Έτος
2005
Νόμος / διάταξη που αφορά
Την από 27.11.1991 Σύσταση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία της αξιοπρέπειας γυναικών και ανδρών κατά την εργασία
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Εργαζόμενοι

 

Σύμφωνα με τον ορισμό που περιέχει η από 27.11.1991 Σύσταση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την προστασία της αξιοπρέπειας γυναικών και ανδρών κατά την εργασία, σεξουαλική παρενόχληση είναι η ανεπιθύμητη συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης ή άλλη συμπεριφορά, βασιζόμενη στη διαφορά φύλου που θίγει την αξιοπρέπεια γυναικών και ανδρών κατά την εργασία και η οποία εκφράζεται λόγω και έργω. Η σεξουαλική παρενόχληση ως φαινόμενο παρουσιάζει δύο βασικές όψεις. Η πρώτη έγκειται στο ότι ένα πρόσωπο επιδιώκει την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. Η δεύτερη στο ότι φαινομενικά επιδιώκει την ικανοποίηση αυτή, αλλά στην πραγματικότητα, τούτο αποτελεί πρόσχημα και μέσο εξυπηρέτησης άλλου ή άλλων απώτερων στόχων. Κοινό χαρακτηριστικό και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι το πρόσωπο αυτό απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο, το οποίο δεν επιθυμεί τη συμπεριφορά αυτή, ασχέτως εάν πρόκειται για πραγματική επιθυμία ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής ή εάν κατανοεί ότι αυτή η συμπεριφορά είναι ως άνω προσχηματική.

Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η πράξη της σεξουαλικής παρενόχλησης, απαιτείται συστηματική εκ μέρους του παρενοχλούντος συμπεριφορά, είτε αμέσου είτε εμμέσου σεξουαλικού περιεχομένου, ικανής να δημιουργήσει σε βάρος του παρενοχλουμένου πίεση, η οποία θα αναιρέσει την ελευθερία βούλησής του και θα τον εξαναγκάσει ουσιαστικά, είτε σε εικονική συναίνεση στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του παρενοχλούντος, είτε σε αντίδραση και ενέργειες, στις οποίες υπό καθεστώς ελευθέρας βουλήσεως δεν θα κατέφευγε και οι οποίες εξυπηρετούν τελικώς τους κεκαλυμμένους, απώτερους στόχους του παρενοχλούντος.

Συστηματική δε είναι η εν λόγω συμπεριφορά όχι μόνο όταν εκδηλώνεται επί καθημερινής βάσεως ή συχνά, αλλά και όταν διακοπεί για μακρό χρονικό διάστημα και αιφνιδίως επανακάμψει, αλλά και όταν δεν επανακάμψει, έχοντας, όμως, ήδη δημιουργήσει στον παρενοχλούμενο τη σταθερή και βάσιμη αίσθηση ότι βρίσκεται διαρκώς υπό πίεση και εκτιθέμενος ανά πάσα στιγμή σε νέα εκδήλωσή της. Εξάλλου, η σεξουαλική παρενόχληση έχει έντονο το στοιχείο της εκμετάλλευσης της κατεχόμενης από τον παρενοχλούντα θέσης στην εργασία, διότι ο παρενοχλών τελεί σε σαφή επίγνωση του γεγονότος ότι παρενοχλεί και δεν θα εξεδήλωνε τέτοιου είδους συμπεριφορά, εάν δεν εβασίζετο στο ότι και ο παρενοχλούμενος τελεί εν επιγνώσει, αφενός της ισχυρότερης θέσης του παρενοχλούντος και αφετέρου της δικής του πιο ανίσχυρης θέσης, ιδιαιτέρως σε περιόδους, κατά τις οποίες, η εξασφάλιση και διατήρηση της εργασίας δυσχεραίνεται από την οικονομική ύφεση και τα αυξημένα ποσοστά ανεργίας. Τούτο δεν αποκλείει την περίπτωση να υπάρξει σεξουαλική παρενόχληση και από υφιστάμενο σε προϊστάμενο πρόσωπο στον εργασιακό χώρο, ωστόσο και στην περίπτωση αυτή, θα υφίσταται εκμετάλλευση θέσης, διότι η θέση του υφισταμένου προσώπου θα είναι ουσιαστικά αρκετά ισχυρή και υπολογίσιμη. Όμως τα περιθώρια απόκρουσης και απόρριψης της συμπεριφοράς αυτής, παραμένουν σε κάθε περίπτωση, ευρύτερα για τον κατέχοντα ισχυρότερη θέση παρενοχλούμενο, παρά για τον κατέχοντα την πιο ανίσχυρη. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και στη δημόσια τάξη, διότι αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και συγκεκριμένα της τιμής και της ελευθερίας του παρενοχλουμένου και προκαλεί, ως εκ τούτου ηθική αυτού βλάβη και δικαίωμα ικανοποίησης αυτής κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 57, 59 και 932 ΑΚ, ενώ, όσον αφορά την εκδήλωσή της από το ισχυρότερο λόγω θέσεως εργασίας πρόσωπο ήτοι τον εργοδότη ή ευρύτερα τον προϊστάμενο, συνιστά κατάχρηση δικαιώματος υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 28 1 Α.Κ. (ΜΠρΑθ 3623/1997, Α` Δημοσίευση Νόμος).

Η ενάγουσα εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή της ότι το Μάιο του 1999 γνώρισε τον εναγόμενο ως πελάτη μιας επιχείρησης χρηματιστηριακών συναλλαγών στην οποία η ίδια εργαζόταν και τρεις μήνες μετά τη γνωριμία τους της πρότεινε να εγκαταλείψει την παραπάνω δουλειά της και να εργασθεί στη δική του επιχείρηση ως πωλήτρια και υπεύθυνη γραφείου με καλύτερες μηνιαίες αποδοχές. Από τις 1- 10-1999 άρχισε να εργάζεται για εκείνον, όμως από τις αρχές του 2000 ο εναγόμενος άρχισε να ελέγχει την προσωπική της ζωή, να την παρακολουθεί και να την παρενοχλεί σεξουαλικά με λόγια και επιστολές ερωτικού περιεχομένου, μέρος του περιεχομένου των οποίων αναλυτικά παραθέτει, επιδιώκοντας να συνάψει μαζί της ερωτικό δεσμό. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης η ενάγουσα παραιτήθηκε από την επιχείρησή του το Μάιο του 2000, ο εναγόμενος ωστόσο συνέχισε να την παρενοχλεί μέχρι και το Μάρτιο του 2004, γεγονός που έγινε γνωστό και την διέβαλε απέναντι σε τρίτους με αποτέλεσμα να προσβληθεί η προσωπικότητά της και να δημιουργηθούν στην ίδια έντονες φοβίες και ανασφάλειες. Για το λόγο αυτόν ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ για αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί εναντίον του ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης προσωπική κράτηση διάρκειας έως ενός έτους, και να καταδικασθεί αυτός στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.

Η αγωγή αρμοδίως φέρεται για να δικασθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 346, 914, 932 ΑΚ, 176,907,908 παρ. 1 περ. δ` και 1047 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα υπέρ τρίτων ποσοστά.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το χρονικό διάστημα από τις 3-5-1999 μέχρι τις 30-9-1999 η ενάγουσα Ε.Κ. εργαζόταν στην επιχείρηση λήψης και διαβίβασης εντολών χρηματιστηριακών συναλλαγών "AEGEAN FINANCE Α.Ε.", όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 4-10-1999 βεβαίωση εργασίας της ως άνω εταιρίας. Ο εναγόμενος Α.Β., ο οποίος ήταν πελάτης της χρηματιστηριακής εταιρίας και επισκεπτόταν τα γραφεία της, το Σεπτέμβριο του έτους 1999 γνώρισε εκεί την ενάγουσα, ανέπτυξε μαζί της φιλική σχέση και επειδή τη θεωρούσε επαγγελματικά ικανό και ευσυνείδητο άτομο της πρότεινε να εγκαταλείψει τη θέση που κατείχε και να εργασθεί με ευνοϊκότερους όρους στο κατάστημα πώλησης χρωμάτων που διατηρούσε ο ίδιος. Η ενάγουσα δέχθηκε την πρόταση του εναγομένου και από τον Οκτώβριο του 1999 άρχισε να εργάζεται ως υπάλληλος στο κατάστημά του. Ο τελευταίος αρχικά ενδιαφερόταν για εκείνη, της έδειχνε πατρικό ενδιαφέρον (ο εναγόμενος ήταν τότε ηλικίας 65 περίπου ετών και η ενάγουσα 28 ετών) και μάλιστα τη βοήθησε οικονομικά ώστε να αγοράσει δικό της σπίτι. Από τις αρχές του 2000 η συμπεριφορά του απέναντί της άλλαξε με αποτέλεσμα να αρχίσει να την παρακολουθεί και να την πιέζει να συνάψει μαζί του ερωτικό δεσμό. Από το Μάιο του 2000 άρχισε να της στέλνει μάλιστα και πολυσέλιδες επιστολές ερωτικού περιεχομένου, τις οποίες, όπως κατέθεσε η μάρτυρας της ενάγουσας που είναι φίλη της, τις έχει διαβάσει και η ίδια και είναι υπογεγραμμένες από τον εναγόμενο.

Ενδεικτικά, στις επιστολές αυτές, τις οποίες προσκομίζει η ενάγουσα, ο εναγόμενος αναγράφει μεταξύ άλλων και τα εξής: "...Στην Αθήνα φρόντισαν επανειλημμένα να με πληροφορούν για τη δραστηριότητα του κωλογυμναστηρίου σου. Μεταξύ των άλλων μου εγνώρισαν ότι την κ. Λ. την κάνεις ό, τι θέλεις αρκεί να την καταφέρεις να την βγάλεις έξω και να την ποτίσεις με ένα ποτήρι τότε ανοίγει διάπλατα και στόμα και σκέλη... Μόλις επέστρεψα την Παρασκευή το πρωί, μου παραπονέθηκε ο Μ. ότι "στο μαγαζί δεν έχουμε μυστικά, γιατί η κυρία κλείνεται στο γραφείο σου και τηλεφωνεί μυστικά, ή δέχεται τηλεφώνημα". Σε είχα παρακαλέσει τουλάχιστον να μη χρησιμοποιείτε το τηλέφωνο του μαγαζιού. Ηταν τόση η "κάβλα" που δεν κρατιόσαστε; Ηταν τόσο το "ξεχείλισμα της αγάπης" που έκανε από μόνο του την κλήση;... Πρόσεξε λοιπόν στο εξής, άνθρωποι είμαστε, άνθρωπος είμαι ο ατυχής, και γεροερωτευμένος. Να μη σου το βγάλω "ξυνό", κορίτσι μου. Είναι κρίμα, τόση προσπάθεια για να σε πείσω, τόσος αγώνας για ένα όνειρο ζωής δικό μου. Τόση αγωνία και ελπίδα για το μέλλον το δικό σου και των παιδιών σου να σου βγει στο τέλος "ξυνή"... Εσύ όμως γιατί ξεχνάς ότι από το Μάιο έχω να πλησιάσω γυναίκα; Γιατί ξεχνάς ότι από το Μάιο μέχρι σήμερα εσύ έχεις δοκιμάσει τρία διαφορετικά είδη αντρικού πέους; Βέβαια είσαι μόνη και μόλις 29 χρονών. Αλλά σε προειδοποίησα, αν έχεις τέτοια αδυναμία χρησιμοποίησε και ένα δονητή. Υπάρχουν ωραιότατοι για μέγιστη ηδονή. Μπορώ να σου προμηθεύσω για να ηρεμήσεις...", Από τα παραπάνω αποσπάσματα, αλλά και από το όλο περιεχόμενο των επιστολών αυτών προκύπτει ότι ο εναγόμενος διαρκώς προσπαθούσε να ελέγχει την προσωπική ζωή της ενάγουσας, την παρακολουθούσε συστηματικά και προσπαθούσε επίμονα να συνάψει μαζί της ερωτικό δεσμό. Περαιτέρω, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε η μάρτυρας της ενάγουσας, ο εναγόμενος ήταν μέρα παρά μέρα "σκαρφαλωμένος" στις σκάλες και τα παράθυρα του σπιτιού της με σκοπό να την παρακολουθεί, ενώ η φορτικότητα αυτή και η εν γένει συμπεριφορά του εναγομένου είχε σαν αποτέλεσμα να λυθεί ο υφιστάμενος εκείνο τον καιρό αρραβώνας της ενάγουσας με άλλον άνδρα και να δημιουργηθούν εναντίον της σχόλια ότι εκείνη ήταν που προκαλούσε ερωτικά τον εναγόμενο προκειμένου να του αποσπάσει χρήματα, γεγονός που δεν είναι αληθές καθώς η ενάγουσα ουδέποτε τον ενθάρρυνε στη συμπεριφορά του και δεν ενέδωσε στις πιέσεις του. Ολες οι ενέργειες του εναγομένου, όπως αυτές αναλυτικά περιγράφηκαν παραπάνω και συνεχίστηκαν μέχρι και το έτος 2004, συνιστούν σεξουαλική παρενόχληση, κατά την έννοια που εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, αφού αυτός, εκμεταλλευόμενος τη δεσπόζουσα θέση του έναντι της ενάγουσας ως εργοδότης της και τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της τελευταίας, προσπάθησε με φορτικό τρόπο να επιτύχει να συνάψει μαζί της ερωτική σχέση.

Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος με τις προτάσεις ισχυρισμός του εναγομένου ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη διότι η ενάγουσα όφειλε, πριν την ασκήσει, να λάβει την άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (επειδή οι επιστολές αφορούν την ερωτική του ζωή) είναι μη νόμιμος, διότι οι επιστολές απευθύνονται ευθέως προς την ενάγουσα, δημοσιοποιήθηκαν σ` αυτήν από τον ίδιο τον εναγόμενο, προσβάλλουν το δικαίωμα της προσωπικότητάς της και τυχόν εξάρτηση της άσκησης των νόμιμων δικαιωμάτων της από την προηγούμενη άδεια της συγκεκριμένης Αρχής, θα ήταν ευθέως αντισυνταγματική ως αντίθετη στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς της. Από την παράνομη και υπαίτια αυτή πράξη του εναγομένου, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, η οποία συνίσταται στο φόβο και στην ταραχή που της προκάλεσε η συμπεριφορά του εναγόμενου και στην προσβολή της τιμής και της υπόληψής της με τη δημιουργία δυσμενών εις βάρος της σχολίων από την μικρή κοινωνία της Σάμου.

Ενόψει του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών και ιδίως της παθούσας - ενάγουσας, καθώς και του βαθμού της υπαιτιότητας του εναγομένου (δόλος), η ηθική αυτή βλάβη, αποτιμώμενη χρηματικά, ανέρχεται στο ποσό των 8.000 ευρώ, το οποίο και πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα ως εύλογη χρηματική της ικανοποίηση για την αποκατάστασή της. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 8.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η παρούσα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 4.000 ευρώ, καθώς συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Εναντίον του εναγομένου πρέπει να απαγγελθεί λόγω της αδικοπραξίας του, ως μέσο εκτέλεσης της παρούσας απόφασης, προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρι δύο μηνών. Τέλος, ο εναγόμενος πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, επειδή η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ).