ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Ια- νουαρίου 1998 με την εξής σύνθεση : Β. Μποτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Κατζούρος, Λ. Οικονόμου, Ν. Παπαδημητρίου, Ηλ. Παπαγεωργίου, Π.Ζ. Φλώρος, Π. Χριστόφορος, Μ. Βροντάκης, Θ. Χατζηπαύλου, Φ. Στεργιόπουλος, Γ. Σταυρόπουλος, Σ. Καραλής, Δ. Κωστόπουλος, Κ. Μενουδάκος, Ε. Γαλανού, Γ. Ανεμογιάννης, Π.Ν. Φλώρος, Φ. Αρναούτογλου, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Χρ. Ράμμος, Σύμβουλοι, Μ. Καραμανώφ, Κ. Βιολάρης, Πάρεδροι, Μ. Καλαντζής, Γραμματέας. Γ ι α να δικάσει την από 25 Ιουλίου 1994 προσφυγή :
τ ο υ ..............., κατοίκου ........... Αττικής, οδός ..... αρ. .., ο οποίος δεν παρέστη, κ α τ ά του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Σπυρ. Καλογερόπουλο (Α.Μ. 1081), που τον διόρισε με απόφασή της η Διοικητική Επιτροπή του Επιμελητηρίου, κ α ι κατά της υπ` αριθ. 6/1.4.1994 αποφάσεως του Κοινού Υπηρεσιακού Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Βιο- τεχνικών Επαγγελματικών Επιμελητηρίων
Αθήνας - Πειραιά και Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων Πειραιά.
Η πιο πάνω προσφυγή παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ` αριθ. 6275/1995 παραπεμπτικής αποφάσεως του ΣΤ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Φ. Αρναούτογλου, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής απο- φάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του καθ` ου Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου κ α ι ,
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν ν ό μ ο
1. Επειδή για την κρινόμενη προσφυγή έχουν κατατεθεί τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα 7500050, 7500051/1994 της Δ.Ο.Υ. Δικα- στικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (ειδικά γραμμάτια 1675760, 6028542).
2. Επειδή με την προσφυγή αυτή, όπως περιορίσθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του προσφεύγοντος στο ακροατήριο κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του ΣΤ Τμήματος, ζητείται εμπρόθεσμα η εξαφάνιση του πρακτικού 6/1.4.1994 του κοινού υπηρεσιακού συμβουλίου υπαλλήλων Βιοτεχνικών και Επαγγελματικών Επιμελητηρίων Αθηνών - Πειραιώς και υπαλλήλων Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων Πειραιώς, με το οποίο επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, υπάλληλο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως για παράβαση καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο.
3. Επειδή η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν της αποφάσεως 6275/1995 του ΣΤ Τμήματος προς επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας του άρθρου 29 του Ν. 2085/1992 που ανέκυψε ως εκ της συμμετοχής στην συγκρό- τηση του υπηρεσιακού συμβουλίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη μιας γυναίκας βάσει της ως άνω διατάξεως
Επειδή στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζε- ται ότι "οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", στο δε άρθρο 4 παρ. 2 ότι "Ελληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υπο- χρεώσεις". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι σε βάρος μιας κατηγορίας προσώπων έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη λόγω κοινωνικών προ- καταλήψεων τέτοιες διακρίσεις ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας να καταλήγει σε μια κατ` επίφαση μόνο ισότητα ενώ ουσιαστικά παγιώνει και διαιωνίζει μιαν υφιστάμενη άνιση κατάσταση, είναι εντός του πνεύματος της συνταγματικής αρχής
της ισότητας η λήψη από μέρους του νομοθέτη, κοινού ή κανονιστικού, των αντίστοιχων θετικών υπέρ της κατηγορίας αυτής μέτρων, όπου είναι πρόσφορα και αναγκαία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μειωθούν οι υπάρχουσες ανισότητες μέχρις ότου εγκαθιδρυθεί μια πραγματική ισότητα. Δεν αντιβαίνει, συνεπώς, καταρχήν στο Σύνταγμα, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η λήψη θετικών υπέρ των γυναικών μέτρων στο βαθμό που τα μέτρα αυτά αποβλέπουν στην επίσπευση της αποκατάστασης μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εξάλλου, την λήψη τέτοιων διορθωτικών μέτρων προβλέπει και η οδηγία 76/207 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης "περί εφαρμογής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας", - η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στον ιδιωτικό, αλλά και στον δημόσιο τομέα (Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοι- νοτήτων, 21.5.1985, υποθ. 248/83, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), καθώς και η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών που κυρώθηκε με τον Ν. 1342/1983 (φ. 39). Και η μεν οδηγία, στο άρθρο της 2 παρ. 4 ορίζει ότι "η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που αποσκοπούν στην προώθηση της ισότητος των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών, ιδίως διά της άρσεως των ανισοτήτων που εκδηλώνεται στην πράξη και οι οποίες θίγουν τις ευκαιρίες των γυναικών στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1", το δε άρθρο 4 παρ. 1 της πιο πάνω Συμβάσεως του Ο.Η.Ε. ορίζει ότι "η εκ μέρους των Κρατών - μελών υιοθέτηση ειδικών προσκαίρων μέτρων που αποσκοπούν στην επίσπευση της εγκαθι- δρύσεως μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ των ανδρών και των γυναικών δεν θεωρείται σαν πράξη διακρίσεως όπως καθορίζεται στην παρούσα σύμβαση, αλλά", πάντως, όπως συνεχίζει η ίδια διά- ταξη, "δεν πρέπει με κανένα τρόπο να έχει σαν συνέπεια την δια- τήρηση κανόνων άνισων ή ξεχωριστών. Τα μέτρα αυτά πρέπει να καταργηθούν μόλις επιτευχθούν οι αντικειμενικοί σκοποί στο θέμα της ισότητας ευκαιριών και μεταχειρίσεως". Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος, Δ. Κωστόπουλος, Κ. Μενουδάκος και Π. Πικραμμένος, τη γνώμη των οποίων υποστήριξε και η Πάρεδρος Μ. Καραμανώφ. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, το άρθρο 4 του Συντάγματος, επιβάλλοντας την απαρέγκλιτη και χωρίς εξαιρέσεις αρχή της ισότητας, δεν ανέχεται την λήψη θετικών μέτρων που εισάγουν ευθέως ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ ορισμένης κατηγορίας προσώπων, έστω και αν σε βάρος τους είχαν δημιουργηθεί στην πράξη διακρίσεις.
5. Επειδή το άρθρο 29 του Ν. 2085/1992 (φ. 170) - το οποίο ήδη καταργήθηκε με το 38 παρ. 10 του Ν. 2190/1994 (φ. 28) - όριζε ότι "σε κάθε υπηρεσιακό συμβούλιο που προβλέπεται από το νόμο συμμετέχει υποχρεωτικά για τη νόμιμη συγκρότησή του μία (1) τουλάχιστον γυναίκα που έχει τα τυπικά και ουσιαστικά
προσόντα". Η διάταξη αυτή εισήχθη στην Βουλή προς ψήφιση ως τροπολογία βουλευτών, κατά την αιτιολογική έκθεση της οποίας η ρύθμιση οφείλεται στην παρατήρηση ότι στα υπηρεσιακά συμβούλια η συμμετοχή γυναικών είναι από πολύ μικρή μέχρις ανύπαρκτη με αποτέλεσμα μια κατάφωρη αδικία σε βάρος τους, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος. Με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης απέδωσε, προφανώς, την υποαντιπροσώπευση γυναικών στα υπηρεσιακά συμβούλια στον λόγω φύλου κοινωνικό παραγκωνισμό τους. Συνεπώς, η ρύθμιση που εισήγαγε η πιο πάνω διάταξη, δηλ. η υποχρεωτική συμμετοχή μιας τουλάχιστον γυναίκας στα υπηρεσιακά συμβούλια εφόσον έχει τα νόμιμα προσόντα, υπαγορευθείσα από την ανάγκη να ληφθούν υπέρ των γυναικών, σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη, θετικά μέτρα διορθωτικά μιας υφισταμένης στην πράξη άνισης, σε βάρος τους, καταστάσεως, δεν ήταν αντίθετη αλλά τουναντίον εναρμονιζόταν προς το άρθρο 4 του Συντάγματος.
6. Επειδή, μετά την επίλυση του ζητήματος που παρέπεμψε το ΣΤ Τμήμα, η
υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί σ` αυτό προς περαιτέρω κρίση.
Διά ταύτα
Επιλύει το ζήτημα που της παρέπεμψε το ΣΤ Τμήμα και
Αναπέμπει την υπόθεση σ` αυτό για περαιτέρω κρίση