Έτος
2011
Νόμος / διάταξη που αφορά
351 ΠΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
ΟΛΟΙ
Σημασία απόφασης
Συρροή εγκλημάτων

 

 

…..Ειδικότερα, ως προς την πράξη της σωματεμπορίας, κηρύχθηκε ένοχος του ότι: "στο χρονικό διάστημα από τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2006 μέχρι 24-11-2006, ενεργώντας από κοινού με άλλα δύο πρόσωπα Ουκρανικής και Βουλγαρικής υπηκοότητας με τα μικρά ονόματα "Σ. και Σ. S." αγνώστων λοιπών στοιχείων, με πρόθεση και με κοινή απόφαση και δόλο και με ταυτόχρονες και διαδοχικές συγκλίνουσες συμπεριφορές, υπό τις συνεχείς οδηγίες του πρώτου από αυτούς, ώστε να ενεργούν σύμφωνα με τον από κοινού σχεδιασμό της όλης δράσης τους, με ενέργειες του πέμπτου από αυτούς Α. Π. Φ. και των αλλοδαπών "Σ. και Σ.", εντόπισαν στην αλλοδαπή στην πόλη Ντόνιεσκ της Ουκρανίας το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Οκτωβρίου του 2006 την Ουκρανή Τ. S. του Α.ετών 22 και τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2006 την Ουκρανή Υ. Β. του Α., ετών 22, και στη συνέχεια με σκοπό να τις μεταφέρουν στην Ελλάδα και να προβούν στη γενετήσια εκμετάλλευση τους, με απατηλές υποσχέσεις που συνίστανται στο ότι το άτομο με το όνομα Σ. παρέστησέ εν γνώσει του ψευδώς στην μεν Υ. Β. ότι είχε ένα γνωστό στην Ελλάδα, εννοώντας τον πρώτο από αυτούς, ο οποίος έψαχνε δήθεν για γυναίκα, με την οποία, αν του άρεσε, θα γινόταν και γάμος, στη δε Τ. S. ότι μπορεί να έλθει στην Ελλάδα και να εργασθεί σε κλάμπ κάνοντας "κονσομασιόν" και ότι τα χρήματα | που θα κέρδιζε θα ήσαν μεγάλα, καθώς και με την προσφορά ανάληψης και κάλυψης των εξόδων μετακίνησης τους στην Ελλάδα, τις έπεισε να έλθουν στην Ελλάδα, όπου και ήλθαν πράγματι, περνώντας λαθραία με τη βοήθεια άλλων άγνωστων προσώπων με τα πόδια από τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στη βόρεια δε Ελλάδα τις παρέλαβε ο από αυτούς Α. Π., ο οποίος τις έφερε στην Αθήνα και τις παρέδωσε στον πρώτο από αυτούς Α. Μ. έναντι χρηματικού ανταλλάγματος 4.500-5.000 € την κάθε μία, στη συνέχεια δε ο πρώτος και η τέταρτη από αυτούς Α. Μ. και Μ.-G. I. με τη χρήση εξαναγκαστικού μέσου, που συνίσταται στο ότι τους αφήρεσαν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, τις κατακράτησαν παράνομα, εκμεταλλευόμενοι δε και την ευάλωτη θέση τους και κυρίως το ότι ήταν αλλοδαπές, την κακή οικονομική τους κατάσταση και την αδυναμία τους να βρουν ευχερώς άλλη εργασία, αποστερώντας μάλιστα από αυτές και την δυνατότητα αυτοκαθορισμoύ των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης τους, τις εξέδιδαν σύμφωνα με το σχέδιο δράσης τους σε διάφορα σημεία του Ν. Αττικής, μέσω τηλεφωνικών ραντεβού, τα οποία ρύθμιζε υπό την ιδιότητα της, ως τηλεφωνήτρια, η τέταρτη από αυτούς Μ.-G. I., αντί αμοιβής για κάθε συνάντηση 75-100 ευρώ, την οποία παρακρατούσαν αυτοί ολόκληρη μέχρι να καλύψουν τα έξοδα μεταφοράς τους στην Ελλάδα, στη συνέχεια δε απέδιδαν σ` αυτές μόνο το 25% της αμοιβής από κάθε συνάντηση και έτσι προέβαιναν στην γενετήσια εκμετάλλευση τους, αποκομίζοντας σημαντικά οικονομικά οφέλη σε βάρος τους. Επιχειρούν δε αυτοί τέτοιες πράξεις κατ` επάγγελμα, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της

πράξης αυτής και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει, με την εγκατάσταση της επιχείρησης τους στην οικία του πρώτου από αυτούς στις Αφιδνές-Αττικής, όπου τοποθέτησαν τηλεφωνικό κέντρο για τις επικοινωνίες με τους πελάτες, τις εκδιδόμενες γυναίκες και τους οδηγούς, που τις μετέφεραν στα ραντεβού και όπου δρούσαν καταστάσεις, στις οποίες σημείωναν τις ημέρες των ραντεβού για κάθε εκδιδόμενη γυναίκα, το ποσό της αμοιβής, τα στοιχεία και το τηλέφωνο του πελάτη, το αν αυτός ήταν παλιός ή νέος πελάτης, χρησιμοποιώντας προς τούτο την ένδειξη Π ή Κ, τη χρονική διάρκεια του ραντεβού και το τηλέφωνο τους, με το οποίο επικοινωνούσε ο πελάτης, καθώς και με την αγορά ιδιόκτητων αυτοκινήτων για τη μεταφορά των παραπάνω εκδιδομένων γυναικών, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος". Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για να κριθεί το βάσιμο ή μη του λόγου της αναιρέσεως, προκύπτει ότι με την 2418/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος του ότι:"...στον παρακάτω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού, με απάτη ή βία ή με την απειλή βίας κατακρατούσαν άλλον με σκοπό να εξαναγκαστεί ο παθών σε πράξη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωση. Συγκεκριμένα στην Αθήνα από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 μέχρι και την 24-11-2006, μαζί με άλλα δύο (2) πρόσωπα Ουκρανικής και Βουλγαρικής υπηκοότητας ονόματι "Σ." και "Σβετλάνα" αγνώστων λοιπών στοιχείων, με πρόθεση και με κοινή απόφαση και δόλο και με ταυτόχρονες και διαδοχικές συγκλίνουσες συμπεριφορές, υπό τις συνεχείς οδηγίες του πρώτου, ώστε να ενεργούν σύμφωνα με τον από κοινού σχεδιασμό της όλης δράσης τους, εμφανιζόμενοι στις αλλοδαπές Ουκρανικής υπηκοότητας νεαρές γυναίκες Τ. S. του Α. ετών 22, και Υ. Β. του Α., ετών 22, ως τα πρόσωπα που τους έχουν εξασφαλίσει άμεση επαγγελματική και οικονομική κατάσταση με αποκομιδή μάλιστα μεγάλων σχετικά κερδών και εκμεταλλευόμενοι την ευάλωτη θέση τους και κυρίως την κακή οικονομική τους κατάσταση, ενόψει της αδυναμίας τους να βρουν ευχερώς εργασία, αποκρύπτοντας τις πραγματικές προθέσεις τους, ήτοι την οργανωμένη, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται παρακάτω στην υπό στοιχείο (Γ2) πράξη γενετήσια εκμετάλλευση τους, ώστε να αποκομίσουν σημαντικά οικονομικά οφέλη, πέτυχαν, την μεταφορά τους από την Ουκρανία στην Ελλάδα, έχοντας αυτές υπό τον άμεσο και συνεχή έλεγχο τους, αφαιρώντας τους μάλιστα τα νόμιμα ταξιδιωτικά τους έγγραφα. Τις εν λόγο αλλοδαπές κατακράτησαν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα στερώντας τους την ελευθερία τους, είτε στην κατοικία του πρώτου, στις Αφιδνές Ν. Αττικής είτε σε κατοικία στην περιοχή της ... οδός ..., ή και σε άλλα σημεία του Ν. Αττικής και με την χρήση βίας (ξυλοδαρμούς και φραστικές υβριστικές επιθέσεις) και απειλών για την σωματική τους ακεραιότητα κα την προσωπική τους ελευθερία, υποβάλλοντας αυτές μάλιστα σε διατροφικές στερήσεις, τις υπόταξαν ακούσια στην φυσική τους εξουσία και τις ανάγκασαν έτσι, χωρίς να υπάρχει υποχρέωση τους, να εκδίδονται παρά την θέληση τους, σύμφωνα με τις εντολές τους σε αόριστο αριθμό πελατών μέσω τηλεφωνικών ραντεβού, τα οποία οι ίδιοι έκλειναν". Όμως, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή των διατακτικών των δύο αποφάσεων σε συνδυασμό και με το σκεπτικό αυτών, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως στις δύο περιπτώσεις, διότι η πράξη της αρπαγής και της σωματεμπορίας, συρρέουν αληθινά και συνεπώς δεν υπάρχει η προϋπόθεση του άρθρου 57 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την ύπαρξη δεδικασμένου. Κατ` ακολουθίαν, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως, περί υπάρξεως δεδικασμένου για την πράξη της σωματεμπορίας ο οποίος ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (511 ΚΠΔ), είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 351 παρ. 1, 2. 4 περ. δ` του Ποινικού Κώδικα, όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 8 του νόμου 3064/2002 "Όποιος με την χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στην γενετήσια εκμετάλλευση του τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.". Κατά την παράγραφο 2 της ανωτέρω διατάξεως "Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να πετύχει τον ίδιο σκοπό, αποσπά την συναίνεση προσώπου με την χρήση απατηλών μέσων ή παρασύρει εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του θύματος με υποσχέσεις" και κατά την παράγραφο 4 περ. δ της ίδιας διάταξης ορίζεται ότι "Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων (50.000) έως εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αν η πράξη α).... β)....γ)....δ) τελέσθηκε κατ` επάγγελμα...". Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα της σωματεμπορίας είναι υπαλλακτικώς μικτό, οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους, αλλά η συνδρομή περισσοτέρων μορφών, εφόσον το παθόν πρόσωπο είναι ένα, στοιχειοθετεί ένα έγκλημα, οι λοιπές δε μορφές λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σωματεμπορίας πρέπει ο δράστης χρησιμοποιώντας κάποιο από τους ανωτέρω τρόπους, να εξαναγκάζει άτομο, άρρεν ή θήλυ, ενήλικο ή ανήλικο, αν όμως πρόκειται περί ανηλίκου εφαρμόζονται οι επιβαρυντικές περιστάσεις της παραγράφου 4, ή να το παραπείθει να εκπορνευτεί. Το έγκλημα της σωματεμπορίας είναι τετελεσμένο με την αποτελεσματική χρήση των εξαναγκαστικών και παραπειστικών μέσων χωρίς να είναι αναγκαίο να πραγματωθεί και η επίτευξη του σκοπού της εκπορνεύσεως. Προστατευόμενο έννομο αγαθό με το έγκλημα της σωματεμπορίας είναι το δημόσιο συμφέρον που έγκειται στην καταπολέμηση της εκμεταλλεύσεως της ακολασίας. Ο δράστης του εγκλήματος αυτού με τη χρησιμοποίηση βίας (σωματικής ή ψυχολογικής) ή απειλές κάμπτει την αντίσταση του θύματος και επιτυγχάνει την γενετήσια εκμετάλλευση του. Σκοπός του δράστη της σωματεμπορίας είναι να οδηγήσει το θύμα θήλυ ή άρρεν στην πορνεία, παρά την αντίθετη θέληση αυτού, η οποία επιβάλλεται (πορνεία) ή με τη χρησιμοποίηση βίας και απειλής οποιασδήποτε μορφής, ή με την χρησιμοποίηση ψευδών υποσχέσεων για νόμιμη εργασία στην χώρα ή με την εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσεως, που μπορεί να δημιουργηθεί όταν το άτομο αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα ή βρίσκεται σε ξένη χώρα, χωρίς να απολαμβάνει την προστασία των αρμόδιων αρχών και έτσι επιτυγχάνει να καμφθεί η βούληση του ή να παραπεισθεί και να φύγει από τη Χώρα του να έλθει στην Ελλάδα, να προωθηθεί στο εσωτερικό της χώρας και να οδηγηθεί τελικά στην πορνεία. Η κοινωνική εξέλιξη επέβαλε την θέσπιση της διατάξεως του άρθρου 8 του νόμου 3064/2002, με την οποία αντικαταστάθηκε εκείνη του άρθρου 351 του Ποινικού Κώδικα, ως άνω, λόγω της αθρόας εισόδου αλλοδαπών μεταναστών στην χώρα, πρόκειται δηλαδή για διασυνοριακό έγκλημα που τιμωρεί την εκμετάλλευση ανθρώπων, κυρίως γυναικών, που επιθυμούν νόμιμη εργασία προς επιβίωση, που συντελείται με την άσκηση επιρροής με χρήση βίας, απειλών ή ψευδών υποσχέσεων και κάμψη έτσι της βουλήσεως αυτών, λαμβανομένης υπόψη και της κατά την ανωτέρω έννοια ευάλωτης θέσεως αυτών. Η πράξη της σωματεμπορίας αποτελεί μία ειδικότερη μορφή του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων. Η παράγραφος 4 της ανωτέρω διατάξεως (351 του ΠΚ) αποτελεί διακεκριμένη περίπτωση του εγκλήματος, μεταξύ των άλλων και όταν ο δράστης προσλαμβάνει, με την έννοια ότι στρατολογεί στην πορνεία, μεταφέρει, που σημαίνει ότι διαμετακομίζει από τόπου σε τόπο, είτε αυτοπροσώπως, είτε δι` άλλων προσώπων, εφόσον έχει την οργάνωση και τη διεύθυνση της διακινήσεως, προωθεί παράνομα με την έννοια της διαδοχικής μεταφοράς εντός ή εκτός της χώρας, με τους παραπάνω τρόπους, με σκοπό την εκπόρνευση και με την συντέλεση αυτής προς απόκτηση εισοδημάτων για βιοπορισμό αυτού (του δράστη). Η κατ` επάγγελμα, κατά την ανωτέρω έννοια, τέλεση του εγκλήματος της σωματεμπορίας που αποτελεί διακεκριμένη περίπτωση αυτής και επισύρει για τον δράστη την ανωτέρω αυξημένη ποινή, θεσπίσθηκε, όπως λέχθηκε, λόγω της αθρόας εισόδου αλλοδαπών γυναικών στην χώρα και της εκμεταλλεύσεως αυτών με την προώθησή τους στην πορνεία, εξαιτίας των κρατουσών στις χώρες τους δυσμενών οικονομικών συνθηκών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 349 παρ. 3 εδ. α` του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο. 7 του Ν. 3064/2002, όποιος κατ` επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην παρακίνηση, με οποιονδήποτε τρόπο, γυναίκας, που δεν έχει ακόμη πορνευθεί, να παρέχει κατά συνήθεια σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό προσώπων αντί χρημάτων ή άλλης αμοιβής, χωρίς να απαιτείται και το άμεμπτο των ηθών της ή η ανηλικότητά της. Ο δράστης περαιτέρω απαιτείται να προβαίνει στην ανωτέρω πράξη του σύμφωνα με την δημιουργηθείσα από αυτόν υποδομή προς επανειλημμένη διάπραξη του εγκλήματος αυτού για να ποριστεί εισοδήματα για τον βιοπορισμό του ανεξάρτητα αν αυτά (τα εισοδήματα) καλύπτουν πλήρως ή μερικώς τον βιοπορισμό αυτού και ανεξάρτητα αν αυτά προέρχονται από μία μόνο γυναίκα. Υποκείμενο του εγκλήματος, κατ αντίθεση με την σωματεμπορία, μπορεί να είναι μόνον γυναίκα, που δεν έχει γίνει ακόμη πόρνη, έστω και μη αμέμπτων ηθών και ανήλικη ακόμη. Βασικό στοιχείο του εγκλήματος της μαστροπείας είναι η μη προηγούμενη εκπόρνευση της γυναίκας, πράγμα το οποίο δεν απαιτείται επί σωματεμπορίας. Με κερδοσκοπία ενεργεί ο δράστης όταν έχει ως κίνητρο του την απόκτηση χρημάτων ή άλλων αμοιβών και με τον σκοπό αυτό παρακινεί στην πορνεία γυναίκες.

Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές

σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα καθενός απ` αυτά, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπόψη το σύνολο αυτών, από το ότι δε δόθηκε διαφορετική αποδεικτική αξία σε ορισμένα από αυτά, δεν συνάγεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε εκτιμήθηκαν τα άλλα. Όσον αφορά τον δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγηση του. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείου Αθηνών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με αναφορά κατ` είδος στα αποδεικτικά μέσα, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως τα εξής: "Περί τις 20.11.2006  περιήλθε στο Τμήμα Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής η πληροφορία ότι αλλοδαπή κοπέλα με το όνομα "Τ." εξωθείται στην πορνεία δια της βίας με ερωτικά ραντεβού, μέσω "γραφείου" που χρησιμοποιεί κινητό τηλέφωνο με αριθμό ..., και ζητά απεγνωσμένα βοήθεια από τους "πελάτες" των ερωτικών ραντεβού προκειμένου να ξεφύγει από τους σωματεμπόρους. Στις 22.11.2006 περί ώρα 04.10` ο μάρτυρας αστυνομικός Λ. Τ., κατόπιν εντολής της παραπάνω Υπηρεσίας του, προσποιούμενος τον πελάτη, πήγε στο ξενοδοχείο BORA-BORA στην περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας, πήρε τον προαναφερθέντα αριθμό κινητού τηλεφώνου και μίλησε μια μία γυναίκα, προφανώς αλλοδαπή, από την οποία ζήτησε ραντεβού με την "Τ.". Πράγματι μετά από λίγη ώρα προσήλθε μία κοπέλα, η οποία του συστήθηκε ως "Τ.". Και όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ήταν η T. S., η οποία σχεδόν αμέσως του ζήτησε να την βοηθήσει να διαφύγει από τους σωματέμπορους, οι οποίοι την εξέδιδαν με την βία. Ο εν λόγω αστυνομικός (μάρτυρας), χωρίς να της αποκαλύψει την ιδιότητά του και χωρίς να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της, αφού της υποσχέθηκε ότι θα την βοηθήσει, δίνοντάς της και το αντίστοιχο ποσό για το ερωτικό ραντεβού, που ανερχόταν σε 75 ευρώ, έφυγε. Ταυτόχρονα, ομάδα αστυνομικών που ανέμενε έξω από το παραπάνω ξενοδοχείο είχαν εντοπίσει το άτομο, που όπως διαπιστώθηκε αργότερα ήταν ο κατηγορούμενος Θ. Ρ., ο οποίος είχε μεταφέρει με το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας FIAT, ιδιοκτησίας του κατηγορούμενου Γ. Λ., στο ερωτικά ραντεβού την T. S., την οποία ανέμενε και στη συνέχεια παρέλαβε για να την μεταφέρει, όπως διαπίστωσαν οι αστυνομικοί, που τους είχαν θέσει υπό διακριτική παρακολούθηση, στην περιοχή της ..., σε πολυκατοικία επί της οδού ..., όπου διέμενε αυτή, ενώ ο ίδιος (ο οδηγός Θ. Ρ.) διέμενε όπως διαπιστώθηκε από τους αστυνομικούς, στο ... επί της οδού ... Από την διακριτική επιτήρηση της πολυκατοικίας επί της οδού ... στην ..., οι αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι μαζί με την T. S. στο ίδιο διαμέρισμα διέμενε και μία άλλη κοπέλα, που όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ήταν η Y. B., την οποία τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας (22.11.2006) παρέλαβε και μετέφερε σε ερωτικά ραντεβού ως άνω αυτοκίνητο ο κατηγορούμενος Θ. Ρ., ενώ την T. S. παρέλαβε και μετέφερε σε ερωτικά ραντεβού τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας (22.11.2006), άλλος άνδρας, που όπως διαπιστώθηκε αργότερα επρόκειτο για τον κατηγορούμενο Γ. Λ., ο οποίος οδηγούσε το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας ΑLFA ROMEO, ιδιοκτησίας της μητέρας του Μ. Λ., και διέμενε (ο Γ. Λ.) επί της οδού .... Την επόμενη ημέρα, στις 23.11.2006, κατά τις απογευματινές ώρες, ο μάρτυρας αστυνομικός Λ. Τ., προσποιούμενος και πάλι τον πελάτη, τηλεφώνησε στον ίδιο ως άνω αριθμό κινητού τηλεφώνου και έκλεισε νέο ραντεβού με την T. S., στο ξενοδοχείο VIVTORY στην περιοχή των Αθηνών αυτήν την φορά, όπου την μετέφερε ο κατηγορούμενος Γ. Λ., με το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο και παρέμεινε κοντά στο ξενοδοχείο για να την παραλάβει. Όταν η T. S. στο δωμάτιο πλέον του ξενοδοχείου, όπου ήταν και ο αστυνομικός Λ. Τ., άρχισε να αποβάλει τα ρούχα της, ο τελευταίος της δήλωσε την ιδιότητά του και αμέσως μετά επικοινώνησε πάλι με το "γραφείο" και ζήτησε να του στείλουν ακόμη μια κοπέλα. Μετά από αυτά, οι αστυνομικοί, οι οποίοι επιτηρούσαν το διαμέρισμα επί της οδού ... στην ..., αντιλήφθηκαν να έρχεται εκεί ο κατηγορούμενος Θ. Ρ., οδηγώντας το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας SUSUKI, ιδιοκτησίας του συγκατηγορούμενου του Γ. Λ., και να παραλαμβάνει την Y. B.. Τότε δόθηκε εντολή και οι αστυνομικοί προέβησαν στη σύλληψη και των δύο οδηγών Γ. Λ. και Θ. Ρ., ενώ οι δύο κοπέλες οδηγήθηκαν στην παραπάνω Υπηρεσία, όπως έγινε στη συνέχεια και με τους δύο συλληφθέντες οδηγούς. Περαιτέρω, από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η Y. B., γεννηθείσα στην Ουκρανία το έτος 1984, όπου και ζούσε, γνώρισε εκεί κάποιον άνδρα με το όνομα Σ., ο οποίος έχοντας σκοπό, ύστερα από συνεννόηση και κοινή απόφαση με τον κατηγορούμενο Α. Μ. και τον κατηγορούμενο Α. Π. να την μεταφέρουν στην Ελλάδα και να προβούν στην γενετήσια εκμετάλλευσή της, πρότεινε σ`αυτήν να έλθει στην Ελλάδα, λέγοντάς της ότι εδώ είχε ένα γνωστό, ο οποίος ήταν ευκατάστατος και ο οποίος, όπως της είπε, εν γνώσει του ψευδώς, έψαχνε δήθεν για γυναίκα, με την οποία, αν του άρεσε, θα γινόταν και γάμος. Η Y. B. πείσθηκε στις ψευδείς αυτές παραστάσεις και υποσχέσεις του Σ. και δέχθηκε να έλθει στην Ελλάδα. Έτσι περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2006 μετέβη αεροπορικώς στη Σόφια της Βουλγαρίας, όπου εκεί την παρέλαβε ο κατηγορούμενος Α. Π. με μία γυναίκα με το όνομα "...", οι οποίοι, ενεργώντας κατόπιν συνεννοήσεως και κοινής αποφάσεως με τον κατηγορούμενο Α. Μ. και έχοντας σκοπό να την μεταφέρουν στην Ελλάδα και να προβούν στην γενετήσια εκμετάλλευσή της, οργάνωσαν στη συνέχεια την προώθησή της στην Ελλάδα, στην οποία εισήλθε αυτή με την βοήθεια άλλων προσώπων λαθραία με τα πόδια από αφύλακτα σημεία της Ελληνοβουλγαρικής μεθορίου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου συνάντησε τον κατηγορούμενο Α. Π. και τη γυναίκα με το όνομα "...". Από την Θεσσαλονίκη ο κατηγορούμενος Α. Π. την μετέφερε στην Αθήνα, όπου την παρέλαβε ο κατηγορούμενος Α. Μ., με τον σκοπό να προβεί από κοινού με την κατηγορουμένη M.-G. I., γεννηθείσα στη Ρουμανία το έτος 1984, με την οποία αυτός συζούσε, στην γενετήσια εκμετάλλευσή της και την εγκατέστησε αρχικά στην οικία του, στις ..., οδός ... και στη συνέχεια στο μισθωμένο ως άνω διαμέρισμα της πολυκατοικίας επί της οδού ... στην .... Η T. S., γεννηθείσα και αυτή στην Ουκρανία το έτος 1984, γνώρισε επίσης στην Ουκρανία τον ίδιο άνδρα, στον Σ., ο οποίος έχοντας τον ίδιο σκοπό, ύστερα από συνεννόηση και κοινή απόφαση με τον πρώτο και τον πέμπτο κατηγορούμενους, να την μεταφέρουν στην Ελλάδα και να προβούν εδώ στη γενετήσια εκμετάλλευσή της, της πρότεινε να έλθει στην Ελλάδα και να εργασθεί σε κλάμπ, κάνοντας "κονσομανσιόν", δηλαδή να κάνει παρέα με πελάτες του μαγαζιού. Επίσης της παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς ότι τα χρήματα που θα κέρδιζε θα ήταν πολύ καλά. Η T. S. πείσθηκε στις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις και υποσχέσεις του Σ. και δέχθηκε να έλθει στην Ελλάδα, στην οποία ήλθε με τον ίδιο τρόπο, όπως και η ομοεθνής της Y. B.. Και συγκεκριμένα στις 9.10.2006 μετέβη αεροπορικώς στη Σόφια, όπου την παρέλαβε ο πέμπτος κατηγορούμενος, ο οποίος μαζί με την γυναίκα με το όνομα "....", έχοντας σκοπό να την μεταφέρουν στην Ελλάδα και να προβούν στη γενετήσια εκμετάλλευσή της, οργάνωση την προώθησή της στην Ελλάδα, στην οποία εισήλθε αυτή με τον ίδιο τρόπο και υπό τις αυτές συνθήκες όπως και η Y. B., με προορισμό την Θεσσαλονίκη, από όπου ο πέμπτος κατηγορούμενος την μετέφερε στην Αθήνα και την παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος, με σκοπό να προβεί από κοινού με την τέταρτη κατηγορουμένη στην γενετήσια εκμετάλλευσή της, την εγκατέστησε αρχικά στην οικία του, στις ..., και στη συνέχεια στο μισθωμένο διαμέρισμα, στην οδό ... στην .... Μετά την εγκατάσταση των εν λόγω αλλοδαπών γυναικών στην παραπάνω οικία του, ο κατηγορούμενος Α. Μ. τις εφοδίασε με πλαστά ως προς όλα τα στοιχεία τους διαβατήρια, τα οποία φέρονταν ότι είχαν εκδοθεί από τις αρμόδιες Πολωνικές αρχές, με τα στοιχεία S. I. ΚΑΙ K. Z., αντίστοιχα και στα οποία είχαν τεθεί οι φωτογραφίες των παραπάνω αλλοδαπών γυναικών T. S. και Y. B., αντίστοιχα. Ο κατηγορούμενος Α. Μ., όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε, γνώριζε ότι τα ως άνω διαβατήρια ήταν πλαστά, έκανε δε χρήση αυτών παραδίδοντας αυτά στις παραπάνω αλλοδαπές, με σκοπό να παραπλανήσουν όλοι μαζί τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές περί του ότι τα εν λόγω διαβατήρια ήταν γνήσια διαβατήρια των Πολωνικών αρχών, πράγμα το οποίο μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, συνιστάμενες στο ότι καθιστούσαν νόμιμη την είσοδο και την παραμονή των αλλοδαπών αυτών γυναικών στην Ελλάδα, ως υπηκόων χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που φέρονταν ότι ήταν. Μετά τον εφοδιασμό των παραπάνω δύο αλλοδαπών γυναικών με τα πλαστά διαβατήρια, ο πρώτος και η τέταρτη κατηγορούμενοι κατακράτησαν τα γνήσια διαβατήριά τους και στη συνέχεια τις εγκατέστησαν στο διαμέρισμα επί της οδούς ... στη .... Η γενετήσια εκμετάλλευσή τους, η οποία άρχισε αμέσως μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, γινόταν με τον εξής τρόπο. Ο δεύτερος και ο τρίτος των κατηγορουμένων παρελάμβαναν τις αλλοδαπές γυναίκες με τα αυτοκίνητα που προαναφέρθηκαν, τα οποία είχαν αγοραστεί με χρήματα του πρώτου κατηγορουμένου και, έναντι  αμοιβής που ήταν ορισμένη για κάθε ημέρα απασχολήσεώς τους (δεύτερου και τρίτου κατηγορουμένων), τις μετέφεραν στα ερωτικά ραντεβού, τα οποία ρύθμιζε τηλεφωνικά η τέταρτη κατηγορουμένη από το "γραφείο" που είχε εγκαταστήσει στην οικία του ο πρώτος κατηγορούμενος, στις ..., επί της οδού ..., άνευ αριθμού, στην οποία διέμενε και η τέταρτη κατηγορουμένη. Εκεί αυτοί είχαν τοποθετήσει τηλεφωνικό κέντρο για τις επικοινωνίες με τους πελάτες, τις εκδιδόμενες γυναίκες και τους οδηγούς που τις μετέφεραν στα ραντεβού, για τα οποία τηρούσαν καταστάσεις, στις οποίες σημείωναν τις ημέρες των ραντεβού για κάθε εκδιδόμενη γυναίκα, το ποσό της αμοιβής, το οποίο, όπως αποδείχθηκε κυμαινόταν από 75-100 ευρώ, ανάλογα με τη διάρκεια του ραντεβού, το τηλέφωνο του πελάτη και αν αυτός ήταν παλιός ή νέος πελάτης. Επίσης είχαν εγκαταστήσει και ηλεκτρονικό υπολογιστή, στον οποίο καταχωρούσαν τα παραπάνω στοιχεία. Έτσι και στην περίπτωση της T. S. και της Y. B., αυτές για κάθε συνάντηση που είχαν με πελάτη το ποσό της αμοιβής τους κυμαινόταν από 75-100 ευρώ, ανάλογα με την διάρκεια της συνάντησης. Τα χρήματα που έπαιρναν από τους πελάτες τα παρέδιδαν στους παραπάνω οδηγούς, δηλαδή στον δεύτερο και στον τρίτο των κατηγορουμένων, οι οποίοι στη συνέχεια τα παρέδιδαν άλλοτε στον πρώτο και άλλοτε στην τέταρτη των κατηγορουμένων, οι οποίοι, μέχρι να καλυφθούν τα έξοδα μεταφοράς των ως άνω δύο αλλοδαπών γυναικών στην Ελλάδα, παρακρατούσαν ολόκληρη την αμοιβή που έπαιρνα αυτές για κάθε συνάντηση, στη συνέχεια δε απέδιδαν σ`αυτές μόνο το 25% περίπου της αμοιβής τους από κάθε συνάντηση. Έκανε δε η καθεμία από έξι (6) έως δώδεκα (12) συναντήσεις - ερωτικά ραντεβού ημερησίως, εξαναγκαζόμενη προς τούτο από τους πρώτο και τέταρτη κατηγορουμένους, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την ευάλωτη θέση τους και κυρίως το ότι ήταν αλλοδαπές και την κακή οικονομική τους κατάσταση και κατακρατώντας τα κανονικά τους διαβατήρια, παραδίδοντας σ`αυτές τα πλαστά διαβατήρια που προαναφέρθηκαν, τις ανάγκαζαν να εκδίδονται με αμοιβή, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της κατέληγε σ`αυτούς (πρώτο και τέταρτη κατηγορουμένους), αποκομίζοντας έτσι σημαντικά οικονομικά οφέλη σε βάρος τους. Από τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά σαφώς προκύπτει ότι όλοι οι κατηγορούμενοι, μαζί με τα άτομα που αναφέρθηκαν με τα μικρά τους ονόματα και των οποίων δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν τα υπόλοιπα στοιχεία, είχαν οργανωθεί σε ομάδα με διαρκή δράση, έχοντας διακριτό ρόλο ο καθένας και συγκεκριμένη εργασία να διεκπεραιώσει προς εξυπηρέτηση των σκοπών της ομάδας που ήταν να προσελκύουν νεαρές κοπέλες από την Ουκρανία και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, τις οποίες εύκολα εξαπατούσαν εξαιτίας της δεινής οικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης, και να τις πείθουν να έλθουν στην Ελλάδα, με το πρόσχημα ότι θα εργάζονταν εδώ με πολύ καλή αμοιβή ή θα συμβίωναν με οικονομική άνεση, μετά δε την άφιξή τους στην Ελλάδα, να τις αναγκάζουν να εκδίδονται, πραγματοποιώντας αόριστο αριθμό ερωτικών ραντεβού, που κανόνιζαν οι δράστες, έναντι αμοιβής για κάθε ερωτική συνάντηση, την οποία βασικά και ουσιαστικά εκαρπώνοντο οι ίδιοι. Η T. S. και η Y. B. είναι τα τελευταία θύματα, που η εν λόγω εγκληματική οργάνωση μετέφερε στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 2006 την πρώτη και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους την δεύτερη, οι οποίες μετά την "απελευθέρωσή τους" ζήτησαν να επιστρέψουν το ταχύτερο δυνατό στη χώρα τους. Τέλος, μετά την σύλληψη των κατηγορουμένων, ύστερα από έρευνες που έγιναν στο ... ΙΧΕ αυτοκίνητο και στην οικία του κατηγορουμένου Α. Μ., βρέθηκαν στην κατοχή αυτού και κατασχέθηκαν τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στο διατακτικό όπλα, μεταξύ των οποίων και μια κυνηγετική καραμπίνα, και πυρομαχικά, τα οποία κατείχε ο πρώτος κατηγορούμενος, χωρίς να έχει την απαιτούμενη προς τούτο άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής. Ενόψει όλων των παραπάνω αποδειχθέντων, το Δικαστήριο πείσθηκε και οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για τις πράξεις που ήδη έχουν αναφερθεί, όπως στο διατακτικό, με την επιβαρυντική περίσταση της κατ` επάγγελμα τελέσεως της πράξεως της σωματεμπορίας οι πρώτος, τέταρτη και πέμπτος και τηςάμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή οι δεύτερος και τρίτος, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της εν λόγω πράξεως και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, όπως καταδεικνύεται από τις διασυνδέσεις που είχαν εκτός Ελλάδας, από την εγκατάσταση "κανονικής" επιχειρήσεως στην οικία του πρώτου κατηγηρουμένου, όπουλειτουργούσε τηλεφωνικό κέντρο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών και ετηρούντο καταστάσεις κινήσεως της επιχειρήσεως, αλλά και από την αγορά ιδιόκτητων αυτοκινήτων για τη μεταφορά των εκδιδομένων γυναικών, προκύπτει αναμφίβολα σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος, απορριπτομένων μετά ταύτα ως αβασίμων όλων των αντιθέτων ισχυρισμών των κατηγορουμένων και της υπερασπίσεώς τους". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέλαβε την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξεως, σωματεμπορίας από κοινού και κατ` επάγγελμα για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς επίσης και οι νομικοίσυλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 13 στ`, 14. 351 παρ. 1, 2, 4 στοιχ. δ` του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται ο τρόπος κατά τον οποίο τελέστηκε το έγκλημα, η χρήση της βίας και των απειλών με τις οποίες εξανάγκαζε ο αναιρεσείων και οι συνεργοί του τις αλλοδαπές να εκδίδονται με ανταλλάγματα σε τρίτους, Η αιτίαση δε του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του ισχυρισμού του ότι η πράξη έφερε τον χαρακτήρα όχι της σωματεμπορίας, αλλά της μαστροπείας και της κατ` εξακολούθηση σωματεμπορίας και όχι κατά συρροή, είναι αβάσιμη, διότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν αυτοτελής, αλλ` αρνητικός της κατηγορίας και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψη του, ανεξαρτήτως του ότι η αιτιολογία για τον αρνητικό αυτό ισχυρισμό εμπεριέχεται στην κύρια ως άνω αιτιολογία της αποφάσεως για την ενοχή. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Επειδή, από το άρθρο 365 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συνάγεται ότι ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρος, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη για τους λόγους που ενδεικτικώς αναφέρονται σ` αυτή τη διάταξη. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση αναγνώσει κατάθεση της προδικασίας στο ακροατήριο και αν ακόμη δεν συνέτρεξε νόμιμη περίπτωση, εφόσον δεν αντέλεξε ο κατηγορούμενος. Εξάλλου η λήψη υπόψη από το δικαστήριο καταθέσεως μάρτυρος κατηγορίας, η οποία αναγνώσθηκε και που έχει ληφθεί στην προδικασία παραβιάζει δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ` της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να μπορεί να θέσει ερωτήματα στους μάρτυρες κατηγορίας και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. Δ` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, υπό την προϋπόθεση, πλην άλλων, ότι η ανάγνωση αυτής έγινε παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου. Δεν δημιουργείται όμως η από το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ` του ίδιου Κώδικα απόλυτη ακυρότητα, όταν παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου αναγνωσθεί η προανακριτική κατάθεση μάρτυρος του οποίου είναι αδύνατη η εμφάνιση στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου του, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος (άρθρο 365 ΚΠΔ) και του οποίου η κατάθεση είναι εντελώς αναγκαία για την εξακρίβωση της αλήθειας, διότι άλλως η εναντίωση του κατηγορουμένου ως προς την ανάγνωση τέτοιας καταθέσεως αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 17-18 της ΕΣΔΑ, αφού απολήγει στην παρεμπόδιση της διεξαγωγής δίκαιης και ουσιαστικής δίκης. Σε κάθε δε πάντως περίπτωση δεν παραβιάζεται το ως άνω δικαίωμα του κατηγορουμένου όταν το Δικαστήριο δεν στήριξε την περί ενοχής κρίση του αποκλειστικά στην προανακριτική κατάθεση, που αναγνώσθηκε, αλλά και σε άλλα αποδεικτικά μέσα.

Εν προκειμένω, με τον τρίτο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγο αναιρέσεως, για λόγο απόλυτης ακυρότητας, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, παρά την εναντίωση του να μην αναγνωσθούν οι ένορκες προανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων T. S. και V. B., τις ανέγνωσε και τις έλαβε υπόψη του χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφανίσεως τους στο ακροατήριο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση του κατηγορουμένου για τη μη ανάγνωση των εν λόγω προανακριτικών καταθέσεων με την αιτιολογία ότι αφ`ενός μεν η κλήτευσή τους και η εμφάνιση τους στο Δικαστήριο ήταν αδύνατη, αφετέρου δε, δεν στήριξε την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου αποκλειστικά στις παραπάνω προανακριτικές καταθέσεις, αλλά και σε άλλα αποδεικτικά μέσα. Τέλος αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο τέταρτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Δικαστήριο για να καταλήξει στην περί ενοχής του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κρίση του, έλαβε υπόψη αμέσως και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα και ηλεκτρονικό υπολογιστή και καταστάσεις κινήσεως της επιχειρήσεως, που δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν, διότι τα παραπάνω έγγραφα αναφέρονται απλώς ιστορικά (διηγηματικά) στην απόφαση και όχι προς στήριξη της ενοχής.

Επειδή, κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει η αίτηση του αναιρεσείοντος Α. Μ. να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 ΚΠΔ).

Β) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως της Μ.-G. I.: Επειδή, ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών παραβίασε το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απαλλακτική διάταξη της πρωτόδικης με αριθμό 2418/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Αθηνών, για αρπαγή είναι απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου συζητήσεως της υποθέσεως η συγκεκριμένη κατηγορουμένη δεν προέβαλε ισχυρισμό περί δεδικασμένου, εν πάση δε περιπτώσει, όπως πιο πάνω εκτίθεται, επί του σχετικού λόγου αναιρέσεως του Α. Μ., όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή των διατακτικών των δύο αποφάσεων σε συνδυασμό και με το σκεπτικό αυτών, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως στις δύο περιπτώσεις, διότι η αρπαγή και η σωματεμπορία συρρέουν αληθινά και συνεπώς δεν υπάρχει η προϋπόθεση του άρθρου 57 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την ύπαρξη δεδικασμένου.

Επειδή, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλεται με τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτείται σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις δικαστικές αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωκε. Επομένως η αιτιολογία αυτή, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ1 του ίδιου Κώδικα αναιρετικό λόγο, απαιτείται και στην παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για την κλήτευση και στο ακροατήριο εξέταση μάρτυρα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 365 § 1 Κ.Π.Δ., η ένορκη κατάθεση μάρτυρα, που δόθηκε στην προδικασία, διαβάζεται στο ακροατήριο εξαιτίας διαμονής του στο εξωτερικό. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από αυτή προκύπτει απέρριψε το αίτημα της κατηγορουμένης για κλήτευση και στο ακροατήριο εξέταση των μαρτύρων T. S. και Y. Β.Ι., με την εξής αιτιολογία: "Το Δικαστήριο συνεκτίμησε και τις από 23.11.2006 προανακριτικές καταθέσεις των αλλοδαπών T. S. και Y. Β.Ι., οι οποίες καταθέσεις παραδεκτώς αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, παρά τις αντιρρήσεις και τις ενστάσεις των παραπάνω κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους, καθόσον από το με ημερομηνία 8.2.2007 αναγνωσθέν έγγραφο της ΜΚΟ της Εκκλησίας της Ελλάδος "..." προς την πέμπτη Τακτική Ανακρίτρια Αθηνών, προκύπτει ότι οι αλλοδαπές T. S. και Y. Β., σε βάρος των οποίων τέλεσαν οι πρώτος, τέταρτη και πέμπτος των κατηγορουμένων το αδίκημα της σωματεμπορίας, μετά την δοκιμασία αυτή που υπέστησαν, φιλοξενήθηκαν, κατά το χρονικό διάστημα από24.11.2006 έως 18.12.2007, στον ξενώνα "...." της παραπάνω Οργάνωσης ως θύματα παράνομης διακίνησης ανθρώπων και στη συνέχεια επαναπατρίστηκαν, χωρίς να προκύπτει από οποιοδήποτε στοιχείο η διεύθυνση αυτών στην αλλοδαπή. Επομένως δεν είναι δυνατή η ανεύρεση και η κλήτευση αυτών για να εμφανιστούν στο ακροατήριο και ως εκ τούτου ήταν επιβεβλημένη, κατ` άρθρο 365 ΚΠΔ, μετά και την σχετική πρόταση - αίτηση του Εισαγγελέα της έδρας, η ανάγνωση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου των από 23.11.2006 ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων, με διερμηνέα των αλλοδαπών T. S. και Y. Β., απορριπτόμενων μετά ταύτα των αντιθέτων ισχυρισμών των εν λόγω κατηγορουμένων και της υπερασπίσεως αυτών ως αβασίμων". Έτσι, κρίνοντας το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην απόφαση του την επιβαλλόμενη και για την εν λόγω παρεμπίπτουσα απόφαση του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού χαρακτηρίζει αδύνατη την κλήτευση των μαρτύρων και την ενώπιον του εμφάνιση τους. Συνεπώς, δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίαςπροβλεπόμενη πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και επομένως ο σχετικός λόγος είναι αβάσιμος, ενώ, κατά το μέρος που με την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η περί την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, που είναι ανέλεγκτη αναιρετικά είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι παρά την εναντίωση της κατηγορουμένης στην ανάγνωση των ως άνω προανακριτικών καταθέσεων των μαρτύρων T. S. και Y. Β.Ι., το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ανέγνωσε τις προανακριτικές αυτές καταθέσεις, διότι, το μεν δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι η συγκεκριμένη κατηγορουμένη εναντιώθηκε στην ανάγνωση αυτών των καταθέσεων, το δε διότι όπως παραπάνω αναφέρεται, κρίθηκε ότι ήταν αδύνατη η εμφάνιση στο ακροατήριο των μαρτύρων αυτών, λόγω διαμονής τους σε άγνωστη διεύθυνση στο εξωτερικό και το Δικαστήριο δεν στήριξε την περί ενοχής κρίση του, αποκλειστικά στις ως άνω προανακριτικές καταθέσεις, αλλά και σε άλλα αποδεικτικά μέσα.

Επειδή, τέλος αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο τέταρτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Δικαστήριο για να καταλήξει στην περί ενοχής της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης κρίση του, έλαβε υπόψη αμέσως και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα και ηλεκτρονικό υπολογιστή και καταστάσεις κινήσεως της επιχειρήσεως, που δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν, διότι, όπως εκτίθεται παραπάνω, τα ανωτέρω έγγραφα αναφέρονται απλώς ιστορικά (διηγηματικά) στην απόφαση και όχι προς στήριξη της ενοχής.

Επειδή, κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει η αίτηση της αναιρεσείουσας Μ.-G. I. να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 ΚΠΔ).