Έτος
2005
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Διαζευγμένες θυγατέρες

 

ΤΣΑΥ. Συνταξιοδότηση διαζευγμένων θυγατέρων. Διαζευγμένη θυγατέρα ασφαλισμένου θεμελιώνει δικαίωμα συνταξιοδότησης εφόσον σωρευτικά ο θάνατος του γονέα και η λύση του γάμου επήλθε πριν τις 17.10.1990 εκτός εάν είχαν τη χρονολογία αυτή συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας τους. Συνταγματικές οι άνω διατάξεις. Αιτιολογημένη η απορριπτική απόφαση. Απορρίπτει προσφυγή.

Αριθμός 9209/2005

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 13ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 25 Μαϊου 2005, με δικαστές τους : Θεόδωρο Τζάκο, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Παναγιώτη Τσεβά, Ηλία Σαπουνά (εισηγητή), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Βαρβάρα Ράπτη, δικαστική υπάλληλο, για να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 12.9.2002, της ........ ........... , κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης, ......... , η οποία δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε, μετά την υποβολή της από 24.5.2005 δήλωσης του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. (Ν. 2717/1999), όπως ισχύει, του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Φραντζεσκάκη, κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ταμείο Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών» (Τ.Σ.Α.Υ.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε, μετά την υποβολή της από 24.5.2005 δήλωσης του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. (Ν. 2717/1999), όπως ισχύει, της πληρεξουσίας του δικηγόρου Βασιλικής Νακοπούλου. Μετά την συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Η κρίση του είναι η εξής : Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το με σειρά Α 208100 ειδικό έντυπο) ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της 307/28.5.2002 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Α.Υ., με την οποία απορρίφθηκε, τελικά, το αίτημα της προσφεύγουσας για χορήγηση σ` αυτήν συντάξεως, ως διαζευγμένης θυγατέρας του συνταξιούχου του καθ` ου Ταμείου πατέρα της. Επειδή, το Σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 26 του Ν. 5945/1933 (άρθρο 71 του Π.Δ. της 16/23ης Μαρτίου 1934, ΦΕΚ Α΄ 113, περί κωδικοποιήσεως σε ενιαίο κείμενο των διατάξεων του Ν.Δ. 8/14 Αυγούστου 1925 «περί Ταμείου Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Ιατρών εν Ελλάδι»), σύνταξη λόγω θανάτου του μετόχου χορηγείται στον επιβιούντα των συζύγων, εφόσον παραμένει εν χηρεία, καθώς και στα τέκνα, τα άρρενα μεν μέχρι της συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας αυτών, ανεξαρτήτως δε ηλικίας, εάν είναι ανίκανα προς εργασία λόγω σωματικού ή διανοητικού ελαττώματος, ενώ στα θήλεα, εάν έχουν συνάψει γάμο, μέχρι της αποκατάστασής τους, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 38/1975 (ΦΕΚ Α΄ 83), που αφορά όλους τους οργανισμούς κοινωνικών ασφαλίσεων, σύνταξη τέκνου λόγω θανάτου δικαιούνται και η διαζευχθείσα με υπαιτιότητα του συζύγου της ή με κοινή υπαιτιότητα θυγατέρα αποβιώσαντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, καθώς και  εκείνη για την οποία η δίκη του διαζυγίου διακόπηκε βίαια λόγω θανάτου του άνδρα. Ακολούθως, με το άρθρο 6 παρ.4 του Ν. 982/1979 «περί  τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Ταμείου Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών Νομοθεσίας και ετέρων τινών διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 239), ο οποίος ισχύει κατά το άρθρο 20 αυτού, από 1ης Ιανουαρίου 1980, ορίσθηκε ότι σύνταξη δικαιούται και η διαζευχθείσα με υπαιτιότητα του συζύγου ή με κοινή υπαιτιότητα θυγατέρα αποβιώσαντος ασφαλισμένου ή  συνταξιούχου, καθώς και εκείνη για την οποία η δίκη του διαζυγίου διακόπηκε  βίαια λόγω θανάτου του άνδρα, εφόσον βρίσκεται σε ένδεια και κρίνεται ανίκανη προς εργασία από την Υγειονομική Επιτροπή του  Ταμείου. Περαιτέρω, με το άρθρο 10 του Ν. 1902/1990, όπως αντικαταστάθηκε από τότε που  ίσχυσε (17.10.1990) με την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α΄ 184/4.12.1991), ορίζεται ότι : «1. Στο παρόν άρθρο υπάγονται οι ασφαλισμένοι, για κύρια  ή επικουρική σύνταξη, στα Ειδικά Ταμεία Συντάξεως του προσωπικού των  Τραπεζών, του Τ.Α.Π. - Ο.Τ.Ε., του Τ.Σ.Π. - Η.Σ.Α.Π. και στη Διεύθυνση  Ασφαλίσεων Προσωπικού της Δ.Ε.Η. 2. ... 9. α. Από την έναρξη ισχύος του  παρόντος νόμου για την απονομή σύνταξης στα θήλεα παιδιά ή αδελφές των  ασφαλισμένων ή συνταξιούχων των ασφαλιστικών φορέων της παραγράφου 1, καθώς  και για τις προσαυξήσεις των συντάξεων των τελευταίων για τα θήλεα παιδιά  ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται για τα άρρενα παιδιά ή αδελφούς. β. Δικαιώματα συντάξεων ή προσαυξήσεων συντάξεων που έχουν  θεμελιωθεί πριν από την ισχύ του παρόντος νόμου, δεν θίγονται με τις  διατάξεις αυτής της παραγράφου. Προκειμένου για διαζευγμένες θυγατέρες το συνταξιοδοτικό δικαίωμα θεμελιώνεται εφόσον ο θάνατος του γονέα και η λύση του γάμου επήλθαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, γ. Κατ` εξαίρεση θυγατέρες ή αδελφές ασφαλισμένων ή συνταξιούχων, οι οποίες μέχρι την 17.10.1990 είχαν συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας τους δικαιούνται σύνταξη, σε περιπτώσεις θανάτου του πατέρα ή αδελφού, εφόσον δεν εργάζονται ή δεν λαμβάνουν σύνταξη από άλλη πηγή, με την προϋπόθεση ότι προβλεπόταν η συνταξιοδότηση αυτών από τις καταστατικές διατάξεις των οικείων φορέων πριν από την παραπάνω ημερομηνία και σύμφωνα με τους ειδικότερους περιορισμούς των διατάξεων αυτών. Πάντως σε καμιά περίπτωση η συνταξιοδότηση δεν μπορεί να αρχίσει πριν από τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους. Τα ανωτέρω ισχύουν και για θυγατέρες ή αδελφές των οποίων η συνταξιοδότηση προβλεπόταν από γενικές διατάξεις. Στην περίπτωση αυτήν, η ηλικία συνταξιοδότησης είναι η προβλεπόμενη από τις γενικές αυτές διατάξεις, δ. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου ισχύουν και για τις συντάξεις ή  προσαυξήσεις συντάξεων που απονέμονται από όλους τους άλλους ασφαλιστικούς  φορείς αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών  Ασφαλίσεων». Τέλος, ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (Ν.2690/1999, ΦΕΚ Α΄ 45) στο άρθρο 17 ορίζει ότι «1. Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. 2. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης».

Επειδή, από την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ` αρχήν, να μεταβάλει για το μέλλον ισχύουσες ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου (ΣτΕ 3739/1999, πρβλ. 542/1999 Ολομ.). Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις,  που εφαρμόζονται σε όλους τους ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας του  τότε Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως είναι και  το Τ.Σ.Α.Υ., συνάγεται ότι για τις θυγατέρες που  θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης, λόγω θανάτου, μετά την 17.10.1990 (έναρξη ισχύος του ν. 1902/1990) ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται για  τα άρρενα τέκνα (ή αδελφούς), βάσει της αρχής της ισότητας των δύο φύλων. Δεν θίγονται, όμως, συνταξιοδοτικά δικαιώματα θυγατέρων που είχαν θεμελιωθεί  πριν από την ανωτέρω ημερομηνία, δηλαδή ο θάνατος του γονέα και, προκειμένου  για διαζευγμένες, η λύση του γάμου είχε επέλθει πριν από την 17.10.1990 και συνέτρεχαν οι ευνοϊκότερες για τα θήλεα καταστατικές διατάξεις των κατ` ιδίαν ασφαλιστικών οργανισμών (βλ. ΣτΕ 274/2004, 148/2004, 4071/2001, 665/2000).  Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος θεμελιώσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, από τον οποίο εξαρτάται, σύμφωνα με το γράμμα της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 9 εδάφιο β΄ του ν. 1976/1991, η εφαρμογή του εδαφίου α΄ αυτής, με το οποίο επέρχεται εξίσωση, ως προς το δικαίωμα συνταξιοδότησης των άγαμων θηλέων, προς τα άγαμα άρρενα τέκνα εφεξής (εφόσον δηλαδή θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα υπό την ισχύ του Ν. 1902/1990, δηλαδή μετά την 17.10.1990) ή η εφαρμογή του προϊσχύοντος ευνοϊκού, για τις άγαμες θυγατέρες, καθεστώτος (σε περίπτωση που αυτές θεμελίωσαν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 1902/1990), αποτελεί οπωσδήποτε αντικειμενικό κριτήριο για τη διαφορετική μεταχείριση των ασφαλισμένων σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, όπως εν προκειμένω (Σ.τ.Ε. 135/2002, 665/2000, 3739/1999). Εξάλλου, σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, το  συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται, εάν δεν υπάρχει ρητή διάταξη περί του  αντιθέτου, με βάση τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρονικό σημείο που  επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση. Ειδικότερα, προκειμένου περί εμμέσως  ασφαλισμένων, η ασφαλιστική περίπτωση θεωρείται ότι επέρχεται κατά τον χρόνο  του θανάτου του αμέσως ασφαλισμένου, μέσω του οποίου ο εμμέσως ασφαλισμένος συνδέεται με τον ασφαλιστικό φορέα (ΣτΕ 274/2004, 2287/2003, 3025/1999, 4136/1996 κ.α.)

Συνεπώς, κρίσιμος χρόνος για την θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος από πλευράς διαζευγμένης θυγατέρας θανόντος συνταξιούχου είναι ο χρόνος θανάτου του, ο οποίος αποτελεί και τον χρόνο επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου (ΣτΕ 3821/2001). Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα, η οποία γεννήθηκε το έτος 1945 και είναι διαζευγμένη από 26.9.1973, ζήτησε, με την 18362/20.3.2001 αίτησή της προς το Τμήμα Συντάξεων του Τ.Σ.Α.Υ., να συνταξιοδοτηθεί λόγω θανάτου στις 21.1.2001 του πατέρα της ......................... , ο οποίος ήταν συνταξιούχος, λόγω γήρατος, του Τ.Σ.Α.Υ. από 1.2.1971. Η Διευθύντρια του Τμήματος Συντάξεων του Ταμείου, με την 1104/17.9.2001 απόφασή της, απέρριψε το αίτημα αυτό, με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε νόμιμη ευχέρεια για την ικανοποίησή του, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 9 εδ. β΄του Ν. 1976/1991, διότι ο θάνατος του γονέα συνέβη στις 21.1.2001, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος (17.10.1990) του ανωτέρω νόμου. Κατά της απόφασης αυτής η προσφεύγουσα άσκησε ένσταση, ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Α.Υ., η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και με την ίδια πιο πάνω αιτιολογία. Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ζητά την ακύρωσή της.

Επειδή, καταρχάς, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 9 του άρθρου 10 του Ν. 1902/1990, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν.1976/1991, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, διότι παραβιάζει την κατοχυρωμένη από το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας των πολιτών, αφού ευνοούνται, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, οι διαζευγμένες θυγατέρες συνταξιούχων γονέων, που πέθαναν πριν την έναρξη ισχύος του νόμου, ενώ αποκλείεται το δικαίωμα συνταξιοδότησης των διαζευγμένων θυγατέρων συνταξιούχων γονέων, που πέθαναν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ` αρχήν, από την συνταγματική αρχή της ισότητας να μεταβάλει για το μέλλον ισχύουσες ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου, ενώ ο χρόνος θεμελιώσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος αποτελεί οπωσδήποτε αντικειμενικό κριτήριο για τη διαφορετική μεταχείριση των ασφαλισμένων σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, όπως εν προκειμένω. Επειδή, περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η αληθινή βούληση του νομοθέτη ήταν να αποκλειστούν από το δικαίωμα συνταξιοδότησης μόνον όσες θυγατέρες είχαν διαζευχθεί μετά την ισχύ του νόμου, ανεξάρτητα από τον χρόνο θανάτου του πατέρα τους, δεδομένου ότι σκοπός του νόμου είναι η διατήρηση του θεσμού του γάμου, με τη γνωστοποίηση των ευνοϊκών συνεπειών της λύσης του μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου. Και αυτός, όμως, ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Ειδικότερα, από την γραμματική ερμηνεία της επίμαχης διάταξης, συνάγεται ότι απαιτείται η σωρευτική συνδρομή και των δυο προϋποθέσεων (του θανάτου και της λύσης του γάμου), πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου για την θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος διαζευγμένης θυγατέρας (πρβλ.ΣτΕ 148/2004, 135/2002, 4071/2000). Εξάλλου, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Ν. 1976/1991, η μεταβατική διάταξη του εδαφίου γ΄, που προστέθηκε στην παρ. 9 του άρθρου 10 του Ν. 1902/1990 και αφορά την χορήγηση σύνταξης στις θυγατέρες ασφαλισμένων που είχαν συμπληρώσει την 17.10.1990 το 50ο έτος της ηλικίας τους, κρίθηκε απαραίτητη, διότι η άμεση εφαρμογή της απαγόρευσης, χωρίς μεταβατικό στάδιο, θα ήταν πολύ αυστηρή για τις θυγατέρες που είναι ήδη σε μεγάλη ηλικία αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται στη ζωή ο πατέρας τους, ο οποίος φέρει το βάρος συντήρησής τους. Από την ρύθμιση αυτή συνάγεται, εξ αντιδιαστολής, ότι δεν υπήρχε πρόθεση του νομοθέτη να θεσπισθεί ανάλογη εξαίρεση για τις διαζευγμένες θυγατέρες, μικρότερης ηλικίας, των οποίων ο πατέρας βρισκόταν στη ζωή κατά την έναρξη ισχύος του νόμου (πρβλ. Ελ.Σ. 868/1998 Ολ., 334/1995). Επειδή, ακόμη, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι αυτή είχε θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, λόγω θανάτου του πατέρα της, πριν την έναρξη ισχύος του Ν.1976/1991 και συνεπώς δικαιούται σύνταξη σύμφωνα με το εδ. β΄ της παρ. 9 του άρθρου 10 του Ν. 1902/1990. Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι προϋπόθεση για την θεμελίωση του δικαιώματός της αποτελούσε ο θάνατος του αμέσως ασφαλισμένου πατέρα της, που επήλθε την 21.1.2001, δηλαδή σε χρονικό σημείο μετά την έναρξη ισχύος (την 17.10.1990) του ανωτέρω νόμου. Επειδή, τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής αιτιολογίας. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν` απορριφθεί, δεδομένου ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι επαρκής, αφού παραθέτει την εφαρμοστέα διάταξη και την πραγματική προϋπόθεση που ελλείπει για την ικανοποίηση του ενδίκου αιτήματος, ενώ τα ειδικότερα στοιχεία, στα οποία αυτή στηρίζεται, προκύπτουν από τον φάκελο της υπόθεσης.

Επειδή, κατ` ακολουθίαν αυτών και ενόψει του ότι δεν προβάλλεται άλλος ισχυρισμός, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει ν` απορριφθεί και να διαταχθεί, κατ` άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ. (Ν. 2717/1999), η κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου. Τέλος, πρέπει να καταλογισθεί, κατ` άρθρο 275 παρ. 1 εδ. α΄ του ανωτέρω Κώδικα, σε βάρος της προσφεύγουσας, για τα δικαστικά έξοδα του καθ` ου Ταμείου, το ποσό των 190 ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την προσφυγή.