…Επειδή, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1514 ΑΚ, ως ταύτα ισχύουν μετά την δια του άρθρου 17 ν. 1329/1983 αντικατάστασίν των, σαφώς συνάγεται ότι η γονική μέριμνα, εις την οποίαν περιλαμβάνεται η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, η διοίκησις της περιουσίας αυτού και η αντιπροσώπευσίς του, ασκείται από κοινού υπό των γονέων. Εις περιπτώσεις όμως διαζυγίου, ακυρώσεως γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβιώσεως, ως εν προκειμένω, ότε ανατρέπονται οι συνθήκαι ζωής της οικογενείας, καταργείται ο συζυγικός οίκος και δημιουργείται κεχωρισμένη εγκατάστασις εκατέρου των γονέων, ανακύπτει θέμα διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατρός ή της μητρός και ρυθμίσεως της ασκήσεως της γονικής μερίμνης παρ’ εκατέρου των φορέων αυτής. Ο νόμος (άρθρον 1511 ΑΚ) ορίζει πρωτίστως ως κατευθυντήριον γραμμήν δια την ρύθμισιν της ασκήσεως της γονικής μερίμνης εν περιπτώσει διαφωνίας των γονέων και προσφυγής εις το Δικαστήριον, το συμφέρον του τέκνου (βλ. Günther Beitzke, Familienrenct 21η έκδοσις (1980) § 29 σελ. 223, Gernhuber, Kindeswohl und Elternwille, Fam RZ 1973, του ιδίου, Lebrbuch des Familienrechts έκδοσις 1980 § 56, σελ. 866, Palandt BGB έκδοσις 1982 § 1628. 1) Η βούλησις του ανηλίκου, αναλόγως προς την ωριμότητα αυτού, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται (άρθρον 1511 § 3 ΑΚ) επί ανηλίκων όμως μικράς ηλικίας, η βούλησις αύτη δεν πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν άνευ περαιτέρω ερεύνης εφ’ όσον στηρίζεται πολύ συχνά εις την μονομερή επίδρασιν του ενός των γονέων (βλ. Bietzke, ενθ. ανωτ. § 27 σελ. 217, BGHZ 64.29). Το ερώτημα εις ποίον εκ των γονέων (μετά την διάστασιν ή το διαζύγιον) πρέπει να ανατεθή η άσκησις της γονικής μερίμνης είναι στενώς συνδεδεμένον με την σημασίαν των δεσμών μεταξύ του τέκνου και αμφοτέρων τον γονέων (1513 § 2 ΑΚ Βλ. και R. Lempp, Die Bindungen des Kindes und ihre Bedentung, für das Wohl des Kindes, FamRZ 1984 σελ. 741, Η. Luthin, Elterlich Sorge, Kindeswohl εν FamRZ 1984 σελ. 114). Η απόφασις του Δικαστηρίου πρέπει να σέβεται την ισότητα μεταξύ τον γονέων και να μη ποιήται διακρίσεων, λόγω του φύλου, της φυλής της γλώσσης κλπ. (άρθρ. 1511 § 2 εδ. β΄ ΑΚ). Η παλαιότερον υποστηριζόμενη άποψις τόσον εις την νομικήν φιλολογίαν όσο και εις την νομολογίαν των δικαστηρίων ότι κατ’ άγραφον κανόνα, η επιμέλεια των μικράς ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται εις την μητέρα, ως εκ του ότι το τέκνον έχει ανάγκην των ιδιαιτέρων περιποιήσεων της μητρός, φαίνεται να χάνη έδαφος, αφού, νεώτεροι επιστημονικαί έρευναι απέδειξαν ότι η παρουσία της μητρός είναι μεν αναγκαία δια τους πρώτους μετά την γέννησιν μήνας, δύναται όμως και ο πατήρ μετά ταύτα, να καταστή το πρόσωπον, το οποίον, ως εκ του δεσμού αυτού μετά του τέκνου είναι το πλέον κατάλληλον δια την ομαλήν ψυχοσωματικήν ανάπτυξιν αυτού (βλ. πλείονα Jan Kropholler, Das Kindeswohl als Rechtsbegriff, JZ 1984 τεύχος 4, σελ. 164 επ. ιδία σελ. 165, του ιδίου, εν NJW 1984 τεύχος 6 σελ. 271 επ.). Το Δικαστήριον, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου δύναται να μη κατανείμη την άσκησιν της γονικής μερίμνης μεταξύ των γονέων χωρίς να παραβιάζεται κατά τούτο η συνταγματική αρχή της ισότητας, εφ’ όσον ο πατήρ και η μήτηρ έχουν κατ’ αρχήν τας ιδίας δυνατότητας προκειμένου να επιτύχουν την αποκλειστικήν ανάθεσιν της γονικής μερίμνης (βλ. Gernhuber, ένθ. αν. § 56, 11 σελίς 857). H αποκλειστική ανάθεσις της γονικής μερίμνης εις τον ένα εκ των γονέων δεν πρέπει να αποκλείεται εκ μόνου του λόγου ότι ούτος τυγχάνει υπαίτιος της διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεως και τούτο διότι είναι δυνατόν μετά στάθμισιν των ως είρηται παραγόντων οι οποίοι λαμβάνονται ως κατευθυντήριος γραμμή, να επιβάλη το συμφέρον του ανηλίκου, την ανάθεσιν της ασκήσεως της γονικής μερίμνης αυτού, εις τον γονέα ο οποίος διέσπασε την έγγαμην συμβίωσιν. Τούτο θα συμβή πχ. εις την περίπτωσιν καθ’ ην ο ανυπαίτιος της διασπάσεως γονεύς ευρίσκεται εις πραγματικήν αδυναμίαν προς άσκησιν της γονικής μερίμνης (περίπτωσις ασθενείας ή μακράς απουσίας). Εις λίαν δυσχερείς περιπτώσεις ένθα απαιτούνται ιδιάζουσαι γνώσεις επιστήμης και κυρίως ψυχολογίας και ψυχιατρικής, προκειμένου να αποφανθή το Δικαστήριον εις ποίον εκ των γονέων θα αναθέση την άσκησιν της γονικής μερίμνης του ανηλίκου, ενδείκνυται η διάταξις συμβουλευτικής πραγματογνωμοσύνης (βλ. Gernhuber, ένθ. ανωτ. § 56, 11 σελίς 867, Kropholler, ενθ. ανωτ. JZ 1984 σελίς 166, Fehmel εν FamRZ 1979, σελίς 380, Wegener, Zur des psychologischen Sachverstandigen mit dem Familienricther, ZBIJR 1982, 493). Περαιτέρω κατά την ορθήν έννοιαν των διατάξεων των άρθρων 522, 527, 529, 532, 533 και 535 ΚΠολΔ, εν συνδυασμώ λαμβανομένων, το Εφετείον δεν κωλύεται, δια την, κατά την κρίσιν του, ολοκλήρωσιν της ερεύνης περί της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και την καλυτέραν διάγνωσιν της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίση την εκκαλουμένην απόφασιν, να διατάξη ή νέας αποδείξεις ή και συμπληρωματικάς τοιαύτας, δια των εις το άρθρον 339 ΚΠολΔ αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, ώστε μετά την συνεκτίμησιν των διεξαχθεισών τούτων αποδείξεων και των υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως εκτιμηθεισών τούτων, να κρίνη αν είναι ημαρτημένη δι’ εφέσεως προσβληθείσα απόφασις και εν καταφατική περιπτώσει να αποφανθή περί της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και εκ τούτου κατά την επιταγήν πλέον του νόμου (άρθρον 535 § 1), να εξαφανίση τότε την απόφασιν του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθ’ όσον κατ’ ορθήν έννοιαν της εν λόγω διατάξεως, προϋπόθεσις της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως), είναι η υπό του Εφετείου προηγουμένη διάγνωσις περί της βασιμότητος του λόγου εφέσεως, τουθ’ όπερ επιτυγχάνεται κυριαρχικώς υπό του Εφετείου κατά τα εκτεθέντα. Το αντίθετον δεν συνάγεται εκ της διατάξεως του άρθρου 535 § 1 ΚΠολΔ, αλλά τουναντίον εκ της εχούσης (άρθρον 524 § 1) και εις το Εφετείον, εφαρμογήν διατάξεως του άρθρου 254 § 1 του αυτού Κώδικος, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείον δικαιούται να προβή εις την ανωτέρω περιγραφείσαν νόμιμον ενέργειαν, να διατάξη δηλαδή νέας αποδείξεις ή συμπληρωματικάς τοιαύτας, συντελούσας εις την διάγνωσιν της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς κατά τα δια τούτου καθοριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίση την εκκαλουμένην απόφασιν (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΕΛΛΔνη 1983 σελ. 220, αντιθέτως Μπέης, ΠολΔικ, άρθρον 535 σελ. 2009, ο ίδιος, παρατηρήσεις υπό ΑΠ 122/1980 εν Δ. 11.370 επ., Ε. Ρίκος, Διάταξις αποδείξεων κατ’ έφεσιν ΝοΒ 30, 769 (771 δεξ. ημιστ.) πρβλ. και Rosenberg – Schwab 13η έκδοσις (1981) § 140 IV 1, 141, 11 και 111 σελίς 858). Εν προκειμένω το Δικαστήριον, μετ’ εκτίμησιν των καταθέσεων των κατά την πρωτόδικον δίκην ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, ως και του συνόλου των μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντων εγγράφων, εν οις και ένορκοι βεβαιώσεις θεωρεί αναγκαίαν δια τον σχηματισμόν ασφαλούς κρίσεως επί της ενδίκου υποθέσεως, την κατ’ εφαρμογήν των προπαρατεθεισών ως άνω διατάξεων ως και της τοιαύτης του άρθρου 368 ΚΠολΔ, διάταξιν πραγματογνωμοσύνης διεξακτέας υπό του εν των διατακτικώ πραγματογνώμονος, καθ’ όσον επί κρισίμων δια την διάγνωσιν της κρινομένης υποθέσεως σημείων, και δη ως προς το αν η κατάστασις της υγείας της εναγομένης και ήδη εκκαλούσης επιτρέπη ή όχι την εις αυτήν ανάθεσιν της ασκήσεως της γονικής μερίμνης του ως είρηται ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, υφίσταται σημαντική διάστασις γνωμών μεταξύ των διαδίκων και των τη προτάσει αυτών εξετασθέντων μαρτύρων, ως και των προσκομιζομένων ιατρικών γνωματεύσεων. Ειδικώτερον, υφίσταται διαφορά απόψεων ως προς το αν η εναγομένη εμφανίζη ψυχικάς διαταραχάς, του μεν ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου ισχυριζομένου ότι η εναγομένη σύζυγός του δεν κρίνεται κατάλληλος δια την εις αυτήν ανάθεσιν της ασκήσεως της γονικής μερίμνης του τέκνου των, ως εκ του ότι, ως προκύπτει εκ των υπ’ αυτού επικαλουμένων και προσκομιζομένων ιατρικών βεβαιώσεων και των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων αυτού, διακατέχεται από εντόνους μεταφυσικάς ανησυχίας και προσπαθεί να ανεύρη διέξοδον εις παραθρησκευτικάς κοινοβιακάς ομάδας, τύπου ΚΡΙΣΝΑ, προσέτι δε εμφανίζει ψυχικάς διαταραχάς οι οποίοι έχουν την μορφήν ψυχώσεως και είναι επεισοδιακαί χωρίς να δύναται να προβλεφθή το αν και πότε θα επέλθη νέον επεισόδιον, της δε εναγομένης ισχυριζομένης αντιθέτως ότι είναι απολύτως υγιής και ικανή να ασκήση την γονικήν μέριμνα του ανηλίκου υιού της, το μεν διότι δεν διακατέχεται ως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων σύζυγός της υπό οιασδήποτε μεταφυσικής ανησυχίας, το δε διότι τα επεισόδια τα οποία ενεφάνισεν αύτη εις το παρελθόν και δη κατά Μάιον του 1983 και Απρίλιον 1984 ήσαν παροδικά, διήρκεσαν μόνον ολίγας ημέρας και ήσαν αποτέλεσμα κακών συζυγικών σχέσεων αι οποίαι επέδρασαν εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις ως ψυχοτραυματικοί παράγοντες. Κατ’ ακολουθίαν δέον, όπως αναβληθή η επί της υπό κρίσιν υποθέσεως έκδοσις οριστικής αποφάσεως, επί τω τέλει όπως διεξαχθή πραγματογνωμοσύνη, ως εν τω διατακτικώ, την διεξαγωγήν της οποίας απαιτείται και η ιδία η εκκαλούσα-εναγομένη.