1. Οι ανισότητες σε βάρος των γυναικών που εμφιλοχωρούν στην κοινωνική ασφάλιση είναι κυρίως ανισότητες εισηγμένες από την αγορά εργασίας (μικρότερες αμοιβές, ασυνεχής σταδιοδρομία, προσωρινότητα απασχόλησης κ.α.) και την κατανομή των καθηκόντων μέσα στην οικογένεια. Με άλλα λόγια, η δυσμενής ασφαλιστική μεταχείριση των γυναικών είναι σύμπτωμα του εργασιακού και κοινωνικού παραγκωνισμού τους. Επομένως, η επίτευξη της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στο πεδίο αυτό του δικαίου είναι αδύνατη αν δεν διορθωθούν οι εξωγενείς πηγές ανισοτήτων.

Η ελληνική νομολογία δεν ασχολήθηκε με την αντιμετώπιση των βαθύτερων πηγών της άνισης θέσης των γυναικών στην κοινωνική ασφάλιση.Στο ΣτΕ και τα διοικητικά δικαστήρια έφθασαν κυρίως υποθέσεις όσον αφορά κάποια «προνόμια» υπέρ των γυναικών, δηλαδή διατάξεις που καθιέρωναν μια άνιση κοινωνικοασφαλιστική μεταχείριση των ανδρών έναντι των γυναικών. Στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία απαντώνται διακρίσεις σε βάρος των ανδρών, στο μέτρο που ισχύουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τη χορήγηση παροχών υπέρ των γυναικών (λ.χ. όρια συνταξιοδότησης, συντάξεις αγάμων θυγατέρων, συντάξεις χηρείας, συνταξιοδότηση μητέρων ανηλίκων). Οι διατάξεις αυτές ήταν απομεινάρι μιας παραδοσιακής μορφής οικογένειας και της κατανομής ρόλων ανάμεσα στα δύο φύλα.

Μέχρι την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, το άρθρο 116 παρ. 2, με την ερμηνεία των αποχρώντων λόγων[1], επέτρεπε τη διατήρηση ειδικών προνομίων των γυναικών στις περιπτώσεις που όριζε ειδικά ο νόμος[2]. Κατά τη νομολογία, οι αποχρώντες (σοβαροί) λόγοι δεν αναζητήθηκαν μόνο στιςβιολογικές ή ψυχικές ιδιαιτερότητες της γυναίκας ή του άνδρα, αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο. Η νομολογία όμως αυτή ξεπεράστηκε μετά την τελευταία αναθεώρηση. Βαθμιαία, έγινε δεκτό ότι οι μόνες διακρίσεις που δικαιολογούνται σήμερα στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, είναι εκείνες που αναφέρονται στη βιολογική λειτουργία[3], δηλαδή εκείνες που σχετίζονται με την προστασία της εγκυμοσύνης και της μητρότητας (ΕλΣ 1052/2007). Οι λοιπές διαφορές δεν αποτελούν παρά κοινωνικές προκαταλήψεις, σχετικά με τους επιβαλλόμενους στα δύο φύλα κοινωνικούς ρόλους.

2. Η ελληνική νομολογία στην κοινωνική ασφάλιση στηρίζεται συνήθως στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος, επειδή η Οδηγία 79/7 εξαιρεί (προσωρινά) τα όρια συνταξιοδότησης. Με την προσφυγή στα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος, η νομολογία του ΣτΕ έφθασε στο ίδιο αποτέλεσμα της αποκατάστασης της ισότητας των φύλων. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση της Ολομ. ΣτΕ 3088/2007 (Ταμείο Νομικών). Μάλιστα, το ΣτΕ με την απόφαση αυτή προχώρησε έτι περισσότερο προς την κατεύθυνση της εξίσωσης των ορίων, αφού δέχθηκε την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των φύλων στα όρια συνταξιοδότησης στα εκ του νόμου συστήματα που εξαιρούνται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ. Από την πλευρά του, το ΔΕΕ έχει επεκτείνει την αρχή στο ειδικό σύστημα συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων που θεωρήθηκε όμως ως επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΔΕΚ, απόφ. 26.3.09, Υποθ. C-559/07, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας).

Ορθότερο είναι να ερμηνεύονται οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος από κοινού με το ενωσιακό δίκαιο. Μέσα από μια εναρμονισμένη ερμηνεία, εμπλουτίζεται το περιεχόμενο της ισότητας των φύλων. Η νομολογία του ΔΕΕ μπορεί να αξιοποιηθεί για την ερμηνεία και την επίρρωση των αντίστοιχων άρθρων του Συντάγματος.

3. Τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν με αρμόζουσα συνέπεια τη νομολογία του ΔΕΕ για το άμεσο αποτέλεσμα της ισότητας. Δηλαδή σε περίπτωση έλλειψης ειδικών μέτρων μεταφοράς της Οδηγίας εφαρμόζουν άμεσα τον κανόνα της ισότητας των φύλων. Με άμεση εφαρμογή της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ κρίθηκε ανίσχυρη διάταξη του Κανονισμού Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ που εισάγει διάκριση σε βάρος των γυναικών στη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος (ΤριμΔιοικΠρωτΑθ 17326/1989, ΕΔΚΑ ΛΒ’, σελ. 182),

4. Ο σεβασμός στην επιταγή της ισότητας φύλων επιβάλλει και τον τρόπο αποκατάστασής της. Το αίτημα για ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών ικανοποιείται μόνο όταν η ισότητα γίνει αποδεκτή ως δημιουργική με την έννοια ότι δεν περιορίζεται, για την επαναφορά τής συνταγματικής νομιμότητας, στην κήρυξη του νόμου ως αντισυνταγματικού, αλλά δημιουργεί δικαίωμα υπέρ των θιγόμενων να αξιώσουν δικαστικά την επέκταση και σε αυτούς τυχόν ευνοϊκών διατάξεων που ισχύουν για το άλλο φύλο[4].

Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 4 παρ. 1 της Οδηγίας 79/7, η κατηγορία που περιέρχεται σε δυσμενέστερη μοίρα δικαιούται να ζητήσει ως προς αυτό την εφαρμογή του μέτρου που ισχύει για την ευνοούμενη κατηγορία που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Το ευμενέστερο καθεστώς αποτελεί το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς.

Η κρίση δημόσιου χρέους που αντιμετωπίζει η χώρα, εγκυμονεί μια νομολογιακή αποδυνάμωση της αρχής της ισότητας των φύλων. Παρά το γεγονός ότι εντάσσεται στις θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 2), η ισότητα φύλων φαίνεται να υποχωρεί ερμηνευτικά για δημοσιονομικούς λόγους. Δεν είναι μόνο η απόφαση της Ολομ. ΣτΕ 668/12 που έκρινε συνταγματική την κοινωνική οπισθοδρόμηση με τα Μνημόνια. Πράγματι, κατά την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, τα μέτρα που αποβλέπουν τόσο στην αντιμετώπιση τής (κατά την εκτίμηση) του νομοθέτη άμεσης ανάγκης κάλυψης των οικονομικών αναγκών της χώρας, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής κατάστασης, εξυπηρετούν σκοπούς που συνιστούν λόγους σοβαρού δημοσίου συμφέροντος. Ωστόσο, η απόφαση αυτή, αλλά εννοείται και η ίδια η κρίση, δημιούργησαν μια γενική προδιάθεση των δικαστών που με επίκληση ή όχι του δημοσιονομικού συμφέροντος υιοθετούν εκείνες λύσεις που δεν επηρεάζουν την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού.

Έτσι, σημειώθηκε μια οπισθοδρόμηση όσον αφορά την αποδοχή της δημιουργικής ισότητας. Η νομολογία του ΣτΕ δεχόταν το επεκτατικό αποτέλεσμα. Με την απόφαση του ΣτΕ 1580/2010 (Ολομ) ανατράπηκε η προηγούμενη νομολογία. Μέχρι το 1997 επικρατούσε η αλυσιτελής αντίληψη ότι η αρχή της ισότητας των φύλων οδηγεί στην αφαίρεση των όποιων προνομίων από το ευνοημένο φύλο. Με αυτό τον τρόπο, απογυμνωνόταν η εφαρμογή της αρχής από αποτελεσματικότητα. Με την απόφαση ΣτΕ 2435/97 άρχισε μια μακρά διεργασία που παγιώθηκε η αποκαταστατική προσέγγιση (ΣτΕ 3088/07 Ολομ). Το ρήγμα επήλθε είναι άγνωστο όμως αν θα εμπεδωθεί.

Η ίδια αντίδραση παρατηρείται στη νομολογία του Ελ.Σ. Με την απόφαση 1824/2010 της Ολομέλειας, το Ελεγκτικό Συνέδριο επανέρχεται στην προ του 1996 νομολογία του. Η νομολογία αυτή είχε εγκαταλειφθεί με την απόφαση της Ολομ. 1273/96 την οποία είχαν ακολουθήσει πολλές αποφάσεις που δεχόντουσαν την επεκτατική εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας των φύλων (Ε. Καραθανασόπουλου, Η εξέλιξη της νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, ΕΔΚΑ 2010, σελ. 1014).

Μπορεί η πρόσφατη απόρριψη της επεκτατικής εφαρμογής της αρχής της ισότητας των φύλων να οφείλεται στις δημοσιονομικές της επιπτώσεις, ωστόσο έτσι σημειώνεται απόκλιση από την πάγια νομολογία του ΔΕΕ που δέχεται ότι σε περίπτωση παράβασης των Οδηγιών, η κατηγορία των ενδιαφερομένων που περιέρχεται σε δυσμενή μοίρα δικαιούται να ζητήσει ως προς αυτήν την εφαρμογή του ίδιου συστήματος που ισχύει για την ευνοημένη κατηγορία που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση (Αγγ. Στεργίου, Η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στο κοινοτικό δίκαιο κοινωνικής ασφάλειας, ΕΔΚΑ 1996, 81 επ., ΔΕΚ Απόφ. 17.4.1997 Υποθ. Εβρενόπουλος). Άλλωστε, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, εκτιμήσεις αναγόμενες –εδώ, είναι εικαζόμενες- στον προϋπολογισμό δεν μπορούν να δικαιολογήσουν διακρίσεις λόγω φύλου (ΔΕΚ, απόφ. 23.10.2003, υποθ. C-4/02 – C-5/03 Schönheit).

5. Το ΕλΣ διαφοροποιήθηκε από τη νομολογία του ΔΕΕ ως προς την υπαγωγή τού συνταξιοδοτικού συστήματος των δημοσίων υπαλλήλων (ΠΔ 166/2000) στην Οδηγία 79/7, καθώς και στο άρθρο 141 Συνθήκης. Η απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου 44/2009 μπορεί να μην υπήγαγε το εν λόγω σύστημα στο κοινοτικό δίκαιο, κατέληξε ωστόσο στο ανεπίτρεπτο της άνισης μεταχείρισης σε βάρος των ανδρών με βάση το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος. Ακολούθησε η καταδίκη της Ελλάδας από το ΔΕΕ (ΔΕΚ, απόφ. 26.3.09, Υποθ. C-559/07, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας) με το χαρακτηρισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος των δημοσίων υπαλλήλων ως επαγγελματικού και την κατ’ επέκταση εφαρμογή του άρθρου 141 ΕΚ.

6.Η νομολογία της κοινωνικής ασφάλισης δεν φαίνεται να δέχεται τις έμμεσες διακρίσεις. Την έννοια της έμμεσης διάκρισης διαμόρφωσε δικαιοπλαστικά το ΔΕΕ. Το Δικαστήριο αποσαφηνίζοντας την έννοια αυτή δέχθηκε την ύπαρξή της, όταν η εφαρμογή ενός μέτρου θίγει κατά κύριο λόγο το ένα φύλο (συνήθως τις γυναίκες), χωρίς η διαφοροποίηση να δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες (ΔΕΚ, απόφ. 23.10.2003, υποθ. C-4/02 – C-5/03 Schönheit). Έτσι, λ.χ., η απόφαση ΕλΣ 1938/09 δεν έλαβε υπόψη του ότι στατιστικώς οι επιζώσες χήρες είναι περισσότερες από τους επιζώντες χήρους. Δεν πρόκειται για δύσκολα στατιστικά αποδείξιμη υπόθεση.

7. Ως προς τις θετικές δράσεις που αποβλέπουν στην επίσπευση της αποκατάστασης μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, η νομολογία του ΣτΕ κείται ευνοϊκά. Μετά την απόφαση ορόσημο 1933/88, κρίνονται αναγκαία τα θετικά μέτρα, που πρέπει να είναι πρόσφορα και αναγκαία, για να αντιμετωπιστεί ο «κοινωνικός παραγκωνισμός» των γυναικών. Ωστόσο, κατά το ΔΕΕ, οι ευνοϊκές για τις γυναίκες διατάξεις του ΚΠΣΣ (χαμηλότερα όρια συνταξιοδότησης) δεν δικαιολογούνται ούτε ως θετικές δράσεις υπέρ των γυναικών (ΔΕΚ, απόφ. 26.3.09, Υποθ. C-559/07, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας).

8. Τα μέτρα που αναφέρονται στην ανατροφή των παιδιών, υπερβαίνουν κάθε αυστηρά βιολογική λειτουργία. Έχουν αναχθεί σε γενικές αρχές και δεν αποτελούν θετικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να είναι έμφυλα, αφού σήμερα έχουν αναγνωριστεί οι κοινωνικοί ρόλοι του πατέρα και της μητέρας. Η άνιση κατανομή ανάμεσα στους γονείς της φροντίδας των παιδιών είναι βασική πηγή των ανισοτήτων και των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών

Η ελληνική νομολογία ευθυγραμμίζεται βαθμιαία με την κοινοτική ως προς την απαγόρευση αποκλεισμού του πατέρα από πλεονεκτήματα που θεσπίζονται για την ανατροφή των παιδιών. Η προστασία της οικογένειας (άρθρο 21 παρ. 1 Συντ.) οφείλει να είναι σύμφωνη με το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος, δηλαδή με την επιταγή της ίσης κατανομής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μέσα στην οικογένεια. Τα προστατευτικά μέτρα αφορούν και τους δύο γονείς. Και οι δύο σύζυγοι αποτελούν μέλη της συνταγματικώς προστατευόμενης (πολύτεκνης) οικογένειας (ΣτΕ Ολομ. 314/07). Με άλλα λόγια, όπως έγινε δεκτό, οι λόγοι εισαγωγής ευνοϊκού καθεστώτος για την προστασία της οικογένειας και των παιδιών (σε περίπτωση χηρείας, κλπ) δεν επιτρέπουν τη θέσπιση διαφορετικής μεταχείρισης των δύο φύλων, εφόσον και οι δύο γονείς έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις στο πλαίσιο ανατροφής των παιδιών και της ενότητας της οικογένειας (Ελ.Σ. 977/2000 (Ολομ.), ΕΔΚΑ ΜΒ΄, σελ. 839).

Ομοίως, από ΔιοικΕφΠειραιά 496/05 κρίθηκε ότι τα μέτρα που αποσκοπούν στην προστασία των γυναικών υπό την ιδιότητα τους ως γονέων (όσα σχετίζονται με την ανατροφή των τέκνων), δηλαδή υπό ιδιότητα που συντρέχει και για τα δύο φύλα, παραβιάζουν την εν λόγω αρχή και δεν δικαιολογούνται. Ο πατέρας που έχει συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας του και 5500 ημέρες εργασίας, δικαιούται της μειωμένης σύνταξης που χορηγείται από το ΙΚΑ στις μητέρες. Η αρχή της ισότητας των φύλων επιβάλλει να εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες διευκολύνσεις και στους δύο γονείς, κοινό έργο των οποίων είναι, σύμφωνα με τις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές αντιλήψεις, η ανατροφή των τέκνων.


[1] Βλ. σχετικά Α. Στεργίου, Η συνταγματική προστασία της κοινωνικής ασφάλισης, 1994.

[2] Βλ. Γ. Γεραπετρίτη, «Τα θετικά μέτρα στο Σύνταγμα : το ταξίδι προς την ουσιαστική ισότητα», στο Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, τ. Ι, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006, σελ. 542.

[3]Βλ. υπόθεση C-218/98, Abdoulaye c./ Régie nationale des usines Renault.

[4] Η επεκτατική εφαρμογή είχε γίνει δεκτή στο πεδίο της ισότητας φύλων υπό τη θετική επίδραση του κοινοτικού δικαίου (ΣτΕ 993/03, ΕΔΚΑ 2003, σελ. 754, ΣτΕ 3088/07, ΕΔΚΑ 2007, σελ. 827, ΣτΕ 2435/97, ΕΔΚΑ ΛΘ’, σελ. 484, ΣτΕ 2978/97, ΕΔΚΑ ΛΘ’, σελ. 709, Α. Ταμπάση, Η κοινοτική επιταγή της ίσης μεταχείρισης των φύλων στην κοινωνική ασφάλιση και η πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΕΔΚΑ 1994, σελ. 65). Πρβλ. ακόμη ΤριμΔιοικΠρωτΑθ 4114/09, ΕΔΚΑ Ν’(2009), σελ. 656.