Έτος
2010
Νόμος / διάταξη που αφορά
αρθ 1 ν. 1483/1984, αρθ 5παρ 1, αρθ 10 παρ 10 π.δ 27/1986, αρθ 21 Σ, οδηγία 97/75
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες αστυνομικοί

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Ε ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Με μέλη τους: Μαρία Λεντάρη - Τσινταράκη, Εφέτη Δ.Δ., που άσκησε καθήκοντα Προέδρου, επειδή κωλύονταν η Πρόεδρος και οι αρχαιότεροί της δικαστές, Ελένη Παπαδημητρίου και Ευαγγελία Μπουμπουκιώτη, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων, συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2010, με γραμματέα τον Παναγιώτη Χατζηδάκη, για να δικάσει την από 28 Απριλίου 2009, αίτηση του ....... ........ , κατοίκου Αθήνας (οδός ...... αρ. .), ο οποίος ήταν μεν απών, πλην όμως είχε νομιμοποιήσει τον υπογράφοντα την αίτηση ακύρωσης δικηγόρο με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο κατά του Υπουργού Εσωτερικών, που παραστάθηκε με τον Πάρεδρο του Ν.Σ.Κ. Περικλή Αγγέλου.
Κατά τη δημόσια συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
την εισηγήτρια της υπόθεσης, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, Ευαγγελία Μπουμπουκιώτη, που διάβασε τη σχετική έκθεσή της, εξέθεσε τα ζητήματα που προκύπτουν και ανέπτυξε την γνώμη της γι΄ αυτά, καθώς και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε ν΄ απορριφθεί η αίτηση.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και, αφού μελέτησε τη δικογραφία και τις σχετικές διατάξεις, αποφασίζει τα εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση , για την άσκηση της οποίας κατεβλήθη το κατά νόμο παράβολο ( βλ . τα 2370951 και 2379052/2009 Σειράς Α΄, ειδικά έντυπα παραβόλου ), ζητείται από τον αιτούντα, Αρχιφύλακα της Ελληνικής Αστυνομίας, η ακύρωση της άρνησης της Διοικήσεως, η οποία εκδηλώθηκε με την 252491/10/1-α/1-4-2009 απόφαση του Διευθυντή Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας , να ικανοποιήσει το υποβληθέν από αυτόν αίτημα περί χορηγήσεως σ’ αυτόν ειδικής εννεάμηνης άδειας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 53 παράγραφος 2 εδάφιο β΄ του Υπαλληλικού Κώδικα.
2. Επειδή, στην διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3 . . . . . .», στην δε διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι : «2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Η παράγραφος αυτή, πριν από την αναθεώρησή της, όριζε ότι «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Περαιτέρω στη μεν διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Εθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους», στην δε διάταξη της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου που προστέθηκε με το προαναφερθέν Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι «Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους». Τέλος, στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το πιο πάνω Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής ορίζεται ότι : «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Ολα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
3. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 1483/1984 (ΦΕΚ Α΄ 153) ορίζονται τα εξής: «Έκταση εφαρμογής. 1. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού εφαρμόζονται στους εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σχέση έμμισθης εντολής, σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις. Αφορούν τους εργαζόμενους και των δύο φύλων, που έχουν υποχρεώσεις προς εξαρτώμενα από αυτούς παιδιά ή άλλα μέλη της οικογενείας τους που έχουν ανάγκη τις φροντίδες ή την υποστήριξή τους, ώστε να διευκολύνεται η προετοιμασία τους για την είσοδο στην απασχόληση, η διατήρησή της, καθώς και η επαγγελματική τους εξέλιξη», στην δε παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ιδίου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ Α’ 205) ορίζεται ότι : «Άρθρο 25. Γονική άδεια ανατροφής. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του ν. 1483/1984 (ΦΕΚ 153 Α’) αντικαθίσταται ως εξής : «1. Ο γονέας που έχει τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και έχει συμπληρώσει ένα (1) χρόνο εργασίας στον ίδιο εργοδότη δικαιούται να λάβει γονική άδεια ανατροφής του παιδιού, στο χρονικό διάστημα από τη λήξη της άδειας μητρότητας μέχρις ότου το παιδί συμπληρώσει ηλικία τριών και μισό (3 ½) ετών. Η άδεια αυτή είναι χωρίς αποδοχές, η διάρκειά της μπορεί να φθάσει τους τρεις και μισό (3 ½) μήνες για κάθε γονέα και δίνεται από τον εργοδότη, με βάση τη σειρά προτεραιότητας των απασχολούμενων στην επιχείρηση για κάθε ημερολογιακό έτος. Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν και για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, που γίνεται εξαιτίας της άσκησης του δικαιώματος για λήψη γονικής άδειας ανατροφής, είναι άκυρη». Εξ άλλου, στην μεν διάταξη του άρθρου 51 του νέου Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, ΦΕΚ Α’ 19) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Άρθρο 51. Άδειες χωρίς αποδοχές. 1. Επιτρέπεται η χορήγηση στον υπάλληλο, μετά από αίτησή του, άδειας άνευ αποδοχών, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα (1) μήνα εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους. 2. Στους υπαλλήλους επιτρέπεται η χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών συνολικής διάρκειας έως δύο (2) ετών, ύστερα από αίτησή τους και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους. 3 . . . 4 . . . . 5 . . . . 6 . . ... .», στην δε διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 του προαναφερθέντος Κώδικα ορίζονται τα εξής : «Άρθρο 52. Άδειες μητρότητας. 1. Στις υπαλλήλους οι οποίες κυοφορούν χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές δύο (2) μήνες πριν και τρεις (3) μήνες μετά τον τοκετό. Η άδεια λόγω κυοφορίας χορηγείται ύστερα από βεβαίωση του θεράποντα γιατρού για τον πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού». Περαιτέρω, στην διάταξη του άρθρου 53 του ίδιου Κώδικα ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Άρθρο 53. Διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις. 1. Η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 51 άδεια χορηγείται υποχρεωτικά, χωρίς γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, όταν πρόκειται για ανατροφή παιδιού ηλικίας έως και έξι (6) ετών. 2. Στις μητέρες υπαλλήλους ο χρόνος εργασίας μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών, και κατά μία (1) ώρα, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Η μητέρα υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου. 3. Οταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της παρ. 1 ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 για το ίδιο διάστημα. 4. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 δικαιούται ο γονέας που ασκεί τη γονική μέριμνα. 5 . .. . 6 . .» . Περαιτέρω, στο άρθρο 10 παρ. 1 του π.δ. 27/1986 « Άδειες προσωπικού Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης υπουργείου Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης » ( Α΄ 11 ) , ορίζεται ότι « Η άδεια μητρότητας των γυναικών αστυνομικών χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 του Ν. 2683/1999 …» και στην παράγραφο 10 αυτού, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 310/2001 (φεκ . Α΄ 209 ) και κατά το τελευταίο εδάφιο αυτής με το άρθρο 1 παρ. 1 του π.δ. 13/2007 (φεκ. Α΄ 9 ) , ορίζεται ότι : « 10 . Στο γυναικείο αστυνομικό προσωπικό χορηγείται επίσης η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 53 του Ν. 2683/1999 « Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και άλλες διατάξεις » (Α΄ 19 ) , άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού. Η μητέρα αστυνομικός , εφόσον επιλέξει τη λήψη της άδειας αυτής, δεν μπορεί να την διακόψει και να ζητήσει την υπαγωγή της στο καθεστώς του μειωμένου ωραρίου και αντιστρόφως . Η ίδια άδεια δεν διακόπτεται και στις περιπτώσεις εισαγωγής σε νοσοκομείο, λήψης αναρρωτικής ή άλλης άδειας , θέσης σε διαθεσιμότητα ή έκτισης ποινής αργίας με απόλυση ή πρόσκαιρη παύση . Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και για τους άνδρες αστυνομικούς όταν αυτοί έχουν την επιμέλεια τέκνου λόγω θανάτου της μητέρας ή ύστερα από δικαστική απόφαση ».
4. Επειδή, η προαναφερθείσα διάταξη της παραγρ. 10 του άρθρου 10 του π.δ. 27/1986 « Άδειες προσωπικού Γενικής Δημόσιας Τάξης», ερμηνευόμενη ενόψει του ανωτέρω άρθρου 21 του Συντάγματος που θέτει την μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του Κράτους και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας, έχει την έννοια ότι παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίες προβλέπουν όχι μόνον τις άδειες μητρότητας (κύησης και λοχείας ), αλλά και κάθε άλλη άδεια που αποβλέπει στην προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται και από το γεγονός ότι ο έλληνας νομοθέτης οφείλει να προστατεύει την επαγγελματική και οικογενειακή ζωή, σε εκπλήρωση της υποχρεώσεως που απορρέει τόσο από το άρθρο 21 του Συντάγματος, όσο και από την αρχή του κοινοτικού δικαίου περί συμφιλιώσεως της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, που εκφράζεται και με τις διατάξεις της Οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.1996, [ΕΕ αριθ. L 145 της 19.6.1996, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου της 15.12.1997 (ΕΕ αριθ. L 10 της 16.1.1998)], όπου προβλέπεται χορήγηση γονικής άδειας σε όλους τους εργαζόμενους .
5. Επειδή, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 1483/1984, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2639/1998, προς αυτές της παραγράφου 10 άρθρου 10 του π.δ. 27/1986, η οποία προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 2 του π.δ. 310/2001, η προβλεπομένη από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 1483/1984 (όπως ισχύει μετά την ανωτέρω αντικατάστασή τους με τον νόμο 2639/1998) άδεια ανατροφής τέκνου άνευ αποδοχών χορηγείται στους αστυνομικούς υπαλλήλους ανεξαρτήτως φύλου και επομένως και στον πατέρα αστυνομικό (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1/2006).
6. Επειδή, εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9.2.1976, ΕΕ, Ν. αριθμ. 39/40/14.12.1976, όπως ισχύει, θεσπίζεται, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα με αυτή, στα Κράτη - Μέλη (Κ.Μ) της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Ε.Ε.) η υποχρέωση της τηρήσεως της «αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως και την επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας . .... . .», απαγορευομένης «κάθε διακρίσεως που θεσπίζεται στο φύλο είτε άμεσα, είτε έμμεσα σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση», (βλ. άρθρο 1 και επ. της πιο πάνω οδηγίας). [βλ. σχετικά ΔΕΚ 18.3.2004 Gοmez, C-342/01, 3.2.2000, Mahlburg C-207/98, M. Boyle C-411/96 κ.α.].
7. Επειδή, βάσει του άρθρου 4 παρ. 2 της Συμφωνίας για την Κοινωνική Πολιτική , που συνήφθη στο Μάαστριχτ, στις 7-2-1992 μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαικής Ένωσης και κυρώθηκε , μαζί με την Συνθήκη για την Ευρωπαική Ένωση, από το άρθρο πρώτο του ν. 2077/1992 (Α΄ 136) , εξεδόθη η Οδηγία 96/34 του Συμβουλίου, σχετικά με την συμφωνία - πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από τη UNICE, τη CEEP και τη CES. Με την Οδηγία αυτή, που αποσκοπούσε στην υλοποίηση της συναφθείσης στις 14-12-1995 από τις ως άνω διεπαγγελματικές οργανώσεις συμφωνίας - πλαισίου (άρθρο 1) , ορίσθηκε ότι τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες για την συμμόρφωση νομοθετικέ, κανονινστικές και διοικητικές διατάξεις έως την 3-6-1998 ή ένα έτος αργότερα . Η εν λόγω συμφωνία των διεπαγγελματικών οργανώσεων, που συνδημοσιεύθηκε σε παράρτημα, στην επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαικών Κοινοτήτων, προέβλεπε τα εξής : « 9 . Η παρούσα συμφωνία αποτελεί συμφωνία πλαίσιο που ορίζει τους ελάχιστους κανόνες και διατάξεις για τη γονική άδεια, διαφορετικής της άδειας μητρότητας », Ρήτρα 2 : Γονική άδεια 1. Δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, παρέχεται ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας στους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό τουλάχιστον επί τρεις μήνες, μέχρι μιας ηλικίας, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι τα 8 έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη ή και τους κοινωνικούς εταίρους » . Με τις διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας καθιερώνεται στα κράτη - μέλη της ΕΕ η αρχή της εναρμονίσεως ( συμφιλιώσεως ) της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, ως φυσικό συμπλήρωμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και ως μέσο για την ουσιαστική εφαρμογή της, με την αναγνώριση στους εργαζόμενους τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, άνδρες και γυναίκες, αντίστοιχου προσωπικού δικαιώματος, να λαμβάνουν γονική άδεια, για να μπορούν να ασχοληθούν με την ανατροφή των τέκνων τους, ώστε να καθίσταται στην πράξη εφικτός, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, ο συνδυασμός των επαγγελματικών ευθυνών με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις και ειδικότερα να ενθαρρυνθούν οι άνδρες «να αναλάβουν ίσο μέρος των οικογενειακών ευθυνών», λαμβάνοντας γονική άδεια, για να ασχοληθούν και αυτοί με την ανατροφή των τέκνων τους ( πρβλ. Σ.τ.Ε. 1/2006, 3405/2006) . 8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών ήδη Αρχιφύλακας που υπηρετεί στη Διεύθυνση Διαβατηρίων του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας ζήτησε, με την από 27/3/2009 αίτησή του, να του χορηγηθεί η ειδική άδεια διαρκείας εννέα (9) μηνών για την ανατροφή του τέκνου του, που γεννήθηκε στις 12/7/2008, μετ’ αποδοχών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 εδαφ. β’ του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999) επικαλούμενος την 1110/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που είχε εκδοθεί επί ομοίου αιτήματος συναδέλφου του. Το αίτημά του αυτό απερρίφθη με την 252491/10/1-α/6-4- 2009 προσβαλλόμενη πράξη του Διευθυντή Διεύθυνσης Αστυνομικού προσωπικού, με την αιτιολογία ότι σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 10 του π.δ. 27/1986, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 310/2001, εννεάμηνη άδεια με αποδοχές για την ανατροφή παιδιού, χορηγείται στους άνδρες αστυνομικούς όταν έχουν την επιμέλεια τέκνου λόγω θανάτου της μητέρας ή ύστερα από δικαστική απόφαση.
9. Επειδή, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Υπαλληλικού Κώδικα , ερμηνευόμενες υπό το φως τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων όσο και των προαναφερθεισών αρχών του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμονίσεως μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν εφαρμογή όχι μόνο για την μητέρα αστυνομικό υπάλληλο, αλλά και για τον πατέρα αστυνομικό υπάλληλο, ο οποίος δικαιούται επίσης να ζητήσει να του χορηγηθεί η προβλεπομένη από την διάταξη της παρ. 2 εδαφ. β’ του άρθρου 53 του Υ.Κ., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σ’ αυτή, ειδική άδεια μετ’ αποδοχών διαρκείας εννέα μηνών προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του [παράβ. ΔΕΚ 13.11.1990 Marleasing C 106-89, 30.4.1998, Thibault C-136/95, 17.4.1997, ΔΕΗ κατά Eβρενοπούλου C 147-95 13.7.2000, Centrosteel C-456/98, 29.11.2001, Griesmar C 366/99, παράβ. επίσης ΣτΕ Ολομ. 1917-1929/1998 και ΣτΕ 2435/1997, 1379/1998 βλ. ακόμη και ΑΕΔ 3/2001, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1/2006, 3405/2006 ].
10. Επειδή, εξάλλου, από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 εδαφ. β’ του Υ.Κ., η οποία σύμφωνα με την ανωτέρω δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία έχει εφαρμογή όχι μόνο για την μητέρα αλλά και για τον πατέρα αστυνομικό υπάλληλο, συνάγεται περαιτέρω ότι για την χορήγηση της ειδικής εννεάμηνης άδειας για την ανατροφή τέκνου μετ’ αποδοχών, πέραν των λοιπών τασσομένων από αυτή προϋποθέσεων, το τέκνο, για το οποίο ζητείται κάθε φορά η χορήγηση της εν λόγω αδείας δεν πρέπει να έχει συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας του και ότι η σχετική αίτηση για την χορήγηση της αδείας αυτής μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε μέχρι τη συμπλήρωση αυτού του έτους (βλ. ΣτΕ 7μελούς συνθέσεως 420/2000, 1/ 2006).
11. Επειδή με τα δεδομένα αυτά ο αιτών δικαιούτο, κατ΄ αρχήν, σύμφωνα με την ανωτέρω δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία του νόμου, να ζητήσει την επίδικη άδεια με βάση την διάταξη της παραγράφου 2 (εδαφ. β΄) του άρθρου 53 του Υ.Κ. η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο για την μητέρα αστυνομικό υπάλληλο αλλά και για τον πατέρα αστυνομικό υπάλληλο . Επομένως, η άρνηση χορηγήσεως στον ήδη αιτούντα της προαναφερθείσας άδειας δεν είναι νόμιμη και για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου αυτή να προχωρήσει σε νέα εξέταση του αιτήματος του νυν αιτούντος και , εφόσον συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις (εύλογος χρόνος υποβολής του αιτήματος κλπ.) , στην ικανοποίησή του. (παραβ. ΣτΕ Ολομ. 3216/2003, παράβ. επίσης ΣτΕ : 120/2007, 2232/2007, 420/2005, 2597/2004, 2333/2004, 2168/2004, 2167/2004, 1707/2004, 358/2004 κα.).
ΔΙΑ  ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την κρινομένη αίτηση.
Ακυρώνει την 252491/10-1-α/1-4-2009 πράξη του Διευθυντή Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του αιτούντος για την χορήγηση σ’ αυτόν της προβλεπομένης από την διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Υ.Κ. εννεάμηνης άδειας ανατροφής του τέκνου του.
Αναπέμπει την υπόθεση στην Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση του αιτήματος του αιτούντος, κατά τα οριζόμενα στο αιτιολογικό.