Πρόεδρος: Ε. Περλίγκας, Αντιπρόεδρος ΑΠ. Εισηγητής: Θ. Αποστολόπουλος, Αρεοπαγίτης. Δικηγόροι: Α. Ρουπακιώτης, Ε. Παπασωτηρίου.
Επειδή οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος -όπως ίσχυαν πριν από την τελευταία αναθεώρηση- ορίζουν ότι οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχoυν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και ότι αποκλίσεις από την αρχή αυτή επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος. Εξάλλου, ο Ν 1414/1984 "εφαρμογή της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις", που εκδόθηκε για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις των 75/117/ 10.2.1975 και 76/207/ 9.2.1976 Οδηγιών του Συμβουλίου της ΕΟΚ, προβλέπει στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι απαγορεύεται κάθε διάκριση με βάση το φύλο του εργαζομένου, όσον αφορά τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελματική του εξέλιξη και σταδιοδρομία και στο άρθρο 6 στοιχ. α` ότι απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσεως εργασίας για λόγους που αναφέρονται στο φύλο, ενώ με το άρθρο 10 παρ. 1 του νόμου αυτού διαφυλάσσεται η ισχύς διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών που ρυθμίζουν θέματα προστασίας της εγκυμοσύνης και της μητρότητας ή θεσπίζουν απαγόρευση απασχόλησης προσώ πων του ενός φύλου σε ορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες ή απαγόρευση επαγγελματικής τους κατάρτισης για τις δραστηριότητες αυτές, εφόσον το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας. Επιπλέον το άρθρο 15 του ως άνω νόμου ορίζει ότι "διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, ΣΣΕ, διαιτητικών ή υπουργικών αποφάσεων, εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, όροι ατομικών συμβάσεων, καθώς και οι διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον είναι αντίθετες με τις διατάξεις του νόμου αυτού, καταργούνται".
Από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και τον Ν 1414/1984, ερμηνευόμενες υπό το φως των προαναφερόμενων κοινοτικών οδηγιών, και της αναφερόμενης παρακάτω 79/7/19.12.1978 οδηγίας, συνάγεται γενικότερα μεν ότι απαγορεύονται οι υπέρ ή κατά του ενός φύλου αυθαίρετες, ευμενείς ή δυσμενείς, νομοθετικές ή διοικητικές, διακρίσεις και επιβάλλεται η νομοθετική επέκταση και σε περίπτωση παραλείψεως του νομοθέτη η αποκαταστατική εφαρμογή από το δικαστήριο των υπέρ του ενός μόνο φύλου ευνοϊκών διατάξεων και υπέρ του άλλου (ΑΠ Ολ 7/1993). Ειδικότερα δε, ως προς τη λύση της εργασιακής σχέσεως, ότι διατάξεις νόμων, κανονιστικών διοικητικών πράξεων και ΣΣΕ ή ΔΑ που προβλέπουν τη λύση της συμβάσεως εργασίας ή επιτρέπουν στον εργοδότη την καταγγελία της στην περίπτωση που ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως από οποιονδήποτε φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως, λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας, το οποίο όμως ορίζεται στο νόμο διαφορετικό για κάθε φύλο, εισάγουν διάκριση, η οποία απαγορεύεται αν βασίζεται μόνο στο φύλο και όχι σε συγκεκριμένους "σοβαρούς λόγους". Τέτοιοι λόγοι είναι μόνον αυτοί που αναφέρονται στις βιολογικές και ψυχικές ιδιαιτερότητες της γυναίκας, όπως είναι οι προβλεπόμενοι και στην άνω οδηγία 76/207 της ΕΟΚ λόγοι που αφορούν στην προστασία της εργαζόμενης γυναίκας κατά το στάδιο της κυήσεως, του τοκετού και της γαλουχίας.
Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 8 εδ. β` του Ν 3198/ 1955, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν 435/1976, ορίζει ότι μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για την χορήγηση συντάξεως, οι οποίοι συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για την λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, δύνανται, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρούν, είτε να απομακρύνονται της εργασίας τους από τον εργοδότη, λαμβάνοντας σε όλες τις περιπτώσεις οι μεν επικουρικώς ασφαλισμένοι τα 40%, οι δε μη ασφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως που δικαιούται, κατά τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη. Εξάλλου οι διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 περ. α και β` και παρ. 3 περ. δ` του ΑΝ 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 27 παρ. 1 του Ν 1902/1990, προβλέπουν γενικά ως όριο ηλικίας για την παροχή πλήρους συντάξεως γήρατος το 65ο ή 62ο έτος για τους άνδρες και το 60ο ή 57ο έτος για τις γυναίκες, ανάλογα με τις ημέρες εργασίας αυτών (άρθρο 28 παρ. 1 α` και β`), ειδικά δε για τις γυναίκες που είναι μητέρες ανήλικων παιδιών ή παιδιών ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία προβλέπουν ως όριο ηλικίας το 50ο έτος για την παροχή μειωμένης συντάξεως και το 55ο έτος για παροχή πλήρους συντάξεως γήρατος (άρθρο 28 παρ. 3 δ`).
Υπό τα δεδομένα αυτά, η ως άνω διάταξη του άρθρου 8 εδ. β` του Ν 3198/1955, κατά το μέρος που παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να απομακρύνει από την εργασία τις γυναίκες υπαλλήλους του για μόνο τον λόγο ότι δικαιούνται να λάβουν σύνταξη γήρατος από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό, εξαιτίας της συμπληρώσεως ορίου ηλικίας μικρότερου από εκείνο που ορίζεται για τους άνδρες, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει καταργηθεί από το άρθρο 15 του Ν 1414/1984. Διότι η εν λόγω διάταξη, αν συνδυασθεί με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 α` και β` και παρ. 3 δ` του ΑΝ 1846/1951, επιτρέπει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των γυναικών, δηλαδή τον τερματισμό, παρά τη θέλησή τους, της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους, υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που ισχύουν για τους άνδρες, αντιβαίνοντας έτσι προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και προς εκείνες των άρθρων 5 παρ. 1 και 6 περ. α` του Ν 1414/1984, αφού εισάγει διάκριση η οποία και στην περίπτωση ακόμη της ασφαλισμένης μητέρας με παιδιά ανήλικα ή ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία δεν εμπίπτει σε καμιά από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις του Ν 1414/1984 και της οδηγίας 76/207, αλλά βασίζεται μόνο στο φύλο.
Πράγματι η προβλεπόμενη στην ανωτέρω περίπτωση αναγκαστική απομάκρυνση της γυναίκας από την εργασία της σε μικρότερη ηλικία από τον άνδρα δεν αποτελεί μέτρο προστασίας της μητρότητας, δηλαδή προστασίας της γυναίκας κατά την περίοδο που ακολουθεί μετά τον τοκετό και μέχρι την ομαλοποίηση των βιολογικών και ψυχικών λειτουργιών της, ούτε δικαιολογείται από την ανάγκη διαφυλάξεως των σχέσεων της μητέρας και των τέκνων της μετά την ανωτέρω περίοδο προστασίας, αφού οι σχέσεις αυτές δεν διαφυλάσσονται με την αναγκαστική απομάκρυνση της μητέρας από την εργασία της. Η αντίληψη ότι τα ανήλικα ή ανίκανα για βιοποριστική εργασία τέκνα φροντίζει κυρίως ή συνήθως η μητέρα τους δεν συνιστά, καταρχήν, σοβαρό λόγο που να δικαιολογεί την παραπάνω διαφορετική ρύθμιση, αφού τις φροντίδες για τα παιδιά αυτά μπορεί να αναλάβει και ο πατέρας και δεν παρέχονται από την μητέρα λόγω των βιολογικών ή ψυχικών ιδιαιτεροτήτων του φύλου της, αλλά λόγω της ιδιότητάς της ως γονέα, η οποία δεν είναι αποκλειστικά ιδιότητα της γυναίκας. Σε κάθε περίπτωση οι ανάγκες των ανήλικων ή ανίκανων προς αυτοσυντήρηση παιδιών που κατά την άνω αντίληψη καλύπτονται κυρίως ή συνήθως από τη μητέρα τους, δικαιολογεί την παρεχόμενη με τις προμνημονευόμενες διατάξεις στην μητέρα των παιδιών αυτών δυνατότητα να συνταξιοδοτηθεί και να αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία της σε ηλικία μικρότερη από τον άνδρα, δεν δικαιολογεί όμως και την απομάκρυνση αυτής, χωρίς τη θέλησή της, από την εργασία με καταγγελία της συμβάσεώς της από τον εργοδότη. Σημειώνεται ότι η 79/7/19.12.1978 οδηγία του Συμβουλίου της ΕΟΚ για την προοδευτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των δύο φύλων σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, παρέχει στα κράτη μέλη τη διακριτική ευχέρεια να καθορίσουν διαφορετικές ηλικίες για τη θεμελίωση δικαιώματος συντάξεως στους άνδρες και στις γυναίκες (άρθρο 7 παρ. 1 α`), δεν επιτρέπει όμως την απόλυση σε διαφορετική ηλικία της γυναίκας, λόγω συμπληρώσεως των προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεώς της (απόφ. ΔΕΚ της 26.2.1986 στην υπόθεση 152/1984, Συλλ. 1986, 723).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι δεν είναι άκυρη η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ασφαλισμένης στο ΙΚΑ αναιρεσείουσας, που έγινε από την αναιρεσίβλητη εργοδότιδά της εταιρία υπό τους όρους των άρθρων 8 εδ. β` του Ν 3198/1955 και 28 παρ. 3 δ` του ΑΝ 1846/1951, επειδή ήταν μητέρα ανήλικου παιδιού και είχε συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας της, παρότι δεν είχε συμπληρώσει το όριο ηλικίας που απαιτείται από το άρθρο 28 παρ. 1 του ΑΝ 1846/1951 ως προϋπόθεση για την πλήρη συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ ανδρών. Με την κρίση του αυτή, όμως, το Εφετείο παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Ν 1414/1984 και πρέπει γι` αυτό να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τους βάσιμους από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγους της αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
(Αναιρεί την απόφαση 1924/1999 ΕφΑθ.)