ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2001, με την εξής σύνθεση: Π. Χριστόφορος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Μαρινάκης, Σύμβουλοι, Π. Μπραΐμη, Δ. Εμμανουηλίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Ιωαννίδου.
Για να δικάσει την από 18 Ιουνίου 1998 αίτηση: της ..................... η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κων/νο Παπαδημητρίου (Α.Μ. 8645), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά του .................... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κων/νο Γιαννακόπουλο (Α.Μ. 2307), που τον διόρισε στο ακροατήριο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Επιχείρηση επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθ. 725/1998 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου, Π. Μπραΐμη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσειούσης Επιχειρήσεως, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (9245031/1998 διπλότυπο εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (1797410-11, 8848009/1998 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 725/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφανίσθηκε η 4499/1996 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή είχε απορριφθεί προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά της τεκμαιρόμενης (λόγω παρόδου της σχετικής προθεσμίας) απορρίψεως από το Συμβούλιο Ασφαλίσεως Προσωπικού της Δ.Ε.Η. της από 21.3.1994 ενστάσεώς του κατά της 00075/4.2.1994 πράξεως του Διευθυντή Ασφαλίσεως Προσωπικού της Δ.Ε.Η., με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα αυτού για τη χορήγηση σ` αυτόν συντάξεως λόγω θανάτου της συζύγου του, συνταξιούχου της Δ.Ε.Η. Με την προσβαλλόμενη απόφαση δικάσθηκε η προσφυγή του αναιρεσιβλήτου, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, έγινε δεκτή, ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη παράλειψη της αναιρεσειούσης Επιχειρήσεως και υποχρεώθηκε αυτή να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο σύνταξη γήρατος λόγω θανάτου της συζύγου του.
3. Επειδή, το άρθρο 9 του Ν. 4491/1966 "περί ασφαλίσεως προσωπικού της Δ.Ε.Η." (Α` 1) ορίζει στην παρ. 1 εδ. α` ότι : "Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου δικαιούνται συντάξεως η χήρα ή ο άπορος και ολικώς ανίκανος προς εργασία χήρος του οποίου η συντήρηση εβάρυνε την θανούσα καθ` όλην την τελευταίαν προ του θανάτου πενταετίαν".
4. Επειδή, το άρθρο 119 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ με τη συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2691/1999, Α` 47) ορίζει ότι : "Κάθε Κράτος μέλος εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου και διατηρεί εν συνεχεία την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών. Ως αμοιβή νοούνται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας . . .".
5. Επειδή, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την από 17.4.1997 απόφασή του (C - 147/95, ΔΕΗ κατά Ε. Εβρενόπουλου), έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οι παροχές που απονέμονται με βάση το ασφαλιστικό σύστημα στους συνταξιούχους της Δ.Ε.Η., συμπεριλαμβανομένων και των παροχών του επιζώντος συζύγου, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης περί Ε.Κ. που αναφέρεται ανωτέρω στην σκέψη 4, ότι η προεκτιθέμενη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α` του Ν. 4491/1966 αντίκειται στο άρθρο 119 της Συνθήκης και ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης επιβάλλει τη χορήγηση στους χήρους, οι οποίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από τη διάταξη αυτή, συντάξεως ή άλλης παροχής επιζώντος συζύγου υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες.
6. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα : Ο αναιρεσίβλητος, με την από 10.12.1993 αίτησή του, ζήτησε από το Διευθυντή Ασφαλίσεως Προσωπικού της Δ.Ε.Η. τη χορήγηση σ` αυτόν συντάξεως, λόγω θανάτου της συζύγου του, η οποία ήταν συνταξιούχος της Δ.Ε.Η. Το αίτημα αυτό του αναιρεσιβλήτου απορρίφθηκε με την 00075/ 4.2.1990 πράξη του εν λόγω Διευθυντή, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις που ορίζει η διάταξη της παρ. 1 εδ. α` του άρθρου 9 του Ν. 4491/1966 για τη χορήγηση συντάξεως στο χήρο σύζυγο και ότι η αντισυνταγματικότητα της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να κριθεί από το όργανο αυτό. Κατά της προηγουμένης πράξεως ασκήθηκε από τον αναιρεσίβλητο ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως της Δ.Ε.Η. η από 21.3.1994 ένσταση, με την οποία ισχυρίστηκε ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η αίτησή του. Το Συμβούλιο Ασφαλίσεως της Δ.Ε.Η. δεν αποφάνθηκε μέσα σε τρίμηνη προθεσμία και έτσι τεκμαίρεται ότι η ένσταση απορρίφθηκε. Κατά της τεκμαιρόμενης (λόγω παρόδου άπρακτης της σχετικής προθεσμίας) απορρίψεως της ενστάσεως ασκήθηκε από τον αναιρεσίβλητο η από 12.8.1994 προσφυγή, με την οποία ισχυρίστηκε ότι η προαναφερόμενη διάταξη είναι ανίσχυρη και ανεφάρμοστη κατά το μέρος που θέτει τις ειδικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση συντάξεως στο χήρο συνταξιούχου υπαλλήλου της Δ.Ε.Η. λόγω αντιθέσεώς της προς το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος και το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο και ότι δικαιούται σύνταξη με τις ίδιες προϋποθέσεις που δικαιούνται και οι χήρες συνταξιούχων υπαλλήλων της Δ.Ε.Η. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε η 4499/1996 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως άσκησε έφεση ο αναιρεσίβλητος. Το Διοικητικό Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη ότι με τη διάταξη του εδ. α` της παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 4491/1966, για τη συνταξιοδότηση του χήρου συνταξιούχου υπαλλήλου της Δ.Ε.Η., θεσπίζονται πρόσθετες προϋποθέσεις πέραν εκείνων που θεσπίζονται για τη συνταξιοδότηση της χήρας συζύγου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου της Δ.Ε.Η. που αποβίωσε, ήτοι να είναι άπορος και ολικώς ανίκανος προς εργασία και να εβάρυνε η συντήρησή του κυρίως την θανούσα σύζυγό του την τελευταία πενταετία πριν από το θάνατό της, ότι η διαφοροποίηση αυτή σε βάρος του χήρου έναντι της χήρας δεν δικαιολογείται, ενόψει και των συγχρόνων κοινωνικοοικονομικών δεδομένων και αντιλήψεων, από αποχρώντες λόγους αναφερόμενους στη διαφορά του φύλου, έκρινε ότι αυτή η διάταξη έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος και είναι συνεπώς ανίσχυρη, κατά το μέρος που θεσπίζει ως πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του χήρου ασφαλισμένης ή συνταξιούχου της Δ.Ε.Η. να είναι άπορος και ολικώς ανίκανος και η συντήρησή του να εβάρυνε κυρίως τη θανούσα. Περαιτέρω, το ίδιο δικαστήριο, προκειμένου να διασφαλίσει την ισότητα των φύλων, όσον αφορά το συνταξιοδοτικό σύστημα, δέχθηκε ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση το συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για τη χήρα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου της Δ.Ε.Η. και ότι επομένως ο αναιρεσίβλητος δικαιούται συντάξεως γήρατος από τη Δ.Ε.Η.
7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι εσφαλμένως έκρινε το Διοικητικό Εφετείο ότι η συγκεκριμένη διάταξη του Ν. 4491/1966 αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος. Περαιτέρω προβάλλεται ότι και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι είναι αντισυνταγματική η ως άνω διάταξη, η επίκληση της αντισυνταγματικότητας αυτής αποκλείει την εφαρμογή της ευνοϊκότερης για τη γυναίκα διατάξεως στους άνδρες και δεν μπορεί να οδηγήσει στην επέκτασή της στους άνδρες - συζύγους των γυναικών υπαλλήλων της Δ.Ε.Η. που αποβίωσαν, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη παρέμβαση της δικαστικής αρχής στο έργο της νομοθετικής εξουσίας κατά παράβαση του άρθρου 26 του Συντάγματος.
8. Επειδή, ενόψει των κριθέντων με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς ο μεν πρώτος, διότι η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α` του Ν. 4491/1966 είναι ούτως ή άλλως ανίσχυρη ως αντικειμένη στο κοινοτικό δίκαιο (άρθρο 119 της Συνθήκης Ε.Κ.), ο δε δεύτερος, διότι η επέκταση της ευνοϊκότερης για τις γυναίκες διατάξεως στους άνδρες και επομένως η χορήγηση στους χήρους συντάξεως επιζώντος συζύγου υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες επιβάλλεται επίσης από το κοινοτικό δίκαιο (άρθρο 119 της Συνθήκης Ε.Κ.), κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στην σκέψη 5.
9. Επειδή, κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν` απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.