Έτος
2010
Νόμος / διάταξη που αφορά
336 ΠΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
ΟΛΟΙ
Σημασία απόφασης
Βιασμός και συκοφαντική δυσφήμιση

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Τσιούμα, περί αναιρέσεως της 558/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά.

Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.

Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουλίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως και στους από 25 Φεβρουαρίου 2010 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1153/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Όπως προκύπτει από τα από ... αποδεικτικά επιδόσεως των ... επιμελητού δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς και της ..., επιμελήτριας δικαστηρίων Εισαγγελίας Αρείου Πάγου, η 1153/2009 κλήση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία κλητεύθηκε ο πολιτικώς ενάγων Ψ για τη δικάσιμο της 9/2/2010, κατά την οποία είχε προσδιορισθεί προς εκδίκαση η από 8-7-2009 αίτηση αναιρέσεως της Χ, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ αυτόν (155 παρ. 2 ΚΠΔ). Κατά την ανωτέρω δικάσιμο η εκδίκαση αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος της αναιρεσείουσας, για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης, κατά την οποία αυτός δεν παραστάθηκε, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από την σειρά του οικείου εκθέματος. Συνεπώς, εφόσον η αναιρεσείουσα εμφανίσθηκε, πρέπει να χωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και αυτός παρών (513 παρ. 1 γ, 515 παρ. 1 και 2 α ΚΠΔ)

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 § 1 Π.Κ., όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτή τιμωρείται με φυλάκιση. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτού. Έτσι, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται και άμεσος δόλος δηλαδή δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως την γνώση ότι η γενομένη καταμήνυση είναι ψευδής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, η ύπαρξή του δεν είναι κατ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του. Όταν όμως, για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτούνται, όπως και στο έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την αντικειμενική υπόσταση αυτής, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου προσθέτου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την διαληφθείσα γνώση ως και τον σκοπό. Συνεπώς επί του ανωτέρω εγκλήματος, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεώς του, απαιτείται, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η γνώση του κατηγορουμένου περί του ψευδούς περιεχομένου της μηνύσεως του και ο σκοπός του να επιτύχει την δίωξη του μηνυθέντος για την καταμηνυθείσα αξιόποινη πράξη.

ΙΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως: "" η κατηγορουμένη με την από 27-8-2001 ένορκη κατάθεση της-έγκληση, κατήγγειλε τη σε βάρος της τελεσθείσα αξιόποινη πράξη του βιασμού από κοινού, που φέρεται ότι έλαβε χώρα την 24-7-2001 επί του Ε/Γ-Ο/Γ "Ε...", Ν.Π. 9806, κατά την εκτέλεση του δρομολογίου από .... Στην κατάθεση της, η οποία δόθηκε ένα μήνα μετά τον αναφερόμενο βιασμό, στον Πειραιά και όχι αμέσως μετά από αυτόν, μόλις έφθασε η παθούσα στη ..., αναφέρει ότι βιάστηκε διαδοχικά από δύο επιβάτες του πλοίου και στη συνέχεια από δύο αξιωματικούς, μέλη του πληρώματος, άσχετους μεταξύ τους. Όταν της ζητήθηκε να περιγράψει τους δύο αξιωματικούς που τη βίασαν, αυτή ανέφερε ότι ο αξιωματικός με την άσπρη στολή, ήταν ψηλός με μαύρα μαλλιά, με γωνίες το μέτωπο, ηλικίας 40-45 ετών, ενώ ο δεύτερος ήταν επίσης ψηλός 35-40 ετών περίπου με καστανά μαλλιά. Μετά την υποβολή της εγκλήσεως οι διενεργούντες την προανάκριση, προανακριτικοί υπάλληλοι του Τμήματος Ασφαλείας του ΚΛΠειριά, συγκέντρωσαν όλο το πλήρωμα του πλοίου "Ε...", στο οποίο περιλαμβανόταν και ο μηνυτής, προκειμένου να διενεργηθεί κατ' αντιπαράσταση εξέταση με την εγκαλούσα, προκειμένου αυτή ν' αναγνωρίσει του δύο βιαστές της. Για το λόγο αυτό συντάχθηκε και η από 28-8-2001 έκθεση αναγνώρισης, σύμφωνα με την οποία η παραπάνω δεν αναγνώρισε στα πρόσωπα του πληρώματος κανέναν από τους βιαστές της. Στη συνέχεια της επιδείχθηκαν όλες οι καμπίνες των αξιωματικών του εν λόγω πλοίου, από τις οποίες δεν κατέστη εφικτό να αναγνωρίσει την καμπίνα εντός της οποίας κατά τους ισχυρισμούς της έλαβε χώρα ο βιασμός της. Ο ισχυρισμός της ότι βρισκόταν σε σύγχυση και διακατεχόταν από φόβο, γιαυτό και δεν αναγνώρισε ούτε τον μηνυτή Ψ παρότι ήταν παρών, αλλά ούτε και την καμπίνα, δεν γίνεται δεκτός, δεδομένου ότι είχε περάσει ένας μήνας κατά τον οποίο αυτή έκανε τις διακοπές της στη ..., με την οικογένεια της και μετά την λήξη των διακοπών έκανε την καταγγελία της. Μετά την πάροδο σχεδόν έτους, την 23-5-2002, η κατηγορουμένη εγχείρησε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιά την από 23-5-2002 αίτηση δήλωση με την οποία προσκόμισε δύο φωτογραφίες των αξιωματικών του παραπάνω πλοίου, τις οποίες τράβηξε η μητέρα της μετά από υπόδειξη της, σε ανύποπτη στιγμή και πολύ μεταγενέστερα του φερόμενου βιασμού και ενόσω αυτοί (αξιωματικοί) εν στολή, εργαζόταν πλησίον του καταπέλτη του πλοίου. Αυτούς κατονόμασε η κατηγορουμένη ως δράστες του σε βάρος της τελεσθέντος δεύτερου βιασμού. Για το λόγω αυτό ανασύρθηκε η δικογραφία από το Αρχείο Αγνώστων Δραστών και παραγγέλθηκε η διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης. Οι εικονιζόμενοι στις δύο προσκομιζόμενες φωτογραφίες ήταν ο εγκαλών Ψ και ο Μ. Κατ' αυτών ασκήθηκε ποινική δίωξη για βιασμό από κοινού. Προκειμένου να διακριβωθεί αν οι εικονιζόμενοι στις δύο φωτογραφίες ήταν πράγματι δράστες του βιασμού, διενεργήθηκε στις 3-7-2002 και 8-7-2002 κατ' αντιπαράσταση εξέταση της τότε εγκαλούσας-νυν κατηγορουμένης, κατά την οποία αναγνώρισε στο πρόσωπο του εγκαλούντος Ψ, τον αξιωματικό με τη λευκή στολή που την οδήγησε στην καμπίνα όπου στη συνέχεια τη βίασε. Σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο 1597/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το οποίο έχει καταστεί αμετάκλητο μετά την απόρριψη της κατ' αυτού εφέσεως, με το 216/2004 βούλευμα του Συμβουλίου εφετών Πειραιώς και της αναιρέσεως με την 2302/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου (Σε συμβούλιο) "ο Ψ υπηρετούσε στο πλοίο στις 24-7-2001 σαν αρχιλογιστής στο πλοίο, ενώ ο Μ ναυτολογήθηκε ως ύπαρχος στο παραπάνω πλοίο τον Οκτώβριο του 2001, ήτοι τρεις περίπου μήνες μετά τον καταγγελθέντα βιασμό στις 24-7-2001 δε αυτός υπηρετούσε σε άλλο πλοίο και συγκεκριμένα στο "Ε....". Εξάλλου, αναφορικά με τους χώρους του πλοίου που φέρονται ότι διαπράχθηκαν οι βιασμοί λεκτέα τα εξής: Στο φουγάρο του πλοίου, όπου βρίσκεται το ελικοδρόμιο, ο χώρος είναι φωτισμένος με προβολείς που είναι αναμμένοι μονίμως και υπάρχει οπτική επαφή από τη γέφυρα. Περαιτέρω, οι επιβάτες κατά το προαναφερόμενο δρομολόγιο, ήσαν πολυάριθμοι και συγκεκριμένα 786, γεγονός από το οποίο προκύπτει ότι, εάν η εγκαλούσα καλούσε κάποιον σε βοήθεια, την στιγμή των αρχικών βιασμών της θα γινόταν αμέσως αντιληπτή. Επισημαίνεται δε, ότι όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων ..., ο κατηγορούμενος Ψ, το βράδυ του φερόμενου βιασμού, βρισκόταν από τις 18.00 η ώρα μαζί τους, εκτελώντας τα καθήκοντα του στο γραφείο του λογιστηρίου και στο χώρο της ρεσεψιόν. Στη συνέχεια δε, περί ώρα 23.45 δείπνησαν μαζί στην τραπεζαρία των αξιωματικών και ακολούθως περί ώρα 00.35 ο κατηγορούμενος συμμετείχε στην προετοιμασία του κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι της ..., ήτοι παρέδωσε στον αρχιθαλαμηπόλο τους αριθμούς των καμπίνων, εντός των οποίων βρίσκονταν επιβάτες που θα αποβιβάζονταν στη ... και έπρεπε να ειδοποιηθούν, ενώ παράλληλα έκανε τις ανακοινώσεις κατάπλου από τα μεγάφωνα του πλοίου. Στις 1.02 ώρα της 25-7-2001 το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι της ... και παρέμεινε σ' αυτό έως τις 01.30 ώρα που απέπλευσε για .... Καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα ο Ψ, βρισκόταν στο γκαράζ και στον καταπέλτη του πλοίου, ελέγχοντας τα εισιτήρια των επιβατών και την είσοδο των οχημάτων. Στη συνέχεια, απασχολήθηκε με την τακτοποίηση τω επιβατών και εισιτηρίων καθώς και την προετοιμασία του κατάπλου για Μύκονο στο λιμάνι της οποία ο κατηγορούμενος ασχολήθηκε με τον έλεγχο των εισιτηρίων στον καταπέλτη του πλοίου μέχρι την αναχώρηση του για ... στις 2.45 της 25-7-2001......" Με αυτές τις αιτιάσεις και παραδοχές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά έκρινε ότι δεν προέκυψαν ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατ' αυτών για το κακούργημα του βιασμού από κοινού σε βάρος της κατηγορουμένης. Ενόψει των ανωτέρω, όσα εξέθεσε η κατηγορουμένη στην από 27-6-2002 ένορκη κατάθεση της ως μάρτυς ενώπιον της Ανακρίτριας του Α Τμήματος που διενεργούσε κύρια ανάκριση μετά την από 27-8-2001 μήνυση της κατά την οποία (κατάθεση) αναφέρει με βεβαιότητα ότι ένας από τους δράστες του σε βάρος της βιασμού είναι ο εγκαλών Ψ, είναι ψευδή, σκόπευε δε να προκαλέσει την καταδίωξη του για το κακούργημα του βιασμού, αν και γνώριζε ότι ο εγκαλών δεν είχε καμιά σχέση με τον καταγγελλόμενο βιασμό. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται από το ότι, αυτή α)κατά την αρχική διαδικασία αναγνώρισης που ήταν μόλις ένα μήνα μετά τον φερόμενο βιασμό, δηλαδή ήταν πρόσφατο το γεγονός, δεν τον αναγνώρισε, αλλά ούτε και την καμπίνα του, που της επιδείχθηκε αναγνώρισε, ως τόπο τέλεσης του βιασμού, αλλά ούτε και κάποια άλλη καμπίνα β) αναγνώρισε ως δράστη του από κοινού βιασμού τον έτερο κατηγορούμενο Μ, ο οποίος δεν υπηρετούσε καν στο πλοίο, εκείνο το χρονικό διάστημα γ) δεν κατήγγειλε αμέσως μετά τη τέλεση του το βιασμό, ώστε να είναι πρόσφατα τα ίχνη του και να διαπιστωθεί αν πράγματι τελέστηκε αυτός και δ) ο καταγγελλόμενος ταυτόχρονος βιασμό ανά δυάδες, από άγνωστους (έναν Αλβανό και έναν στρατιώτη), σε τοποθεσία που φωτίζεται άπλετα και στη συνέχεια από αξιωματικούς του πλοίου σε καμπίνα, που δεν αναγνώρισε σε συνδυασμό με την υπερευαίσθητη προσωπικότητα της, όπως αυτή διαπιστώθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου κατά την απολογία της, παραπέμπουν περισσότερο σε μυθιστορηματική διήγηση παρά σε γεγονότα που μπορεί να έλαβαν χώρα και τα οποία ούτε η ίδια μπόρεσε να δικαιολογήσει επαρκώς". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε, κατά πλειοψηφία, ένοχη την κατηγορούμενη της ανωτέρω πράξεως και, αφού της αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, της επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα την κήρυξε ένοχη του ότι: "Στον ... στις 27-6-2002 τέλεσε την επόμενη αξιόποινη πράξη. Εν γνώσει της καταμήνυσε άλλον ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Ειδικώτερα μετά από μήνυση κατ' αγνώστων που είχε υποβάλει από 27-8-2001 στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης που διενεργείτο από την Α' Ανακρίτρια ..., εξεταζόμενη ένορκα ενώπιον της, αναγνώρισε σαν έναν από τους δράστες των σε βάρος της βιασμών που έλαβαν χώρα στις 25-7-2001 στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο "Ο..." τον νυν εγκαλούντα Ψ, αξιωματικό του ανωτέρω πλοίου, με την ιδιότητα του αρχιλογιστή του πλοίου, σκοπεύοντας να προκαλέσει την καταδίωξη του ανωτέρω για το κακούργημα του βιασμού, αν και γνώριζε καλά ότι ο εγκαλών δεν είχε καμία σχέση με την καταγγελόμενη αξιόποινη πράξη αφού άλλωστε και η ίδια κατά την διαδικασία ανωγνώρισης όλων των μελών του πληρώματος που έλαβε χώρα στις 28-8-2001, δεν αναγνώρισε καθόλου τον παρευρισκόμενο εγκαλούντα σαν δράστη του σε βάρος της βιασμού". Με αυτά, τα οποία δέχθηκε το Εφετείο, όπως προκύπτει από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν και ακολούθως θεμελιώνουν την από την αναιρεσείουσα κατηγορούμενη γνώση της αναληθείας των καταμηνυθέντων, αν και η γνώση αυτή δεν είναι καθόλου αυτονόητη από όσα στο σκεπτικό και το διατακτικό εκτίθενται. Ειδικότερα ως προς το στοιχείο του αμέσου δόλου, δηλαδή της γνώσεως, η προσβαλλομένη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό την περιεχομένη στο νόμο φράση "εν γνώσει του ψεύδους", χωρίς όμως να εκθέσει συστηματικά και να αιτιολογήσει από ποια συγκεκριμένα περιστατικά συνάγεται η γνώση της αυτή, σε σχέση με την αναλήθεια των περιστατικών, τα οποία η κατηγορούμενη - αναιρεσείουσα κατάγγειλε με την έγκλησή της και την στην συνέχεια ένορκη κατάθεσή της στην ανακρίτρια, που θεμελιώνουν την αξιόποινη πράξη του βιασμού που φερόταν ότι τέλεσε ο πολιτικώς ενάγων, γνώση, η οποία, άλλωστε, δεν προκύπτει από τις παραδοχές και την κυρία αιτιολογία της περί ενοχής κρίσεως του Εφετείου. Ειδικότερα η σειρά των αιτιολογιών που παρατίθενται στο σκεπτικό προς επιστήριξη της καταδικαστικής κρίσεως του Δικαστηρίου, αναφέρεται στην στοιχειοθέτηση, αντικειμενικώς, της πράξεως της αναιρεσείουσας και δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά, που να αιτιολογούν την παραδοχή ότι αυτή τελούσε σε γνώση του ψευδούς περιεχομένου της καταθέσεως της, με την οποία, αφού προηγήθηκε έρευνα 10 μηνών περίπου, κατάγγειλε ότι ο εικονιζόμενος στην παραδοθείσα φωτογραφία πολιτικώς ενάγων ήταν το μέλος του πληρώματος του πλοίου που την βίασε και παρόλα ταύτα προέβη σ αυτήν, για να επιτύχει την ποινική του δίωξη για την εν λόγω αξιόποινη πράξη, όπως και έγινε. Την αιτιολογία αυτή ήταν υποχρεωμένο να παραθέσει το Δικαστήριο, τόσο περισσότερο καθόσον, δεν προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως, κάποιος ιδιαίτερος λόγος, ο οποίος οδήγησε την αναιρεσείουσα, να καταγγείλει τον πολιτικώς ενάγοντα ως δράστη του σε βάρος της βιασμού, να επιμείνει μέχρι τέλους στην καταγγελία της, να έρχεται από το ..., όπου διαμένει, υποβαλλόμενη στις δαπάνες και την ταλαιπωρία των ταξιδιών, προκειμένου, ενώπιον των αστυνομικών και δικαστικών αρχών, να υποστηρίξει την καταγγελία της, καταγγελία που έγινε κάτω από τις συνθήκες που εκτίθενται στο σκεπτικό, οι οποίες καταδεικνύουν, όχι άτομο με μυθιστορηματικές ικανότητες, διότι σε τέτοια περίπτωση θα υπεδείκνυε αβασάνιστα και τον δράστη, αλλ αντιθέτως, έλλειψη σπουδής, εκ μέρους της, ενοχοποιήσεως οποιουδήποτε. Τούτο καθίσταται πρόδηλο εκ του ότι, όταν, κατά τη διαδικασία της αρχικής αναγνωρίσεως στην οποία υποβλήθηκε, δεν ήταν σίγουρη περί του προσώπου αυτού, δεν δίστασε να το δηλώσει και να αποφύγει να υποδείξει συγκεκριμένο άτομο ως δράστη της σοβαρότατης και με δυσμενέστατες συνέπειες, για τον ψυχισμό και την προσωπικότητα της εν γένει πράξεως, της οποίας, όπως κατάγγειλε, υπήρξε το θύμα. Συνεπώς ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως, αλλά και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, τυγχάνει βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για εκ νέου συζήτηση στο αυτό Δικαστήριο, το οποίο είναι δυνατόν να συντεθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 558/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Και

Παραπέμπει την υπόθεση, για εκ νέου συζήτηση, στο αυτό δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν, προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2010. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ