Έτος
2005
Νόμος / διάταξη που αφορά
83/891 απόφαση ΔΔΔΔ Αθηνών (άρθρο 4)
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Εργαζόμενοι / ισότητα αμοιβής
Σημασία απόφασης
Πρόκειται για μια στροφή της νομολογίας του Α.Π. κατά της επεκτατικής εφαρμογής της αρχής της ισότητας των φύλων

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2` Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Κολυβά, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο και Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Νοεμβρίου 2004, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τζιώτη, για να δικάσει μεταξύ : Του αναιρεσείοντος : Ν.Π.Ι.Δ. που εδρεύει στη Λάρισα και εκπροσωπείται νόμιμα με την επωνυμία «..............................».

Εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Θεόφιλο Κώτσιο.

Των αναιρεσίβλητων : 1) .................. , 2) ................ , 3) ................. , 4) ................. , 5) .................. , 6) ......... , 7) ............... και 8) ................. , κατοίκων Λάρισας. Εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Μαρία Βλαδίκα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30 Νοεμβρίου 2001 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκε η 272/2002 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζητεί το αναιρεσείον με την από 31 Ιανουαρίου 2003 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω και ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χλαμπουτάκης, διάβασε την από 9 Ιανουαρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της και κάθε πλευρά την καταδίκη της αντίδικης στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή στις διατάξεις του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: α) στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι: «Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», β) στη παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι: «Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις», γ) στο άρθρο 22 παρ. 1 εδ. τελευταίο ότι : «Ολοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας» και δ) στο άρθρο 116 ότι: «Διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παράγραφος 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982» (παρ.1). «Κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις, καθώς και διατάξεις συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων για τη ρύθμιση αμοιβής της εργασίας που είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 εξακολουθούν να ισχύουν έως την αντικατάστασή τους, που συντελείται το αργότερο μέσα σε τρία έτη από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος» (παρ. 3). Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: α) Η πρώτη (άρθρο 4 παρ. 1) θεσπίζει, όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του τελευταίου έναντι των πρώτων. Ο νομοθέτης δηλαδή δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (Ολομ. ΑΠ 12/1992, 6/1992, 13/1991). Β) Η δεύτερη συνταγματική διάταξη (άρθρο 4 παρ. 2) δεν αποτελεί απλώς μερική επανάληψη της γενικής αρχής της ισότητας που καθιερώνει η πρώτη. Πράγματι, ενώ στη γενική αυτή αρχή η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη παραμένει σημαντική, διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα, και όταν ακόμη γίνονται από το νομοθέτη, είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα μόνο όταν η παράλειψή τους θα συνιστούσε (για βιολογικούς κυρίως λόγους) αυθαιρεσία. Γ) Η τρίτη συνταγματική διάταξη (άρθρ. 22 παρ. 1 εδ. τελευταίο) καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, η οποία υποχρεώνει τον εργοδότη που χρησιμοποιεί, χωρίς διάκριση φύλου, περισσότερα, έναντι αμοιβής, πρόσωπα, τα οποία έχουν τα ίδια μεταξύ τους προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση της ίδιας κατηγορίας αναγκών ανεξάρτητα από το χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο προσέλαβε καθένα από τα πρόσωπα αυτά, να τα μεταχειρίζεται, από πλευράς παροχών, ομοιόμορφα, είτε μονομερώς, είτε συμβατικώς χορηγούνται αυτές, εκτός αν δικαιολογείται εξαίρεση ορισμένων έναντι των λοιπών εργαζομένων από ειδικό και σοβαρό, κατά αντικειμενική κρίση λόγο (Ολομ. ΑΠ 348/1985, 1191/1993). Μάλιστα, όσες διατάξεις όφειλαν, ως αντίθετες προς το άρθρο 22 παρ. 1, να αντικατασταθούν μέσα σε τρία έτη από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος και δεν αντικαταστάθηκαν, θεωρούνται πλέον καταργημένες (άρθρο 116 παρ. 3).

Επομένως, κατά την έννοια, των συνταγματικών αυτών διατάξεων, κάθε διάκριση στην αμοιβή των εργαζομένων στον ίδιο εργοδότη, όταν παρέχουν την ίδια εργασία ή εργασία ίσης αξίας, απαγορεύεται. Τούτο ισχύει, όχι μόνο όταν η διάκριση αυτή στηρίζεται αμέσως στη διαφορά του φύλου ανάμεσα στους εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, αλλά και όταν η διαφορά φύλου χρησιμοποιείται στο νόμο, στη συλλογική σύμβαση, στη διαιτητική απόφαση στον κανονισμό εργασίας που έχει ισχύ νόμου κ.λ.π. ως στοιχείο προσδιοριστικό του ύψους ή της χρονικής διάρκειας της αμοιβής, στην οποία περιλαμβάνονται και τα οικογενειακά επιδόματα, αφού και αυτά παρέχονται στον εργαζόμενο έναντι της απασχολήσεώς του. (Ολ. ΑΠ 7/1993).

Ακόμη το άρθρ. 119 της από 25/3/1957 Συνθήκης της Ρώμης, για την ίδρυση της ΕΟΚ, στην οποία η Ελλάδα προσχώρησε με την από 28/5/1979 Συνθήκη των Αθηνών, που κυρώθηκε με το Ν. 945/1979, η ισχύς της οποίας άρχισε την 1 Ιανουαρίου 1981 (άρθρ. 2 της συνθήκης προσχωρήσεως) ορίζει ότι «κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου και διατηρεί συνακόλουθα την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (παρ. 1). Ως αμοιβή νοούνται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας (παρ. 2, βλ. και οδηγία 75/117/ΕΟΚ Ολ. ΑΠ 3/1995). Περαιτέρω για την εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο Ν. 1414/1984 «εφαρμογή της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις» με τον οποίο ορίζεται στο άρθρ. 5 παρ. 1 ότι «απαγορεύεται κάθε διάκριση με βάση το φύλο του εργαζομένου, όσον αφορά τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελματική εξέλιξη και σταδιοδρομία, με το άρθρ. 10 παρ. 1 του ίδιου νόμου διαφυλάσσεται η ισχύς διατάξεων νόμων ή άλλων κανονιστικών πράξεων που εισάγουν διακριτική ρύθμιση επί θεμάτων στα οποία το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας και με το άρθρ. 15 ορίζεται ότι η διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διαιτητικών ή υπουργικών αποφάσεων, εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, όροι ατομικών συμβάσεων καθώς και διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον είναι αντίθετες με τις διατάξεις του νόμου αυτού καταργούνται». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται γενικότερα ότι απαγορεύονται οι υπέρ ή κατά του ενός φύλου αυθαίρετες, ευμενείς ή δυσμενείς, νομοθετικές ή διοικητικές διακρίσεις, τυχόν δε υφιστάμενη ευνοϊκή ρύθμιση με βάση το φύλο, ως αντίθετη με όσα προαναφέρθηκαν, θεωρείται καταργημένη. Στην προκείμενη περίπτωση επίμαχη είναι η διάταξη της παρ. 4 του κεφαλαίου Β` της 83/1981 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, «περί των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού κινήσεως, διαχειρίσεως και βοηθητικού τοιούτου των Αστικών και Υπεραστικών Λεωφορείων απάσης της χώρας», η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή με τη 16291/29-7-1981 απόφαση του Υπουργού Εργασίας. Σύμφωνα με αυτή χορηγείται στο παραπάνω προσωπικό των ΚΤΕΛ οικογενειακό επίδομα, το οποίο υπολογίζεται επί του βασικού μισθού, επιδόματος πολυετούς υπηρεσίας και τριετιών σε ποσοστό 5% για καθένα και μέχρι τρία τέκνα, εφόσον αυτά, ανεξαρτήτως φύλου είναι ηλικίας κάτω των 18 ετών (ήταν 25 εφόσον σπουδάζουν ή εφόρου ζωής όταν είναι ανίκανα λόγω αναπηρίας), για τα δε θήλεα όσο χρόνο παραμένουν άγαμα. Η εν λόγω κανονιστική διάταξη εισάγει ευνοϊκή ρύθμιση με βάση το φύλο για τους μισθωτούς του ΚΤΕΛ με ενήλικα άγαμα κορίτσια, σε βάρος των συναδέλφων τους με ενήλικα άγαμα αγόρια και με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν πρέπει να θεωρηθεί καταργημένη, ως αντιβαίνουσα στις παραπάνω διατάξεις, αφού μάλιστα η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν απαιτεί, για τη χορήγηση του επιδόματος, αλλά, πλην της αγαμίας, προσδιοριστικά στοιχεία, όπως συγκεκριμένο ανώτατο όριο ηλικίας, ανεργία ή μειωμένα εισοδήματα των θηλέων τέκνων των μισθωτών του ΚΤΕΛ. Ως εκ τούτου δεν μπορεί ν` αποτελέσει, η καταργημένη πλέον διάταξη της πιο πάνω διαιτητικής αποφάσεως, βάση για εξίσωση υπέρ των μισθωτών με ενήλικα άγαμα αγόρια, αφού αυτοί δεν μπορούν να αρυσθούν δικαιώματα από καταργημένη πλέον διάταξη. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την έννοια, των ανελέγκτων αναιρετικώς παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), το αναιρεσείον ... με βάση την παραπάνω διάταξη της 83/1981 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, έπαυσε να χορηγεί το εν λόγω επίδομα στους αναιρεσίβλητους – μισθωτούς του, μόλις τα άρρενα τέκνα τους συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας τους, μολονότι αυτά ήταν άγαμα, ενώ συνέχισε να το καταβάλει στους συναδέλφους τους με ενήλικα θήλεα τέκνα για όσο διάστημα αυτά παραμένουν άγαμα. Το Ειρηνοδικείο Λάρισας με την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφασή του, έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη της διαιτητικής αποφάσεως, παραβιάζει την αρχή της ισότητας των φύλων στην εργασία, εισάγοντας δυσμενή διάκριση σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, εργαζομένων στο αναιρεσείον ...... με άγαμα άρρενα τέκνα, έναντι των συναδέλφων τους με θήλεα άγαμα τέκνα, και γιαυτό είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Στη συνέχεια το Ειρηνοδικείο επιδίκασε σ` αυτούς τ` αναφερόμενα ποσά, για το ένδικο χρονικό διάστημα, ως οικογενειακό επίδομα για τα άρρενα τέκνα τους, που είχαν ενηλικιωθεί αλλά παρέμεναν άγαμα. Με την κρίση του αυτή το Δικαστήριο παραβίασε τους παραπάνω ουσιαστικού δικαίου κανόνες, εφαρμόζοντας διάταξη που δεν έπρεπε, γιαυτό ο μοναδικός, ορισμένος, λόγος αναιρέσεως, από το άρθρ. 560 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο Δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την αριθ. 272/2002 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Βόλου.