[…] Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, από τον Πρόεδρο αυτού τέθηκε στους συνέδρους το ζήτημα εάν ο αναιρεσείων είναι ένοχος του ότι, ενώ ήταν ναύτης και υπηρετούσε στη ΔΑ/ΝΑ, στην Κ.Α., αφού είχε συνδεθεί αισθηματικά από του μηνός Αυγούστου 1987 με τη Μ.Σ., είχε μετ’ αυτής από τον ίδιο μήνα πλήρεις κατά φύση σαρκικές επαφές και την κατέστησε περί το μήνα Δεκέμβριο 1989 έγκυο, παρ’ όλο δε που γνώριζε την κατάσταση της εγκυμοσύνης της, από τις αρχές Ιουνίου 1990, ότε του γνωστοποίησε την εγκυμοσύνη της και ότι λόγω της κυήσεώς της και των εξ αυτή εντόνων προβλημάτων που αντιμετώπιζε από ηθικής, ψυχολογικής και νευρικής πλευράς είχε ανάγκη βοηθείας εκ μέρους του και κυρίως ηθικής και ψυχικής συνδρομής για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό περίγυρο και να αντεπεξέλθει στη βιολογική, ψυχολογική και ηθική δοκιμασία της εξώγαμης κυήσεώς της, την εγκατέλειψε αβοήθητη κατά το από του μηνός Φεβρουαρίου 1990 έως 5ης Οκτωβρίου 1990 χρονικό διάστημα, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και κατά τον τοκετό που έλαβε χώρα την 23.8.1990, αλλά και μετά από αυτόν, χωρίς την οφειλόμενη ηθική και ψυχική συμπαράσταση δια τηλεφωνικών επικοινωνιών ή δια επισκέψεων στην οικία της και στο μαιευτήριο κατά τις εξόδους από τη μονάδα του, αν και θα μπορούσε να πράξει αυτά, δεδομένου ότι κατά το παραπάνω κρίσιμο χρονικό διάστημα υπηρετούσε στην περιοχή Α., με αποτέλεσμα, λόγω της πιο πάνω δύσκολης γενικά καταστάσεώς της και της εξ αυτής αδυναμίας προς μέριμνα και φροντίδα του εαυτού της, να αναγκασθεί να δεχθεί την ηθική και ψυχική βοήθεια και συμπαράσταση άλλως και ιδίως του πατέρα της Θ.Σ. Μετά ταύτα, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα με πλειοψηφία τριών μελών και επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλακίσεως τριών μηνών με τριετή αναστολή. Με τις παραδοχές του όμως αυτές το δικαστήριο της ουσίας κατέστησε ανέφικτο τον ακυρωτικό έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής η μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που αναφέρεται στην αρχή αυτής της σκέψεως, διότι ενώ αρχικά δέχθηκε ότι η παθούσα από την εγκυμοσύνη και τον τοκετό περιήλθε σε αβοήθητη κατάσταση από την έλλειψη τηλεφωνικής επικοινωνίας του αναιρεσείοντος μετ’ αυτής και επισκέψεών του στο μαιευτήριο ή την οικία της κατά τις εξόδους από τη μονάδα του, περαιτέρω αντιφατικώς δέχθηκε ότι για την αντιμετώπιση ακριβώς της καταστάσεώς της αυτής δέχθηκε τη βοήθεια και συμπαράσταση τρίτων και κυρίως του πατέρα της Θ.Σ. Έτσι, δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών ότι συνεπεία των ως άνω παραλείψεων του αναιρεσείοντος δημιουργήθηκε κατάσταση ενδεχομένου κινδύνου για την παραπάνω έγκυο ή το κυοφορούμενο ή το νεογνό. Κατ’ ακολουθίαν, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως και ο εκ του άρθρου 426 περ. β’ του ΣΠΚ δεύτερος λόγος της υπό κρίση αναιρέσεως, είναι βάσιμος.