ΙΚΑ και χορήγηση μειωμένης σύνταξης σε γυναίκες με ανήλικα τέκνα. Το προνόμιο αυτό χορηγείται και στον ασφαλισμένο πατέρα ανηλίκων τέκνων, άλλως παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των φύλων και η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 είναι αντισυνταγματική. Απορρίπτεται η έφεση.
Διοικ.Εφετείο Αθηνών 1047/2010
Πρόεδρος: Ελ. Πετρουλάκη. Εισηγήτρια: Κ. Κλουτσινιώτη, Εφέτης. Δικηγόροι: Β. Λάμπρου, Ιω. Κατράς.
2. Επειδή, στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2, Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις ...». Εξάλλου στο άρθρο 28 του α.ν. 1846/1951 (A` 179), όπως τροποποιήθηκε αρχικώς με το άρθρο 5 του ν.δ. 4104/1960 (Α` 147) και στη συνέχεια με το άρθρο 27 § 3 περ. δ` του ν. 1902/1990 (Α` 138) προβλέπεται ότι: «Ασφαλισμένη μητέρα με ανήλικα παιδιά καθώς και ασφαλισμένη μητέρα με παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας που είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, η οποία συμπληρώνει το 50ό έτος της ηλικίας και 5.500 τουλάχιστον ημέρες εργασίας» δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά 1/200 της πλήρους μηνιαίας σύνταξης για κάθε μήνα που λείπει από το 55ο έτος της ηλικίας της, το ποσό της οποίας δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το κάθε φορά κατώτατο όριο συντάξεων. Το δικαίωμα θεμελιώνεται εφ` όσον η γυναίκα δεν είναι συνταξιούχος του Ι.ΚΑ., του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. ή άλλου οργανισμού κύριας ασφάλισης».
3 Επειδή, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως αρχικώς είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 5 του ν.δ. 4104/1960, αποτελούσε προνόμιο υπέρ των γυναικών ασφαλισμένων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο ως αντίθετο προς τα άρθρα 4 § 2 και 116 του Συντάγματος έπρεπε να είχε καταργηθεί. Αντί όμως της καταργήσεως του η διάταξη του άρθρου 27 § 3 περ. δ` του ν. 1902/1990 επανέλαβε το προνόμιο αυτό υπέρ των ασφαλισμένων γυναικών. Το προνόμιο όμως αυτό κατά το μέρος που θεσπίζεται μόνο υπέρ των ασφαλισμένων γυναικών συνιστά δυσμενή μεταχείριση για τον άνδρα ασφαλισμένο συνιστά δηλαδή δυσμενή διάκριση επί τη βάσει του φύλου και ως εκ τούτου η ρύθμιση του νόμου είναι κατά το μέρος αυτό αντίθετη προς τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 3100/2008. πρβλ. ΣτΕ Ολομ, 3088/2007). Θα πρέπει λοιπόν να αρθεί η μη σύμφωνη προς το Σύνταγμα εν λόγω διάκριση, ώστε τα προβλεπόμενα από τη διάταξη αυτή προνόμια για την ασφαλισμένη μητέρα ανηλίκων παιδιών να μπορούν να εφαρμοσθούν και για τον ασφαλισμένο του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων πατέρα ανηλίκων παιδιών. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του εάν ο πατέρας έχει και την αποκλειστική γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων του, δεδομένου ότι τέτοια προϋπόθεση δεν τίθεται από τον νόμο (ΣτΕ 3100/2008).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο εφεσίβλητος, ασφαλισμένος του ΙΚΑ (6.475 ημέρες εργασίας από το έτος 1982 ως το έτος 2007), είναι έγγαμος με δύο τέκνα. Με την από 5.6.2007 αίτηση του ζήτησε από το εκκαλούν τη χορήγηση μειωμένης σύνταξης γήρατος, ως πατέρας ανήλικων τέκνων, αλλά το αίτημα του απορρίφθηκε με την 117954/13.7.2007 απόφαση του Διευθυντή του εκκαλούντος, με την αιτιολογία ότι οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται μονό στην περίπτωση μητέρας με ανήλικο τέκνο. Η 16125/21.9.2007 ένσταση του κατά της απόφασης του Διευθυντή απορρίφθηκε με την ανωτέρω απόφαση της ΤΔΕ, με την ίδια αιτιολογία. Με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή του εφεσίβλητου και ακυρώθηκε η ανωτέρω απόφαση της ΤΔΕ, αναγνωρίσθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 28 § 3 περ. δ` του α.ν. 1846/1951 εφαρμόζεται και στην περίπτωση του, ως πατέρα ανήλικου τέκνου και περαιτέρω αναπέμφθηκε η υπόθεση στο ΙΚΑ προκειμένου να εξεταστεί το αίτημα του περί συνταξιοδότησης με βάση την ανωτέρω διάταξη. Ειδικότερα, με την εκκαλούμενη κρίθηκε ότι η παραπάνω διάταξη του α.ν 1846/1951 αντίκειται στις περί ισότητας διατάξεις του Συντάγματος και του Κοινοτικού δικαίου, διότι με αυτήν εισάγεται ανεπίτρεπτη διάκριση λόγω φύλου στη χορήγηση μειωμένης σύνταξης ασφαλισμένου του ΙΚΑ με ανήλικο τέκνο.
5. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση η διάταξη του άρθρου 28 § 3 του α.ν. 1848/1951, όπως ισχύει, ως αντιτιθέμενη στην Συνταγματική αρχή της ισότητας και αναγνωρίσθηκε ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στην περίπτωση του εφεσίβλητου, αφού η διάκριση που θεσπίζεται με αυτήν υπέρ των γυναικών δικαιολογείται από τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες στην Ελληνική κοινωνία, όπου το βάρος της ανατροφής των παιδιών και της φροντίδας της οικογένειας το φέρουν οι γυναίκες. Περαιτέρω δε προβάλλεται ότι σε κάθε περίπτωση εσφαλμένα κρίθηκε ότι εν όψει της αντισυνταγματικότητας της η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και στους άνδρες, αφού αυτό συνιστά ανεπίτρεπτη κατά το Σύνταγμα παρέμβαση του δικαστή στο έργο της νομοθετικής εξουσίας.
Επειδή, ενόψει των διατάξεων και όσων έγιναν σχετικώς ερμηνευτικώς δεκτών στις 2η και 3η σκέψεις της παρούσας, κρίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 28 § 3 του α.ν. 1846/1951 εφαρμόζεται και στην περίπτωση πατέρα, ασφαλισμένου του ΙΚΑ που έχει ανήλικο τέκνο, όπως είναι ο εφεσίβλητος και ορθώς έκρινε ομοίως η εκκαλούμενη απόφαση. Επομένως ο ανωτέρω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση, να καταδικαστεί δε το εκκαλούν στην δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, ποσού 256 ευρώ (άρθ. 275 § 1 Κ.Δ.Δ.).