Η προσαύξηση του ποσού της σύνταξης του ΙΚΑ που προβλέπεται μόνον για τη σύζυγο που δεν εργάζεται ή δεν συνταξιοδοτείται, παρέχεται και για τον σύζυγο της συνταξιούχου, ο οποίος δεν εργάζεται ή δεν συνταξιοδοτείται. Αντίθετη μειοψηφία.
ΣτΕ 1261/1994 (τμ. Α΄ 7μελές) Πρόεδρος: ΔΗΜ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Εισηγητής: Θ. ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Δικηγόροι: Ευαγγ. Παπάϊσιδώρου Π.Ν.Σ.Κ. 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται εμπροθέσμως και κατά τα λοιπά παραδεκτώς η αναίρεση της 12504/86 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσιβλήτου, μεταρρυθμίσθηκε η 179/28.9.84 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Υπ/τος Συντάξεων Ι.Κ.Α. Αθηνών και αναγνωρίσθηκε ότι αυτή δικαιούται προσαυξήσεως της συντάξεώς της για το από 1.1.83 και εφεξής χρονικό διάστημα και εφ` όσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. 3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον του Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση, κατόπιν της 2568/92 παραπεμπτικής λόγω σπουδαιοτητας αποφάσεως του ιδίου Τμήματος, υπό πενταμελή σύνθεση. 4. Επειδή το ισχύον Σύνταγμα του έτους 1975 προβλέπει στο άρθρο 4 παρ. 2 άτι οι Ελληνες και οι Ελληνίδες εχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, στο άρθρο 21 παρ. 1 ότι η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Εθνους ως και ο γάμος τελούν υπό την προστασία του Κράτους , στο δε άρθρο 116 ότι οι υφιστάμενες διατάξεις που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ. 2 εξακολουθούν να ισχύουν ωσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982 (παρ. 1) και ότι αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νάμος (παρ. 2). Εξ άλλου, το άρθρο 29 παρ. 3 του Α. Ν. 1846/51 (Α ` 179), το οποίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 της 4/4.2.76 Π.Ν.Π. (Α ` 21), κυρωθείσης με το Ν. 321Π6 (Α ` 112) και ακολούθως με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 825/8 (Α ` 189) μόνο ως προς το ύψος της προσαυξήσεως, παραμείναν ως αρχικώς είχε ως προς την ουσιαστική του ρύθμιση, ορίζει ότι "το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγον κατά το ποσάν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, εφ` όσον δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου...". Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, ερμηνευομένης πλέον εν όψει, τόσο των περί ισότητος των φύλων και προστασίας της οικογενείας συνταγματικών διατάξεων, όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από της απόψεως της κατά κανάνα παροχής εργασίας και Ιίαπό τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως κατά τον χρόνο που θεσπίσθηκε το πρώτον η διάταξη αυτή , το ποσό της συντάξεως του συζύγου, ανεξαρτήτως φύλου, προσαυξάνεται λόγω συζύγου, προς ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος, εφ` όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφ` άσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι επίσης συνταξιούχος. Αν και κατά τη γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, η παροχή της ως άνω προσαυξήσεως αποβλέπει στην έμμεση ασφαλιστική κάλυψη των εγγάμων γυναικών, οι οποίες δεν άσκησαν ασφαλιστέο . επάγγελμα διότι αφιερώθησαν στη γέννηση και ανατροφή παιδιών και την προσφορά της προσωπικής των εργασίας για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας, κατά το άρθρο 1389 του Αστικού Κώδικα, όπως αυτό ήδη ισχύει και, συνεπώς, συντρέχουν απο- χρώντες λόγοι κατά το άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος για την διατηρηση σε ισχύ της διατάξεως του άρθρου 29 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951 και μετά την 31η Δεκεμβρίου 1982. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η εφαρμογή της διατάξεως αυτης δεν μπορεί να επεκταθεί και στην περίπτωση των ανεπάγγελτων ανδρών συζύγων, εφ` όσον μάλιστα ο κίνδυνος της ανεργίας καλύπτεται από άλλο κλάδο ασφαλίσεως. Κατά δε τη γνώμη ετέρου μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, η ως άνω διάταξη του αρθρου 29 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951 είναι, από 1.1.1983, καθ` ολοκληρίαν ανίσχυρη, ως αντικείμενη στις παρατεθείσες ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, διότι, προβλέπουσα την προσαύξηση της συντάξεως μόνο του συνταξιοδοτουμένου συζύγου, εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση. 5. Επειδή, στην υπό κρίση υπόθεση, με την προσβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Η αναιρεσίβλητη, συντοξιούχος λόγω γήρατος από 1.7.70 του Ι.Κ.Α. ζήτησε με την από 17. 1982 αιτησή της προσαύξηση επειδή ο σύζυγός της ήταν άπορος και ανάπηρος. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την 17751/21.5.83 απόφαση του Διευθυντή του Υπ/τος Ι.Κ.Α. Συντάξεων, με την αιτιολογία ότι ο σύζυγος της αναιρεσιβλήτου, αν και κρίθηκε από τις υγειονομικές επιτροπές ανάπηρος, δεν ήταν όμως άπορος. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε στη συνέχεια με την 179/28.9.84 απόφαση της οικείας Τ.Δ.Ε. Υπά τα δεδομένα αυτά, το Διοικ. Πρωτ. Αθηνών, επιληφθέν προσφυγής της αναιρεσίβλητης, δέχθηκε αυτή εν μέρει, ήτοι ως προς το χρονικό διάστημα από ι. 1.83 και εφεξής και της αναγνώρισε δικαίωμα προσαυξήσεως της συντάξεώς της για όσο χρόνο θα συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρθρου 29 παρ. 3, με την αιτιολογία ότι η τελευταια αυτή διάταξη είναι από 1.1.83 ανίσχυρη, ως εισάγουσα αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των φύλων, ο δε σύζυγος της αναιρεσιβλήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο της κρίσεώς του δεν ασκούσε επάγγελμα, ούτε ήταν συνταξιούχος. Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι, αν και στηρίζεται σε διαφορετική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων από αυτή που εκτίθεται σε προηγούμενη σκέψη, νόμιμη, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου λάγου αναιρέσεως (Κυρούται η 12504/1986 αποφ. Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Αθηνών)