Έτος
2002
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 15 παρ. 1 ν. 1483/84, άρθρο 10 Π.Δ. 176/97
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Έγκυος εργαζόμενη / καταγγελία σύμβασης

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: ……….για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας............................Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρίνα Κουτσομιτέλη.
Της αναιρεσιβλήτου: ..........................η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγιώτα Πετρόγλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5 Φεβρουαρίου 1998 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2392/1999 του ίδιου Δικαστηρίου και 1662/2000 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25 Σεπτεμβρίου 2000 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αρχοντής Ντόβας ανέγνωσε την από 27 Νοεμβρίου 2001 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του έκτου (6) λόγου ως προς το μέρος που αναφέρεται σε αυτήν και απόρριψη των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή κατά το άρθρο 15 παρ.1 του ν.1483/1984 ``απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθενείας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη``. Εξάλλου κατά το άρθρο 10 του Π.Δ. της 2/15.7.1997 ``Μέτρα για την βελτίωση της ασφαλείας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 95/85/ΕΟΚ`` (ΦΕΚ Α` 150) 1.``Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν.1483/84. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν.1483/84, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων``. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η από αυτές προστασία παρέχεται στην εργαζομένη έγκυο γυναίκα ασχέτως του αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της και τούτο συνάγεται και εκ του γεγονότος ότι η διάταξη του άρθρου 25 του ν.1082/1980, που απαιτούσε τη γνώση αυτή, δεν επαναλήφθηκε στις ισχύουσες νέες διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Εξάλλου κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ως σπουδαίος για την καταγγελία λόγος, ο οποίος πρέπει να περιέχεται στο έγγραφο αυτής, που κοινοποιείται στην εργαζόμενη έγκυο από τον εργοδότη, όταν αυτός, τελώντας σε γνώση της εγκυμοσύνης της, επιθυμεί την λύση της μετ` αυτής σύμβασης εργασίας, θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ` αντικειμενική κρίση καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την περαιτέρω εξακολούθηση της εργασιακής σχέσεως, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη πταίσματος της εργαζομένης. Τέτοιο γεγονός συνιστά και η πλημμελής ή μη προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων της εγκύου εργαζομένης ή μη συμμόρφωσή της σε οδηγίες του εργοδότη, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η εν λόγω συμπεριφορά της δεν είναι απότοκος της καταστάσεως της εγκυμοσύνης της. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, δέχθηκε ανελέγκτως ότι η αναιρεσείουσα, η οποία στις 21-4-1980 είχε προσλάβει την αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αρχικά ως ταμία και μετά την απασχόλησε ως λογίστρια μέχρι την 17- 11-1997, κατήγγειλε κατ` αυτή την σύμβαση εγγράφως και της κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση, ότι η δεύτερη κατά το χρόνο της καταγγελίας ήταν έγκυος διανύουσα το δεύτερο μήνα της κύησης και ακολούθως γέννησε την 5-7-1998 άρρεν τέκνο και ότι η αναιρεσίβλητη συγχρόνως με την επίδοση σε αυτήν του εγγράφου της καταγγελίας της σύμβασης γνωστοποίησε στην αναιρεσείουσα την εγκυμοσύνη της καταχωρίζοντας στο έγγραφο αυτό σχετική επιφύλαξη ως προς το κύρος της καταγγελίας εκ του λόγου αυτού. Με βάση δε αυτά έκρινε περαιτέρω ότι η εν λόγω καταγγελία ήταν απολύτως άκυρη, ανεξάρτητα από τη γνώση ή μη της εγκυμοσύνης της αναιρεσίβλητης από τους νόμιμους εκπροσώπους της αναιρεσείουσας και ότι έκτοτε αυτή περιήλθε σε υπερημερία, οφείλει δε στην αναιρεσίβλητη τους αιτούμενους με την ένδικη αγωγή μισθούς υπερημερίας, τους οποίους είχε επιδικάσει η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την οποία το Εφετείο επικύρωσε απορρίπτοντας την έφεση της αναιρεσείουσας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δεν υπέπεσε στην από το αριθ.1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια. Επομένως: α) ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο υπό την επίκληση του άνω αριθ. και άρθρου υποστηρίζεται το αντίθετο, ότι δηλ. για την ακυρότητα της καταγγελίας προϋπόθεση είναι η εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, β) ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης κατά το μέρος του από τον ίδιο αριθ.1, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής με το να δεχθεί το πραγματικό γεγονός της εκ των υστέρων γνωστοποίησης της εγκυμοσύνης ως συγχρόνως λαβόν χώραν με την παραλαβή του εγγράφου καταγγελίας, αναφέρεται σε επουσιώδες περιστατικό και είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής- πέραν του ότι δεν αφορά ερμηνεία κανόνων δικαίου ή υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σε αυτούς (εδ. β` του αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.) και γ) ο ένατος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο υπό την επίκληση του άνω αριθ. και άρθρου προβάλλεται ότι το Δικαστήριο παραβίασε προσθέτως και τα άρθρα 200, 288, 281 και 652 Α.Κ. με την κρίση του ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε καμία υποχρέωση να γνωστοποιήσει στην αναιρεσείουσα την εγκυμοσύνη της είναι απορριπτέος, σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί ως αβάσιμος.

Επειδή με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, υπό την επίκληση των αριθ.8, 11, και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται: α) ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον από την αναιρεσείουσα προταθέντα κατ` αυτήν ουσιώδη ισχυρισμό της ότι η καταγγελία της ένδικης συμβάσεως εργασίας έλαβε χώρα πράγματι την 14-11-1997, ημέρα Παρασκευή, και ότι στις 17-11-1997 συνετάγη από την ίδια την αναιρεσίβλητη το έγγραφο αυτής, υπεγράφη από το αρμόδιο όργανό της (αναιρεσείουσας), υπελογίσθη από την αναιρεσίβλητη η αποζημίωση εισεπράχθη (ποσό 5.800.000 δρχ. περίπου) από την ίδια, χωρίς να γνωστοποιήσει σε οποιονδήποτε την εγκυμοσύνη της, ότι στο τέλος, όταν υπέγραψε την παραλαβή της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, σημείωσε πάνω στο έγγραφο αυτής τις σχετικές επιφυλάξεις και την φράση ``και λόγω εγκυμοσύνης`` και ότι έτσι η όποια γνωστοποίηση αυτής επακολούθησε της καταγγελίας της και ως εκ τούτου στο έγγραφο της καταγγελίας δεν ήταν δυνατό να αναφέρονται οι σπουδαίοι λόγοι, που προβλήθηκαν στη συνέχεια στο δικαστήριο, και β) ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που τον αποδείκνυαν, ήτοι τα επικληθέντα και προσκομισθέντα: 1)έγγραφο της καταγγελίας και 2)τις κατά το άρθρο 671 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ένορκες βεβαιώσεις υπ` αριθ. 19866/30-10-98 του προϊσταμένου του λογιστηρίου και 1533/2000 της ......... Ο λόγος αυτός κατά το υπό στοιχείο α` μέρος του (από τον αριθ.8) είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν πρόκειται για ``πράγμα``, δηλ. για αυτοτελή ισχυρισμό που ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η ακυρότητα της καταγγελίας λόγω εγκυμοσύνης δεν εξαρτάται από την γνωστοποίηση αυτής στον εργοδότη είτε πρίν είτε μετά. Κατά το υπό στοιχείο β` (από τον αριθ.11) μέρος του, πέραν της μη λυσιτέλειάς του, αφού αφορά επουσιώδη (απαράδεκτο) ισχυρισμό, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού με την προσβαλλομένη απόφαση διαβεβαιώνεται ότι ελήφθησαν υπόψη οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις (που ρητώς μνημονεύονται), καθώς και όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων είναι και το έγγραφο καταγγελίας, εις τρόπον ώστε, σε συνδυασμό και με το υπόλοιπο περιεχόμενο της προσβαλλομένης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος του από τον αριθμ.19 είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (αόριστος), διότι πέρα από την επίκληση αυτού δεν προβάλλεται κάποια αιτίαση που να εμπίπτει στο λόγο αυτόν.

Επειδή με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης υπό την επίκληση του αριθ.14 του ίδιου άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται ότι το Εφετείο παρά το νόμο έχει κηρύξει απαράδεκτο και, ειδικότερα, ότι, ενώ η αναιρεσείουσα με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου είχε προτείνει ένσταση περί συνδρομής σπουδαίου λόγου για καταγγελία της σύμβασης εργασίας, συνιστάμενου σε απρεπή συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης, σε έριδες και αντεγκλήσεις της με μέλος του διοικητικού συμβουλίου της (............), σε ανυπακοή της, στα όσα διατεινόταν για την οικονομική αδυναμία της αναιρεσείουσας να καταγγείλει τη σύμβαση και να καταβάλει την αποζημίωση και σε διαταραχή που επέφερε στο λογιστήριο με το χλευαστικό ισχυρισμό της ότι καλλίτερα ``να κάθεται και να εισπράττει χρήματα παρά να δουλεύει και να έχει το μισθό του``, το Εφετείο έκρινε ότι απαραδέκτως προτείνεται ο ισχυρισμός για πρώτη φορά με την έφεση και τον απέρριψε. Από την επισκόπηση όμως των πρωτόδικων προτάσεων της αναιρεσεόυσας, που προσκομίζονται σε κυρωμένο αντίγραφο, δεν προκύπτει ότι είχε προβληθεί ένσταση περί συνδρομής σπουδαίου λόγου για την καταγγελία, που να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και αίτηση απόρριψης της αγωγής για το λόγο αυτόν, (άρθρ.262 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), αλλά ότι στα πλαίσια της ένστασης για καταχρηστική άσκηση της επίδικης αξιώσεως είχε γίνει επίκληση απρεπούς συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης. Επομένως το Εφετείο δεν υπέπεσε στην από τον άνω αριθμό και άρθρο πλημμέλεια και ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω ο τρίτος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος : α) ως αβάσιμος σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το μέρος του από τον αριθ. 8, με τον οποίο προβάλλεται ότι η αναιρεσείουσα είχε προτείνει τον προεκτεθέντα ισχυρισμό ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και β)προεχόντως ως απαράδεκτος (αόριστος) κατά το μέρος του από τον αριθ. 11, διότι δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα που δεν ελήφθησαν υπόψη κατά την αναιρεσείουσα.

Επειδή ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο υπό την επίκληση του ίδιου αριθμού 14 και άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται ότι το Εφετείο με το να κρίνει και απορρίψει ως αόριστο τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί συνδρομής σπουδαίου λόγου υπέπεσε στην αναφερόμενη πλημμέλεια, στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση και είναι απορριπτέος, διότι κατά τα προεκτεθέντα για τον προηγούμενο λόγο αναίρεσης ο ανωτέρω ισχυρισμός απορρίφθηκε όχι ως αόριστος, αλλά ως προβληθείς απαραδέκτως για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος από τον αριθ.17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η σχετική πλημμέλεια στοιχειοθετείται, όταν στην προσβαλλόμενη απόφαση έχουν διαληφθεί αντιφατικές διατάξεις και όχι, όταν στο αιτιολογικό αυτής περιέχονται αντιφατικές κρίσεις, όπως αυτές που προβάλλει η αναιρεσείουσα με το λόγο αυτόν.

Επειδή με τον έκτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται υπό την επίκληση των αριθ.1, 14,8,11 και 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ότι το Εφετείο απέρριψε ως αόριστη, αλλά και ως αναπόδεικτη, την από την αναιρεσείουσα προβληθείσα ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος, η οποία στηριζόταν σε μια σειρά από γεγονότα, αναγόμενα στην συμπεριφορά που επέδειξε η αναιρεσίβλητη σε δύο χρόνους, ήτοι πριν από τη καταγγελία της σύμβασης και κατά την ημέρα της καταγγελίας (17-11-1997), ημέρα Δευτέρα, και τα οποία η αναιρεσείουσα έχει εκθέσει λεπτομερώς στις πρωτόδικες προτάσεις της και έχει επαναφέρει ενώπιον του Εφετείου με την έφεση και τις προτάσεις της, συνιστούν δε μεθόδευση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και δολία απόκρυψη της εγκυμοσύνης της με την: α) δημιουργία εντάσεως στις σχέσεις της με ένα από τα μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας της, ήτοι τον ........., β) ανυπακοή στις οδηγίες της εργοδότιδος της, συνιστάμενη στην αυθαίρετη λήψη του εξ ενός μισθού επιμισθίου (BONUS, πέραν του εξ ενός μισθού επιδόματος ισολογισμού), το οποίο η αναιρεσίβλητη ελάμβανε, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ήταν ταμίας της επιχειρήσεως, χωρίς την υπογραφή των διευθυνόντων συμβούλων της εταιρείας και παρά τις αντίθετες θέσεις τους, δ) μη συμμόρφωσή της προς παρεμβάσεις, τις υποδείξεις και παρατηρήσεις του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας της, σχετικές με την εκτέλεση της εργασίας της, ε) μη εκτέλεση των συμβατικών της υποχρεώσεων, επίδειξη συμπεριφοράς, αναιρούσης το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότου της, επίδειξη απρεπούς και αυθάδους συμπεριφοράς προς τους νομίμους εκπροσώπους της εταιρείας στ) προκλήσεις και ισχυρισμούς ότι δεν πρόκειται να την απολύσουν, διότι δεν έχουν χρήματα για την αποζημίωσή της και ότι ``καλλίτερα και κάθεται και να εισπράττει χρήματα, παρά να δουλεύει και να έχει μισθό``, και ζ) δημιουργία απογνώσεως στην εταιρεία, η οποία την 14-11-1997, ημέρα Παρασκευή, της ανακοίνωσε ότι πρόκειται να προχωρήσει στην απόλυσή της, η δε αναιρεσίβλητη, καίτοι πληροφορήθηκε την απόλυσή της, απέκρυψε δολίως την εγκυμοσύνη της, και τη Δευτέρα (17-11- 1997), προσήλθε για να τακτοποιήσει την απόλυσή της, υπελόγισε ιδιοχείρως την αποζημίωσή της, συνέταξε το έγγραφο της καταγγελίας, εισέπραξε την αποζημίωσή της, χωρίς να αναφέρει κάτι σχετικό με την εγκυμοσύνη της, απλώς δε στο τέλος, όταν υπέγραψε την παραλαβή της καταγγελίας της, επιφυλάχθηκε κάθε δικαιώματός της για την ακυρότητα της καταγγελίας της ``και λόγω εγκυμοσύνης`` , την οποία πάλι δεν επικαλέσθηκε προφορικώς, χαιρέτησε τους συναδέλφους της και απεχώρησε. Όλα αυτά συνιστούν κατά την αναιρεσείουσα- δολία απόκρυψη εγκυμοσύνης και πρόκληση για καταγγελία της σύμβασης εργασίας με σκοπό προσπορισμού τότε του οφέλους της αποζημίωσης, ανερχόμενης στο ποσό των 5.800.000 δρχ., και στη συνέχεια, μισθών υπερημερίας και υπερβαίνουν προφανώς τα όρια, που θέτει το άρθρο 281 Α.Κ. που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, το δε Εφετείο κατά το αναιρετήριο: α)με την απόρριψη της ένστασης αυτής παραβίασε το άρθρο 281 ΑΚ, β)δεν έλαβε υπόψη προς απόδειξή της τις δύο ως άνω ένορκες βεβαιώσεις 19866/98 και 1533/2000, που επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα, γ)δεν έλαβε υπόψη όλα τα ως άνω προταθέντα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και δ)παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο με το ν` απορρίψει την προαναφερθείσα ένσταση ως αόριστη. Από την προσβαλλόμενη όμως απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο την προβληθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος κατά το μέρος που στηριζόταν σε περιστατικά αναφερόμενα στην πρόκληση επεισοδίων από την αναιρεσίβλητη με σκοπό να προκαλέσει την καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας (ως άνω υπό στοιχεία α- στ) απέρριψε μεν ως αόριστη, πλην όμως με επάλληλη σαφή αιτιολογία που επαρκώς στηρίζει το διατακτικό της και ως αναπόδεικτη. Επομένως ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης κατά το μέρος τον από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση και είναι απορριπτέος, αφού η εν λόγω ένσταση δεν απορρίφθηκε στο σύνολό της ως αόριστη, αλλά και κατά το μέρος που απορρίφθηκε για τον λόγο αυτόν η επάλληλη αιτιολογία για την κατ` ουσίαν απόρριψή της κατά το άνω μέρος της στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της απόφασης. Κατά το μέρος του από τον αριθ. 1 του ίδιου άρθρου (για παραβίαση του άρθρου 281 Α.Κ) καθόσον αφορά τα ως αβάσιμα κριθέντα πραγματικά περιστατικά είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι με την κρίση του Δικαστηρίου ως προς αυτά, που ανάγεται σε αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν παραβιάστηκε το άρθρο αυτό. Κατά το μέρος του από τον αριθ. 11 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει αναμφιβόλως ότι το Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσης του επ` αυτών έλαβε υπόψη (και) τις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες μάλιστα ρητώς μνημονεύει. Κατά το μέρος του από τον αριθ. 8 του ίδιου άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.- ο από το οποίο προβλεπόμενος λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας αντιπαρέρχεται σιωπηρώς και γενικώς δεν λαμβάνει υπόψη ισχυρισμό αόριστο ή κατά νόμο αβάσιμο ή ισχυρισμό που προτάθηκε απαραδέκτως και που δεν ασκούσε γι`αυτό ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης- είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι τα προβαλλόμενα (υπό στοιχείο ζ`) και μη ληφθέντα υπόψη από το Εφετείο περιστατικά, που αναφέρονται στην παράλειψη της αναιρεσίβλητης να αποκαλύψει στην αναιρεσείουσα την εγκυμοσύνη της κατά την ημέρα (Παρασκευή της 14-11-1997) που της ανακοινώθηκε η απόλυσή της, την οποία αποκάλυψε μετά τρείς ημέρες κατά την ημέρα (Δεύτερα της 17-11- 1997) της παραλαβής της έγγραφης καταγγελίας και είσπραξης της αποζημίωσης με την επ` αυτής επιφύλαξη, δεν συνιστούν συμπεριφορά που υπερβαίνει προφανώς τα αντικειμενικά όρια της καλής πίστεως ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, ώστε να καθιστά κατά το άρθρο 281 του ΑΚ καταχρηστική την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και για καταβολή μισθών υπερημερίας). Διότι, πέραν του ότι, ενόψει της ως άνω ειδικής για την εγκυμοσύνη νομοθετικής ρυθμίσεως, δεν υπάρχει κατά νόμο καθήκον της εργαζομένης προς αποκάλυψη της εγκυμοσύνης της στον εργοδότη της, η ως άνω (υπό στοιχ. ζ) προβληθείσα συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης δεν ήταν ικανή και επιφέρει δυσαναλόγως δυσμενείς και μη αναστρέψιμες για τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας επιπτώσεις, αφού η τελευταία αμέσως μετά την γνωστοποίηση της εγκυμοσύνης είχε την ευχέρεια να προσκαλέσει την αναιρεσίβλητη να συνεχίσει υπό τους ίδιους όρους την εργασία της, οπότε θα αιρόταν- έκτοτε η υπερημερία της αναιρεσείουσας και η υποχρέωση της προς καταβολή μισθών υπερημερίας, και θα θεμελιωνόταν δικαίωμά της προς ανάληψη της καταβληθείσας αποζημίωσης, ή να χωρήσει σε νέα καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω σπουδαίου λόγου κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 1483/1984, εφόσον συνέτρεχαν πραγματικά προς τούτο περιστατικά. Κατά τη γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου, ήτοι του αρεοπαγίτη Λέανδρου Ρακιντζή, ο προεκτεθείς λόγος αναίρεσης κατά το παραπάνω μέρος του έπρεπε να γίνει δεκτός ως παραδεκτός και βάσιμος, διότι η προβληθείσα και μη ληφθείσα υπόψη συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης που αναφέρεται στην απόκρυψη της εγκυμοσύνης της για τους φερόμενους ως επιδιωχθέντες σκοπούς, μετά πλέον την ανακοινωθείσα σε αυτήν ως αμέσως επικείμενη απόλυσή της, αντικειμενικά υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών, που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ, και καθιστά καταχρηστική την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος, ανεξαρτήτως του αν οι δυσμενείς, για την αναιρεσείουσα επιπτώσεις ηδύναντο να αποτραπούν με δικές της ενέργειες.

Επειδή ο έβδομος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο υπό την επίκληση των αριθ.1 και 19 προβάλλεται ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 648, 349, 350 και 356 Α.Κ. με να δεχθεί ότι τα αιτούμενα επιμίσθιο (ΒΟNUS) και επίδομα ισολογισμού αποτελούν παροχές που καταβάλλονταν στους υπαλλήλους του λογιστηρίου υπό την προϋπόθεση της συμμετοχής τους στην σύνταξη του ισολογισμού και παράλληλα ότι ορθώς έχουν συμπεριληφθεί στους μισθούς υπερημερίας της αναιρεσίβλητης χωρίς αυτή να συμμετέχει στην σύνταξη του ισολογισμού του έτους 1998, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (αόριστος), διότι δεν παρατίθενται σε αυτόν οι πραγματικές παραδοχές του Εφετείου, με βάση τις οποίες αυτό ήχθη στη κρίση του επί του αναφερομένου ζητήματος (βλ. Ολ. ΑΠ 27/1998, 32/1996, 57/1990).

Επειδή με τον όγδοο λόγο της αναίρεσης, υπό την επίκληση των αριθ.1,8,11 και 19 του άνω άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται ότι η αναιρεσείουσα με τις προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοδικείου και με το εφετήριο και τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου είχε προβάλει ότι, και αν ακόμη η καταγγελία της μετά της αναιρεσίβλητης σύμβασης εργασίας είχε χωρήσει ακύρως, δεν περιήλθε η ιδία σε κατάσταση υπερημερίας, διότι συνέτρεχε στην περίπτωσή της εύλογη αμφιβολία και ανυπαίτια πλάνη για την ύπαρξη της συγκεκριμένης υποχρεώσεως που αποκλείουν την υπερημερία κατά το άρθρο 342 Α.Κ. και που, ειδικότερα, συνίσταντο στο ότι η αναιρεσείουσα δεν εγνώριζε την εγκυμοσύνη της αναιρεσίβλητης, η δε τελευταία με μία σειρά από περιστατικά που δημιούργησε σε βάρος της προκάλεσε την απόλυσή της και δολίως απέφυγε να της δηλώσει την εγκυμοσύνη της με σαφήνεια για να επιτύχει αρχικώς την είσπραξη της αποζημίωσης (εκ 5.800.000 δρχ) και στη συνέχεια την είσπραξη μισθών υπερημερίας επικαλούμενη εγκυμοσύνη μόλις ενός μηνός, την οποία φέρεται με τρόπο ασαφή και αμφίβολο να έχει αναγράψει πάνω στο έγγραφο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της το δε Εφετείο: α) κατ` εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 342 Α.Κ. δεν δέχθηκε άρση της υπερημερίας της αναιρεσείσουας εξ αιτίας της άνω αμφιβολίας και πλάνης της, β) δεν έλαβε υπόψη του τον νομίμως ως άνω προταθέντα ισχυρισμό της, γ) δεν έλαβε υπόψη τις ένορκες βεβαιώσεις και τα προσαχθέντα αποδεικτικά στοιχεία που του αποδείκνυαν και δ) δεν διέλαβε αιτιολογία κατά την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. Ο ανωτέρω λόγος κατά το μέρος του από τον αριθ. 1 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το άρθρο 342 ΑΚ αναφέρεται στην υπερημερία του οφειλέτη και όχι του δανειστή κατά δε το άρθρο 656 Α.Κ. ο εργοδότης (ως δανειστής) καθίσταται σύμφωνα με τη γενική άλλως τε ρύθμιση των άρθρων 349 επ. ΑΚ, υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας, ανεξαρτήτως πταίσματός του και οφείλει να καταβάλλει τον μισθό στον εργαζόμενο, απαλλάσσεται δε από την υποχρέωση αυτή μόνο σε περίπτωση ανωτέρας βίας και όχι εξαιτίας εύλογης αμφιβολίας ή πλάνης. Στην προκείμενη περίπτωση γενεσιουργός λόγος της υπερημερίας της αναιρεσείουσας και της εντεύθεν υποχρέωσης για καταβολή μισθού είναι η εξαιτίας της εγκυμοσύνης της αναιρεσίβλητης κατά το χρόνο της απολύσεώς της ακυρότητα της καταγγελίας, η οποία ενέχει απόκρουση της αποδοχής των υπηρεσιών της αναιρεσίβλητης για το μέλλον, το δε Εφετείο με το να απορρίψει ως μη νόμιμο (επουσιώδη) τον προεκτεθέντα ισχυρισμό, έστω και με διαφορετική νομική αιτιολογία, σε ορθό διατακτικό απέληξε και δεν υπέπεσε στην αναφερόμενη πλημμέλεια (βλ. άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ.). Ο ίδιος λόγος κατά τα μέρη που από τους αριθ. 8 και 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού ανάγεται σε ισχυρισμό επουσιώδη (δηλ. νομικά μη σημαντικό). Τέλος κατά το μέρος του από τον αριθ. 19 είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εξέτασε κατ` ουσίαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς των διαδίκων και όχι, όταν τους απορρίπτει όπως επί του προκειμένου, ως μη νόμιμους (νομικά επουσιώδεις).

Επειδή ο δέκατος (και τελευταίος) λόγος της αναίρεσης με τον οποίο υπό την επίκληση του αριθ.1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό της για αοριστία του αγωγικού αιτήματος για επιδίκαση στην αναιρεσίβλητη χρηματικής ικανοποίησης, διότι στην αγωγή δεν αναφέρονταν όλα εκείνα τα στοιχεία που καθορίζουν τη σχετική υποχρέωση και προσδιορίζουν το ύψος αυτής, είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν παρατίθεται στο λόγο το περιεχόμενο της αγωγής ως προς το ως άνω κεφάλαιό της, συμπλήρωση δε του αναιρετηρίου με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ακόμη και σε οιαδήποτε διαδικαστικά, δεν επιτρέπεται (βλ.Ολ.ΑΠ όπου ανωτ.)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 25ης Σεπτεμβρίου 2000 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ...............για αναίρεση της 1662/2000 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.