Η νομολογία του ΔΕΕ για την ισότητα των φύλων είναι ιδιαίτερα πλούσια στον τομέα της κοινωνικής ασφάλειας. Η Ε.Ε. ασκεί μια ισχυρή «πίεση επιλογών», στον τομέα της ισότητας φύλων, στους εθνικούς νομοθέτες. Το Δικαστήριο, μερικές φορές, στο ρόλο του καταλύτη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μπροστά στη θεσμική αδράνεια, προήγαγε την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών πέρα από τα όρια του κοινοτικού νομοθέτη.
Οι σχετικές αποφάσεις αποτελούν ένα πραγματικό νομολογιακό κεκτημένο που ανά διαστήματα ενσωματώνεται στην κοινοτική νομοθεσία. Έτσι, λ.χ., πρωτοποριακή ήταν η νομολογία για τις έμμεσες διακρίσεις. Η έννοια αναπτύχθηκε από το Δικαστήριο (βλ. ενδεικτικά Bilka-KaufhausGmbHvWebervonHarz, case 170/84) και αργότερα ενσωματώθηκε στις σχετικές με την ισότητα φύλων Οδηγίες. Πολύ δημιουργική ήταν και η νομολογία που διευκρίνισε σε τι συνίστανται οι θετικές δράσεις υπέρ των γυναικών στην κοινωνική ασφάλιση (απόφ. 29 Νοεμ.2001, Griesmar, C-366/99). Η νομολογία αυτή απομάκρυνε κατά βάση τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και δέχθηκε ως θετική δράση κάθε μέτρο που επιτρέπει στις γυναίκες τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό των ανδρών στην αγορά εργασίας.
Κυρίως όμως η νομολογία του ΔΕΕ συνέτεινε στην εξίσωση των ορίων ηλικίας για τη συνταξιοδότηση ανδρών και γυναικών με προσφυγή στο άρθρο 141 ΣυνθΕΚ (πρώην 119).
Ειδικότερα, η έκταση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών εξαρτάται από τη φύση του συστήματος. Η ισότητα φύλων δεν εφαρμόζεται με την ίδια ένταση σε όλα τα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας. Η διαβάθμιση –άμεση ή προοδευτική εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών- στηρίζεται σε μια διαφοροποίηση των συστημάτων σε συστήματα «εκ του νόμου» (statutoryschemes, régimeslégaux) και σε επαγγελματικά συστήματα (occupationalschemes, régimesprofessionnels). Στα συστήματα «εκ του νόμου» εφαρμόζεται η Οδηγία 79/7/ΕΟΚ περί προοδευτικής εφαρμογής της αρχής ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης.
Ποια συστήματα θεωρούνται «εκ του νόμου» (ή «νομικά», κατά την αδόκιμη μετάφραση του κοινοτικού κειμένου); Εδώ ανήκουν όλα τα συστήματα που εντάσσονται στη δημόσια κοινωνική ασφάλιση, όπου το κράτος εμπλέκεται έντονα τόσο σε επίπεδο χρηματοδότησης όσο και εποπτείας. Το ΔΕΕ δεν επιχείρησε να ορίσει τα «εκ του νόμου» συστήματα. Πάντως, το γεγονός ότι ένα καθεστώς θεσπίζεται με νόμο, δεν αρκεί για το χαρακτηρισμό του ως τέτοιου. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι παροχές των συστημάτων αυτών δεν θεωρούνται αμοιβή και γι’ αυτό δεν τυγχάνει εφαρμογής σε αυτά το άρθρο 141 Συνθ ΕΚ περί ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας μεταξύ ανδρών και γυναικών (Jonkman συνεκδ. υπόθ. C-231/06 έως C-233/06, απόφαση 21.6.2007). Δηλαδή η εφαρμογή της Οδηγίας 79/7 αποκλείει την προσφυγή στο άρθρο 141 Συνθ ΕΚ -άρθρο 157 Λισαβόνας.
Η Οδηγία 79/7/ΕΟΚ διαγράφει κάποια όρια στην εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, που προκύπτουν από την προοδευτική εφαρμογή της. Ειδικότερα, η προοδευτικότητα εκδηλώνεται με κάποιες παρεκκλίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παρ. 1 της Οδηγίας και για τις οποίες δεν προβλέπεται, όσον αφορά τη διατήρησή τους, συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός. Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ανάμεσα στα άλλα, δεν θίγεται η ευχέρεια των κρατών μελών να καθορίζουν την ηλικία συνταξιοδότησης[1]. Κατά τη νομολογία, η εξαίρεση δεν ισχύει μόνο για τα όρια συνταξιοδότησης, αλλά αφορά και «τις συνέπειες που μπορεί να έχουν αυτά για τις άλλες παροχές» (υπόθεση C-92/94 Graham)[2],[3].
Ο ορισμός του επαγγελματικού συστήματος διευρύνθηκε από τη νομολογία του ΔΕΕ. Η διεύρυνση αυτή, αν και έγινε για τις ανάγκες της ισότητας των φύλων[4], είναι ικανή να δημιουργήσει μια σύγχυση γύρω από την έννοια του επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφάλειας. Έτσι, παραγνωρίστηκαν βασικά στοιχεία των επαγγελματικών συστημάτων, όπως τα ήθελε το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο -λ.χ. ο συμπληρωματικός χαρακτήρας που δεν κρίνεται κατά το ΔΕΕ απαραίτητος για το χαρακτηρισμό ενός συστήματος ως επαγγελματικού.
Η υπαγωγή του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΣυνθΕΚ προϋποθέτει το χαρακτηρισμό του ως επαγγελματικού (υπόθεση C-559/07 Επιτροπή κατά Ελλάδος). Ας σημειώσουμε ότι ο χαρακτηρισμός του συστήματος ως επαγγελματικού μπορεί να είναι και έμμεσος: όταν δεχόμαστε την εξομοίωση της σύνταξης με αμοιβή και εφαρμόζουμε το άρθρο 141 ΣυνθΕΚ, κατά βάση δεχόμαστε ότι το σύστημα είναι επαγγελματικό. Στην υπόθεση C-559/07 Επιτροπή κατά Ελλάδος, όπως και στην υπόθεση C-366/99, Griesmar[5], το Δικαστήριο απείχε από το χαρακτηρισμό του επίδικου συστήματος δημοσίων υπαλλήλων ως επαγγελματικού, κάτι που φανερώνει και την αμηχανία του σε σχέση με τις συνέπειες ενός τέτοιου χαρακτηρισμού. Το Δικαστήριο, χωρίς να ονοματίσει το σύστημα, επέλεξε ανάμεσα στην εφαρμογή της Οδηγίας 79/7 του 1978 και το άρθρο 141 Συνθ ΕΚ.
Η επέκταση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα συνταξιοδοτικά καθεστώτα των δημοσίων υπαλλήλων στηρίχθηκε κατά βάση σε μια διπλή διεύρυνση: διευρύνθηκε η έννοια της αμοιβής, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν οι επαγγελματικές συντάξεις, καθώς επίσης διευρύνθηκε κι η έννοια του επαγγελματικού συστήματος, κατά τρόπο που να συμπεριληφθούν κάποια ειδικά συστήματα συνταξιοδότησης –που κανονικά ανήκουν στα «εκ του νόμου» συστήματα κοινωνικής ασφάλισης-, όπως είναι εκείνα των δημοσίων υπαλλήλων.
Κατά την ερμηνεία του άρθρου 141 (πρώην 119) της Συνθήκης ΕΚ που καθιερώνει την αρχή της ισότητας των αμοιβών ανδρών και γυναικών (για όμοια εργασία ή για εργασία της ίδιας αξίας), οι λύσεις που δόθηκαν από το ΔΕΚ υπακούουν σε μια τόσο εμφανή όσο και συνειδητή προσπάθεια διασταλτικής ερμηνείας της έννοιας της αμοιβής. Ίσως, να αποτελούν για το Δικαστήριο έναν τρόπο να επεκτείνει την υλοποίηση της αρχής της ισότητας ανδρών και γυναικών σε περιοχές της κοινωνικής ασφάλισης, όπου διατηρείται ακόμη η διαφορετική μεταχείριση (λ.χ. όρια συνταξιοδότησης).
Οι παροχές που χορηγούνται βάσει ενός συνταξιοδοτικού συστήματος που, κατά τα ουσιώδη, αποτελεί συνάρτηση της θέσης την οποία κατέχει ο ενδιαφερόμενος, συνδέονται με την αμοιβή την οποία αυτός ελάμβανε και εμπίπτουν επομένως στο άρθρο 141 ΕΚ (C-559/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 42). Κατά το ΔΕΚ, από την υπόθεση Barber 262/88 της 12ης Μαΐου 1986 κι εφεξής οι επαγγελματικές συντάξεις και γενικά οι παροχές που χορηγούνται από τα επαγγελματικά συστήματα αποτελούν αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 (142 ΣυνθΕΚ).
Η διάκριση ανάμεσα στα «εκ του νόμου» και τα επαγγελματικά συστήματα, που αναδείχθηκε πολλές φορές σε μια λεπτή διαδικασία υπερβάσεων, έγινε αφορμή μιας πλούσιας νομολογίας του ΔΕΚ. Το Δικαστήριο διεύρυνε την έννοια του επαγγελματικού συστήματος, ωθώντας την στα άκρα, προκειμένου να επεκτείνει την εφαρμογή της ισότητας των φύλων. Από αυτή την άποψη, η καταδικαστική απόφαση για την Ελλάδα, όσον αφορά τα διαφορετικά όρια ανδρών και γυναικών του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του ΔΕΚ και γι’ αυτό δεν έκρυβε και εκπλήξεις.
Κατ’ αρχήν, η ονομασία του συστήματος δεν είναι δηλωτική και του είδους του. Το ΔΕΚ, κατασκευάζοντας την κοινοτική έννοια του επαγγελματικού συστήματος, αναζητά την επαλήθευση ενός κριτηρίου που θεωρεί αποφασιστικό, του κριτηρίου της απασχόλησης. Από εκεί και πέρα υπάρχουν ενδείξεις που θεωρούνται αδιάφορες και γι’ αυτό απομακρύνονται από τη διαδικασία του χαρακτηρισμού, καθώς και ενδείξεις που απλώς μπορούν να ενισχύσουν τη σύνδεση της σύνταξης με την απασχόληση.
Ειδικότερα, από το 1994 με την απόφαση Beune (υπόθεση 7/93) –αφορούσε Ολλανδούς δημοσίους υπαλλήλους- το ΔΕΚ δέχεται ότι για την υπαγωγή ενός συνταξιοδοτικού συστήματος στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΣυνθΕΚ το μόνο καθοριστικό κριτήριο είναι το κριτήριο της απασχόλησης (critèredel’emploi). Το κριτήριο αυτό στηρίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής ενός συνδέσμου ανάμεσα στη σχέση εργασίας και τη σύνταξη (Επιτροπή κατά Ελλάδας C-559/07, σκέψη 48). Λίγο πολύ το νομολογιακό κριτήριο στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 141 Συνθ ΕΚ. Ησύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσης εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του (χαρακτηριστικές υποθέσεις Beune, Griesmar, Niemi[6], Εβρενόπουλος, Επιτροπή κατά Ιταλίας[7]). Με αυτό τον τρόπο, το ΔΕΚ οδήγησε τα ειδικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα των δημοσίων υπαλλήλων στο άρθρο 141 ΣυνθΕΚ και κατ’ επέκταση στην κατηγορία των επαγγελματικών.
Η ερμηνεία αυτή του ΔΕΚ ενσωματώθηκε στην Οδηγία 2006/53/ΕΚ (κωδικοποιητική Οδηγία) –που ακολουθεί την τεχνική της «αναδιατύπωσης»[8]-, για την εφαρμογή της αρχής ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Η παρ. 2 του άρθρου 7 της Οδηγίας (καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής) αντανακλά την ως άνω πάγια νομολογία του ΔΕΚ: «Το παρόν κεφάλαιο (2) εφαρμόζεται επίσης στα συνταξιοδοτικά συστήματα για συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, αν οι παροχές που προβλέπονται από το σύστημα καταβάλλονται λόγω της εργασιακής σχέσης με το δημόσιο εργοδότη. Το γεγονός ότι το εν λόγω σύστημα αποτελεί τμήμα γενικού εκ του νόμου συστήματος δεν ασκεί επιρροή συναφώς».
Το ανωτέρω κριτήριο, κατά τη νομολογία, είναι καθοριστικό αλλά όχι κι αποκλειστικό (C-147/95, Εβρενόπουλος, απόφαση της 17ης Απριλίου 1997). Περαιτέρω, η νομολογία του ΔΕΚ αναζητά τη συνδρομή άλλων τριών ειδικότερων κριτηρίων τα οποία ενισχύουν ή καλύτερα εξειδικεύουν το κύριο κριτήριο της απασχόλησης. Τα κριτήρια αυτά είναι τα εξής :
α) η σύνταξη καταβάλλεται σε μια ειδική κατηγορία εργαζομένων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι συνιστούν μια τέτοια ειδική κατηγορία. Το ΔΕΕ έχει διευκρινίσει στην υπόθεση Griesmar ότι οιδημόσιοι υπάλληλοι που εντάσσονται σε συνταξιοδοτικό σύστημα,πρέπει να θεωρούνται ως αποτελούντες μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, ενόψει του ότι οι εργαζόμενοι αυτοί διακρίνονται από μια ομάδα εργαζομένων μιας επιχείρησης ή ενός ομίλου επιχειρήσεων, ενός οικονομικού ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού κλάδου, μόνο λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει η σχέση εργασίας τους με το κράτος, με άλλους οργανισμούς ή εργοδότες του δημοσίου τομέα (C-366/99, Griesmar, σκέψη 31,C-351/00, Niemi, σκέψη 48, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 52, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 40). Στην περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων, η σύνταξη που καταβάλλει το κράτος είναι παρόμοια (συγκρίσιμη) με αυτήν που καταβάλλει ο εργοδότης του ιδιωτικού τομέα στους πρώην μισθωτούς του (Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 47).
β) λόγω της σχέσης εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του πρώην εργοδότη του, η σύνταξη υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των ετών υπηρεσίας που συμπλήρωσε ο εργαζόμενος (Griesmar, σκέψη 34). Το κριτήριο της άμεσης συνάρτησης της σύνταξης με το χρόνο υπηρεσίας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από κάποιες προβλεπόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις πλασματικών χρόνων (Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 57), και
γ) η σύνταξη υπολογίζεται βάσει του τελευταίου (βασικού) μισθού που λάμβανε ο εργαζόμενος πριν από τη συνταξιοδότησή του. Το κριτήριο αυτό έχει περαιτέρω σχετικοποιηθεί, ώστε δεν περιορίζεται μόνο στον τελευταίο μισθό, αλλά περιλαμβάνει εξίσου μια μικρή χρονική περίοδο αναφοράς πριν από τη συνταξιοδότηση. Έτσι, μια βάση υπολογισμού που συνίσταται στο μέσο όρο των αποδοχών που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν αμέσως της ημερομηνίας της συνταξιοδότησης πληροί, κατ’ ουσίαν, το κριτήριο που έθεσε το Δικαστήριο (Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 58, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 52).
Να σημειώσουμε ως αρνητικό στοιχείο το γεγονός ότι η ευρεία νομολογιακή κατασκευή του επαγγελματικού συστήματος, μπορεί να συμβάλλει στην πλήρη και άμεση εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, αγνοεί ωστόσο συνολικές και συνεκτικές αντιλήψεις που έχουν διαμορφωθεί από άλλα κοινοτικά όργανα.
[1] Βλ. Α. Στεργίου, Η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στο κοινοτικό δίκαιο κοινωνικής ασφάλειας, ΕΔΚΑ ΛΗ΄ (1996), σελ. 81 επ. (87), Δ. Κοντιζά, Η εφαρμογή της αρχής της ισότητας ανδρών και γυναικών στην κοινωνική ασφάλιση, ΕΔΚΑ ΛΗ΄ (1996), σελ. 529 επ.
[2]Βλ. S. van Raepenbusch, La jurisprudence de la CJCE en matière d’égalité de traitement entre hommes et femmes, 2006.
[3] Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η εξαίρεση των ορίων ηλικίας από την αρχή της ισότητας των φύλων στα «εκ του νόμου» συστήματα δεν σημαίνει και γενική συμφωνία των διαφορετικών ορίων με την εν λόγω αρχή. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο λόγος της εξαίρεσης αυτής θα πρέπει να αναζητηθεί στη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να επιτρέψει στα κράτη-μέλη να διατηρήσουν προσωρινώς, όσον αφορά τις συντάξεις, τα πλεονεκτήματα που έχουν αναγνωριστεί στις γυναίκες (μικρότερο όριο ηλικίας), ώστε αυτά να μπορέσουν να προβούν προοδευτικώς στην τροποποίηση των συνταξιοδοτικών τους συστημάτων (υπόθεση C-9/91, EqualOpportunitiesCommission). Δηλαδή, η εξαίρεση είχε έναν προσωρινό χαρακτήρα –ωστόσο, κι εδώ επαληθεύεται το ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Σε αυτή την προοπτική, το Δικαστήριο έχει τάση να ερμηνεύει την εν λόγω εξαίρεση κατά τρόπο περιοριστικό (υπόθεση C-377/96, DeVriendt, υπόθεση C- 154/96 Wolfs, υπόθεση 152/84 Thomas).
[4] Είναι αλήθεια ότι η διασταλτική ερμηνεία του 119 της Συνθήκης (νυν 141) οφείλεται, όπως τονίζεται, στον τονισμό του κοινωνικού στόχου του άρθρου αυτού. Βλ. Α. Πετρόγλου, «Τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης και η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», στο ΕΔΕΚΑ, Επαγγελματικά συστήματα ασφάλισης και ζητήματα εργατικού δικαίου από την ιδιωτική ομαδική ασφάλιση, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σελ. 75.
[5] Βλ. ΕΔΚΑ ΜΓ΄ (2001), σελ. 890.
[6] Βλ. υπόθεση C-351/00, Niemi.
[7] Βλ. aff. C-46 /O7, Commission c. République italienne, arrêt du 13 Nov. 2008.
[8] Βλ. Σ. Γιαννακούρου, Η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών κατά το κοινοτικό και το ελληνικό εργατικό δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008, σελ. 71 και 72.