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η.» (Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η.), το οποίο έχει … σκοπό την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού και των συνταξιούχων της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.), όπως αυτή υφίσταται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου …, καθώς και των τυχόν διαδόχων της, ως προς την επιχειρηματική δραστηριότητα που αυτή ασκεί, σε περίπτωση μεταβολής με οποιονδήποτε τρόπο της νομικής της μορφής ή της σύνθεσης του μετοχικού της κεφαλαίου, … Ο Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η. ασκεί την κύρια και την επικουρική ασφάλιση και την ασφάλιση υγείας και πρόνοιας των ασφαλισμένων του όπως αυτή προβλέπεται σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διατάξεις και ιδίως τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 5, 6 και 8 έως 30 του ν. 4491/1966 … και του π.δ. 245/1975 …, όπως αυτές ισχύουν. … 2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ρυθμίζονται στο πλαίσιο των επόμενων παραγράφων και της συμφωνίας που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 12 του άρθρου αυτού, τα σχετικά με τη σύσταση, την οργάνωση κα λειτουργία του Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η., καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια. 3. Ο Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η. διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο … 8. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου και των υπηρεσιών του Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η. 9. …12. Κυρώνεται η συμφωνία που υπεγράφη στις 30 Ιουλίου 1999 μεταξύ του Υπουργού Ανάπτυξης και της ΓΕΝ.Ο.Π. – Δ.Ε.Η., … η οποία έχει ως εξής : «… 1. … 2. … 3. Εν όψει της υποχρεωτικής απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας …, η Δ.Ε.Η. θα υπαχθεί στο ν. 2414/1996 και θα μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία με συνέπεια να καθίσταται πλέον αναγκαίος ο διαχωρισμός του σημερινού διφυούς νομικού προσώπου της Δ.Ε.Η. αφ’ ενός μεν σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που αναπτύσσει την επιχειρηματική δραστηριότητα στο χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, αφ’ ετέρου σε ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που θα εξακολουθεί να λειτουργεί ως ασφαλιστικός φορέας του προσωπικού της Δ.Ε.Η. … 4. … 5. Έτσι για τους παραπάνω λόγους το Ν.Π.Δ.Δ. – Ασφαλιστής Δ.Ε.Η. διαχωρίζεται από τη Δ.Ε.Η. Επιχείρηση Α.Ε. και δημιουργείται ένα Ν.Π.Δ.Δ. (Δ.Ε.Η. – Ασφαλιστής). Ο νέος ασφαλιστικός φορέας θα καλύψει, θα εξασφαλίσει και θα προστατεύσει, εις το ακέραιο, όλες τις κάθε είδους ασφαλιστικές παροχές και υποχρεώσεις του ασφαλιστικού φορέα της Δ.Ε.Η. …». 13. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Ασφάλισης Προσωπικού της Δ.Ε.Η. που λειτουργεί σήμερα στη Διεύθυνση Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4491/1966, όπως αυτές ισχύουν, παρατείνεται μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η.. …». Κατ’ εξουσιοδότηση της παρατεθείσης ανωτέρω παραγράφου 2 του άρθρου 34 του Ν. 2773/1999 εκδόθηκε το Π.Δ. 51/2001 με τίτλο «Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Ο.Α.Π./Δ.Ε.Η.)» (ΦΕΚ Α΄ 41), το οποίο ορίζει, στο άρθρο 3 ότι «Ο Οργανισμός διοικείται από το Διοικητικό Συμβούλιο», στο άρθρο 4 παρ. 3 ότι «Ο Πρόεδρος και τα λοιπά μέλη του Δ.Σ. … ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», στο άρθρο 7 παρ. 1 ότι «Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου : α) Εκπροσωπεί τον Οργανισμό στις δημόσιες αρχές, τα δικαστήρια και τους τρίτους β) …» και στο άρθρο 11 ότι «1. Μέχρι την έκδοση της κοινής Υπουργικής Απόφασης της παρ. 8 του άρθρου 34 του Ν. 2773/99 (ΦΕΚ Α΄ 286) και έως ότου οργανωθούν και στελεχωθούν όλες οι υπηρεσίες του Οργανισμού η διεκπεραίωση των εργασιών του Οργανισμού γίνεται από τις υπηρεσίες της Διεύθυνσης Ασφαλίσεως Προσωπικού ΔΕΗ, οι οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν με την οργανωτική μορφή που έχουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος, … 2. … 5. Ο εργοδότης (δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. β και γ του ίδιου διατάγματος, η Δ.Ε.Η.) θα εξακολουθήσει να παρέχει στον ΟΑΠ τουλάχιστον μέχρι την 31.12.2002 τις υποστηρικτικές υπηρεσίες που παρέχει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος στην Διεύθυνση Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ όπως υπηρεσίες μηχανογραφικής και νομικής υποστήριξης …». Εξάλλου, με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παρατεθείσης ανωτέρω παραγράφου 8 του άρθρου 34 του Ν. 2773/1999 κοινή απόφαση Φ50/οικ.1030/11.7.2001 των Υφυπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β΄ 945/24.7.2001) ορίσθηκε ως ημερομηνία ενάρξεως της λειτουργίας του μεν Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Ο.Α.Π. Δ.Ε.Η.) η 1η Αυγούστου 2001, των δε υπηρεσιών του εν λόγω Οργανισμού η 1η Ιανουαρίου 2002. Τέλος, το Διοικητικό Συμβούλιο του ανωτέρω Οργανισμού διορίσθηκε με την Φ50/1156/25.7.2001 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ τεύχος Ν.Π.Δ.Δ. 179/8.8.2001).

3. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, ο συσταθείς με το άρθρο 34 του Ν. 2773/1999, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, Οργανισμός Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. σκοπό έχει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού και των συνταξιούχων της Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού και ασκεί την κύρια και την επικουρική ασφάλιση υγείας και πρόνοιας των ασφαλισμένων του (όπως αυτή προβλέπεται σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου διατάξεις), την οποία ασκούσε η ειδικώς συσταθείσα για το σκοπό αυτό Διεύθυνση Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η.. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, μέχρι την έναρξη λειτουργίας των οργάνων και των υπηρεσιών του ανωτέρω Οργανισμού, όλες οι σχετικές με την κοινωνική ασφάλιση υποθέσεις εξακολουθούν να διεκπεραιώνονται, για λογαριασμό του Οργανισμού αυτού, από τα όργανα και τις υπηρεσίες της Δ.Ε.Η., η οποία έχει μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 333/2000, ΦΕΚ Α΄ 278 (του οποίου η ισχύς άρχισε, κατά το άρθρο δεύτερο του ίδιου π.δ/τος, από 1.1.2001). Συνεπώς, εφόσον κατά τον χρόνο καταθέσεως της κρινομένης αιτήσεως στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (8.5.2001) δεν είχαν αρχίσει ακόμη να λειτουργούν, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω, ούτε το Διοικητικό Συμβούλιο ούτε οι υπηρεσίες του νέου Οργανισμού Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η, η αίτηση αυτή (με την οποία ζητείται η αναίρεση αποφάσεως, που αφορά τη συνταξιοδότηση χήρου συνταξιούχου υπαλλήλου της Δ.Ε.Η.) παραδεκτώς ασκήθηκε από την Α.Ε. Δ.Ε.Η.. Η εταιρεία αυτή θεωρείται ότι ενήργησε εν προκειμένω για λογαριασμό του ανωτέρω Οργανισμού, ο οποίος και μόνον είναι διάδικος. Εξάλλου, και ο παραστάς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως πληρεξούσιος δικηγόρος, ο οποίος προσκόμισε προς νομιμοποίησή του ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο του Προέδρου της Α.Ε. Δ.Ε.Η. αφορών την παρούσα δίκη, θεωρείται ότι παρέστη για λογαριασμό του ανωτέρω Οργανισμού, ενόψει της παρατεθείσης ανωτέρω διατάξεως της παρ. 5 του άρθρου 11 του Π.Δ. 51/2001, σύμφωνα με την οποία η Δ.Ε.Η. θα εξακολουθήσει να παρέχει στον Ο.Α.Π., τουλάχιστον μέχρι την 31.12.2002, υπηρεσίες νομικής υποστήριξης.

4. Επειδή, εφόσον, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η κρινόμενη αίτηση θεωρείται ότι ασκήθηκε από την Α.Ε. Δ.Ε.Η. για λογαριασμό του αποτελούντος νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η., δεν οφείλεται γι’ αυτήν παράβολο, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 (ΦΕΚ Α΄ 31). Συνεπώς, το παράβολο, που καταβλήθηκε με τα 2757785, 2757786/2001 ειδικά γραμμάτια, πρέπει να επιστραφεί στον εν λόγω Οργανισμό.

5. Επειδή, το άρθρο 119 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. (ήδη άρθρο 141 της Συνθήκης ΕΚ μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ) ορίζει ότι «Κάθε Κράτος μέλος εξασφαλίζει … την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών. Ως αμοιβή νοούνται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας . . .».

6. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 9 του Ν. 4491/1966 «περί ασφαλίσεως του Προσωπικού της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού» (ΦΕΚ Α` 1) ορίζει, στην παρ. 1, ότι «Εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου ή ησφαλισμένου, … δικαιούνται συντάξεως : α) η χήρα ή και επί ησφαλισμένης ο άπορος και ολικώς ανίκανος προς εργασίαν χήρος του οποίου η συντήρησις εβάρυνε την θανούσαν καθ’ όλην την τελευταίαν προ του θανάτου πενταετίαν. β) …».

7. Επειδή, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την από 17.4.1997 απόφασή του (υπόθεση C - 147/95, Δ.Ε.Η. κατά Ε. Εβρενόπουλου), η οποία εκδόθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε στο Δικαστήριο το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών επί παρομοίας με την ένδικη υποθέσεως (ως προς το αν η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 περίπτ. α΄ του Ν. 4491/1966 αντίκειται στο άρθρο 119 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. και αν ο χήρος δικαιούται συντάξεως υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τις χήρες), έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι α) οι παροχές που χορηγούνται δυνάμει συνταξιοδοτικού συστήματος όπως το σύστημα ασφαλίσεως της Δ.Ε.Η., συμπεριλαμβανομένων των παροχών του επιζώντος συζύγου, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης, β) το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν επιτρέπει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως η οποία εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως χήρου, εμπίπτουσας στην έννοια της αμοιβής όπως νοείται στο ίδιο άρθρο, από ιδιαίτερες προϋποθέσεις οι οποίες δεν απαιτούνται για τις χήρες, καμία δε διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν δικαιολογεί τη διατήρηση της εν λόγω εθνικής διατάξεως σε ισχύ και γ) το ίδιο άρθρο της Συνθήκης επιβάλλει τη χορήγηση στους χήρους, οι οποίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από τη διάταξη αυτή, συντάξεως ή άλλης παροχής επιζώντος συζύγου υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες. Ενόψει της αποφάσεως αυτής, η διάταξη της περιπτώσεως α΄ της παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 4491/1961, η οποία έχει προπαρατεθεί, αντίκειται στο άρθρο 119 της Συνθήκης.

8. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα : Ο αναιρεσίβλητος, με την από 9.12.1996 αίτησή του προς τη Διεύθυνση Ασφαλίσεως Προσωπικού της Δ.Ε.Η., ζήτησε να του χορηγηθεί σύνταξη, λόγω θανάτου της συζύγου του, η οποία ήταν συνταξιούχος της Δ.Ε.Η. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με την 21/7/20.2.1997 απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλίσεως Προσωπικού της Δ.Ε.Η., με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 παρ. 1 περ. α` του Ν. 4491/1966 για τη χορήγηση συντάξεως στο χήρο σύζυγο, και ειδικώτερα ότι δεν ήταν άπορος και πλήρως ανίκανος προς εργασία και η συντήρησή του δεν εβάρυνε την θανούσα σύζυγό του καθ’ όλη την τελευταία προ του θανάτου της πενταετία. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 26.3.1997 ένσταση, η οποία απορρίφθηκε σιωπηρώς από το ίδιο ως άνω Συμβούλιο με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της. Κατά της σιωπηρής αυτής απορρίψεως της ενστάσεώς του ο αναιρεσίβλητος άσκησε προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή με την 7555/1998 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση η Δ.Ε.Η., η οποία απερρίφθη με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το Διοικητικό Εφετείο, αφού έλαβε υπόψη ότι με τη διάταξη της περιπτ. α` της παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 4491/1966, για τη συνταξιοδότηση του χήρου συνταξιούχου υπαλλήλου της Δ.Ε.Η., θεσπίζονται πρόσθετες προϋποθέσεις, πέραν εκείνων που θεσπίζονται για τη συνταξιοδότηση της χήρας συζύγου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου της Δ.Ε.Η., και δέχθηκε ότι η διαφοροποίηση αυτή του χήρου έναντι της χήρας δεν δικαιολογείται, ενόψει και των συγχρόνων κοινωνικοοικονομικών δεδομένων και αντιλήψεων, από αποχρώντες λόγους αναφερόμενους στη διαφορά του φύλου, έκρινε ότι η διάταξη αυτή αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος και είναι, συνεπώς, ανίσχυρη, κατά το μέρος που θεσπίζει ως πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του χήρου ασφαλισμένης ή συνταξιούχου της Δ.Ε.Η. να είναι άπορος και ολικώς ανίκανος προς εργασία και η συντήρησή του να εβάρυνε τη θανούσα σύζυγό του καθ’ όλη την τελευταία προ του θανάτου της πενταετία. Περαιτέρω, το ίδιο δικαστήριο δέχθηκε, προς αποκατάσταση της επιβαλλομένης, εν προκειμένω, ίσης μεταχειρίσεως των δύο φύλων, ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση το συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για τη χήρα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου της Δ.Ε.Η., ενόψει δε τούτου έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος δικαιούται της συντάξεως, που θα εδικαιούτο η χήρα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου της Δ.Ε.Η., χωρίς περαιτέρω έρευνα για τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων. Η κρίση αυτή του Διοικητικού Εφετείου είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα κριθέντα με την μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 περίπτ. α΄ του Ν. 4491/1966 είναι εν πάση περιπτώσει ανίσχυρη ως αντικειμένη στο κοινοτικό δίκαιο, το οποίο επιβάλλει, περαιτέρω, τη χορήγηση στους χήρους συντάξεως επιζώντος συζύγου υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες. Ενόψει τούτων είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση λόγοι αναιρέσεως, κατά τους οποίους εσφαλμένως έκρινε το Διοικητικό Εφετείο ότι η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 περίπτ. α΄ του Ν. 4491/1966 αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος και, περαιτέρω, ότι, και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι είναι αντισυνταγματική η εν λόγω διάταξη, η επίκληση της αντισυνταγματικότητας αυτής δεν μπορεί να οδηγήσει στην επέκταση εφαρμογής της ευνοϊκότερης για τις γυναίκες διατάξεως και στους άνδρες - συζύγους των γυναικών υπαλλήλων της Δ.Ε.Η. που απεβίωσαν, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη παρέμβαση της δικαστικής αρχής στο έργο της νομοθετικής εξουσίας.

9. Επειδή, με το άρθρο 62 του Ν. 2676/1999 (ΦΕΚ Α΄ 1/5.1.1999) ρυθμίσθηκαν οι προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως του επιζώντος συζύγου, ανεξαρτήτως φύλου, σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφαλίσεως αρμοδιότητος Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την παράγραφο δε 5 του εν λόγω άρθρου ορίσθηκε ότι «Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Εφαρμόζονται επίσης και για τις περιπτώσεις που ο θάνατος έχει ήδη επέλθει, εφόσον κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις ο επιζών των συζύγων δεν εδικαιούτο τη σύνταξη του θανόντος. Στην περίπτωση αυτή τα οικονομικά αποτελέσματα επέρχονται από τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον εκκρεμεί σχετική αίτηση, άλλως από τότε που υποβάλλεται η αίτηση». Κατά την έννοια της διατάξεως της παραγράφου 5 του ανωτέρω άρθρου 62 του Ν. 2676/1999, οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που ο θάνατος έχει ήδη επέλθει κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του νεωτέρου νόμου, μόνον, όμως, εφόσον η περί συνταξιοδοτήσεως αίτηση του επιζώντος συζύγου, ο οποίος δεν εδικαιούτο τη σύνταξη του θανόντος κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις, α) ήταν, κατά τον χρόνο αυτό, εκκρεμής ενώπιον των ασφαλιστικών οργάνων ή β) υποβάλλεται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Συνεπώς, οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου δεν εφαρμόζονται όταν, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του νόμου αυτού, τα όργανα των ασφαλιστικών οργανισμών είχαν ήδη εκδώσει τις οικείες πράξεις για τη συνταξιοδότηση του επιζώντος συζύγου, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Συνεπώς, νομίμως με την προσβαλλόμενη απόφαση το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τον προβληθέντα με πρόσθετο δικόγραφο λόγο εφέσεως ότι ήταν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, για την συνταξιοδότηση του αναιρεσιβλήτου, οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου και ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

10. Επειδή, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.