Νομολογία Ποινικού Δικαίου

  • ΜΟΔ Καβ 15/2002

    Καταδίκη ιατρού για ανεπίτρεπτη διακοπή της εγκυμοσύνης, η οποία συνέβη στο ιδιωτικό του ιατρείο χωρίς τα κατάλληλα μέσα και όχι σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα και χωρίς να προηγηθούν οι αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις με αποτέλεσμα την πρόκληση θανάτου της εγκύου. Καταδίκη του αναισθησιολόγου για άμεση συνδρομή. 

    Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία, τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, σε συνδυασμό και με τις απολογίες των κατηγορουμένων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

    Την 14 Φεβρουαρίου 2001 και περί ώρα 19.00 η ηλικίας 25 χρόνων, έγγαμη και μητέρα δύο παιδιών, Θ.Ν., κάτοικος Π. Νομού Σερρών, συνοδευομένη από το σύζυγό της προσήλθε στο ιατρείο του ιδιώτη μαιευτήρα-χειρουργού γυναικολόγου-πρώτου των κατηγορουμένων, που λειτουργεί στη Δ. και επί της οδού..., για εξέτασή της, κατά την οποία διακριβώθηκε πως είχε καταστεί έγκυος και διαγνώσθηκε εγκυμοσύνη της κατά το χρονικό στάδιο της όγδοης εβδομάδας. Μετά από ενημέρωσή της, παρουσία του συζύγου της, από τον θεράποντα γιατρό και ενόψει της πρόσφατης -προ πενταμήνου τεκνοποιήσεώς της με επέμβαση καισαρικής τομής, αποφασίσθηκε η διακοπή της εγκυμοσύνης της με τεχνητό τρόπο, ήτοι αυτόν της εκτρώσεως. Πράγματι στις 16.2.2001 προσήλθε με το σύζυγό της στο ιδιωτικό ιατρείο του πρώτου κατηγορουμένου, όπου ανέμενε αυτός και ο δεύτερος κατηγορούμενος αναισθησιολόγος ιατρός, φίλος του πρώτου, ο οποίος (πρώτος) διατηρεί στην Δ. ιδιωτική μαιευτική κλινική, όπου στο παρελθόν η Θ.Ν. είχε γεννήσει το δεύτερο παιδί της. Ενώ είχε προχωρήσει η αναισθησία, η περαιτέρω επέμβαση διακόπηκε λόγω αιφνίδιας διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος. Για το λόγο αυτό συμφωνήθηκε νέο ραντεβού για την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2001 στο ιατρείο του πρώτου κατηγορουμένου. Πράγματι στις 18 Φεβρουαρίου 2001 και περί ώρα 10η προσήλθαν στο ιατρείο η Θ.Ν., ο σύζυγός της Κ.Γ. και οι δύο κατηγορούμενοι και άρχισε η επέμβαση, δηλαδή ο δεύτερος νάρκωσε την έγκυο και ο πρώτος με τα κατάλληλα ιατρικά εργαλεία προχώρησε στην απόξυση της μήτρας. Μετά από λίγη ώρα ακούστηκε ασυνήθιστη φωνή της Θ.Ν. και έντονη στιχομυθία των κατηγορουμένων, από την οποία ο σύζυγος Κ.Γ. κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στο μεταξύ περί ώρα 10.20 είχε προσέλθει στο ιατρείο και ο συγχωριανός του ζεύγους μάρτυρας Σ.Π. με τη σύζυγό του για ιατρική τηςεξέταση. Σε λίγο, ο πρώτος κατηγορούμενος, εμφανώς έντονα ανήσυχος, είπε στον Κ.Γ. να μεταβεί στην κλινική του για να παραλάβει μηχάνημα παροχής οξυγόνου (ABU), πράγμα που αυτός έκανε, ενώ επιστρέφοντας διαπίστωσε στο ιατρείο μεγάλο πανικό. Μπήκε στο δωμάτιο όπου γινόταν η επέμβαση και ύστερα από παράκληση των κατηγορουμένων κράτησε με το χέρι του ένα μπουκάλι με ορό, το οποίο στη συνέχεια κράτησε ο μάρτυρας Σ.Π., ο οποίος επίσης είχε εισέλθει στο δωμάτιο, επειδή δεν υπήρχε το κατάλληλο εργαλείο (στατό), για να κρεμαστεί ο ορός, ενώ οι κατηγορούμενοι προσπαθούσαν να επαναφέρουν την αναπνοή της εγκύου. Ενόψει της άσχημης κατάστασης της Θ.Ν., οι κατηγορούμενοι αποφάσισαν να καλέσουν τον μάρτυρα καρδιολόγο Α.Μ., ο οποίος με ειδικό μηχάνημα (απεινιδωτή) προσπάθησε να συνεφέρει την Θ.Ν., χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ετσι οι ιατροί αποφάσισαν την μεταφορά της στο Νοσοκομείο Δ. Για το λόγο αυτό κάλεσαν δύο φορές ασθενοφόρο, τη δεύτερη φορά εφοδιασμένο με "απεινιδωτή", το οποίο περί τις 11.30 της ίδιας μέρας την μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Δ., όπου οι ιατροί διαπίστωσαν το θάνατό της. Από τη διενεργηθείσα νεκροτομή διαπιστώθηκε ότι ο θάνατος της Θ.Ν. επήλθε από υπογλυκαιμικό σοκ και σύμφωνα με το πιστοποιητικό θανάτου, που υπογράφει ο διενεργήσας τη νεκροτομή ιατροδικαστής Μ. Γ., ο θάνατος επήλθε περί ώρα 10.30 στο ιατρείο του πρώτου κατηγορουμένου. Oσoν αφορά το ιατρείο του πρώτου κατηγορουμένου όπου πραγματοποιήθηκε η επέμβαση, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα και εν πάσει περιπτώσει ιατρείο, όπου μπορούσε, χωρίς κίνδυνο ζωής, να πραγματοποιηθεί μία επέμβαση όπως τεχνητή διακοπή κυήσεως (βλ. την ΥΑ Α3β/Οικ 2799 της 25/27.2.1987, τρόπος προστασίας της γυναίκας που υποβάλλεται σε τεχνητή διακοπή εγκυμοσύνης, ΦΕΚ B 103). Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στεγάζεται σε διαμέρισμα πάνω από τον ισόγειο όροφο πολυκατοικίας, με μικρό θάλαμο ανελκυστήρα και στενές σκάλες που δεν επιτρέπουν την μεταφορά ασθενούς με φορείο χωρίς κίνδυνο της υγείας του. Εξάλλου, το ιατρείο δεν διέθετε ηλεκτρογεννήτρια, ώστε σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος κατά τη διάρκεια γυναικολογικής επέμβασης να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα ηλεκτρικά μηχανήματα που ο πρώτος κατηγορούμενος χρησιμοποιεί για τέτοιες επεμβάσεις. Αυτό συνέβη στις 16 Φεβρουαρίου 2001, χωρίς συνέπεια, τότε, για την Θ.Ν. Εκτός τούτου, δεν διέθετε, ούτε και τις εργάσιμες ημέρες, την απαραίτητη μαία-νοσοκόμα για την επέμβαση, αλλά και ούτε την απαιτούμενη συσκευή ABU, με αποτέλεσμα να ζητηθεί από το σύζυγο της θανούσης να μεταβεί στην κλινική για να την παραλάβει και να την μεταφέρει στο ιατρείο, γεγονός που μαρτυρεί, αν μη τι άλλο, ότι ούτε και στην κλινική υπήρχε διαθέσιμο πρόσωπο για το σκοπό αυτό. Και βεβαίως δεν διέθετε Τράπεζα αίματος, αλλά ούτε και την απαιτούμενη υποδομή για μετάγγιση σε περίπτωση αιμορραγίας.

    Οι κατηγορούμενοι προσκομίζουν και επικαλούνται το από 21 Φεβρουαρίου 2001 έγγραφο που υπογράφουν οι ιατροί Χ.Κ., Θ.Π., Α.Μ. και Π.Μ., το οποίο οι ιατροί αυτοί χαρακτηρίζουν "έκθεση αυτοψίας-πραγματογνωμοσύνης" που έκαναν ύστερα από έγγραφη εντολή του Ιατρικού Συλλόγου Δ., με το οποίο βεβαιώνεται ότι έκαναν αυτοψία στο χώρο του ιατρείου του πρώτου κατηγορουμένου στις 21 Φεβρουαρίου 2001 και ώρα 21.00` και κατέγραψαν τον εξοπλισμό που αποτελείταιαπό 37 είδη ιατρικών εργαλείων-οργάνων (σε αντίθεση με τα 8 μόνο όργανα που οι κατηγορούμενοι αναφέρουν στο από 21.2.2001 απολογητικό τους υπόμνημα στον Ανακριτή), ο οποίος εξοπλισμός υπερκαλύπτει πλήρως τη διενέργεια συνήθων γυναικολογικών επεμβάσεων μέσης βαρύτητος. Ομως, το έγγραφο αυτό δεν αποτελεί καμία απόδειξη για την ύπαρξη των οργάνων που αναφέρονται, αφού μετά τον θάνατο (18.2.2001) δεν διατάχθηκε η σφράγιση του ιατρείου, ώστε να αποκλεισθεί η μεταφορά σ` αυτό των αναφερομένων οργάνων μέχρι την 21.2.2001 και ώρα 21.00`. Πέραν τούτου, το έγγραφο δεν φέρει σφραγίδα του Ιατρικού Συλλόγου Δ., ούτε προσκομίζεται έγγραφη εντολή του Συλλόγου αυτού (για την οποία δεν αναφέρεται στο έγγραφο ούτε ο αριθμός πρωτοκόλλου ούτε ημερομηνία), ούτε πρακτικό ορκωμοσίας των υποτιθεμένων πραγματογνωμόνων ιατρών, ώστε να αποδεικνύεται ότι η εν λόγω "έκθεση αυτοψίας" έγινε ύστερα από έγγραφη εντολή του Ιατρικού Συλλόγου Δ. Να σημειωθεί ότι ο αναισθησιολόγος ιατρός Θ.Π., μέλος της "επιτροπής", είναι στην Κ. ιατρός με τον οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος συνεργαζόταν, τη συνεργασία του οποίου απαγόρευσε ο Ιατρικός Σύλλογος Δ., κατά τον ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου. Παρουσιάζεται δηλαδή το τουλάχιστον ανακόλουθο, ο Ιατρικός Σύλλογος Δ. να απαγορεύει σε ιατρό Κ. να συμπράττει σε ιατρικές πράξεις στη Δ. και συγχρόνως να τον  διορίζει "πραγματογνώμονα", σαν να μην υπήρχαν άλλοι διαθέσιμοι ιατροί μέλη  του Ιατρικού Συλλόγου Δ. Επίσης, άλλο μέλος της "επιτροπής" είναι ο μάρτυρας  καρδιολόγος Α. Μ. ο οποίος κλήθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο για βοήθεια  κατά την διάρκεια της επέμβασης της Θ. Ν.

     Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι οι κατηγορούμενοι  γνώριζαν τις επιπλοκές και τους κινδύνους που συνεπάγεται η τεχνητή διακοπή εγκυμοσύνης που πραγματοποιείται εκτός Νοσοκομείου ή κλινικής, αλλά και τις  τεράστιες ελλείψεις του ιατρείου του πρώτου κατηγορουμένου που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, ενόψει των μη αποκλειομένων επιπλοκών, χώρος, όπου με ασφάλεια μπορούσε να γίνει μια τέτοια επέμβαση και όπου, λόγω  των ελλείψεων αυτών, επήλθε ο θάνατος. Παρ` όλα αυτό, και χωρίς να πραγματοποιήσουν απολύτως καμία προεγχειρητική εξέταση της εγκύου (αφού δεν προσκομίζουν κανένα σχετικό έγγραφο, ούτε και από την προηγηθείσα προ πενταμήνου δεύτερη γέννα στην κλινική του πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος όφειλε ως κλινικάρχης να τηρεί στοιχεία με ιατρικές εξετάσεις της εγκύου, βλ. και την AΥΥγ4α/3592/96 της 31.10/25.11.1997, καθορισμός ελαχίστων ορίων προδιαγραφών για ασφαλή χορήγηση αναισθησίας, ΦΕΚ B 1044), επιχείρησαν την επέμβαση και όταν η κατόσταση της εγκύου όρχισε να επιδεινώνεται, καθυστέρησαν ανεπίτρεπτα να τη μεταφέρουν στο Νοσοκομείο Δ., προφανώς για να μην αποκαλυφθεί η σύμπραξη του δευτέρου κατηγορουμένου ιατρού ΕΣΥ, Διευθυντού του αναισθησιολογικού τμήματος του Νοσοκομείου (βλ. κατάθεση Κ.Γ. για έντονους διαξιφισμούς των κατηγορουμένων σχετικά με τη μεταφορά στο Νοσοκομείο), στο ιδιωτικό ιατρείο του πρώτου κατηγορουμένου, με το να καλέσουν καρδιολόγο, με τη μεταφορά συσκευής ΑΒU από την κλινική στο ιατρείο.

    Όλα αυτά συνετέλεσαν σε σημαντική απώλεια χρόνου, ενώ με την άμεση μεταφορά στο Νοσοκομείο υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες να ζήσει η θανούσα, λόγω των υπαρχόντων εκεί οργάνων και προσωπικού, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως αναγράφεται στο από 18.2.2001 πιστοποιητικό θανάτου του Νοσοκομείου Σ. όπου έγινε η νεκροτομή, χρόνος θανάτου αναγρόφεται η 10.30 περίπου, δηλαδή μία περίπου ώρα πριν την άφιξη του ασθενοφόρου στο Νοσοκομείο.

    Ο δεύτερος κατηγορούμενος γνώριζε, ως ιατρός ΕΣΥ, την απαγόρευση παροχής ιατρικών υπηρεσιών σε ιδιώτη εκτός ΕΣΥ και ότι αυτό στοιχειοθετεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος. Παρά ταύτα, συνέπραξε χωρίς να αποδειχθεί προηγούμενη γνωριμία του με την έγκυο και το σύζυγό της, ούτε παράκλησή τους για συμμετοχή, ούτε επείγουσα περίπτωση κινδύνου της θανούσης, αφού η διακοπή μπορούσε να γίνει και σε άλλη ημερομηνία με άλλο ιδιώτη αναισθησιολόγο.

    Εξάλλου, η σύμπραξή του έγινε αναμφίβολα προς όφελος του φίλου του -πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος ως αναλαβών την διακοπή, θα ελάμβανε συνολική αμοιβή, στην οποία θα περιέχονταν και η αμοιβή του αναισθησιολόγου. Εξάλλου, τέτοια παρεπόμενη αμοιβή 80.000 δραχμών για νοσοκόμα απήτησε και έλαβε ο πρώτος κατηγορούμενος κατά τη δεύτερη γέννα στην κλινική του της θανούσης (βλ. κατάθεση Α.Γ.).

     Σύμφωνα με τα περιστατικά αυτά και την εισαγελική πρόταση, την οποία αποδέχεται το Δικαστήριο:

    Κηρύσσει τον πρώτο κατηγορούμενο ομόφωνα ένοχο του ότι: Στη Δ. την 18η Φεβρουαρίου 2001, ως γιατρός μαιευτήρας-χειρούργος γυναικολόγος, έχοντας τη συναίνεση της εγκύου Θ.Ν., κατοίκου όσο ζούσε Π., προέβη σε διακοπή της εγκυμοσύνης της ανεπίτρεπτα, ήτοι σε ιδιωτικό του ιατρείο επί της οδού..., χωρίς τα κατάλληλα ιατρικά μέσα και όχι σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα και χωρίς να προηγηθούν οι αναγκαίες για την  πρόληψη και αποφυγή κινδύνου επιπλοκής ιατρικές εξετάσεις, με συνέπεια, κατά τη διάρκεια της επεμβάσεως-εκτρώσεως του εμβρύου όγδοης εβδομάδος, η εγκυμονούσα να υποστεί υποογκαιμικό σοκ από το οποίο, ως μόνη ενεργό αιτία, προκλήθηκε ο θάνατός της.

     Κηρύσσει τον δεύτερο κατηγορούμενο ομόφωνα ένοχο του ότι στον παραπάνω τόπο και χρόνο ως γιατρός αναισθησιολόγος, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώτο των κατηγορουμένων κατά την εκτέλεση απ` αυτόν της πιο πάνω άδικης πράξης από την οποία προκλήθηκε ο θάνατος της εγκύου και ειδικότερα προέβη στην ιατρική πράξη της ναρκώσεως της προμνημονευμένης εγκύου, χορηγώντας της αναισθησιογόνες ουσίες, προκειμένου να διενεργηθεί επέμβαση τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης, που είχε ως συνέπεια το θάνατό της από υποογκαιμικό σοκ.

    Κηρύσσει τον δεύτερο κατηγορούμενο ένοχο κατά πλειοψηφία, (ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του ενόρκου Κ.Ν. έχοντας τη γνώμη ότι έπρεπε αυτός να κηρυχθεί αθώος), του ότι: Στον παραπάνω τόπο και χρόνο ως αναισθησιολόγος ιατρός ως παραυτουργός, επέφερε από συνειδητή αμέλεια τον θάνατο άλλου και ειδικότερα, από έλλειψη της προσοχής, που όφειλε και είχε τη δυνατότητα να καταβάλλει, ενώ πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του ως δυνατό να επέλθει, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Συγκεκριμένα υπό την προδιαλαμβανομένη ειδικότητα ενεργώντας ως γιατρός, αν και γνώριζε ότι ήταν δυνατόν να επέλθει από την πράξη του λόγω της επικινδυνότητός της το πιο κάτω αποτέλεσμα, χορήγησε αναισθησιογόνες ουσίες και επέφερε στην πιο πάνω έγκυο παρατεταμένη νάρκωση για να πραγματοποιηθεί η έκτρωση σ` αυτή, χωρίς να προετοιμάσει την απαιτούμενη αγωγή για το ενδεχόμενο μετεγχειρητικής επιπλοκής και επικίνδυνης για την υγεία της εγκύου εκβάσεως της επεμβάσεως αυτής για την ανάνηψη και αναζωογόνησή της, με αποτέλεσμα να επέλθει κατά το μετεγχειρητικό στάδιο αυτής της επεμβάσεως ο θάνατος της προμνημονευομένης εγκύου.

    Κηρύσσει ένοχο κατά πλειοψηφία τον δεύτερο κατηγορούμενος (ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του ενόρκου Φ.Σ. που είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να κηρυχθεί αθώος) του ότι: Στον παραπάνω τόπο και χρόνο, όντας δημόσιος υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α` ΠΚ, με πρόθεση παρέβη το από το νόμο καθορισμένο καθήκον της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο όφελος και ειδικότερα, όντας ανασθησιολόγος ιατρός Διευθυντής του αναισθησιολογικού τμήματος του Γ. Νοσοκομείου Δ. και ενταγμένος στο ΕΣΥ με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, παρείχε χωρίς να έχει δικαίωμα, λόγω της προαναφερομένης ιδιότητάς του και των διαταγών που απαγορεύουν την συρροή ιατρικών υπηρεσιών εκτός ΕΣΥ, τις ιατρικές υπηρεσίες του με αντίστοιχη και ανάλογη αμοιβή του, ενεργώντας ως ιδιώτης γιατρός στο ιδιωτικό ιατρείο του χειρουργού γυναικολόγου Ν.Φ., πρώτου των κατηγορουμένων, κατά την εκτέλεση απ` αυτόν της άδικης πράξης της ανεπίτρεπτης τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης από την οποία προκλήθηκε θάνατος εγκύου, χορηγώντας της αναισθησιογόνες ουσίες για τη νάρκωσή της κατά τη διάρκεια της επεμβάσεως αυτής.

  • Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 32992/2007

    Μηνητήρια αναφορά για πράξεις της αποπλάνησης παιδιού με κακουργηματικό χαρακτήρα, της καταχρήσεως ανηλίκου σε ασέλγεια και της ασέλγειας παρά φύση.

  • Πολ.Πρωτ.Θεσ/νίκης 11111/2009

    Καταβολή διατροφής σε περίπτωση αδυναμίας της μητέρας να διατρέψει το τέκνο και πριν την αναγνώρισή του από τον πατέρα.

  • Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 7320/2011

    Μόνος ζημιωθείς από αδικοπραξία σε βάρος ανηλίκου από τρίτο, όπως σε περίπτωση αποπλανήσεως παιδιού ή ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής, είναι ο ίδιος ο ανήλικος, ο οποίος και δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, όχι όμως και οι γονείς του. 

  • Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων 226/2009

    Περιπτώσεις επιτρεπόμενης διακοπής της κύησης. Οποιαδήποτε παρακώλυση να αποφασίσει ελεύθερα η έγκυος, αν θα συνεχίσει ή θα διακόψει την κύηση συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς της. Υπαίτια παράλειψη του γιατρού να ενημερώσει την έγκυο ότι υπάρχει σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου. Γέννηση παθολογικού νεογνού κατ΄αρ. 304 Π.Κ. Στην περίπτωση αυτή τόσο η έγκυος όσο και ο σύζυγός της δικαιούνται αποζημίωσης λόγω προσβολής προσωπικότητας κατ΄άρθρο 59.

  • Στρατοδικείο Αθηνών 1794/1993

    Εγκατάλειψη ανήλικης εγκύου.

  • ΣυμβΕφ Πατρών 124/1997

    Παραπομπή για βιασμό, αποπλάνηση και διευκόλυνση μεταφοράς λαθρομετανάστη του κατηγορουμένου, ο οποίος επιβίβασε στο αυτοκίνητό του τον παθόντα 14χρονο Αλβανό και αφού τον οδήγησε σε ερημική περιοχή τον εξανάγκασε με την βία σε ασελγείς πράξεις. Απόρριψη του αιτήματος αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους προς αποφυγή τέλεσης νέων εγκλημάτων ενόψει και παλαιότερης καταδίκης του για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκου. Σύμφωνη εισαγγελική πρόταση.

  • ΣυμβΕφΘες 1006/1997

    Βιασμός και αποπλάνηση ανηλίκου. Στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Ασελγής πράξη είναι η κατά φύση συνουσία και η συναφής με αυτή παρά φύση ασέλγεια ή ψαύση, οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός, το φίλημα. Τα εγκλήματα αυτά συρρέουν αληθινά κατύ ιδέαν, αφού προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά. Βιασμός και αποπλάνηση της ανήλικης παθούσας από τους κατηγορούμενους, από τους οποίους ο πρώτος την οδήγησε σε ένα διαμέρισμα, όπου την βίασαν και οι δύο. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι έγινε η συνουσία με τη θέληση της παθούσας κρίνεται αναληθής. Απορρίπτεται η έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος για τις παραπάνω πράξεις.

  • ΣυμβΕφΘες 164/1992

    Απόπειρα εκβίασης κατά συναυτουργίας από δράστες ιδιαιτέρως επικίνδυνους. Τέτοια συνιστά και η απειλή των κατηγορουμένων της αποκάλυψης της σεξουαλικής δραστηριότητας του θύματος με βιντεοκασέτα και μαγνητοταινίες, προκειμένου να εξαναγκασθεί αυτό σε καταβολή ποσού.

  • ΣυμβΕφΘες 808/2005

    Κατάχρηση σε ασέλγεια. Εκτός της πνευματικής ανωριμότητας και ολιγοφρενίας του θύματος, το συγκεκριμένο έγκλημα στοιχειοθετείται και όταν η παθούσα βρίσκεται σε κατάσταση υπνώσεως ή μέθης ή λιποθυμίας ή πλήρους εξαντλήσεως και ο δράστης, αντιλαμβανόμενος την ανικανότητα του θύματος προς αντίσταση, επιχειρεί εξώγαμη συνουσία ή παρά φύση ασέλγεια. Η συναίνεση του θύματος ευρισκομένου στην κατάσταση αυτή, εν γνώσει του δράστη πως το θύμα συναινεί χωρίς να αντιλαμβάνεται το νόημα της σε βάρος του προσβολής της γενετήσιας πράξης, δεν αίρει το αξιόποινο, αλλά πραγματώνει τη νομοτυπική μορφή του παραπάνω εγκλήματος. 

  • Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αγρινίου 24/1997

    Βιασμός και αποπλάνηση παιδιών. Συνιστά αποπλάνηση παιδιών όχι μόνο η συνουσία ή η ανάλογη με αυτή παραφύση πράξη αλλά και κάθε άλλη ασελγής πράξη, όπως το άγγιγμα ή τα χάδια των μηρών και των απόκρυφων μερών του σώματος, εφόσον οι πράξεις αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του δράστη, γιατί προσβάλλουν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας. Μεταξύ των παραπάνω εγκλημάτων υπάρχει αληθινή συρροή, αφού προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά. 

  • Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Δράμας 37/1994

    Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Διάκριση από την αποπλάνηση. Κρίνεται ότι η θωπεία του στήθους ανήλικης (κάτω των 12 ετών) πάνω από τα ρούχα και ο ασπασμός στα μάγουλά της, συνιστά προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και όχι αποπλάνηση.

  • Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου 124/2001

    Η αποπλάνηση παιδιών κάτω των 15 ετών προϋποθέτει επαφή με το σώμα του ανηλίκου, ή χρήση του σώματος κατά τρόπο ώστε να ικανοποιηθούν οι σεξουαλικές ορμές του δράστη, χωρίς να είναι αναγκαία η ολοκλήρωση του δράστη. Ο βιασμός είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μεικτό, δηλαδή μπορεί να επιτευχθεί η εξώγαμη συνουσία ή η ανοχή ή η επιχείρηση ασελγούς πράξης στο θύμα τόσο με άσκηση σωματικής βίας όσο και με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου.

  • Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου 29/2003

    Ως ασελγής πράξη θεωρείται όχι μόνο η συνουσία αλλά και κάθε άλλη πράξη που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα αποτελώντας προσβολή του αισθήματος αιδούς με σκοπό τη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας και κατά ανηλίκου με ηλικία κατώτερη ανάλογα των 10, 13 ή 15 ετών. Μεταξύ των εγκλημάτων της αποπλάνησης παιδιών και του βιασμού υπάρχει κατ' ιδέαν αληθινή συρροή, έκαστο έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλεια του και δεν εφαρμόζονται οι αρχές της ειδικότητας, επικουρικότητας και απορροφήσεως.

  • ΣυμβΠλημΕδεσ 27/2007

    Παραπέμπεται ο κατηγορούμενος για βιασμό, αιμομιξία, αποπλάνηση παιδιού κατ` εξακολούθηση, πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις ενώπιον προσώπου νεώτερου των 15 ετών κατ` εξακολούθηση, ενδοοικογενειακή παράνομη βία κατ` εξακολούθηση, ενδοοικογενειακή προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατ` εξακολούθηση, απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, εντελώς ελαφρά σωματική βία, εξύβριση κατά συρροή. Ενήργησε έχοντας πλήρη συνείδηση των πραττομένων του. 

  • Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης 893/1985

    Η παρά φύση ασέλγεια αποτελεί έναν από τους τρόπους τέλεσης του     εγκλήματος του βιασμού. Επαρκείς οι ενδείξεις για παραπομπή της μητέρας της παθούσας για απλή συνέργεια σε βιασμό, αφού μετη συμπεριφορά της εμπέδωσε στον     αυτουργό την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να αποκαλύψει τη συμπεριφορά του.