Έτος
2006
Νόμος / διάταξη που αφορά
12παρ 2 ν. 2713/1999 π.δ 310/1996 αρθ 3παρ 1
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Γυναίκες

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Απριλίου 2005, με την εξής σύνθεση : Π.Ζ. Φλώρος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος που είχε κώλυμα, Ν. Σακελλαρίου, Α. Γκότσης, Α. Καραμιχαλέλης, Γ. Ποταμιάς, Σύμβουλοι, Π. Καρλή, Μ. Πικραμένος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Γ’ Τμήματος. 
Για  να δικάσει την από 28 Ιουνίου 2002 έφεση: του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, ο οποίος παρέστη με την Ασημ. Ροδοκάλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ................., κατοίκου ................ Κορινθίας, η οποία δεν παρέστη, και κατά της υπ’ αριθμ. 145/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. 
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Π. Καρλή.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο
1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης  εφέσεως δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την έφεση αυτή  ζητείται να εξαφανιστεί η υπ. αριθμ. 145/2002 
απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή  αίτηση ακυρώσεως της ήδη εφεσίβλητης, με την οποία ζητούσε να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. 10286/Φ.300.2/28-2-2001 πράξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες των επιτυχόντων στο διαγωνισμό που προκηρύχθηκε με την 58384/ Φ.300.2/2-11-2000 απόφαση του ίδιου Αρχηγού για την κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα επτακοσίων ενενήντα πέντε (795) ιδιωτών ως δοκίμων πυροσβεστών και β) η υπ. αριθμ. 11.753 Φ.300.2/1-3-2001 πράξη του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, με την οποία κατατάχθηκαν οι επιτυχόντες στο διαγωνισμό υποψήφιοι. Με τις πράξεις αυτές εκδηλώθηκε παράλειψη της Διοικήσεως  να θεωρήσει την ήδη εφεσίβλητη  ως επιτυχούσα στο διαγωνισμό και να την καλέσει για κατάταξη  στην Πυροσβεστική Υπηρεσία Κορίνθου.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην επταμελή σύνθεση μετά την  υπ’ αριθμ. 3671/2004 παραπεμπτική απόφαση του Τμήματος, με πενταμελή σύνθεση,  λόγω σπουδαιότητας σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του Π.Δ/τος 18/1989 (Α΄ 8).
4. Επειδή, νομίμως συζητείται η υπόθεση, αν και δεν παρίσταται η εφεσίβλητη, δεδομένου ότι έχει κοινοποιηθεί σ΄ αυτήν νομοτύπως και εμπροθέσμως, αντίγραφο της ανωτέρω παραπεμπτικής αποφάσεως με την οποία ορίζεται δικάσιμος ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος (βλ. το σχετικό από 18-2-2005 αποδεικτικό επιδόσεως).
5. Επειδή, στο άρθρο 29 του π.δ. 18/1989 (Ε.τ.Κ. Α’, φ. 8) ορίζεται ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο σε περίπτωση αποδοχής της προσβαλλομένης πράξεως. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η αποδοχή από τον διοικούμενο διοικητικής πράξεως που θίγει έννομο συμφέρον του έχει ως  αποτέλεσμα την άρση του εννόμου συμφέροντος για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως, πρέπει όμως η αποδοχή αυτή να προκύπτει σαφώς είτε από ρητή δήλωση του διοικουμένου είτε από συμπεριφορά του που δεν αφήνει αμφιβολία 
σχετικά με την έννοιά της. [βλ. Σ.Ε. 2903/2001, 2150/1998 κ.α.].
6. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το γεγονός ότι υποψήφιος, ο οποίος έλαβε μέρος στο διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεων δοκίμων πυροσβεστών με τη διαδικασία που προβλέπει το π. δ/γμα 170/1996, δεν περιέλαβε επιφύλαξη στη δήλωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό σχετικά με τυχόν αντίθεση όρων της προκηρύξεως, που αποτελούν ταυτοχρόνως διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει το διαγωνισμό, προς το Σύνταγμα, δεν αρκεί για να άρει το έννομο συμφέρον του για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως με την οποία να αμφισβητεί τη νομιμότητα των όρων αυτών της προκήρυξης, καθώς και των πράξεων που εκδίδονται στη συνέχεια και στηρίζονται στους όρους αυτούς, με τις οποίες ο εν λόγω υποψήφιος αποκλείσθηκε από διορισμό στις προκηρυχθείσες θέσεις. Τούτο, δε, διότι από μόνη τη μη υποβολή της ανωτέρω επιφυλάξεως δεν συνάγεται, άνευ άλλου, σαφής και ανεπιφύλακτη αποδοχή των πιο πάνω όρων και, επομένως, τυχόν αποστέρηση του εννόμου συμφέροντος του υποψηφίου για προσβολή των ανωτέρω όρων θα παραβίαζε ευθέως το δικαίωμα του για παροχή εννόμου προστασίας, το οποίο κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) και η Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1), ιδιαίτερα όταν πρόκειται για όρους οι βλαπτικές συνέπειες των οποίων δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να προβλεφθούν με ακρίβεια εκ των προτέρων ή οι οποίες είναι ενδεχόμενο μόνον ότι θα επέλθουν για τον υποψήφιο. Συνεπώς η εφεσίβλητη, η οποία συμμετείχε στο διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεων δοκίμων Πυροσβεστών στην Πυροσβεστική Υπηρεσία Βόλου που προκηρύχθηκε με την 58384 Φ.300.2/2-11-2000 απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, με έννομο συμφέρον άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της παράλειψης πρόσληψής της, που εκδηλώθηκε με τις ανωτέρω προσβαλλόμενες πράξεις, προβάλλοντας ότι η διάταξη του άρθρου 12 παρ.2 του ν. 2713/1999 κατά το μέρος που θεσπίζει ποσοτικό περιορισμό με την μορφή ποσοστώσεως στην είσοδο γυναικών στο Πυροσβεστικό Σώμα, καθώς και οι όροι της προκηρύξεως, που προβλέπουν ότι οι θέσεις που προκηρύχθηκαν θα καλυφθούν  σε ποσοστό 5% από γυναίκες, είναι αντίθετες με τα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως αν στη δήλωση συμμετοχής της στο διαγωνισμό είχε περιλάβει ρητή επιφύλαξη σχετική με τυχόν αντίθεση των παραπάνω όρων και διατάξεων προς τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις. Συνεπώς, ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε παραδεκτή την αίτηση ακυρώσεως με την οποία εκ των υστέρων αμφισβητείται η νομιμότητα του ποσοστού των θέσεων των γυναικών χωρίς να έχει διατυπωθεί σχετική επιφύλαξη, κατά την υποβολή της αιτήσεως συμμετοχής της εφεσιβλήτου στο διαγωνισμό, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
7. Επειδή, στο άρθρο 4 του Συντάγματος του 1995 ορίζεται ότι : «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3 …». Εξάλλου, στο άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος, ως είχε προ της αναθεωρήσεώς του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι : «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Περαιτέρω, η Οδηγία 76/207/ΕΟΚ «Περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας» (Ε.Ε. αριθ. Ν39/40 της 14.2.1976) ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παρ. 1 του άρθρου 2 ότι «  . . .  η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως  που βασίζεται  στο φύλο είτε  άμεσα είτε  έμμεσα . . .» και στην παρ. 1 του άρθρου 3 ότι «η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις, σε θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος, και για όλες τις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας». 
Τέλος στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 της ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι, «η παρούσα Οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα Κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες, και, ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σ` αυτές, εφ` όσον λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας» (παρ. 2) και ότι «η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα» (παρ. 3).                 
8. Επειδή, όπως έχει κριθεί οι διατάξεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, τόσον αυτές του Συντάγματος, όσον και αυτές της Οδηγίας, οι οποίες είναι άμεσα εφαρμοστέες από τα εθνικά δικαστήρια, διέπουν δε και την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, θεσπίζουν την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Απόκλιση από την αρχή αυτή, πέρα από την περίπτωση που λαμβάνονται θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών, τα οποία αποβλέπουν στην επίσπευση της αποκατάστασης μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, είναι θεμιτή μόνον εφόσον προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου και συνάγεται από το νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι η απόκλιση αυτή θεσπίστηκε με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν η εισαγόμενη απόκλιση δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους και είναι αναγκαία και πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ Σ.τ.Ε. 1917/1998 Ολ.,1850/2002 κ.ά.).
9. Επειδή, το Πυροσβεστικό Σώμα αποτελεί πολιτική διοικητική υπηρεσία του Κράτους, η οποία έχει ως προορισμό και αποστολή την ασφάλεια και προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και του Κράτους από τους κινδύνους των πυρκαγιών και των θεομηνιών. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του 
π.δ/γματος 210/1992 «Κανονισμός εσωτερικής Υπηρεσίας Πυροσβεστικού Σώματος» (Α’ 99), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 1481/1984 (Α’ 152), «Προορισμός και αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος είναι η ασφάλεια και η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και του Κράτους από τους κινδύνους των πυρκαγιών και των θεομηνιών. Ειδικώτερα η αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος συνίσταται : α. Στην κατάσβεση των πυρκαγιών σε καιρό ειρήνης και  πολέμου,  στη  λήψη  και  επιβολή προληπτικών μέτρων για την αποφυγή του κινδύνου από  την επέκτασή τους στην  παροχή  βοήθειας  για  τη  διάσωση αυτών που κινδυνεύουν από την πυρκαγιά. β. Στην  αντιμετώπιση τεχνολογικών ατυχημάτων  και  βιομηχανικών  καταστροφών και στη διάσωση ατόμων και υλικών αγαθών  που  κινδυνεύουν από τις αιτίες αυτές. γ. Στη λήψη και επιβολή προληπτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των κινδύνων  και  ζημιών  από  τις θεομηνίες, πλημμύρες, καταρρεύσεις και  λοιπές καταστροφές και την παροχή κάθε βοήθειας  για  τη διάσωση των προσώπων που κινδυνεύουν από αυτές. δ. Στην περιφρούρηση και διαφύλαξη της περιουσίας που πυρπολήθηκε ή  απειλήθηκε  από  τη  φωτιά ή από άλλο κίνδυνο, μέχρι να παραδοθεί στην  Αστυνομία ή στους κατόχους της. ε. Στην παροχή επί τόπου πρώτων βοηθειών στους τραυματισθέντες  από  τα  παρακάτω  δυστυχήματα  και την άμεση μεταφορά τους σε νοσοκομείο ή κλινική, εφόσον δεν υπάρχει άλλος πιο πρόσφορος τρόπος. στ. Στην παροχή βοήθειας σε άτομα που εγκλωβίστηκαν σε ανελκυστήρες κτιρίων και τροχαία ατυχήματα. ζ. Στην εκτέλεση κάθε άλλου  καθήκοντος  που  απορρέει  από  άλλες διατάξεις  και έχει σχέση με το 
πυροσβεστικό επάγγελμα καθώς και αυτού που αφορά τη συμβολή του Σώματος στην Πολιτική Σχεδίαση Έκτακτης  Ανάγκης (Π.Σ.Ε.Α.). η. Στην ενίσχυση της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς και των στρατιωτικών αρχών, εφόσον ζητηθεί για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών, που έχουν σχέση με την αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος, όπως αυτή περιγράφεται στο παρόν άρθρο  θ. Στην  έκδοση Πυροσβεστικών Διατάξεων από τον Αρχηγό Πυροσβεστικού Σώματος και τους Διοικητές Περιφερειακών Διοικήσεων … ι. Στην υπόδειξη, επιβολή και έλεγχο προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων  και  μέσων πυροπροστασίας, όπως προβλέπεται από την νομοθεσία που ισχύει. ια. Στην ποινική δίωξη των  πταισμάτων που προβλέπονται από το άρθρο  433 του  Ποινικού  Κώδικα  και τη  διενέργεια  προανακρίσεων  για  τα εγκλήματα  εμπρησμού  που  αναφέρονται  στα άρθρα 264, 266 και 267 του Ποινικού Κώδικα. ιβ. Στην εκπαίδευση και ενημέρωση του  προσωπικού βιομηχανικών βιοτεχνικών, άλλων επιχειρήσεων,  νοσηλευτικών ιδρυμάτων, σχολείων κ.λπ., καθώς και του κοινού σε θέματα άμεσης  αντιμετώπισης  πυρκαγιών και τρόπου πρόληψης αυτών, εφόσον αυτό ζητηθεί. ιγ.  Στην  εκπόνηση,  σύνταξη  και  εφαρμογή  σχεδίων  πρόληψης και αντιμετώπισης μετάλλων πυρκαγιών ή άλλων καταστροφών σε συνεργασία και με άλλες δημόσιες ή δημοτικές αρχές, εφόσον χρειάζεται.»
10. Επειδή, περαιτέρω, το π.δ/γμα 170/1996 «Κανονισμός Κατάταξης δοκίμων Πυροσβεστών» (Α’ 131) το οποίο εκδόθηκε κατ’ επίκληση της ίδιας ως άνω εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 11 παρ.1 του ν. 1481/1984 ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «1. Για την αντιμετώπιση των υπηρεσιακών αναγκών σε προσωπικό των Υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος προκηρύσσεται πανελλήνιος διαγωνισμός για την κάλυψη συγκεκριμένων θέσεων των Υπηρεσιών αυτού κατά πόλη. Ποσοστό μέχρι 10% του συνολικού αριθμού των θέσεων που προκηρύσσονται καλύπτεται από γυναίκες υποψήφιες.  2…. Πριν από την προκήρυξη του διαγωνισμού  ο Αρχηγός του 
Πυροσβεστικού Σώματος με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ορίζει με  γνώμονα τις υπηρεσιακές ανάγκες, πόσες από το σύνολο των κενών οργανικών θέσεων Πυροσβεστών Γενικών Υπηρεσιών κατά Κατηγορία θα καλυφθούν και σε ποιες Υπηρεσίες κατά πόλη …3 …», στο άρθρο 3 ορίζει ότι : 
«1.Ο διαγωνισμός για την κατάταξη ιδιωτών, ως Δοκίμων Πυροσβεστών Γενικών Υπηρεσιών, προκηρύσσεται με απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος. Στην απόφαση αυτή αναγράφονται …., οι θέσεις που θα καλυφθούν κατά φύλο, πόλη και Κατηγορία ή ειδικότητα…» και στο άρθρο 7 ορίζει ότι : «1. Ο Αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος μετά την ολοκλήρωση των εξετάσεων και διαδικασιών …με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κυρώνει τους πίνακες επιτυχόντων … 2. Μετά την δημοσίευση των κυρωθέντων πινάκων επιτυχόντων, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, με απόφασή του που δημοσιεύεται στην 
Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κατατάσσει στο Πυροσβεστικό Σώμα ονομαστικά και σύμφωνα με την σειρά επιτυχίας κατά κατηγορία και πόλη τον απαιτούμενο αριθμό επιτυχόντων. 3 … 4 … 5. Οι κατατασσόμενοι καλούνται να παρουσιασθούν στην Πυροσβεστική Ακαδημία, όπου δίδουν τον όρκο του Δημοσίου Υπαλλήλου ενώπιον του Διοικητή αυτής και στην συνέχεια αρχίζουν την προβλεπόμενη εκπαίδευσή τους …».
11. Επειδή, τέλος, στις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 2 και 3 του ν. 2713/1999 (Α΄ 89), από την έναρξη ισχύος των οποίων  έπαυσε η ισχύς της προεκτεθείσης διατάξεως του άρθρου 2 παρ.1 εδ. β. του π.δ. 170/1996 ορίζεται ότι : «2. Στο συνολικό αριθμό θέσεων που προκηρύσσονται στις Σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας του Πυροσβεστικού Σώματος ποσοστό μέχρι και 10% καλύπτεται από γυναίκες υποψήφιες. Αν κατά τον υπολογισμό του ποσοστού αυτού προκύπτουν κλασματικά υπόλοιπα δεν λαμβάνονται υπόψη. Το ως άνω ποσοστό αντιστοιχεί στον αριθμό του πυροσβεστικού προσωπικού που ασκεί δραστηριότητες διοικητικής υποστήριξης, εφαρμογής της νομοθεσίας πυροπροστασίας και ανακριτικές, για την άσκηση των οποίων ο παράγων φύλο δεν ασκεί επιρροή, ενώ το λοιπό πυροσβεστικό προσωπικό, λόγω της φύσης της αποστολής του Πυροσβεστικού Σώματος, εκτελεί κάτω από δυσμενείς τοπικές και χρονικές συνθήκες δραστηριότητες που αφορούν την καταστολή των πυρκαγιών, την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, όπως σεισμών, θεομηνιών, πλημμυρών κ.α. και τη διάσωση ατόμων και περιουσιακών στοιχείων από τις αιτίες αυτές, για την επιτυχή άσκηση των οποίων απαιτείται αυξημένο επίπεδο μυϊκής δύναμης, ταχύτητας και αντοχής, κριτήρια τα οποία κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, διαθέτουν, λόγω βιολογικών ιδιαιτεροτήτων, οι άνδρες. 3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στους διαγωνισμούς που προκηρύχθηκαν πριν την ισχύ του 
παρόντος νόμου αλλά δεν ολοκληρώθηκαν». Κατ΄επίκληση της  ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 2713/1999 και του π.δ/τος  170/1996 προκηρύχθηκε, με την υπ. αριθμ. 58384/Φ.300.2/2-11-2000 απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος,  διαγωνισμός για κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα  επτακοσίων ενενήντα πέντε (795) ιδιωτών ως δοκίμων πυροσβεστών γενικών υπηρεσιών. Στην προκήρυξη αυτή ορίζεται ο αριθμός των υπό κατάταξη γυναικών σε ποσοστό 5% «σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 12 του ν. 
2713/1999 και για τους λόγους που αναφέρονται στον νόμο αυτό» (δηλαδή 755 άνδρες και 40 γυναίκες) και προσαρτάται πίνακας στον οποίο αναγράφεται η κατανομή των ανωτέρω θέσεων πυροσβεστικού προσωπικού κατά φύλο, πόλη, κατηγορία και ειδικότητα, κατόπιν της υπ. αριθμ. 53085/Φ.300.2/20-10-2000 αποφάσεως του ίδιου Αρχηγού (Φ.Ε.Κ. 1293 Β΄/2000).
12.  Επειδή, οι  ανωτέρω διατάξεις  του  άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 2713/1999, με την οποία, κατά την έννοιά της, καθορίζεται σε 10% το ποσοστό των κατατασσομένων στο Πυροσβεστικό Σώμα γυναικών, και του άρθρου 3  παρ.1 του π.δ. 170/1996, η οποία προβλέπει την, υπό του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, κατανομή των προκηρυσσομένων θέσεων πυροσβεστών Γενικών Υπηρεσιών κατά φύλο ανά πόλη και κατηγορία θεσπίζουν κατά παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκησή τους, περιορισμούς, υπό την μορφή ποσοστώσεων σε βάρος των γυναικών κατά την πρόσληψη δοκίμων πυροσβεστών στις Υπηρεσίες του Πυροσβεστικού Σώματος. Κατά την γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα οι ανωτέρω διατάξεις που θεσπίζουν ποσοστώσεις σε βάρος των γυναικών αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ.2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, ως είχε προ της αναθεωρήσεώς του, και τις διατάξεις της οδηγίας 76/201/ΕΟΚ, αφού εισάγουν αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων χωρίς να λαμβάνουν  υπόψη και να συνεκτιμούν διαφανή, συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια συναρτώμενα
με την ύπαρξη αποχρώντων λόγων, που θα δικαιολογούσαν τις διακρίσεις αυτές σε βάρος των γυναικών. Ειδικότερα, τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 12 παρ.2 του ν. 2713/1999, για την  «φύση  της αποστολής του Πυροσβεστικού Σώματος» και τις «δυσμενείς τοπικές και χρονικές συνθήκες» κάτω από τις οποίες το πυροσβεστικό προσωπικό εκτελεί δραστηριότητες «που αφορούν την καταστολή των πυρκαγιών, την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών…και την διάσωση ατόμων και περιουσιακών στοιχείων από τις αιτίες αυτές» για την άσκηση των οποίων ο παράγων φύλο ασκεί επιρροή, (με τα οποία, κατ΄ουσίαν, επαναλαμβάνονται τα γενικά περί του προορισμού και της αποστολής του Πυροσβεστικού Σώματος της παρ.2 του άρθρου 1 του π.δ. 210/1992), καθώς και τα αναφερόμενα για τις «δραστηριότητες διοικητικής υποστήριξης, εφαρμογής της νομοθεσίας πυροπροστασίας και ανακριτικές» για την άσκηση των οποίων ο παράγων φύλο δεν ασκεί επιρροή, δεν αρκούν, αυτά μόνον, λόγω της γενικότητάς τους εν σχέσει με τις ειδικές αρμοδιότητες  και τα ειδικά καθήκοντα των πυροσβεστικών υπαλλήλων, που αναλυτικά περιγράφονται στις προεκτεθείσες διατάξεις  του άρθρου 1 παρ.2 του π.δ/τος 210/1992, (εδ. α-ιγ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να δικαιολογήσουν τις θεσπιζόμενες από την προαναφερθείσα διάταξη ποσοστώσεις σε βάρος των γυναικών. Εξάλλου, ούτε από  τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως του ν. 2713/1999 (η επίμαχη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 12 αποτελεί προσθήκη του Υπουργού Δημόσιας Τάξης κατά την συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή), προκύπτουν οι συγκεκριμένες  αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των πυροσβεστικών υπαλλήλων για την άσκηση των οποίων ο νομοθέτης θεωρεί ότι το φύλο διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο ,καθώς και ο αριθμός του προσωπικού που από την συνολική οργανική δύναμη του Πυροσβεστικού Σώματος διατίθεται για την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων, ή ο αριθμός των υπηρετούντων στο Σώμα κατά φύλο. Επομένως τα αναφερόμενα στην διάταξη του άρθρου 12 παρ.2 του ν. 2713/1999  δεν αποτελούν κριτήρια διαφανή συγκεκριμένα και πρόσφορα για να δικαιολογήσουν τις θεσπιζόμενες ποσοστώσεις και να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να ελέγξει αν το ποσοστό 90% που επιφυλάσσεται στους άνδρες υποψήφιους ανταποκρίνεται πράγματι στις ειδικές αρμοδιότητες και στα ειδικά καθήκοντα των πυροσβεστικών υπαλλήλων για την άσκηση των οποίων το φύλο αποτελεί παράγοντα αποφασιστικής σημασίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, κατά την πλειοψηφήσασα στο Τμήμα γνώμη, οι ως άνω διατάξεις που θεσπίζουν ποσοτικούς περιορισμούς υπό την μορφή ποσοστώσεων σε βάρος των γυναικών κατά την πρόσβασή τους στο επάγγελμα του πυροσβεστικού υπαλλήλου αντιβαίνουν στις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της οδηγίας 76/201/ΕΟΚ. Περαιτέρω, δε η υπ. αριθμ. 58384/Φ.300.2/2-11-2000 προκήρυξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος στην οποία ο αριθμός των υπό 
κατάταξη γυναικών ορίζεται σε 5% δια παραπομπής στους λόγους που αναφέρονται στην ανωτέρω αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 2713/1999 είναι και αυτή μη  νόμιμη. Κατά την γνώμη όμως των  Συμβούλων Ν. Σακελλαρίου και Γ. Ποταμιά η εκ του Συντάγματος απορρέουσα υποχρέωση του νομοθέτη να οργανώσει αποτελεσματικά σώματα ασφαλείας και ειδικότερα  Πυροσβεστικό Σώμα με προορισμό και αποστολή την ασφάλεια και προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και του Κράτους από τους κινδύνους των πυρκαγιών και των θεομηνιών του παρέχει την ευχέρεια να θεσπίσει ρυθμίσεις, ως προς την πρόσβαση και στελέχωση των θέσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, και κατά παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων όταν τούτο παρίσταται αναγκαίο για την αποτελεσματική ενάσκηση των αντιστοίχων καθηκόντων του Πυροσβεστικού Σώματος. Ο νομοθέτης, για τη θέσπιση των επιδίκων ποσοστώσεων του άρθρου 12 παρ.2 του ν. 2713/1999 έλαβε υπόψη του και εκτίμησε α) την φύση της αποστολής του Πυροσβεστικού Σώματος, β)τις συγκεκριμένες δραστηριότητες και τα καθήκοντα του προσωπικού του που αντιστοιχούν στις αρμοδιότητες του Πυροσβεστικού Σώματος, όπως περιγράφονται αναλυτικά στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.2 του π.δ/τος 210/1992, για την αποτελεσματική άσκηση των οποίων ο παράγοντας του φύλου δεν ασκεί επιρροή, καθώς και τις δραστηριότητες και τα καθήκοντα για την άσκηση των οποίων λόγω της φύσεως και των συνθηκών υπό τις οποίες ασκούνται το φύλο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο (δυσμενείς τοπικές και χρονικές συνθήκες που απαιτούν προσωπικό που διαθέτει αυξημένο επίπεδο φυσικής και μυϊκής δύναμης, ταχύτητας και αντοχής), γ) τις βιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι οποίες επιτρέπουν στους άνδρες να ασκούν με πιο αποτελεσματικό τρόπο τις παραπάνω δραστηριότητες. Εφόσον ο ίδιος ο νομοθέτης εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν τη θέσπιση ποσοστώσεων κατά  την κατάταξη γυναικών στο Πυροσβεστικό Σώμα, καθώς και τα συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια με βάση τα οποία καθορίστηκε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι το ποσοστό των κατατασσομένων στο Πυροσβεστικό στο Πυροσβεστικό Σώμα γυναικών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% επί του συνόλου των θέσεων που προκηρύσσονται, η εισαγόμενη με την ειδική διάταξη του άρθρου 12 παρ.2 του ν.2713/1999 απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων είναι διαφανής, αναγκαία και πρόσφορη και, συνεπώς, δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 2 και 116 παρ.2 του Συντάγματος και των άρθρων 2 και 3 της Οδηγίας 76/201/ΕΟΚ. Περαιτέρω, είναι νόμιμη και η υπ. αριθμ. 58384/Φ. 300.2/2-11-2000 προκήρυξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, στην οποία ο αριθμός των υπό κατάταξη γυναικών ορίζεται σε 5% διότι ο κανονιστικός νομοθέτης προβαίνει στον ορισμό διαφορετικού ποσοστού με γνώμονα τις υπηρεσιακές ανάγκες.
13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη  απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου η εφεσίβλητη, απόφοιτος Γενικού Λυκείου, έλαβε μέρος στο διαγωνισμό που προκηρύχθηκε με την υπ’ αριθμ. 58384/Φ.300.2/2-11-2000 απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος για κατάταξη επτακοσίων ενενήντα πέντε (795) ιδιωτών ως δοκίμων πυροσβεστών, ως υποψήφια της κατηγορίας Γ’ (υποψήφιοι με απολυτήριο οιουδήποτε τύπου Λυκείου) για την Πυροσβεστική Υπηρεσία Κορίνθου. Στην υπηρεσία αυτή για την κατηγορία Γ΄  κατανεμήθηκαν  τρεις (3)  θέσεις από τις οποίες δυο (2) άνδρες και  μία (1) γυναίκα. Η Διοίκηση, κατ’ εφαρμογή της υπ. αριθμ. 58384/Φ.300.2/2-11-2000 προκηρύξεως,  κατάρτισε για την ανωτέρω υπηρεσία και  κατηγορία υποψηφίων δύο χωριστούς, κατά φύλο, πίνακες επιτυχόντων, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να μη περιληφθεί στον οικείο πίνακα επιτυχόντων (στον οποίο περιελήφθη άνδρας με μικρότερη της εφεσίβλητης βαθμολογία). Επί τη βάσει των πινάκων αυτών εκδόθηκαν η υπ. αριθμ. 10286/ Φ.300.2/28-2-2001 πράξη  του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος και η υπ. αριθμ. 11.753 Φ.300.2/1-3-2001 πράξη του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, με τις οποίες κυρώθηκαν οι πίνακες και κλήθηκαν οι επιτυχόντες για κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα κατά παράλειψη της εφεσίβλητης. Αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητης κατά των πράξεων αυτών έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 12 παρ.2 του ν. 2713/1999, κατά το μέρος που θεσπίζει ποσοτικό περιορισμό, με την μορφή ποσόστωσης, στην είσοδο των γυναικών στο Πυροσβεστικό Σώμα, χωρίς να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, συναρτώμενα με την ύπαρξη αποχρώντων λόγων που θα δικαιολογούσαν τις διακρίσεις αυτές σε βάρος των γυναικών, παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ισότητας των δύο φύλων και για τον λόγο αυτό είναι ανίσχυρη. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η υπ. αριθμ. 58384 Φ. 300.2/2-11-2000 προκήρυξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, κατά το μέρος που επιβάλλει περιορισμό των εισαγομένων στο Πυροσβεστικό Σώμα γυναικών, και μάλιστα αναιτιολογήτως,  «σε ποσοστό 5% του συνολικού αριθμού των θέσεων», η οποία έχει ως προϋπόθεση την εισαγόμενη με την παρ.2 του άρθρου 12 αντισυνταγματική ρύθμιση είναι επίσης μη νόμιμη και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί. Ενόψει των ανωτέρω το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι έπρεπε να συνταχθεί ένας ενιαίος πίνακας που να περιλαμβάνει επιτυχόντες, αδιακρίτως φύλου, κατά φθίνουσα βαθμολογική σειρά και ότι και οι προσβαλλόμενες με την αίτηση ακυρώσεως πράξεις που βασίσθηκαν στις προαναφερθείσες αντισυνταγματικές διατάξεις είναι παράνομες, κατόπιν δε αυτού ακύρωσε την παράλειψη της Διοικήσεως να θεωρήσει την εφεσίβλητη ως επιτυχούσα και να την καλέσει προς κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα, η οποία  εκδηλώθηκε με τις εν λόγω πράξεις. Επομένως, κατά την γνώμη του Τμήματος, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 παρ.2 του ν. 2713/1999 παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του πυροσβέστη και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, την οποία θεσπίζουν οι προεκτεθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της Οδηγίας 76/201/ΕΟΚ, τα δε περί του εναντίου προβαλλόμενα με το δικόγραφο της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατά την γνώμη όμως των  Συμβούλων Ν. Σακελλαρίου και Γ.Ποταμιά νομίμως συντάχθηκαν πίνακες επιτυχόντων χωριστά για άνδρες και γυναίκες, ώστε να διορισθούν βάσει αυτών επτακόσιοι πενήντα πέντε (755) άνδρες και σαράντα γυναίκες (40) γυναίκες, σύμφωνα με την υπ. αριθμ. 58384/Φ.300.2/2-11-2000 προκήρυξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος. Έσφαλε, συνεπώς, το δικάσαν εφετείο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο ανωτέρω περιορισμός του αριθμού των εισαγομένων στο  Πυροσβεστικό Σώμα γυναικών είναι μη νόμιμος.  Για τον λόγο δε  αυτό, ο οποίος βασίμως προβάλλεται η εκκαλουμένη απόφαση θα έπρεπε να εξαφανισθεί, να εκδικασθεί κατ` άρθρο 64 του π.δ/τος 18/1989, η αίτηση ακυρώσεως και να απορριφθεί για τον ίδιο λόγο.
14. Επειδή, το ζήτημα της αντιθέσεως  της  ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 2713/1999 προς το Σύνταγμα, πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 100 του αναθεωρημένου Συντάγματος, για επίλυση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό δεν έχει κριθεί με προηγούμενη απόφασή της ούτε με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Για την ανάπτυξη δε του ζητήματος αυτού ενώπιον της Ολομελείας το Τμήμα ορίζει ως εισηγητή τον Σύμβουλο Γ. Ποταμιά.
ΔΙΑ   ΤΑΥΤΑ
Παραπέμπει στην Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 12 παρ.2 του ν. 2713/1999.