Έτος
1990
Νόμος / διάταξη που αφορά
Καταστατικό Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Χημικών
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες, γυναίκες / ισόστηα στην κοινωνική ασφάλιση

 

Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Χημικών. Συνύπαρξη στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας του δικαιούχου και του δικαιοδόχου συντάξεως δεν αποκλείει τη σχετική παροχή. Ισότητα στη κοινωνική ασφάλιση. Το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να αποκαθιστά με τρόπο θετικό την ισότητα, επεκτείνοντας την εφαρμογή των ευνοϊκών διατάξεων και στο άλλο φύλο.

Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Αθήνας 10391/1990 Πρόεδρος: Θεοδ. Μούγια. Εισηγητής: Δημ. Μίχου, Πρωτοδίκης. Δικηγόροι: Απ. Κοκόλιας, Κ. Δολιανίτης. Με την προεκταθείσα παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της κατά την παρ. 1 του αυτού άρθρου γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσεως και της νομικής αντιμετωπίσεως των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός μεν απαγορεύται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ των όσο και έναντι της Πολιτείας, βάσει της διαφοράς του φύλου, αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα. Και εππιτρέπονται μεν αποκλίσεις από την ανωτέρω αρχή, αλλά μόνον εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένως από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται εξ αποχρώντων λόγων, που αναφέρονται στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της γυναίκας και μάλιστα στα θέματα της μητρότητας, του γάμου, και της οικογένειας, είτε σε βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή διαφορετική μεταχείρηση, ενόψει του αντικειμένου της υπό ρυθμίσεως της σχέσεως, πάντοτε όμως, μέσα στα ακραία όρια, πέρα από τα οποία η ρύθμιση αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα (ΣτΕ 1328/83, 3562/1986 κ.α.). Ακόμη, η καθιερούμενη ισότητα των δύο φύλων, τόσο από τα άρθρα 4 και 116 του Συντάγματος, όσο και από το κοινοτικό δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου έχουν άμεση και υπερέχουσα ισχύ στο εσωτερικό των κρατών μελών, είναι ισότητα δημιουργική, με την έννοια ότι δεν υποχρεώνει απλώς τον νομοθέτη σε ίση μεταχείρηση ανδρών και γυναικών, αλλά ότι δημιουργεί το δικαίωμα στα πρόσωπα κάθε φύλου ν` αξιώνουν δικαστικά την επέκταση τυχόν αδικαιολογήτως ευνοϊκών διατάξεων που ισχύουν για το άλλο φύλο. Εκ τούτου έπεται ότι το δικαστήριο της ουσίας οφείλει ν` αποκαθιστά, με τρόπο θετικό την ισότητα, επεκτείνοντας την εφαρμογή των ευνοϊκότερων διατάξεων στα πρόσωπα του άλλου φύλου. Η δημιουργική αυτή λειτουργία της αρχής της ισότητας, η οποία παγίως γίνεται δεκτή από τα πολιτικά δικαστήρια (πρβλ ΑΠ 53/1983, 206, 520, 1771/1981, 1470-71/1977 και ΕφΑθ 1666/1983) αλλά και από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, επιβάλλεται πρώτιστα λόγω της προέχουσας θέσεως του κοινοτικού δικαίου, καθίσταται δε πλέον επιτακτική με το καθεστώς ουσιαστικοποιήσεως των διοικητικών διαφορών. Και τούτο γιατί, ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, της αρχής της ισότητας, με μόνη την αρνητική λειτουργία της, θα κατέληγε γράμμα κενό, αφού με την προσφυγή δεν ζητείται η με εφαρμογή της αδικαιολόγητης ευνοϊκής ρυθμίσεως στην ευνοούμενη κατηγορία προσώπων, αλλά αντίθετα, επιδιώκεται η εφαρμογή του νόμου, προκειμένου να διαπλασθεί εξ ιδίου υποκειμένου δικαίωμα του προσώπου που βρίσκεται σε δυσμενή κατάσταση (ΣτΕ 4325/1988 μειοψ. ΕΔΚΑ 1989 σελ. 222, ΑΠ 1106/1986). Κατά συνέπεια, το Διοικητικό Πρωτοδικείο, εξετάζοντας προσφυγή με τέτοιο περιεχόμενο και δεχόμενο την αντισυνταγματικότητα διατάξεων που καθιερώνουν δυσμενέστερη μεταχείρηση θεμελιούμενη στη διαφορά του φύλου, οφείλει να τη δεχθεί, και να μη περιορισθεί μόνο στην κρίση περί της εν λόγω αντισυνταγματικότητας. Περαιτέρω, κατά την σαφή διατύπωση και ορθή ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 12, 14,και 15 του καταστατικού του διαδίκου ταμείου*, όπως αυτές αναφέρονται πιο πάνω, δικαίωμα προς απονομή συντάξεων αναγνωρίζεται αφενός μεν στους "δικαιούχους", δηλαδή στους αντλούντες το εν λόγω δικαίωμα από την ύπαρξη "άμεσης" ασφαλιστικής τους σχέσεως με το Ταμείο, και αφετέρου στους "δικαιοδόχους", δηλαδή σ` εκείνους που δικαιούνται συντάξεως, λόγω της σχέσεως που έχουν με τον ασφαλισμένο ή συνταξιούχο του εν λόγο ταμείου και συνέπεια θανάτου των προσώπων αυτών. Εξάλλου, από τις ίδιες αυτές διατάξεις δεν τίθεται πουθενά, ούτε συνάγεται συμπερασματικά, ότι μεταξύ των "δικαιοδόχων" δεν μπορούν να περιληφθούν και "δικαιούχοι" εφόσον, οι τελευταίοι αυτοί, είναι μεταξύ των προσώπων που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 14, ανεξάρτητα από την τυχόν ύπαρξη στο πρόσωπό τους και της ιδιότητας του δικαιούχου. Σύμφωνα δηλαδή με τα παραπάνω, είναι δυνατόν στο αυτό πρόσωπο να συντρέχουν παράλληλα και η ιδιότητα του "δικαιούχου" και του "δικαιοδόχου" συντάξεως, της πρώτης ιδιότητας μη δυνάμενης να αποκλείσει την δεύτερη. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, της συνυπάρξεως δηλαδή στο ίδιο πρόσωπο, των δύο αυτών ιδιοτήτων του "δικαιούχου" και του "δικαιοδόχου" συντάξεως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη της παρ. 2 του άρθρ. 15 που προαναφέρθηκε, και να αποκλεισθεί της σχετικής παροχής το πρόσωπο αυτό, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη αυτή διάταξη αναφέρεται σε "δικαιοδόχο" δύο συντάξεων, δηλαδή σε πρόσωπο που αντλεί το σχετικό συνταξιοδοτικό του δικαίωμα, λόγω της σχέσεως του με δύο ασφαλισμένους ή συνταξιούχους του πιο πάνω Ταμείου, που απεβίωσαν και όχι σε "δικαιούχο" συντάξεως.