TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ 16ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Αυγουλέα, Πρόεδρο Εφετών, Αντιγόνη Καραΐσκου, Θεονύμφη Λυράκη - Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Ιωάννα Ξανθάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Φεβρουάριου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Αθλητικού Σωματείου με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΜΠΡΙΤΖ» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Φειδιπίδου αρ. 30 και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Σακελλαρίδης.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Α.Π. του Σ., κατοίκου .............. Αττικής, οδός ........... αρ. ..., την οποία εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Γεωργιάδης.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 17-11-2010 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 12922/2010, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1983/2011 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε το εκκαλούν με την από 20-7-2011 έφεσή του προς το Δικαστήριο τούτο που έχει κατατεθεί με αριθμό 5272/22-7-2011.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 20/7/2011 (αρ. κατ. 5272/2011) έφεση, κατά της με αρ. 1983/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, εφόσον προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ότι το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 22.7.2011, εντός δηλαδή της προθεσμίας των 30 ημερών του άρθρου 518 παράγρ. 1 του ΚΠολΔ, από την επίδοση της εκκαλουμένης την 27.6.2011, (βλ. με αρ. ......./27.6.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ι.Ν.). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία και μέσα στα όρια που καθορίζονται απ’ αυτή (έφεση) άρθρ. 532 , 533 παράγρ. 1 ΚΠολΔ).
Στη κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα, η οποία είναι μέλος του εναγομένου σωματείου, ισχυρίζεται ότι κατά τις εκλογές της 23.10.2010, για την ανάδειξη των οργάνων της διοίκησης του, στις οποίες έλαβε μέρος ως υποψήφια για το Διοικητικό Συμβούλιο, η εφορευτική επιτροπή ανακήρυξε ως μέλη του Δ.Σ. τους εκλεγέντες κατά πλειοψηφία επτά άνδρες, για την κάλυψη του συνόλου των θέσεων των μελών του Δ.Σ. κατά παράβαση του νόμου (άρθρ. 24 παράγρ. 9 του ν.2725/1999) και του καταστατικού (άρθρ. 14 παράγρ. 9), που ορίζουν ότι, ποσοστό τουλάχιστον 20% από τον αριθμό των εκλεγομένων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου καταλαμβάνουν υποψήφιοι του ενός από τα δύο φύλα και με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των υποψηφίων κάθε φύλου είναι τουλάχιστον διπλάσιος του ελάχιστου αριθμού, των κατά ποσοστό 20% εκλεγομένων. Ότι, η ως άνω απόφαση της Εφορευτικής Επιτροπής, δεν είναι νόμιμη, διότι είναι αντίθετη στο νόμο και το καταστατικό, καθόσον αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις να εκλεγεί γυναίκα μέλος του Δ.Σ., δεν εξελέγη. Επικαλούμενη δε έννομο συμφέρον, καθ’ όσον η ίδια είχε τις προϋποθέσεις για να εκλεγεί και δεν εξελέγη ζητά (α) να ακυρωθεί η απόφαση της εφορευτικής επιτροπής, η οποία διενήργησε κατά την 23.10.2010 αρχαιρεσίες, για την εκλογή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, κατά το μέρος της με το οποίο ανακηρύχτηκαν ως μέλη του Δ.Σ. αποκλειστικά άνδρες και (β) να υποκαταστήσει το Δικαστήριο με την απόφασή του, την απόφαση της Εφορευτικής Επιτροπής, αφού ακυρώσει την ελαττωματική απόφαση, να αντικαταστήσει αυτή, με την απόφαση που θα ελάμβανε χωρίς το ελάττωμα αυτό.
Επί της αγωγής αυτής, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη (α αίτημα), εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση η οποία την έκανε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και ακύρωσε την απόφαση της εφορευτικής επιτροπής που διενήργησε τις εκλογές κατά την 23.10.2010 για την εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, κατά το μέρος που δεν ανακήρυξε ως μέλος αυτού την ενάγουσα αλλά αντ’ αυτής, τον Α.Α.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εκκαλούν σωματείο με την κρινόμενη έφεση του και για τους λόγους που αναφέρει σ’ αυτήν, που όπως εκτιμώνται από το δικαστήριο ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγής της ενάγουσας.
Με τη διάταξη του άρθρου 101 Α.Κ. ορίζεται, ότι απόφαση γενικής συνέλευσης (Γ.Σ.) σωματείου είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή το καταστατικό. Την ακυρότητα κηρύσσει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συναίνεσε ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον. Πρόκειται δηλαδή για άκυρη απόφαση ηρτημένως έγκυρη, η οποία αναπτύσσει τη νόμιμη ενέργειά της μέχρις ότου προσβληθεί με ακυρωτική αγωγή. Σχετικά με την προσβολή των αποφάσεων της εφορευτικής επιτροπής δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στον Α.Κ., όμως γίνεται δεκτό ότι η προαναφερθείσα διάταξη ισχύει και επ’ αυτών, (αποφάσεων) της εφορευτικής επιτροπής, που αποτελεί ολιγομελές συλλογικό όργανο ενός σωματείου. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η εφορευτική επιτροπή, η οποία αποτελεί σμικρογραφία της γενικής συνελεύσεως και ενεργεί κατ’ εντολή και για λογαριασμό της, παρά τη λειτουργική αυτοτέλειά της, δεν θεωρείται ότι έχει οργανική αυτοτέλεια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος ότι οι αποφάσεις της λαμβάνονται από όργανο διαφορετικό από εκείνο της γενικής συνέλευσης. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις αυτής (εφορευτικής επιτροπής) προσβάλλονται ως αποφάσεις της ίδιας, της γενικής συνέλευσης (βλ. Εφ. Αθ. 9080/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, Σ.Βλαστός, δίκαιο Σωματείων, Συνδικαλιστικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων, εκδ. 2007, σελ.285-286, 412-417). Εξάλλου, η διαπλαστική αγωγή του άρθρου 101 Α.Κ. προς ακύρωση της αποφάσεως της Γενικής Συνέλευσης Σωματείου, δίδεται σε κάθε μέλος που δεν συναίνεσε στη λήψη της (της αποφάσεως) και σε κάθε τρίτον, υπό την προϋπόθεση ότι οι ανωτέρω δικαιούμενοι έχουν έννομο συμφέρον. Ενώ όμως, για το μη συναινέσαν μέλος, το έννομο συμφέρον είναι δεδομένο και συνάπτεται με την παραπάνω ιδιότητά του, το αντίθετο συμβαίνει με τον τρίτο (βλ. ΑΠ 1781/1981 ΝοΒ 30.1072), ο οποίος, εάν δεν ανταποκριθεί στην παραπάνω υποχρέωσή του αποκρούεται ως μη νομιμοποιούμενος ενεργητικά στην έγερση της αγωγής (ΑΠ 1449/2009, ΕφΘεσσ. 1579/2010, ΕφΛαρ 144/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Με το τρίτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν επαναφέρει παραδεκτά τον ισχυρισμό που προέβαλε και ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δηλαδή η αγωγή είναι αόριστη και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί.
Η αγωγή είναι ορισμένη, καθ’ όσον δεν απαιτείται για το ορισμένο της, να αναφέρεται ότι οι απαιτούμενες πλειοψηφίες και απαρτίες έχουν υπολογιστεί σε αριθμό οικονομικά τακτοποιημένων μελών, αφού την ακυρωτική αγωγή του άρθρου 101 του Α.Κ., μπορεί να την ασκήσει ακόμη και ένα μέλος του σωματείου, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το εκκαλούν. Συνεπώς ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Το άρθρο 94 παράγρ. 3 του Συντάγματος, ρητώς επιβάλλει στα δικαστήρια να μην εφαρμόζουν νόμο, το περιεχόμενο του οποίου είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Από τη διάταξη αυτή, απορρέει η υποχρέωση των δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως, κατά την εκδίκαση κάθε υποθέσεως, τη συνταγματικότητα της διατάξεως νόμου που θεωρούν ότι είναι εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, και να αρνούνται την εφαρμογή της, αν κρίνουν ότι αυτή αντίκειται στο Σύνταγμα. Το Σύνταγμα, δηλαδή, επιβάλλει τον παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας διατάξεως νόμου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της εκδικαζόμενης διαφοράς.
Επειδή, στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: « 1. Οι Έλληνες, είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3. ……». Εξ άλλου, στην παράγρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζονται τα εξής: «2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Η παράγραφος αυτή, πριν από την αναθεώρησή της, όριζε ότι: «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Επίσης, η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, ορίζει τα εξής: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφ’ όσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Περαιτέρω, η διάταξη της παραγρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, και την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Για την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής αυτής, η διάταξη της παραγρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, υποχρεώνει το νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, αλλά και τα λοιπά όργανα του Κράτους, όταν διαπιστώνουν ότι εις βάρος ενός φύλου έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη τέτοιες διακρίσεις ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών να καταλήγει σε μία κατ’ επίφαση μόνον ισότητα ενώ, ουσιαστικά, παγιώνει και διαιωνίζει μία υφιστάμενη άνιση κατάσταση υπέρ του ενός φύλου, να θεσπίζουν υπέρ του υποαντιπροσωπευομένου φύλου και ιδίως των γυναικών, θετικά μέτρα που είναι πρόσφορα και αναγκαία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μειώνονται οι ανισότητες εωσότου εγκαθιδρυθεί μία πραγματική ισότητα μεταξύ των δύο φύλων στη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την πρόσβαση σ’ αυτή. Εξ άλλου, από τη διάταξη της παραγρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της, συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης, με σκοπό την αποκατάσταση μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, θέλησε να θεσπίσει ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, και, γενικότερα, να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προσβάσεώς τους στα διάφορα επαγγέλματα και, συνεπώς, αυστηρότερες τις προϋποθέσεις αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, (Ολομ. ΣτΕ 1986/2005, ΣτΕ 406/2012 δηλ. ΝΟΜΟΣ).
Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν - εναγόμενο σωματείο ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο καθ’ όσον έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 24 παράγρ. 9 του Ν.2725/1999 και περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 14 παράγρ. 9 του καταστατικού, με την οποία ορίζεται ότι «στις αθλητικές ομοσπονδίες στις οποίες καλλιεργούνται αθλήματα ή κλάδοι άθλησης στους οποίους συμμετέχουν αθλητές και των δύο φύλων ποσοστό τουλάχιστον 20% από τον αριθμό των εκλεγομένων μελών του Δ.Σ. αυτών, καταλαμβάνουν υποψήφιοι του ενός από τα δύο φύλα και με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των υποψηφίων κάθε φύλου είναι τουλάχιστον διπλάσιος του ελάχιστου αριθμού των κατά το ποσοστό 20% εκλεγομένων, είναι συνταγματική, ενώ έπρεπε να κρίνει ότι καθιερώνει ανισότητα στις σχέσεις των δυο φύλων, καθ’ όσον μόνο εκ της ιδιότητας κάποιου εκ του φύλου του, αποκτά πλεονεκτικό δικαίωμα εκλογής έναντι άλλου φύλου κατά παράβαση των άρθρων 4 παράγρ. 2 και 116 παράγρ. 2 του Συντάγματος σύμφωνα με τα οποία «Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις».
Στην προκειμένη περίπτωση με την ως άνω διάταξη (άρθρο 24 παράγρ. 9 του Ν.2725/1999), ο νομοθέτης, με σκοπό την αποκατάσταση μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, θέλησε να θεσπίσει ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και, γενικότερα, να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προσβάσεώς τους στη διοίκηση των αθλητικών ομοσπονδιών, ευρίσκεται σε πλήρη αρμονία και προς την ευρωπαϊκή πολιτική για την προώθηση της συμμετοχής των γυναικών στα κέντρα λήψεως των αποφάσεων και εντάσσεται στα μέτρα που περιλαμβάνονται στη Σύσταση 3/2003 της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη για την ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στην πολιτική και δημόσια διαδικασία λήψεως αποφάσεων, τα οποία δύνανται να εφαρμόζονται και για την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στα όργανα λήψεως αποφάσεων των αθλητικών ομοσπονδιών. Η καθιέρωση της ποσόστωσης των γυναικών στη διοίκηση των αθλητικών σωματείων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη. Συνεπώς, ο νομοθέτης εισάγοντας ποσόστωση υπέρ των γυναικών δεν θεσπίζει παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, καθιερώνοντας τη συμμετοχή ορισμένου ποσοστού γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των αθλητικών ομοσπονδιών, και η διάταξη αυτή δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παράγρ. 2 και 116 παράγρ. 2 του Συντάγματος, αφού λαμβάνει υπ’ όψη και συνεκτιμά συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο σχετικός λόγος εφέσεως ως αβάσιμος.
Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το εναγόμενο αθλητικό σωματείο με την επωνυμία «Ελληνική Ομοσπονδία Μπριτζ», ιδρύθηκε με την με αριθμό 3485/1965 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με έδρα την Αθήνα. Σκοπός του σωματείου είναι η καλλιέργεια, ανάπτυξη και διάδοση στην Ελλάδα του αγωνιστικού Μπριτζ και η εκπροσώπηση του στο εξωτερικό, ως πνευματικού αθλήματος. Μέλη του εναγομένου αθλητικού σωματείου, μπορούν να γίνουν αποκλειστικά και μόνον, άλλα αθλητικά σωματεία νόμιμα αναγνωρισμένα από το Πρωτοδικείο, τα οποία διατηρούν ή ιδρύουν τμήματα Αγωνιστικού Μπριτζ και έχουν τουλάχιστον 20 αθλούμενους στο αγωνιστικό Μπριτζ. Τέτοιο σωματείο μέλος του εναγομένου είναι και ο Αθηναϊκός Όμιλος Μπριτζ που εδρεύει στην Αθήνα και του οποίου η ενάγουσα είναι τακτικό μέλος. Την 23.10.2010 διεξήχθησαν εκλογές, για την ανάδειξη Διοικητικού Συμβουλίου και άλλων οργάνων του εναγομένου με την παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου. Το Διοικητικό Συμβούλιο εκλέγεται για 4ετή θητεία και αποτελείται από 7-11 μέλη, δεδομένου ότι το εναγόμενο έχει στη δύναμή του 34 σωματεία - μέλη. Οι αρχαιρεσίες για την εκλογή νέου Δ.Σ. έγιναν προκειμένου να εκλεγεί διοικητικό συμβούλιο για το υπόλοιπο της 4ετούς θητείας που λήγει το Νοέμβριο του 2012, λόγω μειώσεως του αριθμού των μελών του 7μελούς διοικητικού συμβουλίου κάτω από τα 2/3 των αρχικώς εκλεγέντων μελών του και λόγω μη υπάρξεως αναπληρωματικών μελών. Επί πλέον, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του Καταστατικού του εναγομένου η γενική συνέλευση αποφάσισε ότι και το νέο διοικητικό συμβούλιο θα αποτελείται από επτά μέλη. Στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι υποβλήθηκαν δεκαπέντε υποψηφιότητες για την ανάδειξη του διοικητικού συμβουλίου, εκ των οποίων δώδεκα άνδρες και τρεις γυναίκες, μεταξύ των οποίων και της ενάγουσας. Μετά τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας και με βάση την καταμέτρηση των σταυρών προτίμησης, η εφορευτική επιτροπή ανακήρυξε ως τακτικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου τους εκλεγέντες κατά σειρά πλειοψηφίας: Α.Φ., Σ.Μ., Π.Μ., Δ.Χ., Π.Κ., Δ.Π. και Α.Α., ο οποίος εκ παραδρομής ανεγράφη ως Η.Α. Εξελέγησαν δηλαδή επτά άνδρες για την κάλυψη ισάριθμων θέσεων του διοικητικού συμβουλίου. Περαιτέρω στο άρθρο 24 παράγρ. 9 του Ν.2725/1999 που ρυθμίζονται τα θέματα των αθλητικών σωματείων, όπως εν προκειμένω, ορίζεται ότι: Στις αθλητικές ομοσπονδίες στις οποίες καλλιεργούνται αθλήματα ή κλάδοι άθλησης, στους οποίους συμμετέχουν αθλητές και των δύο φύλων, ποσοστό τουλάχιστον είκοσι τοις εκατό (20%) από τον αριθμό των εκλεγομένων μελών του Δ.Σ. αυτών καταλαμβάνουν υποψήφιοι του ενός από τα δυο φύλα και με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των υποψηφίων κάθε φύλου είναι τουλάχιστον διπλάσιος του ελάχιστου αριθμού των κατά το ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) εκλεγομένων». Το άρθρο αυτό έχει συμπεριληφθεί στο άρθρο 14 παράγρ. 7 του καταστατικού του εναγομένου. Εξ’ άλλου αποδείχτηκε ότι η εφορευτική επιτροπή κατά τις ως άνω αρχαιρεσίες, υπολόγισε το προβλεπόμενο από το νόμο και το καταστατικό ποσοστό 20% επί του αριθμού των επτά μελών του διοικητικού συμβουλίου και έκρινε ότι το προκύπτον γινόμενο (20% X 7 = 1,4) στρογγυλοποιείται στην αμέσως ανώτερη ακέραιη μονάδα, δηλαδή το 2. Στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη τη θεσπιζόμενη προϋπόθεση από το νόμο και το καταστατικό ότι ο αριθμός των υποψηφίων του συγκεκριμένου φύλου θα πρέπει να είναι διπλάσιος των κατά ποσοστό 20% εκλεγομένων, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να εκλεγεί γυναίκα-μέλος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή οι υποψηφιότητες από γυναίκες ήταν τρεις και όχι τέσσερις. Η ενάγουσα αντίθετα ισχυρίζεται ότι εφ’ όσον ο δεκαδικός αριθμός είναι μικρότερος από το μισό της μονάδας (1, 4), η στρογγυλοποίηση έπρεπε να γίνει προς τον αμέσως κατώτερο άρτιο αριθμό δηλαδή το ένα (1), οπότε πληρούνταν και η προϋπόθεση για τον αριθμό των υποψηφίων γυναικών που ήταν τρεις (3). Είναι γεγονός, ότι ο συγκεκριμένος νόμος δεν εξειδικεύει, τι πρέπει να ισχύσει σε μια τέτοια περίπτωση. Με την ως άνω διάταξη ο νομοθέτης ήθελε να καθιερώσει την εκπροσώπηση του διοικητικού συμβουλίου των αθλητικών σωματείων και από τα δύο φύλα. Επειδή όμως με τη διαδικασία της ποσόστωσης δημιουργείται ουσιαστικά μερική αλλοίωση της προτίμησης του εκλογικού σώματος, ο νομοθέτης έθεσε ως προϋπόθεση την ύπαρξη τουλάχιστον του διπλάσιου αριθμού τέτοιων υποψηφίων. Αν ο νομοθέτης ήθελε η στρογγυλοποίηση του δεκαδικού να γίνεται ανεξαρτήτως του ποσού στην αμέσως επόμενη ακέραιη μονάδα, επειδή τούτο θα ήταν δυσμενές τόσο για την προτίμηση του εκλογικού σώματος όσο και γι’ αυτούς που μπορεί να έχουν περισσότερους σταυρούς προτίμησης αλλά να μένουν εκτός διοίκησης και να εκλέγεται κάποιος με λιγότερους σταυρούς, θα το όριζε ρητά και εν προκειμένω δεν ορίζει τίποτα. Στην προκειμένη περίπτωση εφ’ όσον ο νόμος δεν ορίζει κάτι ρητά, το δικαστήριο προβαίνοντας σε ερμηνεία της ως άνω διάταξης κρίνει ότι εφ’ όσον ο δεκαδικός αριθμός είναι μικρότερος από το μισό της μονάδας (1, 4) η στρογγυλοποίηση πρέπει να γίνει προς τον αμέσως κατώτερο άρτιο αριθμό, δηλαδή το ένα (1). Τούτο ενισχύεται ότι γενικώς στην ελληνική εκλογική νομοθεσία, είτε ορίζεται ότι τυχόν δεκαδικός αριθμός που προκύπτει κατά τον υπολογισμό εάν ισούται ή υπερβαίνει τη μισή μονάδα στρογγυλοποιείται στην αμέσως επόμενη μονάδα (άρθρο 3 του Νόμου 3636/2008, που αφορά την εκλογή των βουλευτών, άρθρο 7 του 3584/2007, που αφορά τα υπηρεσιακά συμβούλια των ΟΤΑ, άρθρο 6 του ν.2839/2000 που ρυθμίζει θέματα ισότητας των δύο φύλων, άρθρο 120 και 18 του ν.3852/2010 που αφορά τις εκλογές στους ΟΤΑ) είτε τυχόν προκύπτον κλασματικό υπόλοιπο δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν (άρθρο 2 παράγρ. 1, εδ. β του π.δ.170/1996 και άρθρο 32 του Ν.2168/1998). Επομένως, η εφορευτική επιτροπή, εσφαλμένως υπολόγισε το προκύπτον κλασματικό υπόλοιπο και έτσι κατέληξε στη μη ανακήρυξη γυναίκας στο διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου. Αν ακολουθούσε ορθό υπολογισμό έπρεπε να δεχτεί ότι στο επταμελές διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου εκλέγεται και μία γυναίκα, αφού οι υποψηφιότητες που είχαν υποβληθεί από το ίδιο φύλο είναι τρεις. Η ενάγουσα ήταν η υποψήφια που συγκέντρωσε τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης (13) και έπρεπε σύμφωνα με τα ανωτέρω να εκλεγεί στο διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου, αντί του Α.Α. που συγκέντρωσε τους λιγότερους σταυρούς προτίμησης (14) από τους επτά άνδρες που εξελέγησαν. Συνεπώς με βάση τα ως άνω, η απόφαση της εφορευτικής επιτροπής που διεξήγαγε τις εκλογές της 23.10.2010 για την ανάδειξη του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου είναι ελαττωματική και πρέπει να ακυρωθεί. Πρέπει επομένως η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να ακυρωθεί η απόφαση της εφορευτικής επιτροπής που διενήργησε τις εκλογές στις 23.10.2010 για την εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, κατά το μέρος που δεν ανακήρυξε την ενάγουσα μέλος και αντ’ αυτής ανακήρυξε τον Α.Α.
Τα αυτά αφού δέχτηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι πρώτος και δεύτερος λόγος της έφεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και η έφεση στο σύνολό της. Η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρ. 176 σε συνδ. με 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 20.7.2011 (αρ. κατ. 5272/2011) έφεση κατά της με αρ. 1983/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Δέχεται τυπικά και
Απορρίπτει αυτή στην ουσία της.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης την οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 2012 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2012, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ