Έτος
2012
Νόμος / διάταξη που αφορά
αρθ 7 παρ 7 ν. 3013 /2002, αρθ 4 Σ. παρ 1&2,Αρθ 116 παρ 2 Σ, οδηγία 76/207 ΕΟΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Γυναίκες

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ΄ 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Γ.Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Α. Γκότσης, Γ. Ποταμιάς, Φ. Ντζίμας, Μ. Σταματελάτου, Σύμβουλοι, Μ. Πικραμένος, Π. Τσούκας Πάρεδροι. Γραμματέας, η Α. Τριάδη,  Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος. Για να δικάσει την από 17 Αυγούστου 2007 έφεση: του ........................................., κατοίκου Βεροίας (...................), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Ιω. Θεοφύλακτο (Α.Μ. 328 Δ.Σ. Κοζάνης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά των: 1) Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος παρέστη με τον Στ. Σπυρόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) Δήμου Νέας Ζίχνης Σερρών, ο οποίος δεν παρέστη, 
και κατά της υπ’ αριθμ. 2168/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. 
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Φ. Ντζίμα. 
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. 
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και 
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα 
Σκέφθηκε κατά το Νόμο 
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (2878852, 3922780/2007 ειδικά έντυπα). 
2. Επειδή, με την έφεση αυτή και το από 22.9.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων ζητείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς η εξαφάνιση της 2168/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ως αβάσιμη αίτηση ακυρώσεως του ήδη εκκαλούντος κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να τον συμπεριλάβει στους επιτυχόντες του διαγωνισμού, που προκηρύχθηκε με την 1/17146/2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, για την πρόσληψη ειδικού ένστολου προσωπικού, κλάδου ΔΕ 23, της Δημοτικής Αστυνομίας, στο Δήμο Νέας Ζίχνης Ν. Σερρών, συνεπεία μη εφαρμογής της ποσοστώσεως του 15% για τις γυναίκες υποψήφιες κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 7 του Ν. 3013/2002. Η ανωτέρω παράλειψη εκδηλώθηκε με την κατάρτιση από την ειδική Επιτροπή, που συγκρότησε ο ως άνω Γενικός Γραμματέας, του από 23.2.2005 τελικού πίνακα κατατάξεως επιτυχόντων υποψηφίων, βάσει του οποίου ο Δήμαρχος Νέας Ζίχνης προέβη με πράξεις του στην πλήρωση των θέσεων, κατά παράλειψη του αιτούντος - εκκαλούντος. 
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, με την από 19.10.2007 πράξη του Προέδρου του, λόγω της σπουδαιότητάς της. 
4. Επειδή, νομίμως το Δικαστήριο προχώρησε στη συζήτηση της υποθέσεως και απολειπομένου του εκ των εφεσιβλήτων Δήμου Νέας Ζίχνης Ν. Σερρών, ενόψει της νομότυπης και εμπρόθεσμης  κλητεύσεώς του. (βλ. το από 17.3.2008 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφ. Αγ. Γιαζιτζόγλου) 
5. Επειδή, στο άρθρο 1 του Π.Δ/τος 23/2002 «Αρμοδιότητες, σύστημα πρόσληψης, προσόντα,  καθήκοντα, δικαιώματα και υποχρεώσεις του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας» (Α΄  19/7.2.2002) οριζόταν ότι: «1. Το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας διακρίνεται σε α) ειδικό  ένστολο και β) σε επιστημονικό και υποστηρικτικό προσωπικό, το οποίο απαρτίζεται κυρίως από  μηχανικούς, επόπτες υγείας, προσωπικό διοικητικής υποστήριξης και βοηθητικό προσωπικό . 2. … 
3. Το ειδικό ένστολο προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας κατατάσσεται σε κατηγορίες και κλάδους ΠΕ 23, ΤΕ 23 και ΔΕ 23 … 4. … 5. …». Εξάλλου, με την παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002 (Α΄ 102/1.5.2002) ορίσθηκε ότι: «7. Το ποσοστό των γυναικών, οι οποίες προσλαμβάνονται στη Δημοτική Αστυνομία, καθορίζεται σε 15% επί του συνολικού αριθμού του προσλαμβανόμενου, κάθε φορά, ειδικού ένστολου προσωπικού, κατά τη διάκριση της παραγράφου 1α του άρθρου 1 του π.δ. 23/2002 (ΦΕΚ 19 Α΄)». Περαιτέρω, σύμφωνα με το Α.Π. οικ.3799/26.1.2005 έγγραφο του Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης προς τις Περιφέρειες της Χώρας με θέμα «Ποσοστό γυναικών για τη στελέχωση της Δημοτικής Αστυνομίας», «… Η ανωτέρω ποσόστωση εφαρμόζεται υποχρεωτικά στο ειδικό ένστολο προσωπικό κατά την ειδικότερη διάκριση των κατηγοριών ΠΕ 23, ΤΕ 23, ΔΕ 23, ξεχωριστά για κάθε κατηγορία. Στις περιπτώσεις που δεν προκύπτει ικανός αριθμός ατόμων κατά κατηγορία ένστολου προσωπικού και δεν μπορεί αντικειμενικά να εφαρμοσθεί η προαναφερόμενη ποσόστωση, θα τηρηθεί ο πίνακας κατάταξης κατά σειρά επιτυχίας των υποψηφίων. Εάν κατά τη φθίνουσα σειρά κατάταξης των επιτυχόντων υπάρχουν γυναίκες που είναι επιτυχούσες καθ’ υπέρβαση του 15%, τότε δεν υφίσταται κώλυμα να καταταγούν ….». 
 
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την εκκαλούμενη απόφαση και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο εκκαλών ήταν υποψήφιος για την πλήρωση με αντικειμενικά κριτήρια μιας (1) εκ των δέκα (10) θέσεων ειδικού ένστολου προσωπικού, κλάδου ΔΕ 23, της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Νέας Ζίχνης Ν. Σερρών, που προκηρύχθηκε με την 1/17.246/2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Η αρμόδια Επιτροπή, ενεργώντας, πιθανώς, σύμφωνα και με το προμνησθέν έγγραφο 3799/2005 του ΥΠ.ΕΣ.ΔΔ.Α., προέβη στην κατάρτιση του προσβληθέντος, από 23.2.2005 πίνακα κατατάξεως επιτυχόντων υποψηφίων, χωρίς να εφαρμόσει την ανωτέρω ποσόστωση του 15% για τις γυναίκες. Βάσει δε του πίνακα αυτού ο Δήμαρχος Νέας Ζίχνης προέβη με τις μνημονευόμενες στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως πράξεις του στο διορισμό όσων επέτυχαν κατά φθίνουσα σειρά επιτυχίας, παραλείποντας τον εκκαλούντα. Ο τελευταίος συγκέντρωσε 2.267 μόρια και κατετάγη στην 21η θέση, ήτοι 9ος μεταξύ των επιτυχόντων 15 ανδρών, οι οποίοι, έχοντας συμπληρώσει από 2.342 έως 2173 μόρια, κατετάγησαν όλοι μετά τις επιτυχούσες 12 γυναίκες (η πρώτη συγκέντρωσε 2780 μόρια και η τελευταία 2400) και καταχωρίσθηκαν με ξεχωριστή αρίθμηση σε άλλη σελίδα του πίνακα επιτυχόντων. Κατά του τελικού πίνακος επιτυχόντων και των συναφών πράξεων διορισμού του Δημάρχου Ν. Ζίχνης ο εκκαλών άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η ενέργεια της Διοικήσεως, να μην εφαρμόσει την ισχύουσα ποσόστωση 15% για τις γυναίκες υποψήφιες, καθώς και τις σχετικές διατάξεις της προκηρύξεως σε συμμόρφωση προς τις υποδείξεις της παράνομης εγκυκλίου του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α., είναι μη νόμιμη. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002, που προέβλεπε ποσοστό 15% για τις γυναίκες, είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική, και ειδικότερα, ως αντικειμένη στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, που θεσπίζουν την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και ότι, συνεπώς, τόσο ο τελικός πίνακας που καταρτίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά επιτυχίας, όσο και οι σχετικές πράξεις διορισμού, κατά το μέρος που παρέλειψαν τον εκκαλούντα (αιτούντα), είναι νόμιμες, αφού δεν εφήρμοσαν την ως άνω, ανίσχυρη κριθείσα, νομική διάταξη. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε, ως αβάσιμη, την αίτηση ακυρώσεως. Ήδη, με την ένδικη έφεση αμφισβητείται η ορθότητα και νομιμότητα κρίσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως. 
7. Επειδή, το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος, ρητώς επιβάλλει στα δικαστήρια να μην εφαρμόζουν νόμο, το περιεχόμενο του οποίου είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Από τη διάταξη αυτή απορρέει η υποχρέωση των δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως, κατά την εκδίκαση κάθε υποθέσεως, τη συνταγματικότητα της διατάξεως νόμου, που θεωρούν ότι είναι εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, και να αρνούνται την εφαρμογή της, αν κρίνουν ότι αυτή αντίκειται στο Σύνταγμα. Το Σύνταγμα, δηλαδή, επιβάλλει τον παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας διατάξεως νόμου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της εκδικαζόμενης διαφοράς. Εν προκειμένω, το Διοικητικό Εφετείο, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφασή του εξήτασε τη συνταγματικότητα της διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002 για την ποσόστωση 15% για τις γυναίκες. Η εξέταση αυτή της συνταγματικότητας ήταν απαραίτητη, καθώς αφορά την ισχύ του εφαρμοστέου νομικού κανόνα και ως εκ τούτου συνιστά πρόκριμα για οποιαδήποτε άλλη κρίση. Συνεπώς, ορθώς ενήργησε από την άποψη αυτή, αβασίμως δε υποστηρίζεται το αντίθετο με την ένδικη έφεση. 
8. Επειδή, στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις 3 . . .». Εξ άλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζονται τα εξής : «2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Η παράγραφος αυτή, πριν από την αναθεώρησή της, όριζε ότι : «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Επίσης, η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, ορίζει τα εξής : «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Εξ άλλου, η Οδηγία 76/207/ΕΟΚ «Περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας» (Ε.Ε. αριθ. Ν 39/40 της 14.2.1976) ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παρ. 1 του άρθρου 2 ότι « . . . η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα . . .» και στην παρ. 1 του άρθρου 3 ότι «η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις, σε θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος, και για όλες τις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας». Τέλος, στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 της ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι «η παρούσα Οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα Κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες, και ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σ’ αυτές, εφ’ όσον λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας» (παρ. 2) και ότι «η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα» (παρ. 3). 
9. Επειδή, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, και την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Για την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής αυτής, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, υποχρεώνει το νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, αλλά και τα λοιπά όργανα του Κράτους, όταν διαπιστώνουν ότι εις βάρος ενός φύλου έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη τέτοιες διακρίσεις ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών να καταλήγει σε μία κατ` επίφαση μόνον ισότητα ενώ, ουσιαστικά, παγιώνει και διαιωνίζει μια υφιστάμενη άνιση κατάσταση υπέρ του ενός φύλου, να θεσπίζουν υπέρ του υποαντιπροσωπευομένου φύλου και ιδίως των γυναικών θετικά μέτρα που είναι πρόσφορα και αναγκαία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μειώνονται οι ανισότητες εωσότου εγκαθιδρυθεί μία πραγματική ισότητα μεταξύ των δύο φύλων στη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα καθώς και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την πρόσβαση σ` αυτή. Εξ άλλου, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της, συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης, με σκοπό την αποκατάσταση μιάς πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, θέλησε να θεσπίσει ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και, γενικότερα, να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προσβάσεώς τους στα διάφορα επαγγέλματα και, συνεπώς, αυστηρότερες τις προϋποθέσεις αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Περαιτέρω όμως ο συντακτικός νομοθέτης, όπως συνάγεται από την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν απαγόρευσε απολύτως, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών (αποχρώντων) λόγων, που ανάγονται στη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, οποιαδήποτε απόκλιση από την πιο πάνω αρχή της ισότητας των φύλων. Μια απόλυτη απαγόρευση θα έπρεπε να ορίζεται ρητά ή, τουλάχιστον, να συνάγεται σαφώς από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις, δεδομένου άλλωστε ότι δικαιολογημένες αποκλίσεις δεν απαγορεύονται, κατ΄ αρχήν, ούτε από τις προεκτεθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Ενόψει των ανωτέρω, αποκλίσεις από την ως άνω αρχή, πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων  υπέρ των γυναικών, είναι, κατ` εξαίρεση, συνταγματικά θεμιτές, μόνον εφόσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει σαφώς από το νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αποκλίσεις αυτές θεσπίσθηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τελικώς στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν οι εισαγόμενες αποκλίσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και αν είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (Ολομ. ΣτΕ 1986/2005). 
10. Επειδή, στο άρθρο 2 του προμνησθέντος Π.Δ/τος 23/2002 ορίζονται οι αρμοδιότητες του ειδικού προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, μεταξύ των οποίων, είναι ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν: την καθαριότητα, την κυκλοφορία και στάθμευση των οχημάτων, την οικοδόμηση, την ύδρευση, την άρδευση, την αποχέτευση, την ηχορύπανση, τη ρύπανση των θαλασσών από πηγές ξηράς, την προστασία των επίγειων και υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων, την προστασία του περιβάλλοντος, τη λειτουργία των εμποροπανηγύρεων, των επιτηδευμάτων και επαγγελμάτων, των δημοτικών ή κοινοτικών εργαστηρίων, των καταστημάτων και επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος, θεάτρων κινηματογράφων και παρεμφερών επιχειρήσεων, τη δραστηριότητα των μικροπωλητών και τη λειτουργία κυλικείων σε κοινόχρηστους χώρους, τις υποχρεώσεις αυτών που εκτελούν έργα και εναποθέτουν υλικά κaι εργαλεία στις οδούς, στο δημοτικό ή κοινοτικό δίκτυο, τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (Γ.Ο.Κ.) την επίβλεψη εφαρμογής διακοπής εργασιών λόγω έλλειψης μέτρων ασφαλείας και υγιεινής, την αφαίρεση άδειας οικοδομής για ασφαλιστικές εισφορές, την επιθεώρηση αμαξωμάτων καντινών, τον έλεγχο επιχειρήσεων τουριστικού ενδιαφέροντος την προστασία των σπηλαίων, την αλιεία στα εσωτερικά ύδατα, τους χώρους εγκαταστάσεως πλανοδίων νομάδων, την προστασία του αστικού και περιαστικού πρασίνου, τις αρμοδιότητες της Αγροφυλακής, την κατάληψη κοινοχρήστων χώρων, το υπαίθριο εμπόριο και τις λαϊκές αγορές, τη βεβαίωση μόνιμης κατοικίας για μεταδημότευση, τη θεώρηση τιμοκαταλόγων των δωματίων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και καταλυμάτων, τη φύλαξη των δημοτικών ή κοινοτικών εγκαταστάσεων και της δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας, κ.λπ. 
 
11. Επειδή, η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002 (η οποία σημειωτέον, καταργήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 30 του Ν. 3448/2006, Α΄ 57) θεσπίζει παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, εισάγοντας ποσόστωση εις βάρος των γυναικών, κατά την πρόσληψη προσωπικού στη Δημοτική Αστυνομία. Σύμφωνα, όμως, με όσα προεκτέθηκαν, η διάταξη αυτή αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού εισάγει απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια. Άλλωστε, ούτε οι ποικίλες αρμοδιότητες του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, ούτε οι συνθήκες ασκήσεώς των, οι οποίες κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά και σωματικά προσόντα, μπορούν να δικαιολογήσουν τη θεσπιζόμενη από την ως άνω διάταξη ποσόστωση εις βάρος των γυναικών. Επομένως, κατά τη γνώμη του Τμήματος, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε ότι η ανωτέρω διάταξη παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, την οποία θεσπίζουν οι προεκτεθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, και περαιτέρω, έκρινε νόμιμες τις προσβληθείσες πράξεις της Διοικήσεως, που δεν στηρίχθηκαν στην αντισυνταγματική διάταξη, απορρίπτοντας ως αβάσιμη την αίτηση ακυρώσεως, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα κατ’ έφεση θα έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμα. 
12. Επειδή, το ζήτημα της αντιθέσεως της ανωτέρω διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 3013/2002 προς το Σύνταγμα πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 100 του αναθεωρημένου Συντάγματος, για επίλυση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό δεν έχει κριθεί με προηγούμενη απόφασή της, ούτε με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Για την ανάπτυξη δε του ζητήματος αυτού ενώπιον της Ολομελείας, το Τμήμα ορίζει ως εισηγητή τον Σύμβουλο Φ. Ντζίμα. 
Διά ταύτα 
Παραπέμπει στην Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως της παρ. 7 του 
άρθρου 27 του Ν. 3013/2002. 
Ορίζει εισηγητή ενώπιον της Ολομελείας τον Σύμβουλο Φ. Ντζίμα. 
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2010