Έτος
2002
Νόμος / διάταξη που αφορά
347 Π.Κ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
ΟΛΟΙ
Σημασία απόφασης
Βιασμός και ασέλγεια μεταξύ συγγενών κατ΄ εξακολούθηση.

 

Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου ΣΤ Ποινικό Τμήμα-Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Πρασουλίδη και Χρήστο Μαυρογένη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.-

Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Καπόλλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ελένης Σταθούλια.- Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2002, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος: Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1619/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενο τον Ι. Φ. του Χ., κάτοικο Θεσσαλονίκης.- Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Ιανουαρίου 2001 αίτησή του αναιρέσεως , που συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης Παρθενίας Γκουβά-Στεργίου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 293/2001.-

Έ. ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Καπόλλας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Φάκου, με αριθμό 456/20-9-2001, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : 1. Ε. στο Δικαστήριό Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, νομοτύπως και εμπροθέσμως (αρθ. 462, 463, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1, 483 παρ. 1 -2, σε συνδ. 479 παρ. 2, και 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ.) ασκηθείσα από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, με σχετική δήλωση ενώπιον της αρμόδιας γραμματέως Εφετών Θεσ/κης, υπ' αριθ. 3/3-1-2001 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθ. 1619/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσ/κης, με το οποίο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του Ι. Φ. (που είχε εκκαλέσει το παραπεμπτικό υπ' αριθ. 981/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Θεσ/κης) για τις πράξεις του βιασμού κατ' εξακολούθηση και της ασέλγειας μεταξύ συγγενών κατ' εξακολούθηση. Με το υπό κρίση ένδικο μέσο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναλύεται δε εκτενώς, το γιατί η υπάρχουσα αιτιολογία είναι ασαφής, αντιφατική και ελλιπής. Επ' αυτού εκθέτω τα εξής:

2. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. (Α.Π. 1011/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/244 και Α.Π. 1678/1999 Ποιν. Χρ. Ν/739). Και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά (Α.Π. 1010/1997 Ποιν. Χρ. ΜΗ/354, Α.Π.

108/2000 Π. Χρ. Ν/313).

3. Εξ άλλου πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι <<επιλεκτική>>, να στηρίζεται δηλ. σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ' αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μία τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη (Αργ. Καρράς: Ποιν. Χρ. Ν/965 υπό σημ. 5γ', Μ. Καϊάφα - Γκμπάντι: Υπεράσπιση 2000/838 σε παρατηρ. υπό την Α.Π. 112/2000). Έτσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της απόφασης ή του βουλεύματος δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ' επιλογή. Η δε υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ. - Βέβαια το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποιο αποδεικτικό μέσο πείσθηκε τελικά το Δικαστήριο δεν ελέγχεται από τον ’ρειο Πάγο. Πλην όμως πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλά διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ' αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μόνο μερικών εξ αυτών (Βλ. Α.Π.

68/2000, Α.Π. 108/2000, Α.Π. 699/2000 Ποιν. Χρ. Ν'/205, Ν'/313, ΝΑ'/51 αντιστ., Α.Π. 701/2000 Πραξ-Λογ. Π.Δ. 2000/147 με παρατηρ. Γ. Συλίκου, Α.Π. 652/99 Ποιν. Χρ. Ν'/239, Α.Π. 600/98 Ποιν. Δικ-νη 1998/722 κ.α.).

4. Στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής ουσιώδη: <<Από τον Αύγουστο 1999 η εγκαλούσα μητέρα της 3έτιδας ανήλικης διαπίστωσε ότι η τελευταία παραπονείται για διάφορες ενοχλήσεις στην περιοχή των γεννητικών της οργάνων και του πρωκτού και μετά από εξέταση αυτής και του παιδιάτρου διαπιστώθηκε ότι στον πρωκτό υφίστατο έρπης, προερχόμενος από εξωγενείς παράγοντες, ως και ερεθισμός στα χείλη του αιδοίου. Στη συνέχεια στην ανήλικη έγινε εξέταση από ιατροδικαστή, ο οποίος διαπίστωσε ρήξη του παρθενικού υμένος, που πιθανώς να εγένετο προ 20ημέρου. Συνδυάζοντας τα παραπάνω και ερμηνεύοντας την αδιαφορία του κατηγορούμενου σε πιθανή του ενοχή, η εγκαλούσα μητέρα της ανηλίκου, άσκησε την κρινόμενη έγκληση, θεωρώντας τον κατηγορούμενο δράστη της εγκληματικής αυτής ενέργειας. Πρέπει δε να σημειωθεί πως στο συγγενικό περιβάλλον της οικογένειας, οι υποψίες στράφηκαν, εκτός από τον κατηγορούμενο, και σε άλλα μέλη της οικογένειας, όπως στον παππού της ανήλικης, στην προσπάθεια να εξηγηθεί ποιος προέβη στην παραπάνω ενέργεια. Τελικά όμως οι υποψίες στράφηκαν κατά του κατηγορουμένου, ως δράστη των παραπάνω εγκλημάτων, κυρίως λόγω την υποψιών που είχε η εγκαλούσα (σύζυγός του). Κατά την πρόοδο όμως της ανάκρισης που διεξήχθηκε, οι υποψίες αυτές της εγκαλούσας αποδυναμώθηκαν. Και τούτο γιατί, όπως η ίδια η εγκαλούσα αναφέρει σε νέα δήλωσή της, οι ορισθέντες παιδοψυχίατροι που προέβησαν σε εξέταση της ανήλικης, δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν αν πραγματικά συνέβησαν τα παραπάνω γεγονότα, αφού η παθούσα παρά το μικρό της λεξιλόγιο δεν ανέφερε κάτι σχετικό σε βάρος του κατηγορούμενου και αν υπήρχε μεν <<φοβία>> στο αντίκρυσμα του πατέρα της και από ποια αιτία προήρχετο αυτή. Εξάλλου και ο ιατροδικαστής Σ. Ντούγκος, που εξέτασε την παθούσα ανήλικη, στη συμπληρωματική του κατάθεση της 7-6-2000 δεν επιβεβαιώνει κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό ότι επήλθε βιασμός και φαίνεται να πιθανολογεί για κάποιες ασελγείς πράξεις σε βάρος της παθούσας, αφού απέκλεισε εντελώς την παρά φύσηασέλγεια. Όπως όμως προέκυψε στη συνέχεια, οι φερόμενες ως ασελγείς πράξεις στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, οφείλονται κυρίως σε ένα σύγκαμα, που προήλθε από έρπη με τη μορφή φυσαλίδων, που έγινε από τριβή της πάνας (πάμπερς) της ανήλικης>> (Βλ. φύλλο 7, σελ. α' - β'). Με τις ανωτέρω παραδοχές του το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας προσέτι υπόψη και τη δήλωση της εγκαλούσας γι' ανάκληση της έγκλησής της, αφενός μεν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη γι' αποπλάνηση της ανήλικης κατ' εξακολούθηση, αφετέρου δε (λόγω ελλείψεως σοβαρών ενδείξεων) αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για βιασμό και ασέλγεια μεταξύ συγγενών (κατ' εξακολούθηση αμφότερες).

Όμως από το παραπάνω σκεπτικό είναι προφανής η μη αξιολόγηση και συνεκτίμηση του πλέον κρίσιμου εν προκειμένω εγγράφου, δηλ. της ιατροδικαστικής έκθεσης, που μνημονεύει μεν ότι εξ αυτής διαπιστώνει <<ρήξη του παρθενικού υμένος πιθανώς προ 20ημέρου>>, πλην όμως παραλείπεται να γίνει η οφειλόμενη (άρθ. 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ.) συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του ιατροδικαστικού αυτού ευρήματος, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλείται για την αβασιμότητα της κατηγορίας. Δηλαδή δεν αιτιολογεί το Συμβούλιο Εφετών, για ποιο λόγο δεν πείσθηκε από την ως άνω ιατροδικαστική έκθεση, που το περιεχόμενό της είναι αντίθετο με τις εκ των υστέρων εξηγήσεις της εγκαλούσης, ώστε να καταλήξει στο συλλογισμό για έλλειψη σοβαρών ενδείξεων. Έτσι παραλείφθη ο λειτουργικός συσχετισμός και η συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και έγινε επιλεκτική λήψη μόνο μερικών εξ αυτών, δεδομένου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διέλαβε αιτιολογία: α) Για το πώς προκλήθηκαν και που οφείλονται οι ρήξεις του παρθενικού υμένος του 3ετούς νηπίου, εν όψει της γενομένης δεκτής παραδοχής ότι όλες οι υποψίες της εγκαλούσης - συζύγου του κατηγορουμένου και του συγγενικού της περιβάλλοντος στράφηκαν κατ' αυτού, ως δράστη των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, ο οποίος καθημερινώς τις πρωινές ώρες φρόντιζε και περιποιείτο τη θυγατέρα του, λόγω απουσίας της μηνύτριας στην εργασία της. β) Για το πώς συμβιβάζεται οι φερόμενες ως ασελγείς πράξεις στην περιοχή των γεννητικών οργάνων να οφείλονται κυρίως σε σύγκαμα, προερχόμενο από έρπη με τη μορφή φυσαλίδων, που έγινε από την τριβή της πάνας της ανήλικης, ενώ κατά την ιατροδικαστική έκθεση διαπιστώθηκαν κακώσεις ρήξεως του παρθενικού υμένος. γ) Για το ποιοι ήσαν οι, κατά τη δήλωση της εγκαλούσης, ορισθέντες παιδοψυχίατροι, που εξέτασαν την ανήλικη και δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν, αν πραγματικά συνέβησαν οι κριθείσες πράξεις και αν τέθηκαν υπόψη αυτών τα πορίσματα της ιατροδικαστικής έκθεσης. Και δ) Για το τι διέλαβε στην <<αρχική του κατάθεση>> ο ιατροδικαστής Σ. Ντούγκος, ώστε να συναξιολογηθεί αυτή, με τα όσα δέχεται το βούλευμα ότι κατέθεσε αυτός στη <<συμπληρωματική του εξέταση της 7-6-2000>>. Περαιτέρω η αιτιολογία είναι αντιφατική, διότι ενώ δέχεται ότι <<εγένοντο κάποιες ασελγείς πράξεις>>, αποφαίνεται ότι από τον ως άνω μάρτυρα - ιατροδικαστή Σ. Ντούγκο <<δεν επιβεβαιώνεται κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό, ότι επήλθε βιασμός>>, δοθέντος ότι οι πιο πάνω πράξεις εμπίπτουν αναμφισβήτητα στην έννοια της ανοχής της ασελγούς πράξεως, που απαιτεί το περί βιασμού άρθρο 336 παρ. 1 του Π.Κ. (Βλ. Α.Π. 1660/2000 Ποιν. Νομολ. Σελ. 449).

5. Κατά συνέπεια η αιτιολογία του υπό κρίση βουλεύματος είναι ελλιπής και αντιφατική, ως εκ τούτου δε ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ. προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως, κατ' αποδοχή του μοναδικού τοιούτου της προκειμένης αίτησης, πρέπει δε να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθ.

519 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΩ: 1) Να αναιρεθεί το υπ' αριθ. 1619/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και

2) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση και κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί χωρίς τη συμμετοχή των αυτών Δικαστών.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

Ανδρέας Κ. Φάκος

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.-

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.- Κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε απαλλακτικό βούλευμα υπάρχει όταν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Συμβουλίου για τη μη συνδρομή των αντικειμενικών ή των υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο αυτό έκρινε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις τις οποίες έκανε το δικαστικό συμβούλιο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από τα πραγματικά αυτά περιστατικά, δεν προκύπτουν καθόλου ή αποχρώσες ενδείξεις για να στηριχθεί κατά του κατηγορουμένου κατηγορία για την πράξη για την οποία ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε την κρίση του.- 2.- Στην προκειμένη υπόθεση, με το προσβαλλόμενο με την από 3/1/2002 αίτηση του Εισαγγελέα Ε. Θεσσαλονίκης βούλευμα, το Συμβούλιο Ε. Θεσσαλονίκης, που το εξέδωσε, αποφάνθηκε, μετά εξαφάνιση του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Ι. Χ. Φ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, για τις αξιόποινες πράξεις του βιασμού και της ασέλγειας μεταξύ συγγενών κατ' εξακολούθηση, γιατί δεν προέκυψαν σε βάρος του σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου και περαιτέρω έπαυσε την κατά του ιδίου κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την πράξη της αποπλάνησης παιδιού λόγω ανακλήσεως της για την πράξη αυτή εγκλήσεως. Το Συμβούλιο Ε. για να καταλήξει στην κρίση του αυτή, ότι δηλαδή δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για τις πράξεις του βιασμού και της ασέλγειας μεταξύ συγγενών, ως προς τις οποίες μόνο προσβάλλεται με την υπό κρίση αναίρεση το ανωτέρω βούλευμα, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος με τη σύζυγό του (εγκαλούσα) απέκτησαν από το γάμο τους μία θυγατέρα, ηλικίας σήμερα περίπου τριών (3) ετών, που φέρει το όνομα Σοφία. Αυτοί διαμένουν σε διαμέρισμα στην οδό Σ. 5, Καλαμαριά και εργάζονται και οι δύο, η μεν εγκαλούσα τις πρωϊνές ώρες, ο δε κατηγορούμενος σε κατάστημα ΠΡΟ-ΠΟ τις απογευματινές ώρες. Από τον Αύγουστο του έτους 1999 η εγκαλούσα μητέρα της ανήλικης διαπίστωσε ότι η τελευταία παραπονείται για διάφορες ενοχλήσεις στην περιοχή των γεννητικών οργάνων της και του πρωκτού και μετά από εξέταση αυτής και του παιδιάτρου διαπιστώθηκε ότι στον πρωκτό υφίστατο έρπης προερχόμενος από εξωγενείς παράγοντες ως και ερεθισμός στα χείλη του αιδίου. Στη συνέχεια στην ανήλικη έγινε εξέταση από ιατροδικαστή ο οποίος διαπίστωσε ρήξη του παρθενικού υμένος που πιθανώς να εγένετο προ εικοσαημέρου. Συνδυάζοντας τα παραπάνω και ερμηνεύοντας την αδιαφορία του εκκαλούντος σε πιθανή του ενοχή, η εγκαλούσα μητέρα του ανηλίκου, υπέβαλε την κρινόμενη έγκληση, θεωρώντας τον κατηγορούμενο δράστη της εγκληματικής αυτής ενέργειας. Πρέπει δε να σημειωθεί πως το συγγενικό περιβάλλον της οικογένειας, οι υποψίες στράφηκαν , εκτός από τον κατηγορούμενο, και σε άλλα μέλη της οικογένειας, όπως στον παππού της ανήλικης, στην προσπάθεια να εξηγηθεί ποιος προέβη στην παραπάνω ενέργεια. Τελικά όμως οι υποψίες στράφηκαν κατά του κατηγορουμένου, ως δράστη των παραπάνω εγκλημάτων, κυρίως λόγω των υποψιών που είχε η εγκαλούσα. Κατά την πρόοδο όμως της ανάκρισης που διεξήχθηκε, οι υποψίες αυτές της εγκαλούσας αποδυναμώθηκαν. Και τούτο γιατί, όπως η ίδια η εγκαλούσα αναφέρει σε νέα δήλωσή της, οι ορισθέντες παιδοψυχίατροι που προέβησαν σε εξέταση της ανήλικης, δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν αν πραγματικά συνέβηκαν τα παραπάνω γεγονότα, αφού η παθούσα παρά το μικρό της λεξιλόγιο δεν ανέφερε κάτι το σχετικό σε βάρος του κατηγορουμένου και αν υπήρχε μεν «φοβία» στο αντίκρυσμα του πατέρα της και από ποια αιτία προέρχετο αυτή. Εξάλλου και ο ιατροδικαστής, Σ. Ντούγκος, που εξέτασε την παθούσα ανήλικη στη συμπληρωματική του κατάθεση της 7-6-2000, δεν επιβεβαιώνει κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό ότι επήλθε βιασμός και φαίνεται να πιθανολογεί για κάποιες ασελγείς πράξεις σε βάρος της παθούσας, αφού απέκλεισε εντελώς την παρά φύσηασέλγεια. Όπως όμως προέκυψε στη συνέχεια, οι φερόμενες ως ασελγείς πράξεις στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, οφείλονται κυρίως σε ένα σύγκαμα που προήλθε από έρπη με τη μορφή των φυσαλίδων που έγινε από την τριβή της πάνας (πάμπερς) της ανήλικης. Κατόπιν των παραπάνω στοιχείων η εγκαλούσα υπέβαλε προς το συμβούλιο Πλημμελειοδικών δια του αρμοδίου Εισαγγελέα, δήλωση με την οποία ανεκάλεσε την ασκηθείσα από 7-1-2000 έγκλησή της ως προς την πράξη της αποπλάνησης της ανήλικης, γιατί όπως ήδη εκτέθηκε οι αρχικές υποψίες που είχε κατά του κατηγορουμένου συζύγου της εξέλιπαν. Σημειώνεται ακόμη πως ο κατηγορούμενος ουδέποτε παραδέχθηκε την ενοχή του και υποστήριξε σθεναρά από την πρώτη στιγμή την αθωότητά του και πιστεύει πως οι υποψίες που τον βάρυναν από την πλευρά της συζύγου του ήταν προϊόν πλάνης της, οφειλόμενης σε εσφαλμένη πληροφόρηση. Δέχθηκε τέλος το Συμβούλιο, ότι με βάση τα ανωτέρω περιστατικά, σε συνδυασμό δε και με τη δήλωση της εγκαλούσας, οι υπάρχουσες ενδείξεις δεν είναι σοβαρές για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο για τις πράξεις του βιασμού και της ασέλγειας μεταξύ συγγενών κατ' εξακολούθηση. Στην συνέχεια το Συμβούλιο Ε. έκανε δεκτή την έφεση του κατηγορουμένου, εξαφάνισε το 981/2000 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, έπαυσε οριστικά την κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την πράξη της αποπλάνησης και αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατ' αυτού κατηγορία για τις πράξεις του βιασμού και της ασέλγειας μεταξύ συγγενών.-

3.- Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Ε. διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελίωσαν και που προσδιορίζονται κατ' είδος και οι σκέψεις με βάση τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 336 παρ.1 και 346 παρ. 1 Π.Κ., δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την τέλεση από τον κατηγορούμενο των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί ελλείψεως αιτιολογίας, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. Ε' μοναδικός λόγος της υπό κρίση αίτησης, μετά ταύτα δε και η αίτηση αυτή.-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Απορρίπτει την από 3 Ιανουαρίου 2001 αίτηση του Εισαγγελέα Ε. Θεσσαλονίκης, για αναίρεση του 1619/2000 βουλεύματος του Συμβουλίου Ε. Θεσσαλονίκης.- Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 22 Απριλίου 2002.- Και Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 13 Μαϊου 2002.-

Ο Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας