ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Αν. Γκότσης, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Ποταμιάς, Φ. Ντζίμας, Σύμβουλοι, Κ. Πισπιρίγκος, Κ. Κατρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 25 Αυγούστου 2003 έφεση: της .............................., κατοίκου .............................., η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά των Υπουργών: 1) Δημόσιας Τάξης και ήδη Προστασίας του Πολίτη και 2) Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και ήδη Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Ε. Ηλιαδέλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά της υπ’ αριθμ. 3413/2002 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Γ. Ποταμιά.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου Σειράς Α΄ 1127457, 241298/2003).
2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 3413/2002 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας κατά της παράλειψης της Διοίκησης να τη θεωρήσει ως επιτυχούσα της γενικής σειράς και εισαγόμενη στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας, κατά τις γενικές εισιτήριες εξετάσεις του έτους 2001 στα Α.Ε.Ι. και να την καλέσει για κατάταξη στην ως άνω σχολή. Η παράλειψη εκδηλώθηκε αφενός μεν με την Φ.151.4/Β6/2379/20.8.2001 πράξη του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες των επιτυχόντων κατά τις γενικές εισιτήριες εξετάσεις του έτους 2001 στα ΑΕΙ, αφετέρου δε με την Φ. 6000/2/267-ρδ/12.10.2001 πράξη του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία κλήθηκαν οι επιτυχόντες υποψήφιοι να καταταγούν στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας.
3. Επειδή, η υπόθεση αυτή εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος με την από 1.12.2003 πράξη (και από 11.3.2008 συμπληρωματική) του Προέδρου του Γ¨ Τμήματος λόγω σπουδαιότητας σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του πρ.δ/τος 18/1989 (Α΄8).
4. Επειδή, στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3. …». Εξάλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84/17.4.2001), ορίζει τα εξής: «2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Η παράγραφος αυτή, πριν από την αναθεώρησή της, όριζε ότι: «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Επίσης η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της, με το παραπάνω Ψήφισμα, ορίζει τα εξής: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Περαιτέρω, η οδηγία 76/207/ΕΟΚ «Περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας" (Ε.Ε. αριθ. Ν39/40 της 14.2.1976) ορίζει, μεταξύ άλλων,
στην παρ. 1 του άρθρου 2 ότι: "... η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα. ..." και στην παρ. 1 του άρθρου 3 ότι "η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις, σε θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος, και για όλες τις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας". Τέλος στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 της ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι, "η παρούσα Οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα Κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες, και, ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σ΄ αυτές, εφ΄ όσον λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας" (παρ. 2) και ότι "η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα" (παρ. 3).
5. Επειδή, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, την αρχή της ισότητος των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Για την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής αυτής, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του 2001, υποχρεώνει το νομοθέτη αλλά και τα λοιπά όργανα του Κράτους, όταν διαπιστώνουν ότι εις βάρος ενός φύλου έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη τέτοιες διακρίσεις ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών να καταλήγει σε μία κατ’ επίφαση μόνον ισότητα ενώ, ουσιαστικά, παγιώνει και διαιωνίζει μια υφιστάμενη άνιση κατάσταση υπέρ του ενός φύλου, να θεσπίζουν υπέρ του υποαντιπροσωπευομένου φύλου και ιδίως των γυναικών θετικά μέτρα που είναι πρόσφορα και αναγκαία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μειώνονται οι ανισότητες μέχρις ότου εγκαθιδρυθεί μία πραγματική ισότητα μεταξύ των δύο φύλων στην συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την πρόσβαση σ’ αυτή. Περαιτέρω, όμως ο συντακτικός νομοθέτης, όπως συνάγεται από την ως άνω διάταξη της παρ. 2 άρθρου 116 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν απαγόρευσε απολύτως, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών (αποχρώντων) λόγων, που ανάγονται στη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, οποιαδήποτε απόκλιση από την πιο πάνω αρχή της ισότητος των φύλων. Μια απόλυτη απαγόρευση θα έπρεπε να ορίζεται ρητά ή, τουλάχιστον, να συνάγεται σαφώς από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις, δεδομένου άλλωστε ότι δικαιολογημένες αποκλίσεις δεν απαγορεύονται, κατ’ αρχήν, ούτε από τις προεκτεθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Εν όψει των ανωτέρω, αποκλίσεις από την αρχή αυτή, εκτός από την περίπτωση των θετικών μέτρων, είναι, κατ’ εξαίρεση, συνταγματικά θεμιτές μόνον εφ’ όσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει από τον νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αποκλίσεις αυτές θεσπίστηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορά κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν οι εισαγόμενες αποκλίσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (Σ.τ.Ε. Ολ. 1986/2005, ΣτΕ 1247/2008 7μ.).
6. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 2226/1994, με τίτλο "Εισαγωγή, εκπαίδευση και μετεκπαίδευση στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας και στο Τμήμα Ανθυποπυραγών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και άλλες διατάξεις" (Α` 122), ορίζονται τα εξής: "1. Η εισαγωγή σπουδαστών στη Σχολή Αστυφυλάκων και στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας γίνεται με το σύστημα των γενικών εξετάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 1351/1983 ..., όπως έχουν τροποποιηθεί και συμπληρωθεί μεταγενέστερα και ισχύουν κάθε φορά, και με τις ειδικότερες ρυθμίσεις που αναφέρονται στις ακόλουθες παραγράφους. 2.α (όπως το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης αυτής ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2713/1999, Α` 89). Ο αριθμός των εισαγομένων σε υφιστάμενες κατά το χρόνο αποφοίτησής τους κενές θέσεις σε καθεμιά από τις παραπάνω Σχολές καθορίζεται κατ΄ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με βάση τις ανάγκες κάθε φορά της Ελληνικής Αστυνομίας. Το ποσοστό των εισαγόμενων στις Αστυνομικές Σχολές γυναικών καθορίζεται σε 15% επί του συνολικού αριθμού εισακτέων. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στον αριθμό του αστυνομικού προσωπικού που ασκεί δραστηριότητες διοικητικής υποστήριξης, διαβατηριακού ελέγχου, τροχαίας, εφαρμογής τουριστικών και αγορανομικών διατάξεων και ορισμένες ανακριτικές δραστηριότητες, για την άσκηση των οποίων ο παράγων φύλο δεν ασκεί επιρροή, ενώ το λοιπό αστυνομικό προσωπικό, λόγω της φύσης της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας, εκτελεί κάτω από δυσμενείς τοπικές και χρονικές συνθήκες, δραστηριότητες που αφορούν στην αντιμετώπιση πράξεων βίας, στην τήρηση ή αποκατάσταση της τάξης σε μαζικές εκδηλώσεις και συναθροίσεις, στη δίωξη και σύλληψη επικίνδυνων κακοποιών, στην εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών, στη φύλαξη και μεταγωγή ανδρών κρατουμένων, στην προστασία υψηλών προσώπων, στη δίωξη ζωοκλοπής, στην επαναπροώθηση λαθρομεταναστών και σε ορισμένες τεχνικές εφαρμογές, οι οποίες για την άσκησή τους απαιτούν αυξημένο επίπεδο μυϊκής δύναμης, ταχύτητας και αντοχής, κριτήρια τα οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, διαθέτουν, λόγω βιολογικών ιδιαιτεροτήτων, οι άνδρες...3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται οι δέσμες, στις οποίες εντάσσονται οι Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, το ποσοστό των εισαγομένων από κάθε δέσμη και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 7....". Εξάλλου, στην 6500/1/5/19.10.1994 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Δημόσιας Τάξης (Β’ 792), που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση της προαναφερόμενης διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2226/1994, ορίζονται τα εξής: "1. Οι Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας... εντάσσονται στις 4η και 1η δέσμες των Γενικών Εξετάσεων. 2. Η κατανομή των θέσεων και η επιλογή των υποψηφίων γίνεται κατά ίσο ποσοστό από κάθε δέσμη. Τυχόν υπόλοιπα θέσεων κατανέμονται στις δέσμες με τη σειρά που αυτές αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο. Σε περίπτωση που δεν επαρκούν οι υποψηφιότητες κάποιας δέσμης, οι κενές θέσεις συμπληρώνονται από υποψηφίους της άλλης δέσμης. 3. Κατά ίσο ποσοστό από κάθε δέσμη γίνεται και η κατανομή των θέσεων και η επιλογή των υποψηφίων ειδικών κατηγοριών, καθώς και των γυναικών υποψηφίων …». Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6000/2/90-γ/2.5.2001 κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Οικονομίας και Οικονομικών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ, 509/2.5.2001, τ. Β), με την οποία καθορίστηκε ο αριθμός των εισαγομένων στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2001-2002. Με το άρθρο 1 παρ. 5 της κοινής αυτής υπουργικής αποφάσεως καθορίστηκε ποσοστό 15% για την εισαγωγή γυναικών αστυνομικών στις σχολές αστυφυλάκων και αξιωματικών. Τέλος, στην εισηγητική έκθεση του ν. 2713/1999 αναφέρονται, σχετικά με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 αυτού, που αντικατέστησε τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2226/1994, τα εξής: "Με το άρθρο 12 τροποποιείται η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2226/1994, που θέτει ποσοτικούς περιορισμούς για την εισαγωγή γυναικών στις Αστυνομικές Σχολές, ώστε η νέα ρύθμιση να είναι απόλυτα εναρμονισμένη με την επιταγή της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος... Αποτελεί κοινό τόπο ότι η μη εφαρμογή ποσοστού εισαγωγής γυναικών στις Αστυνομικές Σχολές μεσοπρόθεσμα θα οδηγήσει σε δυσχέρεια ή αδυναμία επιτέλεσης του έργου της Ελληνικής Αστυνομίας προς διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της χώρας, δεδομένου ότι η άσκηση των περισσοτέρων από τις δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για την επιτέλεση του εν λόγω έργου απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά προσόντα του προσωπικού της, όπως αυξημένο επίπεδο μυϊκής δύναμης, αντοχής και ταχύτητας, τα οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας διαθέτουν μόνο οι άνδρες. Με τη νέα ρύθμιση εξειδικεύονται και συγκεκριμενοποιούνται οι λόγοι και τα κριτήρια που δικαιολογούν τη θεσμοθέτηση ποσοστού εισαγωγής γυναικών στην Ελληνική Αστυνομία, το δε καθοριζόμενο ποσοστό σε 15% εξάγεται κατόπιν συνεκτίμησης των ποσοστών διάθεσης της δυνάμεως της Ελληνικής Αστυνομίας στις δραστηριότητες του κύκλου της αποστολής της. Η φύση της αποστολής και ο χαρακτήρας της Ελληνικής Αστυνομίας ως ενόπλου και στρατιωτικά οργανωμένου Σώματος και οι συνθήκες άσκησης των σχετικών δραστηριοτήτων της κατ΄ αρχήν συνιστούν αποχρώντες λόγους για να τεθούν περιορισμοί στην πρόσβαση των γυναικών στο αστυνομικό επάγγελμα. Ειδικότερα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αστυνομική δύναμη σε ποσοστό 85% διατίθεται για την αντιμετώπιση της σύγχρονης εγκληματικότητας και την τήρηση της τάξεως σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής κάτω από δυσμενείς τοπικές και χρονικές συνθήκες με εναλλασσόμενο και συνεχές καθ΄ όλο το 24ωρο ωράριο, που απαιτούν από το προσωπικό αυτό να διαθέτει εκτός των πνευματικών προσόντων και αυξημένο επίπεδο φυσικής και μυϊκής δύναμης, ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, ταχύτητα, αντοχή, υψηλό βαθμό θάρρους και ψυχραιμίας, προσόντα στα οποία κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας υπερτερούν οι άνδρες έναντι των γυναικών. Στις εν λόγω δραστηριότητες περιλαμβάνονται η αντιμετώπιση πράξεων βίας, η τήρηση, η αποκατάσταση της τάξης σε μαζικές εκδηλώσεις (όπως συναθροίσεις, συγκεντρώσεις, αθλητικές εκδηλώσεις), η δίωξη και σύλληψη επικίνδυνων κακοποιών, η φύλαξη και μεταγωγή ανδρών κρατουμένων, η προστασία υψηλών προσώπων, η δίωξη της ζωοκλοπής, η επαναπροώθηση λαθρομεταναστών και η εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών. Επομένως, αποκλείεται η χρησιμοποίηση γυναικών, λόγω των γνωστών βιολογικών διαφορών, στις ως άνω δραστηριότητες, για την αποτελεσματική άσκηση των οποίων ο παράγων του φύλου διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο. Περαιτέρω, ένα ποσοστό 15% του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας εκτελεί ορισμένες ανακριτικές αρμοδιότητες ή αρμοδιότητες διοικητικής υποστήριξης, διαβατηριακού ελέγχου, τροχαίας, εφαρμογής τουριστικών και αγορανομικών διατάξεων, δραστηριότητες που μπορούν να ασκούνται και από γυναίκες, αφού οι βιολογικές διαφορές και ο παράγων φύλο ασκεί ασήμαντη ή καμία επιρροή... Σημειώνεται ότι σήμερα (με οργανική δύναμη 42.848) υπηρετούν συνολικά στους διαφόρους βαθμούς της Ιεραρχίας της Ελληνικής Αστυνομίας 2.800 περίπου γυναίκες και ο αριθμός αυτός εκτιμάται ότι καλύπτει τις ανάγκες των υπηρεσιών στους τομείς των επιτελικών εργασιών και των αστυνομικών δραστηριοτήτων που μπορούν να εκτελούν οι γυναίκες. Επιπλέον στην Ελληνική Αστυνομία υπηρετούν και 1.300 πολιτικοί υπάλληλοι, οι οποίοι καλύπτουν ανάγκες κυρίως διοικητικής υποστήριξης. Άλλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στη σύγχρονη εποχή διαμορφώνεται μια ριζική αλλαγή στην αντίληψη για το ρόλο και το έργο της Αστυνομίας και η τάση για τα θέματα τοπικού ενδιαφέροντος (καθαριότητα, ρύθμιση της κυκλοφορίας, έκδοση αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και αδειών διενέργειας τεχνικών παιγνίων κ.λ.π.) που δεν άπτονται του σκληρού πυρήνα της αποστολής της να μεταβιβάζονται σε άλλους φορείς (Ο.Τ.Α., Σ.Δ.Ο.Ε. κ.λπ), ώστε η Αστυνομία, να απαλλαγεί από έργα διοικητικής
φύσεως και γραφειοκρατικής λειτουργίας, που αποβαίνουν σε βάρος της κύριας αποστολής της, στην οποία και πρέπει να επιδοθεί...".
7. Επειδή, οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α του ν. 2226/1994, όπως το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης αυτής αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2713/1999, και του άρθρου 1 παρ. 5 της 6000/2/790-γ/2.5.2001 κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Δημόσιας Τάξης θεσπίζουν, κατά παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων ως προς την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκησή τους, περιορισμούς, υπό τη μορφή ποσοστώσεων σε βάρος των γυναικών, για την εισαγωγή τους στις σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας. Από το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων του ν. 2226/1994 και την εισηγητική έκθεση του ν. 2713/1999, που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, συνάγεται ότι για τη θέσπιση των παραπάνω ποσοστώσεων ελήφθησαν υπόψη και εκτιμήθηκαν: α) ο χαρακτήρας της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ) ως στρατιωτικώς οργανωμένου και ένοπλου σώματος και η αποστολή της, που συνίσταται στην πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, στην περιφρούρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, και της έννομης τάξης και στην αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών (άρθρο 3 ν. 1481/1984 - Α` 152), β) οι δραστηριότητες (και οι αντίστοιχες αρμοδιότητες) της ΕΛ.ΑΣ και η φύση και οι συνθήκες άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών (κάτω από δυσμενείς τοπικές και χρονικές συνθήκες και σε εικοσιτετράωρη βάση), συνήθως υπό καθεστώς έντασης και βίας, που απαιτούν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, προσωπικό που διαθέτει αυξημένο επίπεδο φυσικής και μυϊκής δύναμης, ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, ταχύτητα, αντοχή, υψηλό βαθμό θάρρους και ψυχραιμίας, προσόντα στα οποία, κατά κοινή πείρα, υπερτερούν οι άνδρες έναντι των γυναικών, γ) οι βιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι οποίες, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και τα διδάγματα της κοινής πείρας, επιτρέπουν στους άνδρες να ασκούν με πιο αποτελεσματικό τρόπο τις παραπάνω δραστηριότητες που απαιτούν αυξημένα φυσικά και σωματικά προσόντα, δ) οι συγκεκριμένες δραστηριότητες της ΕΛ.ΑΣ. και τα αντίστοιχα καθήκοντα του προσωπικού της, για την αποτελεσματική άσκηση των οποίων ο παράγοντας του φύλου δεν ασκεί ιδιαίτερη επιρροή, καθώς και οι συγκεκριμένες δραστηριότητες της, για την άσκηση των οποίων, λόγω της φύσης τους και των σκληρών συνθηκών υπό τις οποίες ασκούνται αλλά και λόγω των βιολογικών διαφορών των δύο φύλων, ο ίδιος παράγοντας διαδραματίζει, σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας, αποφασιστικό ρόλο, σε συνδυασμό με τα συγκεκριμένα ποσοστά του αστυνομικού προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας που διατίθενται για την άσκηση των παραπάνω δύο κατηγοριών δραστηριοτήτων (15% και 85% του αστυνομικού προσωπικού, αντιστοίχως), ε) η κάλυψη των δραστηριοτήτων διοικητικής υποστήριξης της ΕΛ.ΑΣ., στην άσκηση των οποίων ο παράγοντας φύλο δεν διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο, και από τους ευάριθμους (1300) πολιτικούς υπαλλήλους που υπηρετούν στην ΕΛ.ΑΣ. στ) η σύγχρονη τάση για απαλλαγή της Ελληνικής Αστυνομίας από δραστηριότητες διοικητικής φύσης και γραφειοκρατικής λειτουργίας που αποβαίνουν σε βάρος της κύριας αποστολής της και για την άσκηση των οποίων ο παράγοντας φύλο δεν έχει αποφασιστική σημασία, η οποία εκδηλώνεται με σειρά νομοθετημάτων που μεταφέρουν αρμοδιότητες τοπικού ενδιαφέροντος, σχετικές με την καθαριότητα, τη ρύθμιση της κυκλοφορίας, την έκδοση αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, τη διενέργεια τεχνικών παιγνίων κ.λπ., σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή στις δημοτικές αστυνομίες (βλ. άρθρ. 3 ν. 2647/1998 - Α` 273 , - άρθρ. 8 ν. 2515/1997 - Α` 154 -, άρθρο 11 ν. 2307/1995 - Α` 113 -, άρθρο 34 ν. 2168/1993 -Α` 147) καθώς και αρμοδιότητες σχετικές με τη δίωξη του οικονομικού εγκλήματος σε υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, όπως είναι το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (βλ. άρθρ. 4 ν. 2343/1995 -Α` 211-, άρθρο 33 ν. 2648/1998 - Α` 238-, άρθρο 15 παρ. 3ν. 2753/1999 - Α` 249 κ.α.) και ζ) η συνολική οργανική δύναμη της Ελληνικής Αστυνομίας (42.848 άτομα) και ο συνολικός αριθμός των γυναικών που υπηρετούν σε αυτήν, ο οποίος (αριθμός) όπως εκτιμάται από το νομοθέτη, "καλύπτει τις ανάγκες των υπηρεσιών στους τομείς των επιτελικών εργασιών και των αστυνομικών δραστηριοτήτων που μπορούν να εκτελούν οι γυναίκες", ενόψει και του πολιτικού προσωπικού που απασχολείται στις δραστηριότητες αυτές αλλά και της σύγχρονης τάσης μεταφοράς σχετικών δραστηριοτήτων στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) και σε άλλους φορείς. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει ο νομοθέτης με την καθιέρωση των προαναφερόμενων ποσοστώσεων κατά την εισαγωγή των γυναικών στις σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, είναι η αποτελεσματική εκτέλεση της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας, για την εκπλήρωση της οποίας είναι αναγκαία η άσκηση από το αστυνομικό προσωπικό συγκεκριμένων δραστηριοτήτων που απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά και σωματικά προσόντα, στα οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, υπερτερούν οι άνδρες έναντι των γυναικών. Εξάλλου, τα ανωτέρω κριτήρια (υπό στοιχεία α’ έως ζ’), στα οποία στηρίχθηκε ο νομοθέτης για να θεσπίσει τις σχετικές ποσοστώσεις, είναι συγκεκριμένα, αντικειμενικά και πρόσφορα, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να δικαιολογήσουν την εισαγόμενη με τις ποσοστώσεις αυτές απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του αστυνομικού υπαλλήλου και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού. Ενόψει αυτών, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται ανωτέρω, εφόσον ο ίδιος ο νομοθέτης εξειδικεύει στο νόμο και την εισηγητική του έκθεση τους συγκεκριμένους λόγους δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογούν την ανάγκη θεσμοθέτησης ποσόστωσης κατά την εισαγωγή των γυναικών στις σχολές αστυφυλάκων και αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και τα συγκεκριμένα, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίστηκε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, το ποσοστό αυτό στο 15% επί του συνόλου των εισαγομένων σε κάθε σχολή, η εισαγόμενη με την ειδική διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α του ν. 2226/1994, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2713/1999, απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του αστυνομικού υπαλλήλου και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού είναι διαφανής, αναγκαία και πρόσφορη για την εύρυθμη και αποτελεσματική εκτέλεση της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας και συνεπώς δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος του έτους 1975 όπως και η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος και των άρθρων 2 και 3 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ. (ΣτΕ 2034/2004). Επομένως, ορθώς και νομίμως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ότι η παραπάνω διάταξη, που προβλέπει ότι, κατά τις εισιτήριες εξετάσεις στα ΑΕΙ του έτους 2001, στη Σχολή Αστυφυλάκων της ΕΛ.ΑΣ. εισέρχονται γυναίκες σε ποσοστό 15% επί του συνόλου των θέσεων, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του αστυνομικού υπαλλήλου και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, την οποία θεσπίζουν οι προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος του 1975 και της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ (ΣτΕ 1850, 2776/2002, 2164/2008). Κατ΄ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.
8. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου, η κρινόμενη έφεση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη έφεση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και
Επιβάλλει στην εκκαλούσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των
τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2010
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Απριλίου 2011.