Έτος
1998
Νόμος / διάταξη που αφορά
αρθ 1παρ 2 εδ α ν. 2226/1994, αρθ 4παρ 2Σ αρθ 116παρ 2 (πριν από την αναθεώρηση)
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες
Σημασία απόφασης
Είναι η πρώτη απόφαση που αναφέρεται στα θετικά μέτρα και εξετάζει τη συνταγματικότητα τους

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 1998 με την εξής σύνθεση: Β. Μποτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Κατζούρος, Λ. Οικονόμου, Ν. Παπαδημητρίου, Ηλ. Παπαγεωργίου, Π. Ζ. Φλώρος, Π. Χριστόφορος, Μ. Βροντάκης, Θ. Χατζηπαύλου, Φ. Στεργιόπουλος, Γ. Σταυρόπουλος, Σ. Καραλής, Δ. Κωστόπουλος, Κ. Μενουδάκος, Ε. Γαλανού, Γ. Ανεμογιάννης, Π. Ν. Φλώρος, Φ. Αρναούτογλου, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Χρ. Ράμμος, Σύμβουλοι, Μ. Καραμανώφ, Κ. Βιολάρης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Γ ι α να δικάσει την από 5 Φεβρουαρίου 1996 έφεση :τ η ς .............., κατοίκου ............., η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κ α τ ά των Υπουργών: 1) Δημόσιας Τάξης και 2) Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Θ. Ηλιάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κ α ι κατά της 2567/1995 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η πιο πάνω έφεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ` αριθ. 5646/1996 παραπεμπτικής αποφάσεως του Γ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια τα ζητήματα που αναφέρονται στην απόφαση.
Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Π. Ν. Φλώρος, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση εφέσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του Δικαστηρίου, κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (Διπλότυπα της Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών 3442511, 3442512/1996, ειδικά έντυπα παραβόλου 2133222, 5338808/1996).
2.Επειδή, με την έφεση ζητείται, εμπροθέσμως και παραδεκτώς, να εξαφανιστεί η 2567/1995 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσης κατά της παράλειψης της Διοίκησης να τη θεωρήσει ως εισαγόμενη στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1995-1996, και να την καλέσει για κατάταξη στην πιο πάνω σχολή. Η παράλειψη εκδηλώθηκε αφ` ενός μεν με την Φ.151/Β3/6127/30.8.1995 πράξη του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες των επιτυχόντων κατά τις γενικές εισιτήριες εξετάσεις στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα του έτους 1995, αφ` ετέρου δε με την 6000/2/630-ξε/6.12.1995 πράξη του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία κλήθηκαν οι επιτυχόντες υποψήφιοι να καταταγούν στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου ύστερα από την 5646/1996 παραπεμπτική απόφαση του Γ Τμήματος, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανέκυψαν.
4. Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι "οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", στο δε άρθρο 4 παρ. 2 ότι "Ελληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι σε βάρος μιας κατηγορίας προσώπων έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη, λόγω κοινωνικών προκαταλήψεων, τέτοιες διακρίσεις ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας να καταλήγει σε μία κατ` επίφαση μόνο ισότητα, ενώ, ουσιαστικά, παγιώνει και διαιωνίζει μια υφιστάμενη άνιση κατάταση, είναι εντός του πνεύματος της συνταγματικής αρχής της ισότητας η λήψη από μέρους του νομοθέτη, κοινού ή κανονιστικού, των αντίστοιχων θετικών υπέρ της κατηγορίας αυτής μέτρων, όσων είναι πρόσφορα και αναγκαία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μειωθούν οι υπάρχουσες ανισότητες μέχρις ότου εγκαθιδρυθεί μια πραγματική ισότητα. Δεν αντιβαίνει, συνεπώς, καταρχήν στο Σύνταγμα, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η λήψη θετικών υπέρ των γυναικών μέτρων στο βαθμό που τα μέτρα αυτά αποβλέπουν στην επίσπευση της αποκατάστασης μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.
5. Επειδή, στο άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι : "Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος". Εξάλλου η Οδηγία 76/207/ΕΟΚ "Περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας" (Ε.Ε. αριθ. Ν39/40 της 14.2.1976) ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παρ. 1 του άρθρου 2 ότι " . . . η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα . . . " και στην παρ. 1 του άρθρου 3 ότι "η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις, σε θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος, και για όλες τις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας". Τέλος στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 της ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι, "η παρούσα Οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα Κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες, και, ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σ` αυτές, εφ` όσον λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας" (παρ. 2) και ότι "η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα" (παρ. 3).
6. Επειδή, οι διατάξεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, τόσον αυτές του Συντάγματος, όσον και αυτές της οδηγίας οι οποίες είναι άμεσα εφαρμοστέες από τα εθνικά δικαστήρια (ΔΕΚ απόφαση της 26.2.1986, υπόθεση 152/84, απόφαση της 15.5.1986, υπόθεση 222/84), διέπουν δε και την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις (ΔΕΚ απόφαση της 21.5.1985, υπόθεση 248/83, απόφαση της 30.6.1988, υπόθεση 318/86), θεσπίζουν την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Απόκλιση από την αρχή αυτή, πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων η οποία εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, είναι θεμιτή μόνον εφόσον προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει από το νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι η απόκλιση αυτή θεσπίστηκε με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν η εισαγόμενη απόκλιση δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους και είναι αναγκαία 
και πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Μειοψήφησαν στη σκέψη αυτή της απόφασης ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Βασ. Μποτόπουλος και οι Σύμβουλοι Ν. Παπαδημητρίου, Η. Παπαγεωργίου, Π. Χριστόφορος, Θ. Χατζηπαύλου, Σ. Καραλής, Κ. Μενουδάκος, Π. Ν. Φλώρος, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας και Χ. Ράμμος, οι οποίοι υποστήριξαν την ακόλουθη άποψη: Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Συντάγματος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, και την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών και κάθε απόκλιση από την αρχή αυτή, έξω από τις περιπτώσεις του άρθρου 116 παρ. 2 του Συντάγματος, απαγορεύεται. Ειδικώς οι διατάξεις του άρθρου 116 παρ. 2 του Συντάγματος, που προβλέπουν ότι επιτρέπονται αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι, έχουν την έννοια ότι επιτρέπεται να θεσπίζονται με ειδική διάταξη νόμου μέτρα για τη μεγαλύτερη προστασία των γυναικών στα θέματα της μητρότητας, του γάμου και της οικογένειας, καθώς και ειδικά θετικά μέτρα προσωρινής διάρκειας, τα οποία αποβλέπουν στην ουσιαστική ισότητα των δύο φύλων με την εξουδετέρωση των εμποδίων, κοινωνικών προκαταλήψεων και στερεότυπων ιδεών που παρακωλύουν την ελεύθερη και ισότιμη με τους άνδρες πρόσβαση των γυναικών στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκησή τους. 
Σύμφωνα με τη γνώμη της μειοψηφίας, αν ο νομοθέτης κρίνει ότι, από το είδος και τη φύση των αρμοδιοτήτων ορισμένης υπηρεσίας ή τμήματος αυτής και των αντίστοιχων καθηκόντων που ασκεί το προσωπικό της εν λόγω υπηρεσίας, όπως μπορεί να συμβαίνει π.χ. στο Σώμα της Αστυνομίας, επιβάλλεται το προσωπικό αυτό να έχει σε αυξημένο βαθμό ορισμένα πνευματικά, φυσικά ή ψυχικά προσόντα για να ανταποκριθεί επιτυχώς στην άσκηση των καθηκόντων του, δεν δύναται, ενόψει της συνταγματικής αρχής της ισότητας, να θεωρεί εκ των προτέρων ότι τα προσόντα αυτά, φυσικά, ψυχικά ή πνευματικά, δεν τα έχουν οι γυναίκες σε ίσο βαθμό με τους άνδρες αλλά δύναται μόνο να προβλέπει στο νόμο ότι, για την πρόσληψη στην παραπάνω υπηρεσία ή σε ορισμένο τμήμα της όλοι οι υποψήφιοι, άνδρες και γυναίκες, χωρίς καμία διάκριση, πρέπει να έχουν τα αυξημένα αυτά προσόντα και να υποβάλει όλους τους υποψηφίους στις κατά περίπτωση προσήκουσες δοκιμασίες (αθλητικές, πνευματικές, ψυχοτεχνικές, κλπ.) για να διαπιστώνεται η συνδρομή στο πρόσωπο του καθενός από αυτούς των εν λόγω προσόντων, οπότε όσοι έχουν τα προσόντα, άνδρες ή γυναίκες, πρέπει να έχουν ίση πρόσβαση στις δημόσιες αυτές υπηρεσίες.
7. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 2226/1994 με τον τίτλο "Εισαγωγή εκπαίδευση και μετεκπαίδευση στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας και στο Τμήμα Ανθυποπυραγών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας κ.λ.π. . . . " (ΦΕΚ Α 122), ορίζονται μεταξύ άλλων, τα εξής : "1. Η εισαγωγή σπουδαστών στη Σχολή Αστυφυλάκων και στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας γίνεται με το σύστημα των γενικών εξετάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 1351/1983 (ΦΕΚ 56 Α) . . . , όπως έχουν τροποποιηθεί και συμπληρωθεί μεταγενέστερα και ισχύουν κάθε φορά και με τις ειδικότερες ρυθμίσεις που αναφέρονται στις ακόλουθες παραγράφους του παρόντος άρθρου. 2α. Ο αριθμός των εισαγομένων σε υφιστάμενες κατά το χρόνο αποφοίτησής τους κενές θέσεις σε κάθε μια από τις παραπάνω Σχολές καθορίζεται κατ` έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης, Εθνικής Αμυνας και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με βάση τις ανάγκες κάθε φορά της Ελληνικής Αστυνομίας. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το ποσοστό από το συνολικό αριθμό εισακτέων των εισαγομένων γυναικών, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% για τη Σχολή Αστυφυλάκων και το 15% για τη Σχολή Αξιωματικών . . . β. . . . 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται οι δέσμες, στις οποίες εντάσσονται οι Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, το ποσοστό των εισαγομένων από κάθε δέσμη και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 4. . . . 7. . . . ". Με την 6500/1/5/19.10.1994 απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β 792/24.10.1994) ορίσθηκε ότι οι σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας εντάσσονται στις 4η και 1η δέσμες των γενικών εξετάσεων και ότι η επιλογή των υποψηφίων, ανδρών και γυναικών, γίνεται κατά ίσο ποσοστό από κάθε δέσμη. Ακολούθως, με το άρθρο 1 της 6500/2/4-ζ/31.1.1995 απόφασης των Υπουργών Δημόσιας Τάξης, Εθνικής Αμυνας και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β 70/2.2.1995), ορίσθηκαν τα εξής : "1. Το ποσοστό των ιδιωτών γυναικών που θα εισαχθούν στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας κατά το έτος 1995 καθορίζεται σε 10% του αριθμού των εισαγομένων. 2. Ο αριθμός των ιδιωτών που θα εισαχθούν στη Σχολή Αστυφυλάκων καθορίζεται σε 1.500, ήτοι 1.350 άνδρες (675 από κάθε δέσμη 1 και 4) και 150 γυναίκες (75 από κάθε δέσμη 1 και 4). 3. Ο αριθμός των ιδιωτών που θα εισαχθούν στη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, καθορίζεται σε 100, ήτοι 90 άνδρες (45 από κάθε δέσμη 1 και 4) και 10 γυναίκες (5 από κάθε δέσμη 1 και 4). 4. . . . ".
8. Επειδή, οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α του ν. 2226/1994 και του άρθρου 1 παρ. 1 της 6500/2/4-ζ/ /31.1.1995 κοινής απόφασης των Υπουργών Δημόσιας Τάξης, Εθνικής Αμυνας και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων θεσπίζουν, κατά παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων ως προς την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκησή τους, περιορισμούς, υπό την μορφή ποσοστώσεων, σε βάρος των γυναικών ως προς την εισαγωγή τους στις σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας. Από την εισηγητική έκθεση του ν. 2226/1994, τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή και από το προοίμιο της προαναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης προκύπτει ότι για τη θέσπιση των ανωτέρω ποσοστώσεων ελήφθησαν υπόψη ως κριτήρια "η φύση της αποστολής και ο χαρακτήρας της Ελληνικής Αστυνομίας ως ένοπλου σώματος καθώς και οι συνθήκες άσκησης των σχετικών δραστηριοτήτων του", δηλαδή "υπό δύσκολες και σκληρές συνθήκες και σε 24ωρη βάση". Η γενική όμως αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 1481/1984 (φ. 152 Α), στην πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την περιφρούρηση της έννομης τάξης και του δημοκρατικού πολιτεύματος και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, αναλύεται σε ένα ευρύτατο φάσμα αρμοδιοτήτων, οι οποίες περιγράφονται αναλυτικά στις διατάξεις των άρθρων 4, 5, 6, 7 και 8 του ν. 1481/1984 και του π. δ/τος 582/1984 (φ. 208 Α). Στις αρμοδιότητες αυτές αντιστοιχούν δραστηριότητες και καθήκοντα κατά την άσκηση των οποίων ο παράγοντας φύλο άλλοτε διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο, όπως στις περιπτώσεις αντιμετώπισης βιαιοτήτων σε δημόσιες συγκεντρώσεις και πράξεων βίας και τρομοκρατίας ή επιτήρησης μεταγομένων κρατουμένων ή προστασίας υψηλών προσώπων ή δίωξης του κοινού εγκλήματος και άλλοτε δεν παίζει κανένα ρόλο ή έχει ασήμαντη επιρροή, όπως στις περιπτώσεις που ασκούνται ανακριτικές αρμοδιότητες ή αρμοδιότητες διοικητικής υποστήριξης, τροχαίας, ελέγχου εφαρμογής αγορανομικών, τουριστικών, υγειονομικών και συναλλαγματικών διατάξεων. Ενόψει των ανωτέρω ποικίλων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων της Ελληνικής Αστυνομίας και του αστυνομικού προσωπικού, αντιστοίχως, καθώς και των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τα καθήκοντα αυτά μπορεί να ασκούνται, δηλαδή άλλοτε υπό συνθήκες μικρότερης και άλλοτε μεγαλύτερης έντασης ή βίας, "η αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας και ο χαρακτήρας της ως στρατιωτικά οργανωμένου ένοπλου σώματος καθώς και οι συνθήκες άσκησης των δραστηριοτήτων της" δεν αποτελούν, λόγω της γενικότητάς τους, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα να δικαιολογήσουν τις θεσπιζόμενες με τις μνημονευμένες διατάξεις ποσοστώσεις σε βάρος των γυναικών κατά την είσοδό τους στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών και να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να ελέγξει αν οι ποσοστώσεις αυτές ανταποκρίνονται πράγματι στις ειδικές δραστηριότητες της Ελληνικής Αστυνομίας και στα ειδικά καθήκοντα του αστυνομικού προσωπικού, για την άσκηση των οποίων το φύλο αποτελεί παράγοντα αποφασιστικής σημασίας, αφού, άλλωστε, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει για ποιες δραστηριότητες και καθήκοντα των αστυνομικών οργάνων θεωρεί ο νομοθέτης ότι το φύλο διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο. Με τα δεδομένα αυτά, οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α του ν. 2226/1994 και του άρθρου 1 παρ. 1 της μνημονευμένης κοινής υπουργικής απόφασης, κατά το μέρος που θεσπίζουν ποσοτικούς περιορισμούς, υπό τη μορφή ποσοστώσεων, στην είσοδο των γυναικών στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, χωρίς να λάβουν υπόψη και να εκτιμήσουν συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, συναρτώμενα με την ύπαρξη αποχρώντων λόγων, που θα δικαιολογούσαν τις διακρίσεις αυτές σε βάρος των γυναικών, παραβιάζουν, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στην έκτη (6η) σκέψη, την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκησή τους και είναι για το λόγο αυτό ανίσχυρες. Περαιτέρω η ίδια κοινή υπουργική απόφαση, κατά το μέρος που επιβάλλει με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 περιορισμό του αριθμού των γυναικών που εισάγονται στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας (150 και 10 αντιστοίχως), έχουσα ως προϋπόθεση την εισαγόμενη με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου αντισυνταγματική ρύθμιση, είναι επίσης μη νόμιμη και δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Επομένως η κατά τα ανωτέρω εισαγωγή γυναικών στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας ρυθμίζεται κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας των φύλων, εφόσον οι πιο πάνω εξαιρέσεις δεν τίθενται με συνταγματικώς έγκυρο τρόπο. Ενόψει αυτών και ο πίνακας εισαγομένων υποψηφίων, γενικής σειράς, στη Σχολή Αστυφυλάκων της ΕΛ.ΑΣ. κατά το ακαδημαϊκό έτος 1995-1996, ο οποίος καταρτίσθηκε κατ` εφαρμογή των ανωτέρω αντισυνταγματικών διατάξεων είναι και αυτός παράνομος, γιατί θα έπρεπε να καταρτιστεί αποκλειστικά με βάση τη βαθμολογική σειρά των υποψηφίων, χωρίς διάκριση φύλου, εφόσον εξαιτίας της αντισυνταγματικότητας των θεσπιζομένων ποσοστώσεων ισχύει χωρίς παρέκκλιση ο κανόνας της ισότητας των δύο φύλων κατά την εισαγωγή στις σχολές αστυφυλάκων και αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Φ. Κατζούρος, κατά τη γνώμη του οποίου η ιδιότητα της Ελληνικής Αστυνομίας ως ένοπλου σώματος αποτελεί αποχρώντα λόγο που δικαιολογεί, σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος, απόκλιση από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, το δε οριζόμενο από τις επίμαχες διατάξεις ανώτατο ποσοστό γυναικών που εισάγονται στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας κείται μέσα στα νόμιμα όρια της εκτιμήσεως από το νομοθέτη των πραγματικών αναγκών της Ελληνικής Αστυνομίας σε γυναίκες. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, οι ποσοτικοί περιορισμοί, που τίθενται με τις μνημονευμένες διατάξεις, στην είσοδο των γυναικών στις παραπάνω σχολές είναι συνταγματικώς ανεκτοί, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλούμενη απόφαση, και για το λόγο αυτό έπρεπε να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση με την οποία προβάλλονται τα αντίθετα.
9. Επειδή, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, η εκκαλούσα συμμετέσχε στις γενικές εξετάσεις για την εισαγωγή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα κατά το ακαδημαϊκό έτος 1995-1996, ως υποψήφια της 4ης δέσμης, μεταξύ δε άλλων σχολών προτίμησής της δήλωσε και τη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας. Η Διοίκηση κατάρτισε τον πίνακα των εισαγόμενων υποψηφίων, γενικής σειράς, στην ανωτέρω σχολή σύμφωνα με τους ορισμούς της κανονιστικής απόφασης 6500/2/4-ζ/31.1.1995 των Υπουργών Δημόσιας Τάξης, Εθνικής Αμυνας και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, περιλαμβάνοντας σε αυτόν εξακόσιους επτά (607) άνδρες και εξήντα επτά (67) γυναίκες υποψηφίους. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, ο παραπάνω πίνακας έπρεπε να συμπεριλαμβάνει υποψηφίους αδιακρίτως φύλου, κατά φθίνουσα βαθμολογική σειρά. Επομένως, η απόφαση Φ.151/Β3/6127/30.8.1995 του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (κύρωση πινάκων γενικών εξετάσεων για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα έτους 1995) και η συναφής απόφαση 6000/2/630-ξε/6.12.1995 του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (κλήση προς κατάταξη στη Σχολή Αστυφυλάκων των επιτυχόντων υποψηφίων), κατά το μέρος που βασίσθηκαν σε αντισυνταγματικές και συνεπώς ανίσχυρες διατάξεις κανονιστικής απόφασης (διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 της ανωτέρω 6500/2/4-ζ/31.1.1995 κοινής υπουργικής απόφασης, κατά το μέρος που ορίζουν το ποσοστό των εισαγόμενων γυναικών και τον αριθμό των εισαγόμενων γυναικών στις σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας) είναι παράνομες. Κατά συνέπεια, η παράλειψη της Διοίκησης να θεωρήσει την εκκαλούσα ως εισαγόμενη υποψήφια και να την καλέσει για κατάταξη στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας, παράλειψη που εκδηλώθηκε με τις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις, είναι μη νόμιμη. Έσφαλε, επομένως, το εφετείο, το οποίο δέχθηκε, με την εκκαλούμενη απόφασή του, ότι ο ανωτέρω περιορισμός του αριθμού των εισαγόμενων γυναικών στις σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας τίθεται νομίμως. Για το λόγο αυτό, που προβάλλεται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Φ. Κατζούρου η αντισυνταγματικότητα των προαναφερόμενων διατάξεων συνεπάγεται καθολική ακυρότητα του πίνακα επιτυχόντων, εφόσον δεν είναι γνωστός ο αριθμός των εισακτέων και το ποσοστό των εισακτέων γυναικών, το οποίο θα οριζόταν ενόψει της αντισυνταγματικότητας αυτής. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση η αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσης-αιτούσης, λόγω όμως της ακυρότητας του όλου πίνακα.
10. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης το Δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της από 30.10.1995 αιτήσεως ακυρώσεως της εκκαλούσης-αιτούσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 του π.δ. 18/1989. Η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή για τον ίδιο πιο πάνω λόγο για τον οποίο κρίθηκε βάσιμη η έφεση και ο οποίος προβάλλεται βασίμως με το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως. Συνεπώς η προσβαλλόμενη παράλειψη της Διοίκησης να θεωρήσει την εκκαλούσα-αιτούσα ως εισαγόμενη υποψήφια της γενικής σειράς στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1995-1996 και να την καλέσει για κατάταξη στη σχολή αυτή, που εκδηλώθηκε με την Φ. 151/Β3/6127/30.8.1995 πράξη του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες των επιτυχόντων κατά τις γενικές εισιτήριες εξετάσεις στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα έτους 1995, και με την 6000/2/630-ξε/6.12.1995 πράξη του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία κλήθηκαν οι επιτυχόντες υποψήφιοι να καταταγούν στη Σχολή Αστυφυλάκων, πρέπει να ακυρωθεί. Περαιτέρω δε η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για να λάβει υπόψη τη σειρά στην οποία θα κατατασσόταν η αιτούσα στον πίνακα γενικής σειράς των υποψηφίων που εισάγονται στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 1995-1996, αφού ο πίνακας αυτός καταρτιστεί σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, δηλαδή κατά φθίνουσα βαθμολογική σειρά και αδιακρίτως φύλου, και να την καλέσει για κατάταξη στην πιο πάνω σχολή, εφόσον θα κατελάμβανε, με βάση τη βαθμολογία της, θέση στον εν λόγω πίνακα που θα επέτρεπε τούτο.
Διά ταύτα
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την 2567/1995 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως, τη δέχεται και ακυρώνει την παράλειψη της Διοίκησης, που εκδηλώθηκε με την Φ.151/Β3/6127/30.8.1995 πράξη του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και την 6000/2/630- ξε/6.12.1995 πράξη του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, να θεωρήσει την εκκαλούσα-αιτούσα ως εισαγόμενη υποψήφια γενικής σειράς στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1995-1996 και να την καλέσει για κατάταξη στη σχολή αυτή.
Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να διενεργήσει τα νόμιμα, σύμφωνα με το αιτιολογικό.