Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 3ης Φεßρουαρίου 2000.
Στην υπόθεση C-207/98,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του LandesarbeitsgerichtMecklenburg-Vorpommern (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Silke-Karin Mahlburg και Land Mecklenburg-Vorpommern,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, G. Hirsch και H. Ragnemalm, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: A. Saggio
γραμματέας: H. vonHolstein, βοηθός γραμματέας,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η S.-K. Mahlburg, εκπροσωπουμένη από τον K. Bertelsmann, δικηγόρο Αμβούργου,
- η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από την T. Pynnδ, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον P. Hillenkamp, νομικό σύμβουλο, και τη M. Wolfcarius, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρουμένους από τον T. Eilmansberger, δικηγόρο Βρυξελλών,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της S.-K. Mahlburg και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 3ης Ιουνίου 1999,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Οκτωβρίου 1999, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση
Σκεπτικό της απόφασης
1. Με διάταξη της 16ης Απριλίου 1998, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Ιουνίου 1998, το LandesarbeitsgerichtMecklenburg-Vorpommern υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70, στο εξής: οδηγία).
2. Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της S.-K. Mahlburg και του ομοσπόνδου κράτους του Mecklenburg-Vorpommern σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να την προσλάβει με σύμβαση αορίστου χρόνου για τον λόγο ότι αυτή ήταν έγκυος, οπότε δεν μπορούσε να αναλάβει από την αρχή τα προβλεπόμενα για τη συγκεκριμένη θέση καθήκοντα.
Νομικό πλαίσιο
Κοινοτικό δίκαιο
3. Η οδηγία ορίζει στο άρθρο της 2:
«1. Κατά την έννοια των κατωτέρω διατάξεων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση. (...)
3. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα. (...)».
Γερμανικό δίκαιο
4. Το άρθρο 611a του BόrgerlichesGesetzbuch (γερμανικός αστικός κώδικας, στο εξής: BGB), που θεσπίστηκε το 1980 προκειμένου να εξασφαλιστεί η μεταφορά της οδηγίας στο γερμανικό δίκαιο, προβλέπει μεταξύ άλλων:
«Ο εργοδότης δεν μπορεί να μεταχειριστεί δυσμενώς μισθωτό λόγω του φύλου του στο πλαίσιο συμφωνίας ή μέτρου, ιδίως κατά την κατάρτιση της εκθέσεως εργασίας, σε περίπτωση επαγγελματικής προωθήσεως, στο πλαίσιο εκπαιδεύσεως ή απολύσεως.»
5. Οι συναφείς διατάξεις του Mutterschutzgesetz, της 24ης Ιανουαρίου 1952 (νόμος περί της προστασίας της μητρότητας, BGBl. I, σ. 315), είναι τα άρθρα 3 έως 5.
6. Το άρθρο 3 του νόμου περί της προστασίας της μητρότητας προβλέπει:
«1) Οι έγκυες γυναίκες δεν πρέπει να εργάζονται αν, όπως πιστοποιεί ιατρικό πιστοποιητικό, η ζωή ή η υγεία της μητέρας ή του τέκνου κινδυνεύει αν η μητέρα εξακολουθεί να εργάζεται.
(...)».
7. Το άρθρο 4 του νόμου περί της προστασίας της μητρότητας, που απαριθμεί τις άλλες απαγορεύσεις απασχολήσεως, διευκρινίζει:
«1) Απαγορεύεται να ανατίθενται σε έγκυες γυναίκες βαριές εργασίες και καθήκοντα τα οποία τις εκθέτουν στα βλαπτικά αποτελέσματα ουσιών ή βλαβερών για την υγεία ακτινοβολιών, σκόνης, αερίου ή ατμών, της ζέστης, του κρύου ή της υγρασίας, των δονήσεων ή του θορύβου.
2) Απαγορεύεται, ιδίως, να ανατίθενται στις έγκυες γυναίκες
1. εργασίες κατά τις οποίες πρέπει τακτικά να σηκώνουν, να μετακινούν ή να μεταφέρουν με το χέρι και χωρίς μηχανικό βοήθημα βάρη άνω των πέντε κιλών ή, ενίοτε, βάρη άνω των δέκα κιλών. Αν πρέπει να σηκωθούν μεγαλύτερα βάρη, μετακινηθούν ή μεταφερθούν στα χέρια, με μηχανικό βοήθημα, η φυσική προσπάθεια της εγκύου γυναίκας δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι για τις αναφερθείσες στην πρώτη φράση εργασίες, (...)
3. εργασίες που τις υποχρεώνουν να τεντώνονται ή να σκύβουν συχνά κατά τρόπο επικίνδυνο ή να κάθονται οκλαδόν ή να παραμένουν σκυμμένες διαρκώς, (...)
6. εργασίες που τις εκθέτουν ιδιαίτερα, λόγω της κυήσεώς τους, στον κίνδυνο να προσβληθούν από επαγγελματική ασθένεια, ή ασθένεια η οποία, λόγω του κινδύνου αυτού, είναι περισσότερο επικίνδυνη για τη μέλλουσα μητέρα ή το έμβρυο, (...)
8. εργασίες που τις εκθέτουν σε αυξημένους κινδύνους ατυχημάτων, ιδίως στον κίνδυνο να γλιστρήσουν ή να πέσουν. (...)».
8. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου περί της προστασίας της μητρότητας ορίζει:
«Η έγκυος γυναίκα υποχρεούται να πληροφορεί τον εργοδότη της για την εγκυμοσύνη της και την εικαζομένη ημερομηνία του τοκετού αφής λάβει γνώση της καταστάσεώς της. Κατόπιν αιτήματος του εργοδότη οφείλει να προσκομίζει πιστοποιητικό συνταχθέν από ιατρό ή από μαία. Ο εργοδότης υποχρεούται να ενημερώσει αμέσως την εποπτεύουσα αρχή για την εκ μέρους της μέλλουσας μητέρας γνωστοποίηση. Απαγορεύεται σ' αυτόν να ενημερώνει τρίτους χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα.»
Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης
9. Από τις 26 Αυγούστου 1994 έως τις 31 Αυγούστου 1995, η S.-K. Mahlburg απασχολούνταν, υπό την ιδιότητα της νοσοκόμου, από την πανεπιστημιακή καρδιοχειρουργική κλινική του Rostock, η οποία εξαρτάται από το LandMecklenburg-Vorpommern, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Από τον Φεβρουάριο 1995 προέβη σε διαβήματα για να τύχει συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου. Είχε την υποστήριξη της προϋσταμένης νοσοκόμου, η οποία ζήτησε από την υπηρεσία προσωπικού του πανεπιστημίου να μετατρέψει τη σύμβαση εργασίας της S.-K. Mahlburg σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Αφού πληροφορήθηκε ότι η απασχόληση με σύμβαση αορίστου χρόνου ήταν δυνατή μόνο σε περίπτωση συγκεκριμένης αυτού του είδους κενής θέσεως, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε την 1η Ιουνίου 1995 την αίτηση υποψηφιότητάς της για δύο θέσεις αορίστου χρόνου, προκηρυχθείσες εντός του ιδρύματος.
10. Οι θέσεις αυτές έπρεπε να καλυφθούν αμέσως ή το συντομότερο δυνατόν. Οι αντίστοιχες προκηρύξεις περιείχαν την ακόλουθη περιγραφή:
«- η προς κάλυψη θέση ανήκει στο χειρουργικό τμήμα· η εργασία πραγματοποιείται με βάρδιες·
- προετοιμασία και έλεγχος, σύμφωνα με οδηγίες, όλων των αναγκαίων για τις εγχειρήσεις αποστειρωμένων εργαλείων και φαρμάκων·
- χρησιμοποίηση των εργαλείων κατά την εγχείρηση».
11. Επιπλέον, η μία από τις προκηρύξεις απαιτούσε ολοκληρωμένη κατάρτιση νοσοκόμου ή νοσηλευτή για χειρουργείο, ενώ η άλλη απαιτούσε ολοκληρωμένη επαγγελματική κατάρτιση στον νοσηλευτικό τομέα, συμπληρουμένη με υφισταμένη πείρα από χειρουργεία.
12. Την 1η Ιουνίου 1995, ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως υποψηφιότητάς της, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ήταν έγκυος. Η εγκυμοσύνη αυτή είχε διαπιστωθεί στις 6 Απριλίου 1995. Στις 13 Ιουλίου 1995, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης γνωστοποίησε γραπτώς την εγκυμοσύνη της στον εργοδότη της, από τον οποίο εν τω μεταξύ είχε ζητήσει απασχόληση αορίστου χρόνου. Κατόπιν του εγγράφου αυτού, το καθού της κύριας δίκης, για να συμμορφωθεί προς τον Mutterschutzgesetz, προέβη σε μετάθεση εντός του ιδρύματος. Συνεπώς, και έως τη λήξη της συμβάσεως εργασίας της ορισμένου χρόνου, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν εργαζόταν πλέον ως νοσοκόμος στο χειρουργείο, αλλά της ανατέθηκαν άλλες δραστηριότητες νοσοκόμου, δηλαδή δραστηριότητες που δεν ενείχαν κίνδυνο μολύνσεως.
13. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1995, το καθού της κύριας δίκης απέρριψε την αίτηση υποψηφιότητας της S.-K. Mahlburg για τον εξής λόγο:
«Σύμφωνα με την περιγραφή τους, οι δύο θέσεις έπρεπε να πληρωθούν από τις νοσοκόμες χειρουργείου· η μη λήψη υπόψη των υποψηφιοτήτων εγκύων γυναικών για τις εν λόγω θέσεις δεν συνιστά διάκριση λόγω της εγκυμοσύνης, αλλ' ανταποκρίνεται στις νόμιμες απαιτήσεις. Τα άρθρα 3 έως 5 του Mutterschutzgesetz απαγορεύουν ρητώς στους εργοδότες να απασχολούν έγκυες γυναίκες σε χώρους στους οποίους αυτές εκτίθενται στην αρνητική επίδραση βλαπτικών ουσιών. Λόγω των νομίμων αυτών απαγορεύσεων, η υποψηφιότητά σας για τη θέση νοσοκόμου χειρουργείου δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη».
14. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης αμφισβήτησε την απόρριψη της υποψηφιότητάς της ενώπιον του ArbeitsgerichtRostock (δικαστήριο αρμόδιο για την εκδίκαση εργατικών διαφορών), ισχυριζομένη ότι η άρνηση συνάψεως συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και η συναφής αιτιολογία συνιστούσαν παράνομη διάκριση λόγω φύλου κατά την έννοια των άρθρων 611a του BGB και 2 της οδηγίας.
15. Με απόφαση της 15ης Απριλίου 1997, το ArbeitsgerichtRostock απέρριψε την προσφυγή της S.-K. Mahlburg. Αυτή άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου η S.-K. Mahlburg επανέλαβε την επιχειρηματολογία της, ενώ το καθού της κύριας δίκης ισχυρίστηκε ότι η άρνησή του να συνάψει σύμβαση εργασίας δεν συνιστούσε παράνομη διάκριση λόγω φύλου, δεδομένου ότι η απόφαση περί μη συνάψεως της οικείας συμβάσεως στηριζόταν στις διατάξεις του Mutterschutzgesetz που του απαγόρευαν να απασχολήσει την προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπό τις συνθήκες που ίσχυαν για τις κενές θέσεις: το καθού της κύριας δίκης θεωρεί ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ήταν δυνατόν να υποχρεωθεί να συνάψει μαζί της σύμβαση εργασίας.
16. Από τον φάκελο της κύριας δίκης προκύπτει ότι το Landesarbeitsgericht συμμερίζεται την άποψη του Arbeitsgericht, σύμφωνα με την οποία από τη νομολογία του Bundesarbeitsgericht προκύπτει ότι το καθού της κύριας δίκης δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών του άρθρου 611a του BGB. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, το άρθρο 611a του BGB δεν απαγορεύει σε εργοδότη να αποφασίζει τη μη πρόσληψη υποψηφίας με την αιτιολογία ότι απαγόρευση εργασίας λόγω της εγκυμοσύνης αυτής θα τον εμπόδιζε να απασχολήσει την τελευταία, από την αρχή, στην προς κάλυψη θέση.
17. Το Landesarbeitsgericht προσέθεσε πάντως ότι το άρθρο 611a του BGB, που διασφαλίζει τη μεταφορά της οδηγίας στο γερμανικό δίκαιο, πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Συναφώς, διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το συμβατό της πάγιας ερμηνείας του άρθρου 611a του BGB προς το άρθρο 2 της οδηγίας.
Το προδικαστικό ερώτημα
18. Υπό τις συνθήκες αυτές, το LandesarbeitsgerichtMecklenburg-Vorpommern αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Συνιστά παράνομη διάκριση λόγω φύλου κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, το γεγονός ότι ένας εργοδότης αρνείται να προσλάβει σε κενή θέση υποψηφία αν και αυτή είναι ικανή να ασκήσει την προβλεπομένη δραστηριότητα με την αιτιολογία ότι αυτή είναι έγκυος και απαγόρευση εργασίας απορρέουσα από τον Mutterschutzgesetz δεν επιτρέπει, καθόσον διαρκεί η εγκυμοσύνη, να καταλάβει αυτή, από την αρχή, την προοριζομένη να καλυφθεί για αόριστο χρόνο θέση;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
19. Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας απαγορεύει την άρνηση προσλήψεως εγκύου γυναίκας σε θέση αορίστου χρόνου για τον λόγο ότι νόμιμη απαγόρευση εργασίας συνδεομένη με την κατάσταση αυτή δεν επιτρέπει, εφόσον διαρκεί η εγκυμοσύνη, να καταλάβει, από την αρχή, την εν λόγω θέση.
20. Πρέπει να υπομνηστεί ότι η άρνηση προσλήψεως λόγω εγκυμοσύνης δεν μπορεί να αντιταχθεί παρά μόνο στις γυναίκες και συνιστά, επομένως, άμεση διάκριση βασιζομένη στο φύλο (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-177/88, Dekker, Συλλογή 1990, σ. Ι-3941, σκέψη 12).
21. Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι, αντίθετα προς την προπαρατεθείσα υπόθεση Dekker, η άνιση μεταχείριση, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν βασίζεται άμεσα στην κατάσταση της εγκυμοσύνης της γυναίκας εργαζομένης, αλλ' απορρέει από μια νόμιμη απαγόρευση εργασίας συνδεομένη με την εν λόγω κατάσταση.
22. Η απαγόρευση αυτή, την οποία επιβάλλει ο Mutterschutzgesetz, βασίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο αυτή δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα.
23. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η οδηγία επιτρέπει στον εργοδότη να μη συνάπτει σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λόγω του ότι η τήρηση της απαγορεύσεως εργασίας όσον αφορά τις εγκύους γυναίκες εμποδίζει τη γυναίκα εργαζομένη να εργασθεί, από την αρχή, στην προς κάλυψη θέση.
24. Συναφώς, πρέπει παρατηρηθεί κατ' αρχάς ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απόλυση εγκύου γυναίκας, που προσελήφθη με σύμβαση αορίστου χρόνου, δεν μπορεί να βασίζεται στην αδυναμία της να εκτελέσει έναν από τους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως εργασίας της. Η εκ μέρους του εργαζομένου παροχή υπηρεσιών αποτελεί για τον εργοδότη οπωσδήποτε ουσιώδη προϋπόθεση για την κανονική εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας, όμως, η προστασία την οποία εξασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο στη γυναίκα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τον τοκετό δεν μπορεί να εξαρτάται από το αν η παρουσία της ενδιαφερομένης κατά τη διάρκεια του σχετικού με την εγκυμοσύνη της χρονικού διαστήματος είναι απαραίτητη για την κανονική λειτουργία της επιχειρήσεως στην οποία εργάζεται. Η αντίθετη ερμηνεία θα στερούσε τις διατάξεις της οδηγίας από την πρακτική αποτελεσματικότητά τους (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C-32/93, Webb, Συλλογή 1994, σ. Ι-3567, σκέψη 26).
25. Πρέπει να παρατηρηθεί στη συνέχεια ότι η εκ του νόμου απαγόρευση της νυκτερινής εργασίας για τις εγκύους γυναίκες, κατ' αρχήν συμβατή προς το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να δοθεί τέλος σε υφισταμένη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Μαου 1994, C-421/92, Habermann-Beltermann, Συλλογή 1994, σ. Ι-1657, σκέψεις 18 και 25). Πράγματι, μια τέτοια απαγόρευση ισχύει μόνο για περιορισμένη περίοδο σε σχέση με τη συνολική διάρκεια της συμβάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Habermann-Beltermann, σκέψη 23).
26. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση της 30ής Απριλίου 1998, C-136/95, Thibault (Συλλογή 1998, σ. Ι-2011, σκέψη 26), ότι η άσκηση δικαιωμάτων απονεμομένων στις γυναίκες σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται δυσμενώς, όσον αφορά την πρόσβαση των γυναικών σε απασχόληση καθώς και τους όρους εργασίας τους, και ότι, υπό το πρίσμα αυτό, η οδηγία σκοπεί στην επίτευξη ουσιαστικής και όχι τυπικής ισότητας.
27. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η εφαρμογή των σχετικών με την προστασία της εγκύου γυναίκας διατάξεων δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη δυσμενή μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση εγκύου γυναίκας, οπότε δεν επιτρέπει στον εργοδότη να αρνείται την πρόσληψη εγκύου γυναίκας για τον λόγο ότι απαγόρευση εργασίας λόγω της εγκυμοσύνης αυτής θα τον εμπόδιζε να την τοποθετήσει, από την αρχή και για τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, στην προς κάλυψη θέση αορίστου χρόνου.
28. Κατά την προφορική διαδικασία, διατυπώθηκαν παρατηρήσεις ως προς τις οικονομικές συνέπειες που θα μπορούσαν να απορρέουν από την υποχρέωση προσλήψεως εγκύων γυναικών, ιδίως για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
29. Πρέπει συναφώς να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η άρνηση προσλήψεως λόγω εγκυμοσύνης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους βασιζομένους στην οικονομική ζημία που υφίσταται ο εργοδότης σε περίπτωση προσλήψεως εγκύου γυναίκας κατά τη διάρκεια της άδειάς της μητρότητας (προπαρατεθείσα απόφαση Dekker, σκέψη 12). Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται έναντι της οικονομικής ζημίας που προκαλείται από το γεγονός ότι η προσληφθείσα γυναίκα δεν μπορεί να καταλάβει, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, τη συγκεκριμένη θέση.
30. Επομένως, πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας απαγορεύει την άρνηση προσλήψεως εγκύου γυναίκας για απασχόληση αορίστου χρόνου για τον λόγο ότι η συνδεομένη με την κατάσταση αυτή εκ του νόμου απαγόρευση εργασίας δεν επιτρέπει, εφόσον διαρκεί η εγκυμοσύνη της, να καταλάβει, από την αρχή, την εν λόγω θέση απασχολήσεως.
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Επί των δικαστικών εξόδων
31 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση της Φινλαδίας καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Διατακτικό
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(έκτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 16ης Απριλίου 1998 το LandesarbeitsgerichtMecklenburg-Vorpommern, αποφαίνεται:
Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, απαγορεύει την άρνηση προσλήψεως εγκύου γυναίκας για απασχόληση αορίστου χρόνου για τον λόγο ότι η συνδεομένη με την κατάσταση αυτή εκ του νόμου απαγόρευση εργασίας δεν επιτρέπει, εφόσον διαρκεί η εγκυμοσύνη της, να καταλάβει, από την αρχή, την εν λόγω θέση απασχολήσεως.