Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 344 και 347 του ΠΚ, όπως η πρώτη αντικαταστάθηκε με το άρ θρο 11 του Νόμου Ι 4 Ι 9/1984, προκύπτει ότι για την ποινική δίωξη του δράστη του εγκλήματος της παρά φύση ασέλγειας δεν απαιτείται έγκληση. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση του εδαφίου β'της παρα γράφου Ι του άρθρου 34ή του ΠΚ, κατά την οποία το έγκλημα αυτό διαπράττεται από ενήλικο με αποπλά νηση προσώπου νεωτέρου των δεκαεπτά ετών, γιατί η αποπλάνηση αυτή δεν σχετίζεται με την αποπλά νηση του άρορου 330 του ΠΚ που αναφέρεται σε πρόσωπο νεώτερο των δεκαπέντε ετών ιςαι για την οποία απαιτείται έγκληση προς άσκηση της ποινικής διώξεως, σύμφωνα με το άρθρο 344 του ΠΚ.Συνεπώς ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται υπέρβαση εξουσίας του Εφετείου στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, κατ'εφαρμογή του άρθρου 510 δ Ι περ. Θ' εδάφ. στ του ΚΠΔ, για την απαγγελθείσα καταδίκη του αναιρεσείοντος για το έγκλημα τη παρά φύση ασέλ γειας χωρίς να έχει υποβληθεί από τον παθόντα η σχετική έγκληση. πρέπει να απορριφθεί ως αβάσι μος.
Επειδή κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 347 του ΠΚ, θεωρείται παρά φύσηασέλγεια για τη θεμελί ωση του από τη διάταξη αυτή προβλεπομένου εγκλήματος οποιαδήποτε ασελγής πράξη και όχι μό νον η με τη συνουσία σχετιζομένη. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 και 98 του ΠΚ προκύπτει ότι στο κατ'εξακολούθηση έγκλημα, παρ όλον ότι είναι έγκλημα ενιαίο, κάθε μία από τις μερικώτερες πράξεις που το συγκροτούν διατηρεί την αυτοτέλειά της. Η εξειδίκευση των πράξεωι αυτών, που κατ'αρχήν δεν είναι αναγκαία όταν προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα μέσα στα όρια τοι) οποίου διαπράττεται το παραπάνω ενιαίο έγκλημα, επιβάλλεται όταν για μία ή περισσότερες από αυτές συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου. Τέτοιον δε λόγο αποτελεί κατά τα άρθρα 111 και 112 του ΠΚ και η παραγραφή που για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη κι αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 113παρ.1 εδαφ. β' του ΠΚ, η παραγραφή αυτή αναστέλλεται όσο χρόνο διαρκεί η καταδικαστική διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τα τρία έτη για τα κακουργήματα και τα πλημ μελήματα. Από τις πάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 310παρ.1 εδαφ. β', 370 στοιχ. β " και 511 του ΚΠΔ συνάγεται επίσης ότι η παραγραφή είναι θεσμός δημοσίας τάξεως και ως εκ τούτου εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνων από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι για την αξιό ποινη πράξη στην οποία αναφέρεται η ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, άσχετα αν αυτό έγινε πριν ή μετά την άσκηση της αναιρέσεως, παύει οριστικά την ποι νική δίωξη που ασκήθηκε για την πράξη αυτή με μόνη προύπόθεση το παραδεκτό της αναιρέσεως.Από όλα αυτά προκύπτει ακόμη ότι στην περίπτωση του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος η παραγραφή καταλαμβάνει κάθε μερικώτερη πράξη που υπόκειται αυτοτελώς σ αυτή ενόψη του χρόνου της τελέ σεώς της[Βλ. και ΑΠ. 674/1985, ΛΕ/907επ]. ο οποίος και πρέπει για το λόγο αυτό να προσδιορίζεται στην καταδικαστική απόφαση. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, προκύπτει από το πε ριεχόμειο της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων, γεννηθείς κατά το έτος 1936, καταδι κάστηκε για το έγκλημα της παρά φύση ασέλγειας που φέρεται ότι τέλεσε κατ εξακολούθηση με τρείς μερικώτερες πράξεις κατά το χρονικό διάστημα από των αρχών του μηνός Σεπτεμβρίου 1977 μέχρι και του τέλους του μηνός Ιανουαρίου 1979 σε βάρος του κατά την 11 Φεβρουαρίου 1962 γεννηθέντος Σ.Κ.,στον οποίο, αφού καλούσε στην οικία του, ενεργούσε παρά τις αντιρρήσεις του ανήθικες χειρονο μίες, ψαύοντας και λείχοντας το πέος του το οποίο στη συνέχεια, περιερχόμενο σε στήση, έβαζε στο στόμα του επιτυγχάνοντας την εκσπερμάτωση αυτού. Από τα πιο πάιω όμως γενομένα δεκτά, που κατ αρχή ν στοιχειοθετούν ως πράξεις το έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 347 του ΠΚ, προκύ πτει αφενός ότι μέρος του χρονικού διαστήματος στο οποίο εξακολουθητικά τελέστηκε το παραπάνω έγκλημα, που αποτελεί πλημμέλημα σύμφωνα με το άρθρο 18 εδ. β του ΠΚ αφού η προβλεπόμενη γι'αυτό ποινή είναι η της φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών κατά το άρθρ. 47παρ. 1 του ΠΚ, καλύ πτεται από την πεναετή παραγραφή του άρθρου 111παρ. 3 ιδίου Κώδικα, υπολογιζομένης και της τριετούς αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής κατά το άρθρο 113παρ.1 αυτού, και αφετέρου ότι δεν προσ διορίζονται χρονικά οι μερικώτερες πράξεις του εγκλήματος τούτου και ιδιαίτερα η δεύτερη και τρίτη από αυτές, αν ήθελε θεωρηθεί ότι με το σκεπτικό της αποφάσεως τοποθετείται χρόνικά η πρώτη πράξη στις αρχές Σεπτεμβρίου 1977 χωρίς όμως να περιέχεται αυτό και στο διατακτικό. Επί πλέον, στο σκεπτικό της ίδιας αποφάσεως περιέχεται αντίφαση προς το διατακτικό αυτής ως προς το χρονικό διάστημα τελέσεως του παραπάνω εγκλήματος, το οποίο
τοποθετείται από αρχές Σεπτεμ βρίου Ι 977 μέχρι τέλους Ιανουαρίου 1978, ενώ στο διατακτικό που περιέχεται και η καταδίκη, το πιο πάνω διάστημα καταλήγει στο τέλος Δανουαρίου 1979. Ενόψη όλων αυτών, το Εφετείο που δίκασε την υπόθεση, στέρησε την προσβαλλομένη απόφαση αυτού νόμιμης βάσεως, παραβιάσαν εκ πλα-γίου με τον τρόπο αυτό τις διατάξεις των άρθρων 98, ΙΙΙ, 112, και 113παρ.1 του ΠΚ, αφού με την ασάφεια,την αοριστία και την αντίφαση που περιέχονται στην παραπάνω απόφαση, δεν καθίσταται δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την έκταση κατά την οποία το πιο πάνω έγκλημα υπέπεσε στην παρα γραφή. Πρέπει επομένως να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση ως προς την παραπάνω καταδικα στική διάταξή της, κατά το άρθρο 510παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ και τον τρίτο και τελευταίο λόγο αναιρέ σεως, που κατά την εννοιάτου πλήττει την απόφαση αυτή γιά τις πλημμέλειες που πιο πάνω αναφέρθη καν, σε συνδυασμό και με την αυτεπάγγελτα ερευνώμενη συνδρομή των όρων της παραγραφής.
Επειδή, αναιρουμένης της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει ναπαραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικα στές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 518παρ.2 και 519 του ΚΠΔ.