Έτος
2000
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 5 παρ. 1 ΚΠΣΣ, άρθρο 19 ν. 2084/92
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Χήρα δημοσίου υπαλλήλου / δικαίωμα συνταξιοδότησης

 

Υποχρεώσεις που απορρέουν για τον κοινό νομοθέτη. Πότε είναι θεμιτή η απόκλιση από την αρχή αυτή. Η συνδρομή των λόγων απόκλισης ελέγχεται από τα δικαστήρια. Από τις υπερεθνικής ισχύος διατάξεις του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου επιβάλλεται η ομοιόμορφη μεταχείριση των δύο φύλων ως προς τις προϋποθέσεις του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2084/1992 εισάγει ανεπίτρεπτα ευμενέστερο καθεστώς ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων, αφού η προστασία της οικογένειας και των παιδιών, (όχι δε και της μητρότητας) στην οποία αποσκοπεί η διάταξη δεν δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των δύο φύλων. Συνεπώς, οι διατάξεις που αφορούν στη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος της χήρας δημοσίου υπαλλήλου με άγαμα τέκνα επεκτείνονται και στους άνδρες δημοσίους υπαλλήλους που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται και για τους έχοντες 15ετή συντάξιμη υπηρεσία που κατά την έναρξη ισχύος του νόμου έχουν ήδη εξέλθει ή απομακρυνθεί της υπηρεσίας τους, έστω και απέκτησαν οικογένεια μετά την απομάκρυνσή τους. Αντίθετη η μειοψηφία. ΠΔ 1041/1979. Εφαρμόζεται και για τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ. Προϋποθέσεις και περιορισμοί στην προσμέτρηση της συντάξιμης υπηρεσίας. Ποιες υπηρεσίες είναι θεμελιωτικές του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, και ποιες προσμετρητές. Για τον υπολογισμό του ποσοστού του χρονοεπιδόματος δεν υπολογίζεται ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας.

Ελ.Σ. 977/2000 (Ολομέλεια) Πρόεδρος: ΑΠ. ΜΠΟΤΣΟΣ Εισηγητής: Β. ΧΑΣΑΠΟΓΙΑΝΝΗΣ Δικηγόροι: Πάνος Λαζαράτος, Αν. Καλόγιωργας, Αλ. Ροϊλός, Ελ. Κατσιμπού. Απόσπασμα : ..................................................... II. Επειδή, με τη 1280/97 πράξη της 42ης Δ/νσης Γ.Λ.Κ. απορρίφθηκε αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου, τέως τακτικού καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην Α.Σ.Ο.Ε.Ε.), για κανονισμό σ` αυτόν συντάξεως από ίδιο δικαίωμα, από της επομένης του θανάτου της συζύγου του (29.4.95), κατ` εφαρμογή του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν 2084/92 που αντικατέστησε το άρθρο 1 του Ν. 1976/91, ως χήρου (πατέρα) με άγαμα τέκνα που έχει συμπληρώσει 15ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις της περ. β` της παρ. 1 του άρθρου 1 του Π.Δ. 1041/79, εφόσον δεν έχει συμπληρώσει 20ετή τουλάχιστον πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία. Με την αναιρεσιβαλλόμενη 2232/97 απόφαση του ΙΙ Τμήματος έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα εξής: Οτι ο ήδη αναιρεσίβλητος γεννήθηκε το έτος 1933 και είναι χήρος σύζυγος της Γ.Τ., με την οποία είχε τελέσει νόμιμο γάμο στις 19.5.77. Οτι η ανωτέρω σύζυγός του πέθανε στις 28.4.95, αφήνοντας δύο άγαμα τέκνα που είχε αποκτήσει με τον αναιρεσίβλητο σύζυγό της, το Θ. που γεννήθηκε το έτος 1978 και το Χ.-Α. που γεννήθηκε το έτος 1984. Οτι αυτός έχει την ακόλουθη συντάξιμη υπηρεσία: α) από έτη 4-4-0, επειδή ήταν τακτικός καθηγητής στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. από 23.5.70 έως 23.9.74, οπότε και τέθηκε σε διαθεσιμότητα με την 81704/23.9.74 απόφαση του Υπ. Εθν. Παιδείας (ΦΕΚ -Γ` 362/23.9.74). Οτι ο εν συνεχεία χρόνος της διαθεσιμότητάς του δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία (άρθρο 11 παρ. 6 Π.Δ. 1041/79), εφόσον αυτή οφείλεται σε πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο επακολούθησε η οριστική απόλυση του από την υπηρεσία, β) από έτη 0-2-22, επειδή υπηρέτησε στο Υπ. Οικονομικών από 28.2.59 μέχρι 19.5.59, γ) από έτη 5-7-11, επειδή υπηρέτησε στο Υπ. Συντονισμού από 20.5.59 έως 28.12.59 ως συνεργάτης με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου και από 29.12.59 έως 30.12.64 ως υπάλληλος με σύμβαση δημοσίου δικαίου, δ) από έτη 5-4-22, επειδή απασχολήθηκε στο Κ.Ε.Π.Ε. από 1.1.65 μέχρι 22.5.70 και ε) στρατιωτική υπηρεσία από έτη 1-0-7 (από 13.10.57 έως 19.10.58). Με βάση τα ανωτέρω κρίθηκε με την απόφαση αυτή ότι ο ήδη αναιρεσίβλητος θεμελιώνει δικαίωμα συντάξεως από ίδιο δικαίωμα, ως χήρος πατέρας με άγαμα παιδιά που έχει συνολική συντάξιμη υπηρεσία από έτη 16-7-2 (από την οποία έτη 15-6-25 θεμελιωτική συνταξιοδοτικού δικαιώματος) και έτσι, κατά παραδοχή της από 1.4.97 εφέσεώς του, εξαφανίστηκε η ως άνω πράξη του Γ.Λ.Κ. και κανονίστηκε σ` αυτόν μηνιαία σύνταξη ίση με τα 17/35 των 80% του μηνιαίου μισθού ενεργείας που ορίζεται κάθε φορά για το βαθμό τακτικού Καθηγητή Α.Ε.Ι., προσαυξημένου με το ανάλογο επίδομα χρόνου υπηρεσίας από 40% (8 πλήρεις διετίες Χ 5%) και ανερχόμενη στο ποσό των 65.280 δραχμών, πληρωτέα δε αναδρομικά από 29.4.95, δηλαδή από την επομένη του θανάτου της συζύγου του, από το Δημόσιο Ταμείο, μαζί με το ανάλογο ποσό της Α.Τ.Α, κατά τα ειδικότερα στην απόφαση αυτή οριζόμενα. ΙΙΙ. Επειδή το άρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. α` εδάφιο δεύτερο του Π.Δ. 1041/79 - Συνταξιοδοτικού Κώδικα (άρθρ. 1 παρ. 1 περ. α` εδ. δεύτερο του Α.Ν.. 1854/51, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρ. 5 παρ. 1 του Ν.Δ. 3768/57, με άρθρ. 6 παρ. 1 του Ν. 1813/88 και 1 παρ. 1 του Ν. 1976/91 και τελικώς με το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2084/92) ορίζει τα εξής: "Ο τακτικός δημόσιος υπάλληλος, ο λαμβάνων κατά μήνα μισθόν εκ του Δημοσίου Ταμείου ή εξ άλλων ειδικών πόρων, δικαιούται εις ισόβιον σύνταξιν εκ του Δημοσίου Ταμείου: α) Εάν απομακρυνθή οπωσδήποτε της υπηρεσίας και έχη εικοσιπενταετή πλήρη πραγματικήν συντάξιμον υπηρεσίαν. Για τις μητέρες υπαλλήλους, οι οποίες έχουν προσληφθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1982 και είναι χήρες με άγαμα παιδιά ή διαζευγμένες με άγαμα παιδιά ή άγαμες μητέρες με άγαμα παιδιά, καθώς και για γυναίκες που είναι έγγαμες, αρκεί η συμπλήρωση δεκαπενταετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992 ...". Με τη νέα αυτή ρύθμιση του Ν. 2084/92 εισάγεται ευνοϊκότερη μεταχείριση των γυναικών υπαλλήλων (πολιτικών ή στρατιωτικών) που έχουν προσληφθεί μέχρι και την 31.12.82 και είναι χήρες ή διαζευγμένες ή άγαμες μητέρες, με άγαμα παιδιά, ή και απλώς έγγαμες γυναίκες (με ή χωρίς παιδιά), εφόσον αυτές θεμελιώνουν δικαίωμα απονομής συντάξεως με τη συμπλήρωση 15ετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Περαιτέρω, το ισχύον Σύνταγμα ορίζει στο μεν άρθρο 4 παρ. 1 και 2 ότι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και ότι οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, στο δε άρθρο 116 παρ. 1 και 2 ότι διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ. 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 η Δεκεμβρίου 1982 και ότι αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος. Με βάση τις διατάξεις αυτές, που αποτελούν ειδικότερη έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των δύο φύλων, δεν είναι επιτρεπτή η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση των επιμέρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών λόγω της διαφοράς του φύλου, τόσο μεταξύ τους όσο και έναντι του Κράτους, αλλά αντίθετα επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και την ελεύθερη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή του τόπου (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.). Τυχόν αποκλίσεις από την αρχή αυτή, δηλαδή ευμενείς ή δυσμενείς ρυθμίσεις αναλόγως του φύλου, είναι θεμιτές μόνο εφόσον προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από σοβαρούς (αποχρώντες) λόγους που αναφέρονται σε δικαιώματα, παροχές κ.λπ. στις Ελληνίδες, κατ` εφαρμογή άλλης ειδικής συνταγματικής διάταξης (π.χ. άρθρο 21 παρ. 1 Συντ. για την προστασία της μητρότητας), ή σε καθαρώς βιολογικές διαφορές, που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διάφορη μεταχείριση λόγω του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσης. Οι προαναφερόμενες διατάξεις, που προβλέπουν την αρχή της ισότητας, απευθύνονται και δεσμεύουν και το νομοθέτη, ο οποίος κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων σχέσεων, καταστάσεων, πραγμάτων ή κατηγοριών προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες ή περιστάσεις, υποχρεούται να προβαίνει στην όμοια μεταχείριση αυτών, εκτός αν η διαφορετική μεταχείρισή τους επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντ. (πρβλ. Ολομ. Ελ. Συν. 1273/96). Εξάλλου και από υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (άρθρ. 28 παρ. 1 και 2 του Συντ. και 189 Συνθ. Ε.Ο.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 60 της Συνθήκης του Μάαστριχ), όπως το άρθρο 119 της Συνθ Ε.Ο.Κ. και οι οδηγίες 76/207/Ε.Ο.Κ. της 9.2.76 και 79/7/Ε.Ο.Κ. της 19.12.78, επιβάλλεται στο νομοθέτη η ομοιόμορφη μεταχείριση των δύο φύλων ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ειδικότερα το άρθρο 119 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. επιβάλλει τη χορήγηση στους χήρους συντάξεως ή άλλης παροχής επιζώντος συζύγου με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες (βλ. απόφαση της 17.4.97 του Δ.Ε.Κ. στην υπόθεση C-147/95), ενώ η Οδηγία 76/207/Ε.Ο.Κ. καθιερώνει την ισότητα της μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών κατά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας και η οδηγία 79/7/Ε.Ο.Κ. (άρθρο 4 παρ. 1) θεσπίζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, καθιστώντας ανίσχυρη και ανεφάρμοστη από 23.12.84 (άρθρο 8 παρ. 1 αυτής) κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει αποκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Τυχόν αποκλίσεις, δικαιολογούνται κατ` αυτήν για την προστασία της μητρότητας (άρθρο 4 παρ. 2) και κατά την οδηγία 76/207/ΕΟΚ αφορούν τη βρεφική ηλικία. Κατόπιν των ανωτέρω, οποιαδήποτε διαφοροποίηση, λόγω φύλου, σχετικά με τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως συνταξιοδοτικού δικαιώματος, και ειδικότερα κάθε ευνοϊκότερη μεταχείριση των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων έναντι των ανδρών, που εισάγεται χωρίς να γίνεται επίκληση από την οικεία νομοθετική διάταξη ή τη σχετική εισηγητική έκθεση αποχρώντων λόγων ή λόγων γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, οι οποίοι να δικαιολογούν τη θέσπιση των ευμενέστερων διατάξεων για τη συνταξιοδότηση των γυναικών, είναι ανεπίτρεπτη, γιατί αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δυο φύλων. Επομένως, η προαναφερόμενη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 2084/92, με την οποία εισάγεται ευμενέστερο καθεστώς ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων, πρέπει να τύχει εφαρμογής και για τους άνδρες δημοσίους υπαλλήλους και τούτο διότι οι λόγοι εισαγωγής του ευνοϊκού αυτού καθεστώτος, δηλαδή η προστασία της οικογένειας και των παιδιών σε περίπτωση χηρείας κ.λπ. (όχι δε και της μητρότητας, δοθέντος ότι η αναγραφή στην εν λόγω διάταξη της λέξεως "μητέρες" αντί για τη λέξη "γυναίκες", που αναγραφόταν στην αντικατασταθείσα απ` αυτήν προηγούμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1976/91, δεν διαφοροποιεί ουσιαστικώς την έννοια της ως άνω διατάξεως, αφού και οι γυναίκες με άγαμα παιδιά είναι μητέρες, ενώ το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2084/92, που εισάγει το ως άνω ευνοϊκό καθεστώς ακόμα και για τις έγγαμες απλώς γυναίκες με ή χωρίς παιδιά, δεν προσδιορίζει - με σημαντικό περιορισμό αυτής - την ηλικία των παιδιών, ώστε να δικαιολογείται η μεταξύ ανδρών και γυναικών διάκριση για λόγους προστασίας της μητρότητας), δεν επιτρέπουν τη θέσπιση διαφορετικής μεταχειρίσεως των δύο φύλων, εφόσον και οι δύο γονείς έχουν τις αυτές υποχρεώσεις στο πλαίσιο της ανατροφής των παιδιών και της ενότητας της οικογένειας. Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως συνταξιοδοτικού δικαιώματος ειδικότερα της χήρας δημοσίου υπαλλήλου με άγαμα τέκνα επεκτείνονται για λόγους ισότητας και υπέρ της κατηγορίας των χήρων ανδρών με άγαμα τέκνα. Με αυτά τα δεδομένα, δεν έσφαλε η 2232/97 απόφαση του ΙΙ Τμήματος, που κατέληξε στην ίδια κρίση (έστω και μνημονεύοντας από παραδρομή την προηγούμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1976/91 αντί της αντικαταστήσασας αυτήν ταυτόσημης διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2084/92), και είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αναιρέσεως του Υπουργού Οικονομικών. IV. Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2084/92, η οποία, δοθέντος και του σκοπού της προστασίας της οικογένειας στον οποίο αποβλέπει, αρκείται για τη θεμελίωση του δικαιώματος συντάξεως (και) των χηρών μητέρων με άγαμα παιδιά στη συμπλήρωση δεκαπενταετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992, οι χήρες μητέρες (και για λόγους ισότητας και οι χήροι πατέρες) με άγαμα παιδιά αποκτούν το δικαίωμα αυτό έστω και αν η απομάκρυνση τους από την υπηρεσία έχει γίνει πριν από την έναρξη ισχύος (7.10.92) του Ν. 2084/92, ακόμα δε και σε χρονικό σημείο προγενέστερο της δημιουργίας της οικογένειάς τους, αφού και στην περίπτωση αυτή το μεν η συμπλήρωση της ως άνω 15ετίας έχει λάβει χώρα πριν από την 31.12.92, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη, το δε ικανοποιείται ο αυτός ως άνω σκοπός. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 7 του ίδιου νόμου, με την οποία προβλέπεται ότι υπάλληλοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί, που έχουν προσληφθεί μέχρι 31.12.92, εφόσον συμπληρώσουν 15ετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, μπορούν να αποχωρήσουν με αίτησή τους από την υπηρεσία και να συνταξιοδοτηθούν με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους και ότι σε περίπτωση που αυτοί μετά την έξοδό τους καταστούν ανίκανοι σε ποσοστό 67% και άνω ή αποβιώσουν πριν από τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ηλικίας, η άσκηση του δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως από τους ίδιους ή τις οικογένειές τους αρχίζει από την ημέρα που κατέστησαν ανίκανοι ή απεβίωσαν και σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη της οποίας (διατάξεως) τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν ήδη εξέλθει της υπηρεσίας καθώς και για τις οικογένειες όσων από αυτούς έχουν πεθάνει. Τούτο, δηλαδή η απόκτηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και από τους έχοντες 15ετή συντάξιμη υπηρεσία υπαλλήλους που κατά την έναρξη ισχύος του άνω νόμου έχουν ήδη εξέλθει της υπηρεσίας, ενόψει και του προαναφερθέντος σκοπού της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 1 του ίδιου νόμου, ισχύει και μάλιστα πολύ περισσότερο και για τους πριν από το χρονικό αυτό σημείο απομακρυνθέντες (συνεπεία πειθαρχικού παραπτώματος) από την υπηρεσία χήρους πατέρες με άγαμα παιδιά (όπως και ο αναιρεσίβλητος), δεδομένου ότι η απομάκρυνση αυτών δεν είναι εκούσια, αλλά έχει γίνει χωρίς τη θέλησή τους. Επομένως, κατά την επικρατήσασα γνώμη, η προσβαλλομένη, που εμμέσως αλλά σαφώς έκρινε ομοίως, ορθώς την ανωτέρω διάταξη ερμήνευσε και εφάρμοσε και είναι αβάσιμος ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Υπ. Οικονομικών, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Μιχαήλ Δημητρόπουλου και Ιωάννη Καραβοκύρη, κατά πάγια αρχή του συνταξιοδοτικού δικαίου, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από την ισχύουσα νομοθεσία για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από αυτήν (νομοθεσία), πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς στο πρόσωπο του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου κατά το χρόνο της απομάκρυνσης (εξόδου) αυτού από την υπηρεσία. Κατά συνέπεια, εφόσον ο αναιρεσίβλητος, σύμφωνα με τα δεκτά γενόμενα από την πληττόμενη απόφαση του Τμήματος, δεν είχε αποκτήσει οικογένεια κατά το χρόνο της απομάκρυνσής του από την υπηρεσία (28.3.1975), αλλά τέλεσε τον ανωτέρω γάμο του στις 19.9.1977 και κατέστη χήρος (πατέρας με άγαμα παιδιά) μετά την ισχύ του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2084/1992 και δη στις 28.4.1995, που πέθανε η σύζυγός του, δεν δικαιούται σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το οποίο άλλωστε δεν περιέχει ρητή διάταξη που να χορηγεί, κατ` εξαίρεση, δικαίωμα σύνταξης και στις χήρες (και για λόγους ισότητας και στους χήρους) με άγαμα παιδιά που έχουν ήδη απομακρυνθεί από την υπηρεσία σε χρόνο προγενέστερο του ως άνω νόμου, κατά τον οποίο δεν είχαν δημιουργήσει οικογένεια. Για το λόγο αυτό, κατά τη γνώμη που δεν επικράτησε, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και έπρεπε, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη. V. Επειδή, στο άρθρο 11 παρ. 1 εδ. α` και 2 του ΠΔ. 1041/79 ορίζεται ότι: "1. Αι υπό του παρόντος αναγνωριζόμεναι συντάξιμοι υπηρεσίαι των υπαγομένων εις τας περί πολιτικών συντάξεων διατάξεις αυτού διακρίνονται εις πραγματικάς και πλασματικάς τοιαύτας ... 2. Πραγματική συντάξιμος υπηρεσία, υπό την έννοιαν της προηγουμένης παραγράφου, είναι η πράγματι παρεχομένη υπό των διατελούντων υπό τους εις τα άρθρα 1, 2 και 3 του παρόντος όρους". Εξάλλου, στο άρθρο 12 του αυτού Π.Δ/τος ορίζονται κατά περίπτωση οι υπηρεσίες που λογίζονται ως συντάξιμες και προσμετρούνται στις ανωτέρω θεμελιωτικές του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, κατά το προαναφερόμενο άρθρο 11, υπηρεσίες, ενώ στο άρθρο 13 παρ. 1 του εν λόγω Π.Δ/τος ορίζεται ότι: "Αι εις το προηγούμενον άρθρον 12 υπηρεσίαι δεν δύνανται να λογισθούν ως συντάξιμοι προ της συμπληρώσεως πλήρους πενταετούς πραγματικής υπηρεσίας, πληρούσης τους όρους του άρθρου 11, εκτός των περιπτώσεων θανάτου εν τη τελευταία ταύτη υπηρεσία ή απολύσεως λόγω καταργήσεως θέσεως ή αναστολής των περί ισοβιότητος και μονιμότητος των υπαλλήλων Συνταγματικών διατάξεων ..". Περαιτέρω, το άρθρο 1 παρ. 6 του ανωτέρω Π.Δ/τος (άρθρ. 1 Ν.Δ. 874/71), στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 11 παρ. 2 αυτού, ορίζει ότι: "Οι επί συμβάσει αορίστου ή ωρισμένου χρόνου υπάλληλοι, οι μισθοδοτούμενοι εκ του Δημοσίου Ταμείου ή εξ άλλων ειδικών πόρων, αποκτούν δικαίωμα εις σύνταξιν υπό τους όρους της παρ. 1, εφ` όσον συνεπλήρωσαν πενταετή πλήρη συνεχή πραγματικήν υπηρεσίαν εν τη μη μονίμω θέσει των", ενώ κατά το άρθρο 2 περ. η` του ίδιου Π.Δ/τος, στο οποίο επίσης παραπέμπει το άρθρο 11 παρ. 2 αυτού, "Δικαίωμα εις σύνταξιν εκ του Δημοσίου Ταμείου έχουν, εάν συντρέχουν οι όροι των περ. α`, στ` της παρ. 1 του άρθρου 1: α) ...β) ...η) Οι ανήκοντες εις το Κύριον και Ειδικόν Επιστημονικόν Προσωπικόν, το Διοικητικόν, το Βοηθητικόν Επιστημονικόν και το Βοηθητικόν Τεχνικόν Προσωπικόν του ΚΕ.Π.Ε. και κατέχοντες νενομοθετημένες θέσεις, ως και οι κατά τας διατάξεις των άρθρων 1 και 9 του Β.Δ. 445/61 προσληφθέντες και υπηρετούντες Επιστημονικοί Συνεργάται επί Ειδικού Θέματος ... Ως συντάξιμος πραγματική υπηρεσία λογίζεται η υπηρεσία των ανωτέρω αα) παρά τω ΚΕ.Π.Ε. ...". Από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων, οι οποίες εφαρμόζονται και επί των συντάξεων των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. αφού ως προς αυτά δεν υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση, συνάγονται, πλην άλλων, και τα εξής: 1) Οτι εξ αυτών το άρθρο 11 αναφέρεται στη θεμελιωτική (συνταξιοδοτικού δικαιώματος) υπηρεσία των δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών, το άρθρο 12 στην προσμετρούμενη συντάξιμη υπηρεσία αυτών, ενώ το άρθρο 13 καθορίζει τις προϋποθέσεις και περιορισμούς στην προσμέτρηση της συντάξιμης υπηρεσίας, ορίζοντας ότι για να θεωρηθούν συντάξιμες οι υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 12 και να προσμετρηθούν αυτές στο συνολικό χρόνο των κατά το άρθρο 11 θεμελιωτικών του συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπηρεσιών, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο χρόνος αυτός, συνεχής ή διακεκομμένος, να μην είναι κατώτερος της πενταετίας. 2) Οτι από τις διατάξεις αυτές δεν προβλέπεται ότι ειδικώς ο καθηγητής Α.Ε.Ι. πρέπει να έχει με την ιδιότητα αυτή πραγματική υπηρεσία τουλάχιστον πέντε ετών για να μπορέσει να συναθροίσει και τις λοιπές (όχι απλώς προσμετρητέες, αλλά) πραγματικές και θεμελιωτικές υπηρεσίες του και 3) Οτι οι υπηρεσίες που αναφέρονται στις προπαρατιθέμενες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 και του άρθρου 2 περ. η` του Π.Δ. 1041/79, στις οποίες (διατάξεις), εκτός άλλων, παραπέμπει το άρθρο 11 παρ. 2 του ίδιου Π.Δ/τος, είναι πραγματικές και θεμελιωτικές του δικαιώματος συντάξεως και όχι απλώς προσμετρητέες στο χρόνο των θεμελιωτικών υπηρεσιών, με συνέπεια να μην απαιτείται για τη συνάθροιση αυτών με τον τελευταίο αυτό χρόνο, ως απαραίτητη προϋπόθεση, όπως η διάρκεια του εν λόγω χρόνου είναι τουλάχιστον 5ετής. Με βάση τα ανωτέρω, εφόσον η αναιρεσιβαλλομένη, όπως απ` αυτήν συνάγεται, θεώρησε ως πραγματική και θεμελιωτική δικαιώματος συντάξεως τόσο την από έτη 5-7-11 υπηρεσία του αναιρεσιβλήτου στο Υπ. Συντονισμού (την οποία δέχθηκε ότι αυτός προσέφερε από 20.5.59 έως 28.12.59 με σύμβαση ιδιωτικού δίκαιου ορισμένου χρόνου και από 29.12.59 έως 30.12.64 με σύμβαση δημοσίου δίκαιου) όσο και την από έτη 5-4-22 υπηρεσία αυτού στο ΚΕ.Π.Ε. (την οποία δέχθηκε ότι αυτός προσέφερε από 1.1.65 μέχρι 22.5.70), κατ` άρθρ. 1 παρ. 6 και 2 περ. η` σε συνδυασμό με άρθρ. 11 παρ. 2 του Π.Δ. 1041/79, ορθώς στη συνέχεια συνάθροισε τις υπηρεσίες αυτές με την από έτη 4-6-22 συνολική υπόλοιπη θεμελιωτική υπηρεσία του (από έτη 4-4-0 ως καθηγητή στην Α.Σ.Ο.- Ε.Ε. και από έτη 0-2-22 ως υπαλλήλου στο Υπουργείο Οικονομικών), έστω και αν η τελευταία αυτή υπηρεσία είναι μικρότερη της πενταετίας και τέλος νομίμως προσμέτρησε στην από έτη 15-6-25 συνολική (και οπωσδήποτε μείζονα της πενταετίας) θεμελιωτική υπηρεσία του την από έτη 1-0-7 στρατιωτική υπηρεσία αυτού, που είναι προσμετρητέα σύμφωνα με το άρθρο 12 περίπτ. στ` σε συνδυασμό με το άρθρο 13 παρ. 1 του Π.Δ. 1041/9. Συνακολούθως είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από την πληττόμενη απόφαση των ως άνω διατάξεων. Κατά τη γνώμη, όμως, των αναφερόμενων και στην προηγούμενη σκέψη δύο Συμβούλων, ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι βάσιμος και έπρεπε να γίνει δεκτός, εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν συμπληρώνει τον από το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α` εδ. δεύτερο απαιτούμενο για τη συνταξιοδότησή του, ως χήρου με άγαμα παιδιά, συνολικό χρόνο 15 ετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, αφού οι λοιπές αναφερόμενες στην προσβαλλομένη προϋπηρεσίες του (στο Υπ. Συντονισμού έτη 5-7-11, στο ΚΕ.Π.Ε έτη 5-4-22 και στρατιωτική θητεία έτη 1-0-7) δεν μπορούν να λογισθούν ως συντάξιμες και να προσμετρηθούν στον ανωτέρω από έτη 4-6-22 συνολικό χρόνο των θεμελιωτικών του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος υπηρεσιών, επειδή αυτός υπολείπεται της πενταετίας. VI. Επειδή, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας υποστηρίζεται ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε, χωρίς να αιτιολογήσει την κρίση του, ότι το χρονικό διάστημα από 20.5.59 μέχρι 28.12.59, κατά το οποίο ο αναιρεσίβλητος υπηρέτησε στο τότε Υπουργείο Συντονισμού, λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία, αν και με τη 1280/97 πράξη του Διευθυντή της 42ης Δ/νσης Γ.Δ.Κ. δεν αναγνωρίστηκε ως συντάξιμος ο χρόνος αυτός με την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνύεται από επίσημα στοιχεία. Ενόψει όμως του ότι α) στην αναιρεσιβαλλομένη βεβαιώνεται ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν από το δικάσαν Τμήμα όλα τα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων και τα ρητώς επικαλούμενα με την έφεση και νομίμως σ` αυτό (Τμήμα) προσκομισθέντα 1) αντίγραφο του από 8.4.59 ιδιωτικού συμφωνητικού (σύμβασης ιδιωτικού δικαίου) για την εν λόγω υπηρεσία, που υπογράφεται από τον τότε Υπουργό Συντονισμού Α.Π. και τον αναιρεσίβλητο, ως αντισυμβαλλόμενο και 2) Π.6051/377/24.2.97 πιστοποιητικό του Υπ. Εθν. Οικονομίας για την παροχή από τον αναιρεσίβλητο της ίδιας συντάξιμης υπηρεσίας, στο οποίο αναφέρεται και η σχετική υπουργική απόφαση προσλήψεως αυτού και β) από την προσβαλλόμενη απόφαση συνάγεται εμμέσως αλλά σαφώς ότι η αναφερόμενη σ` αυτήν ως αποδεικνυόμενη συντάξιμη υπηρεσία του διαστήματος από 20.5.59 έως 28.12.59 προκύπτει από τα ως άνω δύο επίσημα στοιχεία, επαρκώς αιτιολογείται η σχετική κρίση της εν λόγω αποφάσεως και είναι αβάσιμος ο ανωτέρω από το άρθρο 115 στοιχ. β` του Π.Δ. 1225/81 λόγος αναιρέσεως. VII. Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 9 του Π.Δ. 1041/79 ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά ... για την προσαύξηση του βασικού μισθού (των δημόσιων υπαλλήλων) με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, ανεξάρτητα από το χρόνο τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών". Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Ν. 1517/85 "Αναδιάρθρωση του μισθολογίου του διδακτικού προσωπικού των Α.Ε.Ι. ...", όπως η υποπερίπτωση αα` της περιπτώσεως α` της παραγράφου 4 αυτού αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 1865/89, ορίζεται ότι: "1. Οι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογή στους καθηγητές, αναπληρωτές καθηγητές, επίκουρους καθηγητές, λέκτορες ... 2. ... 3. Ο βασικός μηνιαίος μισθός του προσωπικού του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ορίζεται κατά βαθμίδα ή θέση ως ακολούθως: Καθηγητής Α.Ε.Ι. 120.000 δρχ. ... 4. Εκτός από το βασικό μισθό, στο προσωπικό της προηγούμενης παραγράφου καταβάλλονται: α) Προσαύξηση σε ποσοστό 5% επί του βασικού τους μισθού ..., που δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά το 60%, ως εξής: αα) Σε όσους υπηρετούν σε Α.Ε.Ι και Τ.Ε.Ι, για κάθε πλήρη διετία συνολικής υπηρεσίας, ββ) ... γγ) ... Ως υπηρεσία υπολογίζεται η αναφερόμενη στις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 1505/84 ..". Τέλος, στο άρθρο 16 παρ. 1 και 3 του Ν. 1505/84 ορίζεται ότι: "1 Ως υπηρεσία για .... τη χορήγηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας ... υπολογίζεται α) ... β) ... γ) ...δ) ... 3. Δεν υπολογίζεται η στρατιωτική υπηρεσία κληρωτού και εφέδρου, εφόσον δεν συμπίπτει με πολιτική υπηρεσία ..." Στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν Τμήμα έκρινε, σύμφωνα με τα γενόμενα απ` αυτό ανελέγκτως δεκτά, ότι ο αναιρεσίβλητος, με βάση την από έτη 16-7-2 συνολική πραγματική συντάξιμη υπηρεσία του, δικαιούται μηνιαίας συντάξεως ίσης με τα 17/35 των 80% του μηνιαίου βασικού μισθού ενεργείας (που ορίζεται κάθε φορά για το βαθμό τακτικού καθηγητή Α.Ε.Ι, και ο οποίος κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο ανερχόταν κατ` άρθρ. 1 παρ. 3 του Ν. 1517/85 σε 120.000 δρχ.), προσαυξημένου κατά το οριζόμενο από το άρθρο 1 παρ. 4 περ α` υποπερ. αα` του Ν. 1517/85, όπως η υποπερίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 1865/89, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του Ν. 1505/84, επίδομα χρόνου υπηρεσίας, το οποίο κατά την προσβαλλομένη ανέρχεται σε ποσοστό 40% (8 πλήρεις διετίες Χ 5%) και έτσι υπολόγισε τη μηνιαία αυτή σύνταξη σε δρχ. 65.280 (120.000 Χ 80% Χ 17/35 Χ 40%). Για τον προσδιορισμό όμως του ποσοστού του χρονοεπιδόματος συνυπολόγισε και το χρόνο στρατιωτικής θητείας (κληρωτού) του αναιρεσιβλήτου από έτη 1-0-7, μολονότι ο χρόνος αυτός δεν είναι υπολογιστέος για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 16 του Ν. 1505/84, η οποία έχει εδώ εφαρμογή κατά την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν. 1517/85. Εσφαλε, επομένως, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων η αναιρεσιβαλλομένη, κατά τους σχετικούς βάσιμους λόγους των ενδίκων αιτήσεων αναιρέσεως (10 της αιτήσεως του Υπουργού Οικονομικών και 20 της όμοιας του Γ.Ε.Ε.) και γι` αυτό πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι αιτήσεις αυτές και να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλομένη, προς το σκοπό όπως, κατά μερική παραδοχή της εφέσεως, η κανονισθείσα με την απόφαση αυτή από ίδιο δικαίωμα μηνιαία σύνταξη του αναιρεσιβλήτου, που ορίστηκε πληρωτέα από το Δημόσιο Ταμείο (μαζί με το επιπλέον ανάλογο ποσό της Α.Τ.Α, και των μετά την κατάργησή της ποσοστιαίων αυξήσεων) αναδρομικά από 29.4.95, δηλαδή από την επομένη του θανάτου της συζύγου αυτού, περιοριστεί στο ποσό των 62.949 δρχ, στο οποίο αυτή πράγματι ανέρχεται μετά την προσαύξηση του ποσού των δρχ. 46.629 (120.000 Χ 17/35 Χ 80%, για τον ορθό υπολογισμό του οποίου δεν υπάρχει αιτίαση) με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, που αναλογεί στην από έτη 15-6-25 λοιπή (πλην της στρατιωτικής) συντάξιμη υπηρεσία του και ανέρχεται σε ποσοστό 35% (7 πλήρεις διετίες Χ 5%) και όχι 40%. .................................................................