Έτος
2005
Νόμος / διάταξη που αφορά
Αρ. 5 παρ. 1, 61 , 74 Ν. 2238/1994
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Σύζυγοι / Η υποβολή κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος από τους συζύγους και οι συνέπειες της για την περιουσία του κάθε συζύγου για τα φορολογικά χρέη που τον βαρύνουν
Σημασία απόφασης
Σημαντική απόφαση διότι εφαρμόζει τη νομοθετική ρύθμιση του άρ. 5 παρ. 1 Ν. 2238/1994

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ Τμήμα  1ο

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο της έδρας του (αίθουσα συνεδριάσεων Εφετείου Δωδεκανήσου) στις 20 Σεπτεμβρίου 2004, ημέρα Δευτέρα και ώρα 11:00 π.μ. με Δικαστή την Χριστίνα Κατσαρού Πρωτοδίκη Δ.Δ. και Γραμματέα την Όλγα Βασιλοπούλου, Δικαστική  Υπάλληλο.

Για να δικάσει την ανακοπή με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 2003.

Του .... , κατοίκου Ρόδου, ο οποίος παραστάθηκε δια του δικηγόρου Εμμανουήλ Μπακαλούμα.

Κατά του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ρόδου και παραστάθηκε δια της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Μαρίας Ελευθερίου.

Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα, σκέφτηκε κατά το νόμο και η κρίση του είναι η εξής:

Με την κρινόμενη ανακοπή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα με αριθ. 1088483 και 481811 ειδικά έντυπα παραβόλου) επιδιώκεται η ακύρωση: α) της υπ` αριθ. 35/2.10.2003 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή  του Πρωτοδικείου Ρόδου Χ.Μ., με την οποία, δυνάμει της υπ` αριθ. 382/2003 έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Ρόδου, επιβλήθηκε κατάσχεση επί της κινητής περιουσίας του ανακόπτοντος και β) της υπ` αριθ. 382/2003 ως άνω έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου.

Η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ` αριθ. 382/03 παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου, δεδομένου ότι η παραγγελία αυτή δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης. Κατά τα λοιπά, η κρινόμενη ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει νομοτύπως και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της.

Στο άρθρο 217 παρ. 1 του ν. 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας», ορίζεται ότι: «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) ….β) της κατασχετήριας έκθεσης…» , ενώ στο άρθρο 224 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: « 1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2... 3 Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεως της εκτελέσεως. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ` αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. …»

Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του ν. 2238/1994 (Φ.Ε.Κ. 151 Α΄) «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» ορίζεται ότι: «1. Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου …2. Ειδικά, το εισόδημα του ενός συζύγου, το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο, προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου συζύγου και φορολογείται στο όνομά του …» και στο άρθρο 74 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «Για τους εγγάμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά. Επίσης, εφόσον συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 5, για την καταβολή της οφειλής, η οποία αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα που προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του ενός συζύγου, ευθύνεται εις ολόκληρον και ο άλλος σύζυγος».

Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης εφόσον η ευθύνη για την καταβολή της οφειλής του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει κάθε σύζυγο χωριστά, στο στάδιο της διοικητικής εκτέλεσης οι πράξεις προς είσπραξη της οφειλής πρέπει να απευθύνονται και να επισπεύδονται στον οφειλέτη σύζυγο προσωπικά και στην ατομική του περιουσία. Στην αντίθετη εκδοχή θα  οδηγηθούμε στην ανεπιεική λύση να επισπεύδεται εκτέλεση με κίνδυνο να εκποιηθεί περιουσία προσώπου που δεν ευθύνεται για τα χρέη προς το Δημόσιο ή ακόμα να προσωποκρατείται πρόσωπο για χρέη ξένα (άλλου προσώπου) (πρβλ. ΣτΕ 221/01, 469/1995, 3643-4/1992, Δ.Εφ.Αθ. 3254/1992, ΔΠΘεσ. 2815/2000).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ` αριθ. 35/03 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κινητής περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου Χ.Μ., κατασχέθηκε αναγκαστικά, δυνάμει της υπ` αριθ. 382/03 έγγραφης παραγγελίας  κατάσχεσης του Προϊσταμένου Ρόδου, κινητή περιουσία του  ανακόπτοντος και συγκεκριμένα:

α) ένα ψυγείο βιτρίνα παγωτού, μεταχειρισμένο με 18 θήκες για παγωτό και πλήρη ηλεκτρική εγκατάσταση, το οποίο εκτιμήθηκε στο ποσό των 7.500 ευρώ, β) ένας καταψύκτης εργοστασίου κατασκευής Z. με πλήρη ηλεκτρική εγκατάσταση, τεσσάρων συρταριών για αποθήκευση παγωτού, που εκτιμήθηκε στο ποσό των 300 ευρώ και γ) ένας καταψύκτης παγωτού εργοστασίου κατασκευής B., με πλήρη ηλεκτρική εγκατάσταση και τρία συρτάρια αποθήκευσης, που εκτιμήθηκε στο ποσό των 300 ευρώ. Η κατάσχεση αυτή επιβλήθηκε προκειμένου να ικανοποιηθεί απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου συνολικού ύψους 42.368,65 ευρώ. Η εν λόγω οφειλή, όπως προκύπτει από το συνημμένο πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Ρόδου, προέρχεται από εισόδημα φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 1999 ποσού 2.905,27 ευρώ πλέον προσαυξήσεων ποσού 1.699,58 ευρώ (αριθ. ταμειακής βεβαίωσης 3628/17.3.00), εισόδημα φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 2000 ποσού 12.307,64 ευρώ πλέον προσαυξήσεων ποσού 5.723,05 ευρώ (αριθ. ταμειακής βεβαίωσης 80008/23.11.2000), εισόδημα φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 2001 ποσού 11.877,27 ευρώ πλέον προσαυξήσεων ποσού 3.563,18 ευρώ (αριθ. ταμειακής βεβαίωσης 80012/26.10.01), ομοίως εισόδημα οικονομικού έτους 2002 ποσού 3.759,22 ευρώ πλέον προσαυξήσεων ποσού 281,94 ευρώ (αριθ. ταμειακής βεβαίωσης 80118/29.1.03) και ποινικά ποσού 183,71 ευρώ πλέον προσαυξήσεων ποσού 67,79 ευρώ (αριθ. ταμειακής βεβαίωσης 12279/31.8.01). Ήδη, ο ανακόπτων με την κρινόμενη ανακοπή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν εισόδημα, ισχυρίζεται ότι μη νομίμως  επισπεύτηκε αναγκαστική κατάσχεση επί της κινητής του περιουσίας, διότι το ποσό του φόρου που βεβαιώθηκε σε βάρος του, για την είσπραξη του οποίου  επιβλήθηκε η επίμαχη αναγκαστική κατάσχεση, οφείλεται από τη σύζυγό του και συγκεκριμένα από την άσκηση της ατομικής της επιχείρησης (μπουτίκ γυναικείων ενδυμάτων), βάσει της κοινής φορολογικής δήλωσης που υπέβαλαν κατά τα έτη αυτά και όχι από τον ίδιο. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης είναι μη νόμιμη, διότι δεν επιδόθηκε στη σύζυγό του, προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμά της για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά των πράξεων εκτελέσεως κατά το μέρος που περιέχουν το δικό της εισόδημα. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του επικαλείται και προσκομίζει: α) το από 2.10.03 εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2002 (ΑΧΚ 13/1), από το οποίο προκύπτει ότι από το συνολικό ποσό φόρου 3.759,22 ευρώ που αναλογεί στα εισοδήματα του ανακόπτοντος και της συζύγου του, ποσό 179.320 δραχμών οφείλεται από τον ίδιο και ποσό 1.101.633 δραχμών από τη σύζυγό του, β) το από 2.10.2003 εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2001 (ΑΚΧ 12/350), από το οποίο προκύπτει ότι από το συνολικό ποσό φόρου 11.877,27 ευρώ που αναλογεί στα εισοδήματα του ανακόπτοντος και της συζύγου του, ποσό 58.586 δραχμών οφείλεται από τον ίδιο και ποσό 4.105.765 δραχμών από τη σύζυγό του, γ) το από 2.10.03 εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2000 (ΑΧΚ 8/360), από το οποίο προκύπτει ότι από το συνολικό ποσό φόρου 12.307,64 ευρώ που αναλογεί στα εισοδήματα του ανακόπτοντος και της συζύγου του, ποσό 165.106 δραχμών οφείλεται από  τον ίδιο και ποσό 4.028.722 δραχμών από τη σύζυγό του, δ) το από 2.10.03 εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 1999 (ΑΧΚ 792/1), από το οποίο προκύπτει ότι από το συνολικό ποσό φόρου 6.606,73 ευρώ που αναλογεί στα εισοδήματα του ανακόπτοντος και της συζύγου του, ποσό 41.495 δραχμών οφείλεται από τον ίδιο και ποσό 2.209.748 δραχμών από τη σύζυγό του και ε) την από 15.9.03 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου.

Από τα προσκομιζόμενα από τον ανακόπτοντα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος οικονομικών ετών 1999-2002 καθώς και από τον συνημμένο στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάστασης πίνακα χρεών της  Δ.Ο.Υ. Ρόδου, προκύπτει ότι η επίμαχη κατάσχεση επιβλήθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος για την είσπραξη όχι μόνο οφειλών του ίδιου, αλλά και της συζύγου του. 

Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι από το συνολικά οφειλόμενο ποσό φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων 3.759,22 ευρώ, 11.877,27 ευρώ,  12.307,64 ευρώ και 6.606,73 ευρώ οικονομικών ετών  2002, 2001, 2000 και 1999 αντίστοιχα, ποσό φόρου 1.101.633 δραχμών, 4.105.765 δραχμών, 4.028.722 δραχμών και 2.209.748 δραχμών αποτελεί οφειλή της συζύγου του ανακόπτοντος από την άσκηση της προσωπικής της δραστηριότητας. Ομως, εφόσον, σύμφωνα με τα όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η ευθύνη για την καταβολή του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματα κάθε συζύγου, βαρύνει κάθε σύζυγο χωριστά, η σε βάρος του ανακόπτοντος λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, για την είσπραξη οφειλής φόρου που αφορά το εισόδημα της συζύγου του δεν είναι νόμιμη, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού του. Ενόψει τούτων, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της ανακοπής.

Κατ` ακολουθία, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου κατά το μέρος που με αυτήν ενεργήθηκε κατάσχεση σε βάρος του ανακόπτοντος για τις οφειλές της συζύγου του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ενώ μέρος του παραβόλου, ποσού 1,50 ευρώ πρέπει να επιστραφεί στον ανακόπτοντα, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 9 του ίδιου Κώδικα.

Με τις σκέψεις αυτές

Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.

Ακυρώνει την υπ` αριθ. 35/2.10.2003 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου Χ.Μ., κατά το μέρος που με αυτήν ενεργήθηκε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ανακόπτοντος για οφειλές της συζύγου του.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Διατάσσει την απόδοση στον ανακόπτοντα μέρους του καταβληθέντος παραβόλου ποσού 1,50 ευρώ.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Ρόδο στις  31 Μαϊου 2005 σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου. 

Η  Δικαστής