Η μελέτη αυτή αποτελεί μία προσπάθεια έμφυλης ανάγνωσης της νομολογίας των ελληνικών δικαστηριών ποινικού ενδιαφέροντος με στόχο τη συλλογή και το συνθετικό σχολιασμό όλου του νομολογιακού υλικού που άμεσα ή έμμεσα αφορά την ισότητα των φύλων.
Η συλλογή των αποφάσεων και βουλευμάτων ποινικού ενδιαφέροντος των ελληνικών δικαστηρίων περιόδου 1983- 2011 έγινε με βάση τους εξής περιορισμούς:
- να αναζητηθούν τα ρυθμιστικά κενά
- να καταδειχθούν οι αντιφάσεις και ιδίως η έλλειψη της εναρμόνισης του ελληνικού δικαίου με το κοινοτικό και το διεθνές δίκαιο
- να αναδειχθούν συγχύσεις στην εφαρμογή του νόμου και
- να εκτιμηθούν οι ισχύουσες ποινικές διατάξεις στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον
- το άρθρο 303 ΠΚ το οποίο ρυθμίζει το έγκλημα της παιδοκτονίας,
- το αρ. 327 ΠΚ για την ακούσια απαγωγή,
- το αρ. 328 ΠΚ που αφορά την εκούσια απαγωγή,
- το άρθρο 341 ΠΚ για την απατηλή επίτευξη συνουσίας,
- το άρθρο 359 ΠΚ για την εγκατάλειψη εγκύου,
- το 359 ΠΚ που ρυθμίζει την εγκατάλειψη εγκύου, το άρθρο 350 για την εκμετάλλευση πόρνης
- άρθρο 304 τεχνητή διακοπή εγκυμοσύνης
- ενδοοικογενειακή βία μεταξύ των συζύγων (Ν. 3500/06)
- παρά φύση ασέλγεια 347 ΠΚ
- σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας (337 παρ. 5 ΠΚ)
Με αυτούς τους περιορισμούς αναζητήθηκε το νομολογιακό υλικό μετά το 1983 κυρίως από την Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας, την Τράπεζα Νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, τα περιοδικά Νομικό Βήμα, Ποινικά Χρονικά, Αρμενόπουλος.
Η κύρια συνθήκη με βάση την οποία μελετήθηκε το νομολογιακό υλικό ήταν η έμφυλη σημαντικότητα των αποφάσεων και των βουλευμάτων των ποινικών μας δικαστηρίων είτε σε επίπεδο εφαρμογής του ισχύοντος νομικού πλαισίου είτε σε επίπεδο ερμηνείας του. Πρωτεύων στόχος της μελέτης ήταν η επίρρωση των συμπερασμάτων που διατυπώθηκαν για τις νομικές πλημμέλειες του ποινικού μας δικαίου που σχετίζονται με διατάξεις που αφορούν τη γυναίκα είτε ως θύμα είτε ως δράστιδα.
Το νομολογιακό υλικό έχει πολύ μεγάλη αξία δεδομένου ότι αφενός εφαρμόζει, αφετέρου ερμηνεύει το νόμο. Ως προς το πρώτο σκέλος τής σημαντικότητας του νομολογιακού υλικού, η εφαρμογή του νόμου αποτελεί το μεγαλύτερο κεφάλαιο μίας δημοκρατικά ευνομούμενης πολιτείας. Σήμερα δε που η χώρα μας προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από τα σκάνδαλα και τη διαφθορά η εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος της απονομής της δικαιοσύνης καθίσταται επιτακτική ανάγκη. Η προβληματική της επιτάχυνσης απονομής της δικαιοσύνης έχει ήδη αποτελέσει μία από τις προτεραιότητες του μεγάλου εγχειρήματος της σημερινής εποχής που είναι η διοικητική μεταρρύθμιση και αναδιάρθρωση της χώρας. Η ποιοτικότερη και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης θα ενισχύσει το καταρρακωμένο από τη συνεχή διαφθορά και αδιαφάνεια αίσθημα περί δικαίου των πολιτών, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και το πολίτευμα.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, η νομολογία ερμηνεύει το γράμμα του νόμου. Μέσα από τη συσταλτική ή τη διασταλτική ερμηνεία του νόμου εννοιολογούνται αξιολογικές έννοιες, διαμορφώνονται νομικές αξιολογήσεις, διαπλάθονται νομικά μορφώματα. Για παράδειγμα, στη με αρ. 844/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου που αφορά υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας οι Ανώτατοι Δικαστές μας προσπαθούν να αναλύσουν το βάναυσο της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου προκειμένου να αιτιολογήσουν την εφαρμογή της διάταξης του αρ. 337 παρ. 1. που προβλέπει ότι «όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του». Το παρακάτω απόσπασμα είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό: «…Έτσι, δεν προκύπτει σαφώς αν το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων έπιασε προκλητικά το στήθος της παθούσης ή άπλωσε το χέρι του στο ύψος της μέσης, κάτω από το στήθος της, χωρίς να το πιάσει προκλητικά, η ασάφεια δε αυτή επεκτείνεται αναγκαίως και στην παραδοχή του δικαστηρίου, ότι η, από τις πράξεις αυτές του αναιρεσείοντος, προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας της παθούσης ήταν βάναυση».
Η ενδελεχής μελέτη των δικαστικών αποφάσεων αναδεικνύει ενδεχόμενες στερεοτυπικές αντιλήψεις των εφαρμοστών δικαίου. Ειδικότερα δε για τα ζητήματα της έμφυλης εγκληματικότητας και θυματοποίησης, οι διερευνήσεις αυτές που κινούνται στη σφαίρα του συλλογικού ασυνείδητου έχουν πολύ μεγάλη θεωρητική και πρακτική σημασία. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η ισότητα των φύλων κατοχυρώθηκε συνταγματικά με το Σύνταγμα του 1974, αλλά ο δημόσιος διάλογος ξεκίνησε πολύ αργότερα τη δεκαετία του 1980. Τότε σημαντικά δικαιώματα κατοχυρώθηκαν. Σήμερα μετά από τριάντα χρόνια αναδεικνύεται ακόμη ανάγλυφη η ανάγκη εφαρμογής του υλοποιούμενου «Εθνικού Προγράμματος για την ουσιαστική ισότητα των φύλων 2010-2013» με ιδιαίτερο βάρος στην «Πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών. Το Πρόγραμμα αυτό, που σχεδιάστηκε και υλοποιείται από τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, περιλαμβάνει αφενός νομοθετικές παρεμβάσεις ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου, αφετέρου δράσεις και μέτρα πρόληψης και υποστήριξης των θυμάτων βίας.
Σε θέματα ποινικού δικαίου η έμφυλη διάσταση σημαντικών νόμων όπως η ποινικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας τροφοδοτεί συζητήσεις οι οποίες ξεφεύγουν από τη σφαίρα της αυστηρής νομικής προβληματικής εντασσόμενες στο πεδίο της αναζήτησης του αξιακού συστήματος ως βάση για τη θεμελίωση των νέων νομικών θεσμίσεων. Για παράδειγμα, η ποινικοποίηση του αδικήματος της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, ρύθμιση η οποία υπάρχει στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες στην Ελλάδα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, καταγράφηκε ως ποινικοποίηση του φλερτ στον εργασιακό χώρο.
Με βάση τις παραπάνω σκέψεις η ανάγκη μελέτης του νομολογιακού υλικού έχει κομβική σημασία για την άντληση ασφαλών συμπερασμάτων σε σχέση με την ανάγκη εμφυλοποίησης διατάξεων του Ποινικού Κώδικα. Οι διατάξεις που επελέγησαν να μελετηθούν νομολογιακά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: 1) διατάξεις οι οποίες πρέπει να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν και 2) διατάξεις οι οποίες δεν έχουν ανάγκη για αλλαγή του νομικού πλαισίου όμως παρουσιάζουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Στην πρώτη κατηγορία (διατάξεις οι οποίες πρέπει να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν) εντάσσονται οι παρακάτω διατάξεις του Ποινικού Κώδικα:
Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται τα εγκλήματα του βιασμού και της σωματεμπορίας. Το νομικό πλαίσιο ρύθμισης αυτών των εγκλημάτων είναι μεν επαρκές, αλλά για την αποτελεσματική λειτουργία του απαιτείται η δημιουργία δομών πλαισίωσης του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Με βάση τους παραπάνω περιορισμούς μελετήθηκε το νομολογιακό υλικό που αφορούσε τα παρακάτω εγκλήματα: παιδοκτονία (αρ. 303 Π.Κ), ακούσια απαγωγή (327 Π.Κ), εκούσια απαγωγή (αρ. 328 Π.Κ), απατηλή επίτευξη συνουσίας (αρ. 341 Π.Κ), εγκατάλειψη εγκύου (αρ. 359 Π.Κ), εκμετάλλευση πόρνης (αρ. 350 Π.Κ), τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης ( 304 Π.Κ), ενδοοικογενειακή βία μεταξύ συζύγων (Ν. 3500/06), βιασμός (336 Π.Κ), σωματεμπορία (353 Π.Κ), παρά φύση ασέλγεια (336 Π.Κ) και σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας (337 παρ. 5 Π.Κ).
Ειδικότερα το νομολογιακό υλικό αποτελείται από 7 αποφάσεις ή βουλεύματα που αφορούν το έγκλημα της παιδοκτονίας (αρ. 303 Π.Κ), 11 αποφάσεις και βουλεύματα που αφορούν την ακούσια απαγωγή (αρ. 327 Π.Κ), 5 αποφάσεις και βουλεύματα που αφορούν υποθέσεις εκούσιας απαγωγής (αρ. 328 Π.Κ), 2 αποφάσεις που αφορούν το έγκλημα της απατηλής επίτευξης συνουσίας (αρ. 341 Π.Κ) οι οποίες μάλιστα είναι πολύ παλαιές (η τελευταία εκδόθηκε το 1979), 11 αποφάσεις και βουλεύματα για το αδίκημα της εγκατάλειψης εγκύου (αρ. 359 Π.Κ), 4 αποφάσεις και βουλεύματα για το έγκλημα της εκμετάλλευσης πόρνης (αρ. 350 Π.Κ), 6 αποφάσεις για το έγκλημα της τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης (αρ. 304 Π.Κ), 7 αποφάσεις για εγκλήματα ενδοοικογνειακής βίας προβλεπόμενα από το Ν. 3500/06 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις», 13 αποφάσεις για το έγκλημα του βιασμού (αρ. 336 Π.Κ), 4 αποφάσεις για το έγκλημα της σωματεμπορίας (αρ. 351 Π.Κ), 63 αποφάσεις και βουλεύματα για το έγκλημα της ασέλγειας παρά φύση (αρ. 347 Π.Κ) και 4 αποφάσεις που αφορούν το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας (αρ. 337 παρ. 5 Π.Κ).
- Προηγούμενο
- Επόμενο >>