Κατά τις διατάξεις του άρθρου 465 παρ. 1 και 2 ΚΠοινΔ ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 1, ενώ προκειμένου για καταδικαστική απόφαση το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί, για λογαριασμό εκείνου στον οποίο ανήκει, και από το συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή. Το πληρεξούσιό ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση αναιρέσεως ή στη δήλωση του άρθρου 473 παρ. 2 ΚΠοινΔ που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώ αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκησή του, άλλως το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη 48/2005 καταδικαστική απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Πενταμελούς-Β' Τμήμα) Θεσσαλονίκης δημοσιεύθηκε, με παρόντα τον πρώτο των κατηγορουμένων, και ήδη αναιρεσειόντων, Ε. Α. του Χ., στις 25-5-2005 και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 13-9-2005, η κρινόμενη δε από 27-9-2005 αίτησή του για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Κτιστάκη, ο οποίος δεν είχε παραστεί στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή, στις 30-9-2005, χωρίς όμως να είναι προσαρτημένο στην πιο πάνω δήλωση το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του. Η παράλειψη δε αυτή δεν θεραπεύεται με την εκ των υστέρων, και μάλιστα κατά τη συζήτηση, προσκομιδή του πληρεξουσίου εγγράφου, που έχει μάλιστα και καταρτισθεί αυτό εκ των υστέρων και συγκεκριμένα στις 13-3-2006, αφού ο εν λόγω κατηγορούμενος είχε καταδικασθεί παρών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ε. Α. του Χ. ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του ΠΚ, «όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης τιμωρείται με κάθειρξη». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως» που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του, υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή σε επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή με σωματική βία που είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέλησή του σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή ανεχθεί ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω τρόπους ή και με τους δύο, δηλαδή και τη χρήση σωματικής βίας και με απειλή κατά τα προεκτεθέντα. Ως ασελγής πράξη νοείται εκείνη που αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των άνω στοιχείων του εγκλήματος του βιασμού, δηλαδή στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάσει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο «άλλος» δεν συναινεί στη συνουσία ή την ασελγή πράξη. Κατά δε την παρ. 2 ΄του άρθρου 336 του ΠΚ, «αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών». Με την τελευταία αυτή διάταξη θεσπίζεται ο αυστηρότερος κολασμός του λεγόμενου ομαδικού βιασμού, που διαστέλλεται από τον κοινό βιασμό και την σ' αυτόν συμμετοχή με τη μορφή της συναυτουργίας ή συνέργιας και ο οποίος (ομαδικός βιασμός) υφίσταται όταν δύο ή πλείονες από τους συναυτουργούς τελούν εις βάρος του θύματος τη γενετήσια πράξη, δηλαδή συνουσία ή ασέλγεια, ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να απαιτείται και η από όλους, από κοινού, άσκηση της παράνομης βίας, αρκούσης της από ένα εξ αυτών ασκήσεως αυτής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.3064/2002, «όποιος με κατάχρηση της παραφροσύνης άλλου ή της από οποιαδήποτε αιτία προερχόμενης ανικανότητάς του να αντισταθεί, ενεργεί επ' αυτού εξώγαμη συνουσία ή παρά φύσηασέλγεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της κατάχρησης σε ασέλγεια απαιτούνται: α) ενέργεια από το δράστη στο θύμα (άρρεν ή θήλυ) εξώγαμης συνουσίας ή παρά φύση ασέλγειας, β) κατάχρηση της παραφροσύνης του θύματος ή της από οποιαδήποτε αιτία προερχομένης ανικανότητάς του προς αντίσταση. Ως παράφρον, κατά την έννοια της άνω διατάξεως, θεωρείται το πρόσωπο, όταν τούτο για οποιαδήποτε αιτία δεν έχει ομαλή και φυσιολογική λειτουργία των πνευματικών του λειτουργιών και των ψυχικών του δυνάμεων με άμεσο αποτέλεσμα να μην έχει σαφή συνείδηση του εξωτερικού πραγματικού κόσμου, ενώ δεν είναι ανάγκη η παραφροσύνη να είναι διαρκής και πλήρης αλλά αρκεί να είναι σε τέτοιο βαθμό, ώστε το προσβαλλόμενο πρόσωπο να μην έχει την ικανότητα να διακρίνει τη σπουδαιότητα της γενετήσιας προσβολής για να προβάλει τη δέουσα αντίσταση. Ως πρόσωπο δε ανίκανο προς αντίσταση, κατά την έννοια της ερμηνευόμενης πιο πάνω διατάξεως, πρέπει να θεωρηθεί εκείνο, το οποίο, από αίτια ψυχικά ή σωματικά, είτε στερείται βουλήσεως, είτε αδυνατεί να εκδηλώσει ελευθέρως την υπάρχουσα βούλησή του, ή, τέλος, αδυνατεί να πραγματώσει την άλλως εκδηλουμένη βούλησή του για αντίσταση. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται αφενός στη γνώση του δράστη ότι το θύμα είναι παράφρον ή ανίκανο προς αντίσταση και αφετέρου στη θέληση της καταχρήσεως της καταστάσεως αυτής του θύματος προκειμένου να ενεργήσει αυτός επί του τελευταίου εξώγαμη συνουσία ή παρά φύσηασέλγεια. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδους τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 48/2005 αποφάσεως, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές-Β' Τμήμα) Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Την 2-7-2004 ο κατηγορούμενος στρατιώτης (ΠΖ) Χ. Σ., της δυνάμεως του 645 Μ/Κ ΤΠ (Ξάνθη), που είχε μόλις πρόσφατα αφιχθεί στη Μονάδα του, γνώρισε το συγκατηγορούμενό του ΕΜΘ Επιλοχία (Μ.) Ε. Α., της δυνάμεως του 37 ΛΜ. (Ν. Σ., Κιλκίς), ο οποίος μετακινούμενος καθ' οδόν με το υπ' αριθμ. ...ΙΧΕ όχημά του, από τη Μονάδα του Στο Φανάρι Ν. Ροδόπης, σταμάτησε για λίγο στην πόλη της Ξάνθης. Επίσης, κατά τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημερομηνίας ο κατηγορούμενος Χ. Σ. γνώρισε τυχαία στο κέντρο της πόλης τον ηλικίας 16 ετών ιδιώτη Α. Φ., κάτοικο Ξάνθης, ο οποίος είναι άτομο με σχετική νοητική υστέρηση και για το λόγο αυτό τυγχάνει μαθητής σχολείου για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Αφού περπάτησαν μαζί στους δρόμους της πόλης κατευθύνθηκαν οι δύο τους στην περιοχή του κολυμβητηρίου της Ξάνθης. Εκεί ο Χ. Σ. από τηλεφωνικό θάλαμο της περιοχής τηλεφώνησε στο κινητό τηλέφωνο του συγκατηγορουμένου του Ε. Α., ειδοποιώντας τον σχετικά. Μετά από λίγο ο Ε. Α. κατέφθασε με το ΙΧ όχημά του και οι δύο τους άρχισαν να συνομιλούν με τον ανήλικο. Περί ώρα 19.00, βάζοντας σε εφαρμογή το εγκληματικό τους σχέδιο, προφασίστηκαν στον ανήλικο ότι ήθελαν να περιηγηθούν την πόλη της Ξάνθης και με αυτή την προοπτική τον επιβίβασαν στο αυτοκίνητο του Ε. Α., εκμεταλλευόμενοι την καλοσύνη του θύματος. Αντί όμως να κινηθούν στο εσωτερικό της πόλης, κατευθύνθηκαν εξ αρχής προς το βορείως κείμενο περιαστικό άλσος αυτής αναζητώντας απόμερο σημείο, προκειμένου να υλοποιήσουν, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τρίτους το σχέδιό τους. Ενώ λοιπόν ο φυσικός φωτισμός άρχισε να περιορίζεται, λόγω δύσης, και το αυτοκίνητο του Ε. Α. να κινείται σε απόμερους δρόμους του συγκεκριμένου άλσους, ο ανήλικος Α. Φ. διαισθάνθηκε για πρώτη φορά τον κίνδυνο που διέτρεχε και προσπάθησε να ανοίξει ανεπιτυχώς μία από τις οπίσθιες θύρες του αυτοκινήτου, καθώς η ασφάλεια της πόρτας ήταν ενεργοποιημένη. Επίσης, άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα, να ζητά επίμονα τη μητέρα του και να απαιτεί να τον κατεβάσουν από το αυτοκίνητο. Σε απάντηση όλων αυτών ο Ε. Α. του είπε «μας ζάλισες τα αρχίδια μας», συνεχίζοντας ακάθεκτος την πορεία με το ΙΧΕ όχημά του. Στη συνέχεια ο Ε. Α. στάθμευσε το αυτοκίνητό του σε εντελώς απόμερη περιοχή του μοναστηρίου «Παναγία Καλαμούς», όπου και αποβιβάστηκαν. Εκεί γιατί με τον Χ. Σ. έγδυσαν τον ανήλικο Αθαν. Φ., λέγοντάς του «τώρα θα σε γαμήσουμε». Αμέσως μετά γδύθηκαν και οι ίδιοι από τη μέση και κάτω και τοποθέτησαν προφυλακτικά στα πέη τους, ελέγχοντας συνάμα τον ανήλικο για να μη τους ξεφύγει. Κατόπιν υποχρέωσαν το θύμα να σταθεί γονατιστό στη θέση του οδηγού, με μέτωπο προς τη θέση του συνοδηγού, ενώ ο Ε. Α. του έπιανε τα χέρια, ακινητοποιώντας το, κάνοντας χρήση της προφανώς υπέρτερης σωματικής του δύναμης. Τότε ο Χ. Σ. πλησίασε το θύμα από πίσω, εισχώρησε με το πέος του στον πρωκτό του και συνέχισε την παρά φύση συνουσία μέχρι την εκσπερμάτωσή του. Στη συνέχεια η ίδια ακριβώς σεξουαλική πράξη σε βάρος του ανηλίκου επαναλήφθηκε (ακινητοποίηση, σοδομισμός), κάτω από τις ίδιες συνθήκες με ακριβώς αντίστροφους ρόλους των δραστών (ο Σ. τον ακινητοποίησε και ο Α. εκτέλεσε την παρά φύση συνουσία μέχρι την εκσπερμάτωσή του). Σημειωτέον ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια του εν λόγω συμβάντος το θύμα προσπαθούσε να απεμπλακεί και ζητούσε επίμονα τη μητέρα του. Αμέσως μετά οι δράστες πέταξαν τα χρησιμοποιημένα προφυλακτικά στο έδαφος και επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο. Τότε το θύμα βρήκε την ευκαιρία να τρέξει και να απομακρυνθεί προσωρινά από τον τόπο του εγκλήματος. Όμως τον πρόλαβαν με το αυτοκίνητο και ακολούθως τον εξανάγκασαν να επιβιβασθεί σ΄ αυτά. Τελικά τον αποβίβασαν κατά την είσοδό τους στην πόλη της Ξάνθης, προσφέροντάς του μάλιστα ένα αναψυκτικό και λέγοντάς του ότι «θα πάθει κακό, αν το πει». Περί ώρα 20.00, πλησίον της κεντρικής πλατείας της Ξάνθης, ο ανήλικος συνάντησε τον πατέρα του, στον οποίο περιέγραψε, αν και ταραγμένος, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια το ανωτέρω συμβάν. Το ίδιο στη συνέχεια περιέγραψε και στη μητέρα του. Περί ώρα 22.30 ο πατέρας του θύματος Β. Φ., παρουσία του υιού του Α., μετέβη στο Τ.Α Ξάνθης, όπου κατήγγειλε το γεγονός και στη συνέχεια μετέβη στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Ξάνθης, όπου ζήτησε ιατροδικαστική εξέταση από τον εφημερεύοντα ιατρό της Χειρουργικής Κλινικής Ζ. Α. Εκείνος διαπίστωσε ότι ο Α. Φ. «δεν έφερε εμφανείς σωματικές κακώσεις κεφαλής, κορμού, άνω-κάτω άκρων.... Παρουσίαζε ερυθρότητα και ευαισθησία στην περιοχή του πρωκτού, παρατήρησε μικρές εκδορές πέριξ του πρωκτικού δακτυλίου και ιδίως την 6η, 7η και 12η ώρα». Ο εν λόγω ιατρός δεν προέβη σε περαιτέρω δακτυλική εξέταση του πρωκτού για να μη παραβιάσει το δακτύλιο και έτσι υπάρξουν αλλοιωμένα στοιχεία ενώπιον του ιατροδικαστή. Στις 7-7-2004 επί του θύματος διενήργησε ιατρική πραγματογνωμοσύνη ο ιατροδικαστής της ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θράκης Ν. Κ., ο οποίος κατέληξε ότι «ο Αθαν. Φ. δεν έφερε εμφανείς κακώσεις σώματος....έφερε μακροσκοπικά ευρήματα (ερυθρότητα και εκχύμωση βλεννογόνου) ενδεικτικά προσπαθειών παρά φύση συνουσίας......και η ημερομηνία των κακώσεων εκτιμάται προ 4-5 ημερών περίπου». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανωτέρω ανήλικος με βάση το προσκομισθέν στο δικαστήριο υπ΄ αριθ. πρωτ. 411/29-7-1997 έγγραφο του Ψυχολογικού Κέντρου Ξάνθης (βεβαίωση-γνωμοδότηση) χαρακτηρίζεται «άτομο μεσαίας έως ελαφράς νοητικής αναπηρίας κατά πάσα πιθανότητα επί οργανικής βάσης, με προβλήματα συμπεριφοράς και προσαρμογής, λόγω κοινωνικοπολιτιστικής αποστέρησης»... Από την ακροαματική διαδικασία και την εν γένει εξέταση του υπάρχοντος στη δικογραφία αποδεικτικού υλικού προέκυψε αναντίρρητα ότι και οι δύο κατηγορούμενοι, παρά την αρνητική στην προδικασία στάση τους, ήλθαν διαδοχικά σε παρά φύσηασέλγεια (πρωκτική συνουσία) με τον ανήλικο Α. Φ., από μία φορά ο καθένας. Η πράξη αυτή της διαδοχικής παρά φύση συνουσίας αποδείχθηκε περίτρανα από την κατάθεση του παθόντος, τις δύο ιατροδικαστικές εκθέσεις, για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω, καθώς και από τις ομολογίες των δύο κατηγορουμένων στο ακροατήριο τόσο του πρωτοβάθμιου όσο και του παρόντος Δικαστηρίου. Και οι δύο οι κατηγορούμενοι υποστήριζαν πως ό,τι έγινε, έγινε με την συναίνεση του παθόντος, ενώ ο μεγαλύτερος σε ηλικία και ωριμότερος Ε. Α. υποστήριξε ότι ο παθών είχε την ιδέα και ο ίδιος (παθών) πρότεινε να πάνε στο βουνό για να κάνουν αυτό που έκαναν. Όμως ο παθών ήταν κατά το χρόνο τελέσεως των σε βάρος του πράξεων έφηβος (ανήλικος) «μεσαίας έως ελαφράς νοητικής αναπηρίας», όπως χαρακτηρίζεται από τα προσκομισθέντα έγγραφα, με μυαλό παιδιού 6 ετών, όπως κατέθεσε ο πατέρας του, και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτός ο πιο πάνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου Ε. Α. Ο παθών παρουσιάζει πράγματι μια έκπτωση των νοητικών του λειτουργιών. Τούτο όμως δεν τον καθιστά άνευ ετέρου παράφρονα, άλλωστε δε δεν υπάρχει καμιά ιατρική γνωμάτευση που να τον χαρακτηρίζει ως τέτοιο. Η διανοητική όμως αυτή κατάσταση του δεν τον εμποδίζει να διακρίνει ότι η πράξη που τελέσθηκε σε βάρος του από τους κατηγορουμένους ήταν κάτι κακό και όχι μόνο το αποδοκίμασε αλλά είναι βέβαιο ότι δεν θα το έκανε με δύο αγνώστους, εάν η βούλησή του ήταν ελεύθερη. Ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι αφενός μεν η ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρέθηκε από τους γονείς του και τον εφημερεύοντα ιατρό της χειρουργικής Κλινικής του ΓΝΝ Ξάνθης Ζ. Α. (ταραγμένος-ταλαιπωρημένος), αφετέρου δε η άμεση αναφορά των συμβάντων στον πατέρα του. Σημειώνεται επίσης ότι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην κατάθεση του παραπάνω ιατρού, η περιγραφή των συμβάντων είχε λογικό ειρμό και ήταν τοποθετημένη σε σωστή χρονολογική σειρά. Η διήγηση παρουσίαζε κάποια κενά, τα οποία όμως δικαιολογούνται και από την ταραχή του. Από τα ανωτέρω συνάγεται αβίαστα η αλήθεια των υπό του παθόντος κατατεθέντων στο σύνολό τους. Έτσι η αλήθεια που προκύπτει είναι ότι ασκήθηκε σε βάρος του σωματική βία τόσον προς της τελέσεως της πράξης (κλείδωμα θυρών του οχήματος και άρνηση των κατηγορουμένων να τον αποβιβάσουν από αυτό, όταν διαπίστωσε ότι τον οδηγούσαν στο βουνό), όσο και κατά την τέλεση της πράξης (αφαίρεση δια της βίας των ενδυμάτων του, συγκράτηση των χειρών του από τον κάθε κατηγορούμενο όταν ο άλλος τελούσε την ασελγή πράξη). Αναμφίβολα τα προαναφερθέντα συνιστούν άσκηση σωματικής βίας και μέσω αυτής εκμηδένιση της βούλησης του παθόντος και επίτευξη της διαδοχικής παρά φύση ασέλγειας, παρά τις αντιστάσεις του, που ήταν ανάλογες με τη διανοητική του κατάσταση. Επομένως, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη των τριών μελών του Δικαστηρίου, πρέπει αμφότεροι οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι του εγκλήματος του ομαδικού βιασμού (άρθρο 336 ΠΚ), απορριπτομένου του ισχυρισμού τους περί εφαρμογής εν προκειμένων του άρθρου 338 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ν. 3064/2002, αφού η τέλεση της παρά φύση ασέλγειας από τους κατηγορουμένους δεν ήταν προϊόν εκμεταλλεύσεως της παραφροσύνης του θύματος, αλλά ήταν προϊόν βίαιου εξαναγκασμού του, δεδομένου ότι το θύμα ήταν άτομο μεσαίας έως ελαφράς νοητικής αναπηρίας και ως εκ τούτου μη δυνάμενο εκ των πραγμάτων να χαρακτηρισθεί ως παράφρον. Επιπρόσθετα, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η, έστω μέσω κατάχρησης της «παραφροσύνης» του, επίτευξη της ασέλγειας, καθόσον , όπως προελέχθη, η αντίστασή του στο κοινό σχέδιο των δραστών ήταν δεδομένη, μόνιμη, συνεχής αν και μη επιτυχής (προσπάθεια ανοίγματος θύρας αυτοκινήτου, άρνηση εκουσίου γδυσίματος, ακινητοποίησή του κατά την τέλεση των σε βάρος του σεξουαλικών πράξεων). Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος Χρυσ. Σ., κατά την ομόφωνη γνώμη των μελών του Δικαστηρίου, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και για τις πράξεις της απόδρασης και της παράνομης οπλοκατοχής, καθόσον στοιχειοθετείται πλήρως τόσο σε αντικειμενικό όσο και σε υποκειμενικό επίπεδο η υπόσταση των αδικημάτων αυτών,....». Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές) κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ. Σ. για την αποδιδόμενη σ΄ αυτόν αξιόποινη πράξη του ομαδικού βιασμού (καθώς και τον άνω συγκατηγορούμενο του Ε. Α.), -που αποτελεί και το αντικείμενο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως-καθώς και για τις λοιπές αποδιδόμενες σ΄ αυτόν αξιόποινες πράξεις της αποδράσεως κρατουμένου και της παράνομης κατοχής όπλου και του επέβαλε, αφού δέχθηκε ότι συντρέχουν υπέρ του κατηγορουμένου (Χ. Σ.) οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ και ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 133 ΠΚ (μετεφηβική ηλικία), ποινή καθείρξεως 8 ετών για το κακούργημα και συνολική ποινή φυλακίσεως έξι μηνών για τα πλημμελήματα. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ΄ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του ομαδικού βιασμού, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 336 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, με ειδικώς αιτιολογημένες σκέψεις δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η τέλεση της πιο πάνω παρά φύση ασέλγειας εις βάρος του ανηλίκου παθόντος Α. Φ. από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ. Σ. (και το συγκατηγορούμενό του Ε. Α.) δεν ήταν προϊόν εκμεταλλεύσεως καταστάσεως παραφροσύνης του παθόντος, ο οποίος παρουσιάζει μεν μια έκπτωση των νοητικών του λειτουργιών, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν τον καθιστά άνευ ετέρου παράφρονα και η διανοητική του κατάσταση δεν τον εμπόδισε εν προκειμένω να διακρίνει ότι η πράξη που τελέσθηκε εις βάρος του ήταν κάτι κακό, το οποίο αποδοκίμασε και είναι βέβαιο ότι δεν θα το έκανε εάν η βούλησή του ήταν ελεύθερη, αλλ΄ ήταν (η πράξη αυτή) προϊόν βίαιου εξαναγκασμού του ανηλίκου. Και ότι συγκεκριμένα ασκήθηκε εις βάρος του σωματική βία τόσον προ της τελέσεως της πράξεως, όσο και κατά την τέλεση αυτής, όπως προεκτέθηκε, μέσω δε αυτής της βίας εκμηδενίσθηκε η βούληση του παθόντος και επιτεύχθηκε η διαδοχική παρά φύσηασέλγεια, παρά τη μόνιμη και συνεχή αντίσταση του τελευταίου στο κοινό σχέδιο των δραστών, η οποία ήταν ανάλογη με τη διανοητική του κατάσταση. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ Κ.Ποιν.Δ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι λοιπές δε, στον λόγο διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και γι΄ αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Από το άρθρο 364 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι η μη ανάγνωση εγγράφου, που υποβλήθηκε κατά η διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, συνιστά κατά το άρθρο 170 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ έλλειψη ακροάσεως, η οποία συνεπάγεται την αναίρεση της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ Κ.Ποιν.Δ, εφόσον από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας ή ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορό του ζήτησαν την ανάγνωσή του και το Δικαστήριο παρά το νόμο δεν επέτρεψε να αναγνωσθεί αυτό ή παρέλειψε να αποφανθεί επί σχετικού αιτήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του (αλλ΄ ούτε και ο άνω συγκατηγορούμενός του ή ο συνήγορός του) ζήτησαν κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας την ανάγνωση του υπ΄ αριθμ. 27/2004 παραπεμπτικού βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Στρατοδικείου Ξάνθης (μέσα στο οποίο γίνεται μνεία, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, για το υπ΄ αριθ. πρωτ. 2011 Πρακτικό της 34ης Συνεδρίασης της 25-9-2002 της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης σχετικά με τη διανοητική κατάσταση του παθόντος), ούτε ότι το Δικαστήριο παρά το νόμο δεν ανέγνωσε το εν λόγω βούλευμα, καίτοι ήταν αναγνωστέο. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ (κατ΄ εκτίμηση) Κ.Ποιν.Δ δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 79 ΠΚ η επιμέτρηση της ποινής ανήκει, σε κάθε περίπτωση, στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, τα σχετικά με την ενοχή του, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του και άλλη ειδικότερη αιτιολογία, εκτός αν η τελευταία απαιτείται από διάταξη άλλου νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στο περί ποινής τμήμα της τους προμνημονευθέντος όρους του άρθρου 79 ΠΚ, με βάση τους οποίους, και ενόψει του ότι δέχθηκε, κατά τα ανωτέρω, ότι συντρέχει υπέρ του κατηγορουμένου Χ. Σ. η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, καθώς και ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 133 ΠΚ, επέβαλε σ΄ αυτόν την προσήκουσα, κατά την κυριαρχική κρίση του, ποινή της καθείρξεως οκτώ ετών για το έγκλημα του ομαδικού βιασμού, χωρίς να είναι περαιτέρω αυτό υποχρεωμένο να διαλάβει και άλλη ειδικότερη αιτιολογία, αφού τέτοια δεν απαιτείτο εν προκειμένω από διάταξη άλλου νόμου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ και Δ΄ Κ.Ποιν.Δ τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α)της υπερβάσεως εξουσίας ενόψει της παραβιάσεως εμμέσως της αρχής της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος, λόγω της επιβολής στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ. Σ., καθώς και στο συγκατηγορούμενό του Ε. Α., για το έγκλημα του ομαδικού βιασμού της ίδιας πιο πάνω ποινής, μολονότι στον τελευταίο είχε αναγνωρισθεί μόνο το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α΄ ΠΚ, ενώ δεν εφαρμόσθηκε γι΄ αυτόν το άρθρο 133 του ίδιου Κώδικα, και β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την επιβολή, παρά τα ανωτέρω της ίδιας πιο πάνω ποινής, αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, όπως προκύπτει από την πληττόμενη απόφαση το Δικαστήριο της ουσίας έκρινε αιτιολογημένα ότι δεν συντρέχει λόγος αναβολής της δίκης για να κληθεί εκ νέου και εμφανισθεί ενώπιον του ο απολειπόμενος μάρτυρας Ν. Κ., ιατροδικαστής της Ι. Υπηρεσίας Θράκης, γιατί «από την κατάθεση του μάρτυρα αυτού, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και της οποίας η ανάγνωση διατάχθηκε, σε συνδυασμό και με το λοιπό αποδεικτικό υλικό, το παρόν Δικαστήριο μπορεί να αχθεί σε ασφαλή δικανική πεποίθηση επί της παρούσας υποθέσεως», μάλιστα δε, όπως ειδικώς επισημαίνεται στην απόφαση, η ανωτέρω μαρτυρική κατάθεση, που περιέχεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνώσθηκε και αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο. Επομένως, δεν τίθεται εν προκειμένω θέμα απόλυτης ακυρότητας της επ΄ ακροατηρίου διαδικασίας, γιατί δεν στερήθηκε ο αναιρεσείων Χ. Σ., όπως αβασίμως υποστηρίζει, των δικαιωμάτων υπερασπίσεώς του εξαιτίας της ανωτέρω, αιτιολογημένης μάλιστα, απορρίψεως του περί αναβολής της δίκης σχετικού αιτήματός του και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ Κ.Ποιν.Δ πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη από 29-9-2005 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ. Σ. να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α)την από 27-9-2005 (υπ΄ αριθ. πρωτ. 2535/30-9-2005 αίτηση του Ε. Α. του Χ. και β)την από 29-9-2005 (υπ΄ αριθ. πρωτ. 2579/30-9-2005) αίτηση του Χ. Σ. του Ζ. για αναίρεση της 48/2005 αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Πενταμελούς-Β΄ Τμήμα) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ για τον καθένα απ΄ αυτούς.