Έτος
2008
Νόμος / διάταξη που αφορά
Π.Δ. 284/1974
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Σύζυγοι / προσαύξηση σύνταξης

 

H αίτηση συνταξιοδοτήσεως από ασφαλιστικό ταμείο δεν απαιτείται να περιέχει και ιδιαίτερα αιτήματα χορηγήσεως, αφενός του βασικού ποσού συντάξεως και αφετέρου των λοιπών επιμέρους κονδυλίων (προσαυξήσεων, οικογενειακών βαρών, βοηθημάτων). Προς αποκατάσταση της επιβαλλομένης μεταχείρισης των δύο φύλων είναι εφαρμοστέα και για τη συνταξιούχο του εναγομένου Ταμείου, η ισχύουσα για τον άντρα συνταξιούχο αυτού, ρύθμιση, κατά την οποία για τη χορήγηση της προσαύξησης της σύνταξης αρκεί μόνο η ύπαρξη συζύγου, χωρίς να απαιτείται και να μην εργάζεται ή να μη συνταξιοδοτείται αυτός (ΣτΕ 2978, 2435/1997). Η αξίωση της ενάγουσας για προσαύξηση της συντάξεώς της με το επίδομα συζύγου υπόκειται στην πενταετή παραγραφή που προβλέπει το άρθρο 250 του ΑΚ.

Aριθμός Απόφασης 10352/2008

ΓΑΚ 34214/07

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα 11ο Τριμελές

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2008, με δικαστές τους Χρυσάνθη Μαυρομιχάλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Αθανασία Ζώη, Αλεξάνδρα Κοσκέρη (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Γιασεμή Δουκέλη, δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία 28-9-2007,

της ............ , κατοίκου Ζωγράφου Αττικής, (οδός .... αρ. . ), η οποία δεν παραστάθηκε,

κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Συντάξεως Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσ/κης», (Τ.Σ.Π.Ε.Α.Θ.), που εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο του Δ.Σ., ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε, με την από 1-2-08 δήλωση άρθρου 133 παρ.2 ΚΔΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου Σπύρου Σαρρή.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Η κρίση του είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η οποία κατατέθηκε νομίμως μετά την έκδοση της 5155/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 11ο ), η οποία κράτησε και εκδίκασε την υπόθεση ως προς την προτασσόμενη στο κοινό δικόγραφο ενάγουσα και τις ομοδίκους αυτής και διέταξε τον χωρισμό ως προς τις λοιπές ενάγουσες, σύμφωνα με το άρθρο 121 του Κ.Δ.Δ., και, για την οποία καταβλήθηκε το ανάλογο δικαστικό ένσημο (βλ. τα 185236 και 33746 σειράς Α΄ έντυπα), η ενάγουσα ζητά παραδεκτώς να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο να της καταβάλλει, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την οφειλή, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως, το ποσό των 892,15 ευρώ ή 304.000 δρχ, για την αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη, διότι το εναγόμεο Ταμείο δεν της κατέβαλλε την οικογενειακή παροχή για το χρονικό διάστημα από 1-3-2001 έως 30-6-2002.

2. Επειδή, κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, εφόσον η ενάγουσα λαμβάνει από το εναγόμενο Ταμείο, κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως με επισυναπτόμενα όλα τα δικαιολογητικά οικογενειακής κατάστασης, όπως αυτό προκύπτει από τη σχετική απόφαση συνταξιοδοτήσεώς της σύνταξη, χωρίς την ένδικη προσαύξηση, υπάρχει ήδη δεδηλωμένη άρνηση του τελευταίου για την καταβολή της. Συνεπώς, έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από την παρ.5 του άρθρου 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της κρινόμενης αγωγής, δεδομένου ότι η αίτηση συνταξιοδοτήσεως δεν απαιτείται να περιέχει και ιδιαίτερα αιτήματα χορηγήσεως, αφενός του βασικού ποσού συντάξεως και αφετέρου των λοιπών επιμέρους κονδυλίων (προσαυξήσεων, οικογενειακών βαρών, βοηθημάτων) ώστε ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου Ταμείου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ομως, κατά τη γνώμη του μέλους του Δικαστηρίου, Πρωτοδίκη, Αθανασίας Ζώη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ.5 του άρθρου 71 του ΚΔΔ, είναι απαράδεκτη η αγωγή σε περίπτωση κατά την οποία για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης υπάρχει, κατά τις κείμενες διατάξεις, αρμόδιο να αποφανθεί όργανο της Διοίκησης. Και αυτό διότι, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ερμηνευμένης σε συνδυασμό με την γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως σύμφωνα με την οποία «τα αρμόδια όργανα των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως οφείλουν να αποφαίνοναι επί πάσης υποβαλλόμενης ενώπιόν της αιτήσεως αποβλεπούσης εις την ικανοποίηση ασφαλιστικού αιτήματος» (ΣτΕ 216/1994), εφόσον η αξίωση της οποίας η ικανοποίηση επιδιώκεται με αγωγή κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι ασφαλιστικής φύσεως και αναφέρεται σε απαίτηση διοικούμενου, για την ικανοποίηση της οποίας υπάρχει, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, αρμόδιο να αποφανθεί όργανο του εναγομένου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, η αγωγή είναι απαράδεκτη εάν δεν έχει προηγουμένως υποβληθεί από την ενάγουσα σχετικό αίτημα στο κατά νόμο αρμόδιο να αποφανθεί όργανο του εναγομένου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

3. Επειδή, το Σύνταγμα στο άρθρο 4 και στην παρ.2 ορίζει ότι: « Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις», στο άρθρο 116 ότι: « 1. Διατάξεις υφιστάμενες, που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ.2 του Συντάγματος εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 1982. 2. Αποκλίσεις από ορισμούς της παρ.2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους που ορίζει ειδικά ο νόμος».

4. Επειδή, με την προεκτεθείσα διάταξη της παρ.2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της, κατά την παρ.1 του άρθρου αυτού, γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επιμέρους δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους, όσο και απέναντι στην πολιτεία, με βάση τη διαφορά του φύλου και αφετέρου επιβάλλεται η παροχή ισων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα.

Αποκλίσεις από την αρχή αυτή επιτρέπονται, αλλά μόνο εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από σοβαρούς λόγους, οι οποίοι αναφέρονται είτε στην ανάγκη για μεγαλύτερη προστασία της γυναίκας και μάλιστα στα θέματα της μητρότητας, του γάμου και της οικογένειας, είτε σε βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή διαφορετική μεταχείριση ενόψει του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσης (ΣτΕ 200/1991, 4325/1988).

5. Επειδή, το π.δ. 284/1974 «Περί τροποποιήσεως και ανασυντάξεως του καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης» (ΦΕΚ 101 Α΄), στην παρ. 8 του άρθρου 44, όπως αυτή συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με τα π.δ. 591/1979, 1245/1981, 384/1983, ορίζει ότι:

«Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται κατά δραχμάς 2.500 δια την συζύγον ή τον μη εργαζόμενον ούτε συνταξιοδοτούμενον σύζυγον και κατά δραχμάς 1.000 δι΄ εκάστον τέκνον εφόσον είναι άγαμον και δεν συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του, προκειμένου περί άρρενος ή το 20ο προκειμένου περί θήλεος».

Το ανωτέρω επιδομα συζύγου καθορίστηκε σε 4.000 δρχ με το π.δ. 278/1986 (ΦΕΚ 127 Α΄), σε 6.000 δρχ με το π.δ. 415/1990 (ΦΕΚ 161 Α΄), σε 8.000 δρχ με το π.δ. 384/1993 (ΦΕΚ 163 Α` ) και σε 16.000 δρχ με το άρθρο 6 του π.δ. 114/1999 (ΦΕΚ 115 Α΄), στο άρθρο 48 ότι: « 1. Προς άσκησιν του δικαιώματος εκ της αναπηρίας, γήρατος και θανάτου δέον να υποβληθεί εις το Ταμείον αίτησις….2. Επί αιτήσεως αναπηρίας ή γήρατος υποβάλλονται τα εξής δικαιολογητικά: α…..στ. άπαντα τα τυχόν μη υποβληθέντα δικαιολογητικά του άρθρου 14 του παρόντος», στην παρ.3 του άρθρου 14 ότι: «…….έκαστος ησφαλισμένος υποχρεούται όπως εντός προθεσμίας τριών μηνών από της υπαγωγής του εις την ασφάλισιν του Ταμείου, υποβάλη τα κάτωθι δικαιολογητικά: α……β. προκειμένου περί εγγάμου πιστοποιητικό τελέσεως γάμου, πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως….» Με την προαναφερόμενη διάταξη της παρ.8 του άρθρου 44 του καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, θεσπίζονται προϋποθέσεις για την προσαύξηση της συντάξεως της ασφαλισμένης με το επίδομα συζύγου, πρόσθετες και πέραν εκείνων, που καθορίζονται για την προσαύξηση της συντάξεως του ασφαλισμένου, χωρίς όμως να υπάρχει λόγος, που να δικαιολογεί την πλεονεκτική θέση, στην οποία τίθενται με τον τρόπο αυτό ο συνταξιοδοτούμενος ασφαλισμένος έναντι της συνταξιοδοτούμενης και ασφαλισμένης συναδέλφου του. Επομένως, η συγκεκριμένη διάταξη, κατά το μέρος, που εισάγει την ανωτέρω αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ φύλων, αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας και είναι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ανίσχυρη από 1-1-83 (ΣτΕ 1261/1994, 4117/1983, 4230/1985). Κατόπιν τούτων και προς αποκατάσταση της επιβαλλομένης, εν προκειμένω, ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων είναι εφαρμοστέα και για τη συνταξιούχο του εναγομένου Ταμείου, η ισχύουσα για τον άντρα συνταξιούχο αυτού, ρύθμιση, κατά την οποία για τη χορήγηση της προσαύξησης της σύνταξης αρκεί μόνο η ύπαρξη συζύγου, χωρίς να απαιτείται και να μην εργάζεται ή να μη συνταξιοδοτείται αυτός (ΣτΕ 2978, 2435/1997).

6. Επειδή, το άρθρο 54 του π.δ 284/1974 ορίζει ότι: « 1. Το δικαίωμα εις σύνταξιν είναι απαράγραπτον 2. Συντάξεις μη εισπραχθείσαι εντός έτους από της ημέρας καθ΄ ην κατέστησαν απαιτηταί παραγράφονται. 3. Ουδέποτε χορηγείται σύνταξις δια χρόνον προγενέστερον των έξι μηνών από της χρονολογίας καθ΄ ην υπεβλήθη εις το Ταμείον η σχετική περί απονομής αυτής αίτησις 4. Αι διατάξεις του Αστικού Κώδικος εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως και επί των παραγράφων και προθεσμιών του παρόντος».

Περαιτέρω, το άρθρο 250 του ΑΚ ορίζει ότι: « Σε πέντε χρόνια πραγράφονται οι αξιώσεις…….17 των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων, συντάξεων διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά…., στο άρθρο 251 ότι : « Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη» και στο άρθρο 253 ότι: « Η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα». Εξάλλου, με το Π.Δ/μα 437/18- 5-77 (ΦΕΚ 134 Α΄), ορίζεται με το άρθρο μόνο αυτού ότι: « Εξαιρούνται της εφαρμογής του Ν.Δ/τος 496/74…. οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί οι υπαγόμενοι εις την εποπτείαν του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.».

7. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η αξίωση της ενάγουσας για προσαύξηση της συντάξεώς της με το επίδομα συζύγου υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή που προβλέπει το άρθρο 250 του ΑΚ.
8. Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα, συνταξιούχος του εναγομένου Ταμείου από την 1-3-2001 (σχ. 3500/22-8-2001 συνταξιοδοτική απόφαση του εναγομένου), είναι έγγαμη με δύο παιδιά τα οποία γεννήθηκαν και τα δύο το 1984 (σχ. το με αριθ. πρωτ. 20/9-1-2003 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Ζωγράφου) και δεν ελάμβανε την ένδικη προσαύξηση στη σύνταξή της για το διάστημα απο 1-3-2001 έως 30-6- 2002.

Ηδη, με την κρινόμενη αγωγή στρέφεται κατά του εναγομένου Ταμείου και ζητεί να υποχρεωθεί αυτό να της καταβάλλει, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την οφειλή, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως, το ποσό των 892,15 ευρώ, για την αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη, διότι αυτό, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, δεν προσαύξησε την σύνταξή της με το ένδικο επίδομα για το χρονικό διάστημα από 1-3-2001 έως 30-6-2002, συνυπολογιζομένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας. Το εναγόμενο Ταμείο με το από 29-1-2008 υπόμνημά του, ζητεί την απόρριψη της αγωγής, ισχυριζόμενο, μεταξύ άλλων, ότι η ένδικη αξίωση έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.5 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού».

9. Επειδή, από την εκτίμηση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και ενόψει των διατάξεων που προαναφέρθηκαν και όπως αυτές ερμηνεύτηκαν, το Δικαστηρίο, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι : α)η αξίωση της ενάγουσας, η οποία αφορά το χρονικό διάστημα από 1-3-2001 έως 30-6-2002, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή που αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο αυτή γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, ενώ η αρχική κοινή αγωγή, της οποίας διατάχθηκε ο χωρισμός με την 5155/2007 αποφαση του Δικαστηρίου τούτου, και εν συνεχεία ασκήθηκε η κρινόμενη, κατατέθηκε στις 12-9-2003, πριν την λήξη της πενταετίας, β)η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 44 παρ.8 του καταστατικού του εναγομένου Ταμείου, θέτει διαφορετική ρύθμιση για τον άντρα ασφαλισμένο του εν λόγω Ταμείου και τη γυναίκα συνάδελφό του, με μόνο κριτήριο το φύλο και χωρίς να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται, γ)η ενάγουσα κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ήταν έγγαμη και, συνεπώς, πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται και για τους άντρες ασφαλισμένους του εναγομένου προκειμένου να προσαυξηθεί η σύνταξή της με το ένδικο επίδομα, κρίνει ότι η ενάγουσα δικαιούται, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως το ποσό των 892, 15 ευρώ συνυπολογιζομένων των δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας, (= 16.000 δρχ ή 46, 96 ευρώ το μήνα για το σύζυγό της Χ 19 μήνες), το οποίο αντιστοιχεί στην αιτούμενη προσαύξηση για το χρονικό διάστημα από 1-3-2001 έως 30-6- 2002. Ο δε ισχυρισμός της, ότι πρέπει να της καταβληθεί το εν λόγω ποσό με τον εκάστοτε ισχύοντα νόμιμο τόκο υπερημερίας, ενόψει του ότι το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περι δικών του Δημοσίου αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 20 παρ.1 του Συντάγματος, καθώς και στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης αυτής ( ΣΤΕ 802/2007 7μελούς) και, κατά συνέπεια, δεν είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα, είναι βάσιμος και για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτός.

10. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο να καταβάλλει στην ενάγουσα, το ποσό των 892,15 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής της (άρθρο 75 παρ.2 του Κ.Δ.Δ.) Τέλος, κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί το εναγόμενο απο την καταβολή των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ.1 του ν. 2717/1999 (ΚΔΔ ΦΕΚ 97 Α`).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει το εναγόμενο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης (Τ.Σ.Π.Ε.Α.Θ.) να καταβάλλει στην ενάγουσα, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας απο την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως, το ποσό των οκτακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και δέκα πέντε λεπτών (892,15 ευρώ).