Έτος
2009
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 29 παρ. 3 ΑΝ 1846/51
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Έγγαμοι συνταξιούχοι / προσαύξηση σύνταξης

IΚΑ. Προσαύξηση της συντάξεως αν ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή νπδδ. Η μη χορήγηση της προσαύξησης στους έγγαμους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις δεν αντίκειται στα άρθρα 4 και 21 του Συντάγματος και άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Η οικογενειακή παροχή του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 χορηγείται μόνο στους εν ενεργεία εγγάμους υπαλλήλους του Δημοσίου, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, καθώς και στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου. Η επεκτατική εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων και σε συνταξιούχους του ΙΚΑ δεν επιβάλλεται από την αρχή της ισότητας. Απορρίπτεται η έφεση.

Αριθμός απόφασης: 1193/2009

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα 10ο Τριμελές

Αποτελούμενο από τους: Κυριακή Αλεξόλγου, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Ελένη Πετρουλάκη – Εισηγήτρια και Αρετή Γρηγορίου, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τον Ιωάννη Κολιόπουλο, δικαστικό υπάλληλο

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Μαρτίου 2009, για να δικάσει την από 22 Δεκεμβρίου 2008 (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ 1241/30-12-2008) έφεση

του ........, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδός ......... αρ. ...), ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ευστρατία Γκούμα, σύμφωνα με την από 13.3.2009 δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του ΚΔΔ

κατά του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Ι.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγ. Κων/νου αρ. 8), εκπροσωπείται από τον Διευθυντή του Υποκ/τος ΙΚΑ ΕΤΑΜ Αμαρουσίου, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Κατσανίδη, σύμφωνα με την από 13.3.2009 δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του ΚΔΔ.

Το Δικαστήριο,

μελέτησε τη δικογραφία και

σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.

Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την οποία καταβλήθηκε παράβολο ύψους 50 ευρώ (βλ. το με αριθ. 2381435/23.12.08, Σειράς Α`, έντυπο παραβόλου), αντί του νόμιμου παραβόλου 9 ευρώ που ίσχυε κατά το χρόνο (26.11.2007) που δημοσιεύθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (πρβλ. 723/2008, 1481/2004 Στε) ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 14535/2007 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε προσφυγή του εκκαλούντος κατά της 619/2003 απόφασης της ΤΔΕ του Τοπικού υποκαταστήματος ΙΚΑ Αμαρουσίου, με την οποία είχε απορριφθεί ένστασή του κατά της 5744/5.11.2002 απόφασης του διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος του ΙΚΑ που απέρριψε αίτηση του εκκαλούντος να του χορηγηθεί προσαύξηση στη σύνταξή του λόγω οικογενειακών βαρών.

Επειδή, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (Α` 179), όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε τελικώς με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 825/1978 (Α` 189) ορίζεται ότι «Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, εφ` όσον δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου...». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που ερμηνεύεται πλέον ενόψει τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από την άποψη της παροχής εργασίας κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως το χρόνο κατά τον οποίο θεσπίσθηκε η διάταξη αυτή, το ποσό της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφόσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Σ.Ε 1261/1994 7μελής, 2219/1997, 2466/1998). Η προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του Ι.Κ.Α που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη (βλ. τις πιο πάνω αποφάσεις), τέτοιοι δε θεωρούνται καταρχήν οι έγγαμοι συνταξιούχοι των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ ή ασφαλιστικό οργανισμό. Συνεπώς των συνταξιούχων αυτών δικαιολογείται η προσαύξηση της σύνταξης με τη χορήγηση ποσού ίσου με ενάμισι ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο αυτό ισχύει κάθε φορά. Η μη χορήγηση δε της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις (δηλαδή εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι και, κατά κοινή πείρα, οι απολαβές τους υπερβαίνουν το ποσό της πιο πάνω προσαύξησης) δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού οι πιο πάνω κατηγορίες συνταξιούχων του Ι.Κ.Α δεν τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, η επίμαχη διάταξη, με το ως άνω περιεχόμενο, δεν αντίκειται ούτε στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας (ΣτΕ 3006/2006). Περαιτέρω, η διάταξη αυτή, προβλέπουσα «ενίσχυση» η οποία ως αποδεκτή έχει την οικογένεια και όχι ένα έκαστο των ασφαλισμένων του ΙΚΑ, δεν δημιουργεί «δικαίωμα» υπέρ ενός εκάστου των συνταξιούχων και ως εκ τούτου δε δύναται να θεωρηθεί ότι αντίκειται στην αρχή προστασίας της «περιουσίας» του προσώπου κατ΄ άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ΣτΕ 1124/2007).

Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι Ελληνες είναι ίσιοι ενώπιον του νόμου». Επίσης, με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο συντήρησης και προαγωγής του Εθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Εξάλλου, με το άρθρο 12 του ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ Α` 40), που ισχύει από 1.1.1997 (άρθρο 33) και στις διατάξεις του οποίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι: α) του Δημοσίου, β) της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, των Εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων της Χώρας, γ) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) (άρθρο 1), επαναρρυθμίστηκε η χορήγηση στις ανωτέρω κατηγορίες εν ενεργεία πολιτικών υπαλλήλων του επιδόματος οικογενειακών βαρών, το οποίο με τον νόμο αυτόν απλών μεταρρυθμίστηκε σε μηνιαία οικογενειακή παροχή και ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «1. Για την ενίσχυση της οικογένειας των υπαλλήλων, που εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, χορηγείται μηνιαία οικογενειακή παροχή, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση των υπαλλήλων, ως εξής: α. Για οικογένεια εγγάμων υπαλλήλων, χωρίς ή με ανήλικα τέκνα, δώδεκα χιλιάδες (12.000) δραχμές. β. Για οικογένεια με τέκνα..., η ανωτέρω παροχή προσαυξάνεται..... 2..... 3...... 4. Στην περίπτωση που ο ένας από τους δυο συζύγους λαμβάνει οικογενειακό επίδομα από οποιαδήποτε πηγή του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα δεν καταβάλλεται στον άλλο σύζυγο υπάλληλο η ανωτέρω παροχή. 5. Στην περίπτωση που και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. η ανωτέρω παροχή καταβάλλεται στον έναν από αυτούς, κατ` επιλογή τους με κοινή υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986......». Περαιτέρω με την παρ. 6 του άρθρου 5 του N. 2592/1998 (ΦΕΚ Α` 57/18.3.1998). «Αναπροσαρμογή συντάξεων πολιτικών συνταξιούχων του Δημοσίου, ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις» ορίστηκε ότι: «Η οικογενειακή παροχή που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2470/1997, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, χορηγείται από 1ης Ιανουαρίου 1997 με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου γενικά». Εν συνεχεία, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.) του άρθρου 100 του Συντάγματος με την 3/2001 απόφαση του, αίροντας σύγκρουση μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας των διατάξεων της παρ. 6 του άρθρου 11 του ανωτέρω νόμου 1505/1984, απεφάνθη ότι είναι ανίσχυρες, ως αντίθετες με τη συνταγματική αρχή της ισότητας και της προστασίας της οικογένειας, οι καθιερωθείσες με τις ανωτέρω διατάξεις διακρίσεις ως προς την απόληψη του οικογενειακού επιδόματος μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση (έγγαμοι), βάσει ειδικών προϋποθέσεων που δεν συνδέονται με την παρεχόμενη από αυτούς εργασία αλλά σχετίζονται είτε με την παροχή ή όχι εργασίας του συζύγου των υπαλλήλων αυτών, είτε με το καθεστώς εργασίας του τελευταίου στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα. Κατόπιν τούτου, το Α.Ε.Δ. όρισε ότι είναι άμεσα εφαρμοστέος ο γενικός κανόνας κατά τον οποίοι οι έγγαμοι υπάλληλοι του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ λαμβάνουν ολόκληρο το οικογενειακό επίδομα, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνει η ως άνω, κριθείσα ως αντισυνταγματική, διάταξη. Τέλος, με την παράγραφο 3 του άρθρου 13 του ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α` 110/17.5.2002) καταργήθηκαν από 1.7.2002 οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 και το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του ν. 2470/1997.

Επειδή, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες νομοθετικές διατάξεις και την έχουσα ισχύ τυπικού νόμου σχετική απόφαση του ΑΕΔ, η οικογενειακή παροχή του άρθρου 11 του ν. 1505/1984 και η αντίστοιχη του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 χορηγούνται ως προσαύξηση μισθού, άνευ διακρίσεως, μόνο στους εν ενεργεία εγγάμους υπαλλήλους του Δημοσίου, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ ή άλλων φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, στους οποίους επεκτάθηκε με ρητή κανονιστική ρύθμιση η χορήγηση του επιδόματος αυτού. Περαιτέρω, η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 2592/1998 επεξέτεινε από 1.1.1997 τη χορήγηση της ανωτέρω οικογενειακής παροχής μόνο στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου. Εξάλλου, η επεκτατική εφαρμογή των ανωτέρω συνταξιοδοτικών, αφορωσών τον δημόσιο τομέα, ρυθμίσεων και σε συνταξιούχους άλλων οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως εν προκειμένω το ΙΚΑ, όχι μόνο δεν επιβάλλεται από την αρχή της ισότητας, αλλά θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη από την αρχή αυτή εξισωτική μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων. Και τούτο διότι, πέραν του ότι και οι συνταξιοδοτούμενοι από το ΙΚΑ λαμβάνουν προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών, το ύψος και οι προϋποθέσεις χορήγησης της οποίας ορίζονται από την παρ. 3 του άρθρου 29 του ανωτέρω αναγκαστικού νόμου, πάντως, οι ασφαλισμένοι του Δημοσίου και συνταξιοδοτούμενοι από αυτό τελούσαν κατά την ενεργό τους υπηρεσία, σε σχέση με τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ, και πρώην μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, υπό εντελώς διαφορετική μισθολογική και υπηρεσιακή κατάσταση. Ασφαλίζονται, δε, και συνταξιοδοτούνται οι δύο αυτές κατηγορίες ασφαλισμένων υπό διάφορους όρους και προϋποθέσεις, ενώ βαρύνονται με διαφορετικές ασφαλιστικές υποχρεώσεις (διαφορετικό ύψος εισφοράς, διαφορετική συμμετοχή του εργοδότη), διαφοροποιείται δε ουσιωδώς το ύψος της απονεμόμενης σε αυτούς σύνταξης καθώς και ο τρόπος υπολογισμού της.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών είναι συνταξιούχος του εφεσίβλητου Ιδρύματος με την 1934/7.9.95 απόφαση τούτου (ενώ η σύζυγός του είναι συνταξιούχος του Δημοσίου) και του χορηγήθηκε σύνταξη γήρατος από 15.7.95, ζήτησε δε από το εφεσίβλητο με την από 12.6.2002 αίτησή του να του χορηγηθεί προσαύξηση στη σύνταξη του λόγω οικογενειακών βαρών, η οποία όμως απορρίφθηκε με την 5744/02 απόφαση του Διευθυντή του εφεσίβλητου. Ενσταση που άσκησε κατ` αυτής, ομοίως απορρίφθηκε με την ένδικη απόφαση της οικείας Τ.Δ.Ε.. Ακολούθως, ο εκκαλών άσκησε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε με την με αριθμό 14535/2007 οριστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ηδη με την κρινόμενη έφεση ο εκκαλών ζητεί την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της εφέσεώς του λόγους.

Επειδή, ειδικότερα, ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του υποστηρίζει ότι το καθού Ιδρυμα μη νόμιμα δεν κατέβαλε στη σύνταξή του την προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών παραβιάζοντας έτσι τα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 του Συντάγματος. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η ως άνω διάταξη αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και την προστασία της οικογένειας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, με βάση όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η διάταξη αυτή, με την θέσπιση διακρίσεων μεταξύ των συνταξιούχων του Ιδρύματος, των οποίων ο/η σύζυγος ασκεί επάγγελμα ή είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου και εκείνων, των οποίων ο/η σύζυγος δεν ασκεί επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου, δεν έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 4 παράγραφος 1 και 21 του Συντάγματος, καθόσον οι δύο παραπάνω κατηγορίες δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες όσον αφορά το οικογενειακό τους εισόδημα. Εξάλλου, η ως άνω ρύθμιση κατατείνει στην ενίσχυση των συνταξιούχων εκείνων που δεν διαθέτουν δεύτερο οικογενειακό εισόδημα, ενώ, εξάλλου, για τον προσδιορισμό της συντάξεως όλων των συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. συνυπολογίζονται, εκτός των άλλων αποδοχών, και τα οικογενειακά επιδόματα που καταβλήθηκαν σε αυτούς κατά τα τελευταία πέντε έτη πριν την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης τους κατ` εφαρμογή του άρθρου 30 του Ν. 1902/1990. Συνεπώς, ο εκκαλών δεν δικαιούται την ένδικη προσαύξηση, κατ` απόρριψη της κρινόμενης έφεσής του.

Επειδή, κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση, να μην καταλογισθούν δε ελλείψει σχετικού αιτήματος δικαστικά έξοδα κατ` άρθρο 275 παράγραφος 7 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Οσον αφορά το παράβολο μέρος αυτού ύψους 9 ευρώ πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, το υπόλοιπο σε ύψος 41 ευρώ να επιστραφεί στον εκκαλούντα ως αχρεωστήτως καταβληθέν.

Γι` αυτό

Απορρίπτει την έφεση.