Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την 1407/2010 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε φυλάκιση δεκαπέντε μηνών (15) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, για την πράξη της ενδοοικογενειακής προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκου. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε ο αναιρεσείων νομοτύπως και εμπροθέσμως την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, οποία πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Κατά το άρθρο 9 του Ν. 3500/2006 το μέλος της οικογένειας το οποίο προσβάλλει την αξιοπρέπεια άλλου μέλους της με ιδιαίτερα ταπεινωτικό λόγο ή έργο, που ανάγεται στη γενετήσια ζωή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών, ενώ με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών τιμωρείται η πράξη αυτή αν ο παθών είναι ανήλικος. Από τη διάταξη αυτή με σαφήνεια προκύπτει ότι ο νομοθέτης προβλέπει και τυποποιεί τις σοβαρότερες και απεχθέστερες πράξεις προσβολής της αξιοπρέπειας κάποιου μέλους της οικογένειας, αναγνωρίζοντας ακριβώς ότι στις περιπτώσεις αυτές το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας παύει πλέον να αφορά το χώρο της συγκεκριμένης κάθε φορά οικογένειας, αλλά αποκτά απαξία που ενδιαφέρει την πολιτεία. Για το λόγο αυτό στην ανωτέρω διάταξη δεν εντάχθηκαν όλες (ακόμη και οι απλούστερες) συμπεριφορές, για τις οποίες συνεχίζουν να ισχύουν οι κοινές διατάξεις του ποινικού κώδικα. Έτσι, η διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ (εξύβριση) συρρέει φαινομενικά κατ` ιδέαν με εκείνη του άρθρου 9 του ν. 3500/2006, η οποία υπερισχύει ως ειδικότερη.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε ηκρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά ούτε η αξιολογική συσχέτισή τους. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε
σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε.
Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, δέχθηκε ότι: "Επειδή από την κατάθεση της μάρτυρος της κατηγορίας, που εξετάσθηκε στο Δικαστήριο τούτο και αναφέρεται στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στις 4-9-2008, ώρα 23.30` περίπου, εντός της επί της οδού ... αριθ. .. του Δήμου ... οικίας αυτού και της εγκαλούσας συζύγου του Α. Α. δημιούργησε σε
βάρος αυτής και της ανήλικης κόρης τους Α. Γ. του Μ.-Π., γεννηθείσας στις 15-9-1992, οικογενειακό επεισόδιο κατά το οποίο με πρόθεση πρόσβαλε την αξιοπρέπεια της τελευταίας με ιδιαίτερα ταπεινωτικό λόγο, που ανάγεται στη γενετήσια ζωή της. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος, ως μέλος οικογένειας (πατέρας) πρόσβαλε την αξιοπρέπεια της ως άνω ανήλικης κόρης του απευθύνοντας σ` αυτήν τις φράσεις "έχεις γκόμενο μωρή. Εγώ θα είναι ο πρώτος σου, εγώ θα σε γαμήσω". Στην πιο πάνω άδικη πράξη του προέβη ο κατηγορούμενος με δόλια προαίρεση, συνισταμένη στη βούληση προσβολής της αξιοπρέπειας της ανήλικης θυγατέρας του με τις πιο πάνω φράσεις που ανάγονται στη γενετήσια ζωή της και ενέχουν αμφισβήτηση της ηθικής της αξίας και καταφρόνηση και στη γνώση και θέληση αυτού ότι με τα ανωτέρω ταπεινωτικά λόγια προσβάλλεται η αξιοπρέπεια του ως άνω μέλους της οικογένειάς του. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ως άνω αποδιδόμενης σ` αυτόν πράξεως, ήτοι παραβάσεως του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3500/2006, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξης, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 12, 14, 26, 27 ΠΚ και 1, 9 παρ. 1 και 2 Ν. 3500/2006, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, εκτίθενται στην απόφαση, κατά το είδος τους, όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται από ποιά συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προέκυψε κάθε παραδοχή, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Περαιτέρω, στο σκεπτικό εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, σύμφωνα δε με τα πραγματικά αυτά περιστατικά στοιχειοθετείται πλήρως το έγκλημα αυτό, αφού πράγματι οι φράσεις που εκτόξευσε ο αναιρεσείων εναντίον της ανήλικης θυγατρός του ("έχεις γκόμενο μωρή, εγώ θα είμαι ο πρώτος σου, εγώ θα σε γαμήσω"), ενέχουν σοβαρή αμφισβήτηση της ηθικής της αξίας στο πεδίο της γενετήσιας ζωής της και για το λόγο αυτό χαρακτηρίζονται ως σοβαρές και απεχθείς πράξεις προσβολής της αξιοπρέπειας της παθούσας.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 9 του ν. 3500/2006, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 3500/2006 σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, μέλη της οικογένειας εξετάζονται ως μάρτυρες χωρίς όρκο. Οι ανήλικοι κατά την εκδίκαση των υποθέσεως της προηγούμενης παραγράφου δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, αλλά αναγιγνώσκεται η κατάθεσή τους, εφόσον υπάρχει, εκτός αν η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία από το δικαστήριο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 502 παρ. 1 και 365 ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταθέσεως μάρτυρα κατηγορίας, που δόθηκε στην προδικασία, δεν παραβιάζει δικαίωμα, που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από τα άρθρα 6 παρ. 3 στοιχ. δ` της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και από το άρθρο 333 παρ. 2 ΚΠΔ, να μπορεί να θέσει ερωτήματα στους μάρτυρες κατηγορίας και δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ` του ίδιου κώδικα, εκτός αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του είχε αντιλέξει στην ανάγνωση της εν λόγω καταθέσεως, Αν, δηλαδή, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του δεν αντιλέξει στην ανάγνωση της ως άνω καταθέσεως, δεν παραβιάζεται το δικαίωμα, που παρέχεται σε αυτόν, από τις προαναφερόμενες διατάξεις, να θέτει ερωτήματα στον μάρτυρα, αφού διατηρείται το από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαίωμα του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του να κάνει παρατηρήσεις και να εκθέσει τις απόψεις του επί της καταθέσεως του μάρτυρα. Επομένως, ο συναφής τρίτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ), συνιστάμενος στο ότι αναγνώσθηκε στο ακροατήριο η κατάθεση της ανήλικης παθούσας Α. Γ. που δόθηκε κατά την προδικασία, χωρίς ο αναιρεσείων ή ο συνήγορός του να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν σ` αυτήν ερωτήσεις, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι στην ανάγνωση της εν λόγω καταθέσεως δεν αντέλεξε ο αναιρεσείων ή ο συνήγορός του. Aλλωστε, από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι κατά την εκδίκαση της υποθέσεως απουσίαζε ο αναιρεσείων, ενώ δεν εκπροσωπήθηκε ούτε με συνήγορο, και συνεπώς ο ίδιος επέλεξε να μην ασκήσει τα παραπάνω δικαιώματά του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του ΚΠΔ το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, εξετάζεται από το Εφετείο και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως εξετάζει και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της αποφάσεως, που αφορά τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνεται η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που επιδικάσθηκε πρωτοδίκως, όχι μόνο όταν απουσιάζει ο πολιτικώς ενάγων, αλλά και όταν εμφανίζεται αυτός ενώπιον του Εφετείου με την ιδιότητα του μάρτυρα, χωρίς να παραιτείται με σχετική δήλωσή του από την πολιτική αγωγή και δίχως να επαναλαμβάνει την περί παραστάσεώς του ως πολιτικώς ενάγοντος δήλωση, που έκανε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Το Εφετείο, στην περίπτωση αυτή, ερευνώντας το παραπάνω κεφάλαιο, αποφαίνεται για τη βασιμότητά του, χωρίς να δικαιούται να αυξήσει μόνο το ποσό που επιδικάσθηκε πρωτοδίκως (ΑΠ 266/2010, ΑΠ 609/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την 5619/2008 απόφασή του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, που την εξέδωσε, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της ενδοοικογενειακής προσβολής, της αξιοπρέπειας ανηλίκου και του επέβαλε την αναφερόμενη σε αυτήν στερητική της ελευθερίας ποινή. Στο δικαστήριο εκείνο παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα η Α. Α. και ζήτησε να της επιδικασθεί το ποσό των 44 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά της αποφάσεως αυτής δεν προβλήθηκε καμία αντίρρηση και το δικαστήριο τη δέχθηκε και με την καταδικαστική του απόφαση επιδίκασε το αιτηθέν ποσό των 44 ευρώ στην ως πολιτικώς ενάγουσα παραστάσα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, η ανωτέρω Α. Α. εμφανίστηκε στο Δικαστήριο χωρίς να δηλώσει εκ νέου παράσταση πολιτικής αγωγής, αλλά και χωρίς να παραιτηθεί με δήλωσή της από την πολιτική αγωγή που δήλωσε πρωτοδίκως. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την προσβαλλόμενη απόφασή του αφού κήρυξη ένοχο τον αναιρεσείοντα για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, τον υποχρέωσε και πάλι να καταβάλει στην πολιτικώς ενάγουσα το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των 44 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Συνεπώς, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς επιδίκασε, κατ` επιταγή του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. τελευταίο ΚΠΔ, την προαναφερόμενη χρηματική ικανοποίηση στη μη παραστάσα ενώπιόν του με την ιδιότητα της πολιτικώς ενάγουσας Α. Α.. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` τέταρτος λόγος αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από όλα αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει η κρινόμενη αίτηση (δήλωση) να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).