…Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1388, 1452, 1493,1582, 1573, 1579, 1580 και 1582 του ΑΚ, όπως αυτός τροποποίηθηκε με το Ν.Δ.610/1970 "περί υιοθεσίας των μέχρις ηλικίας 18 ετών ανηλίκων", και όπως είχε πριν από την τροποποίησή του με το Ν. 1329/1983, συνάγονται τα εξής: Το τέκνο με τη γέννησή του αποκτά το επώνυμο του πατέρα αυτού. Η γυναίκα από την τέλεση του γάμου της φέρει το επώνυμο του συζύγου της. Σε περίπτωση διαζυγίου, η γυναίκα που διαζεύχθηκε αναλαμβάνει το οικογενειακό της επώνυμο, δηλαδή εκείνο του πατέρα αυτής. Το θετό τέκνο δεν μπορεί να υιοθετηθεί από άλλον, εφόσον ζει αυτός που το υιοθέτησε και διαρκεί η υιοθεσία, εκτός μόνο στην περίπτωση υιοθεσίας από τους δύο συζύγους. Ο έγγαμος ούτε υιοθετεί, ούτε υιοθετείται χωρίς τη συναίνεση του συζύγου αυτού. Από την τέλεση της υιοθεσίας το θετό τέκνο έχει θέση γνήσιου τέκνου έναντι αυτού που το υιοθέτησε. Εκείνος που υιοθετήθηκε και από τους δύο συζύγους έχει θέση κοινού γνήσιου τέκνου αυτών. Το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο εκείνου που το υιοθέτησε, δικαιούται όμως το τέκνο να προσθέσει και το δικό του επώνυμο. Επί υιοθεσίας κάποιου από δύο, που μεταξύ τους είναι έγγαμοι, το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο εκείνων που το υιοθέτησαν, το οποίο επώνυμο είναι βέβαια του εξ αυτού του ζεύγους άνδρα. Επί υιοθεσίας μόνο από τη σύζυγο, το θετό τέκνο δεν παίρνει το επώνυμο του συζύγου αυτής της γυναίκας, μια και αυτός δεν έχει προβεί σε υιοθεσία,προστιθεμένου ότι, αν τούτο έπαιρνε το επώνυμο αυτού του άνδρα, θα είχε όμοιο επώνυμο με εκείνο της θετής μητέρας του,μόνο όμως για την περίπτωση που δεν θα επακολουθούσε διάζευξη μεταξύ αυτής και του συζύγου της, διότι σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχε ταυτότητα των επωνύμων των θετής μητέρας και θετού τέκνου, παρά παίρνει (το εν λόγω θετό τέκνο) το οικογενειακό όνομα της θετής μητέρας του (βλ. Γ. Μπαλή:"Οικογ. Δικ.", εκδ. 1956 περ.40 αρ. 3 σελ. 77).
Περαιτέρω,από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1388, 1505, 1572,1573, 1576, 1580 και 1582 του ΑΚ, όπως τροποποιείται με το Ν.1329/1983, συνάγονται τα ακόλουθα: Πριν από τη γέννηση κάποιου οι γονείς του έχουν υποχρέωση να προσδιορίσουν με κοινή δήλωσή τους το επώνυμο εκείνου, που μπορεί να είναι το επώνυμο του ενός εκ των γονέων ή συνδυασμός των επωνύμων αυτών των γονέων. Αν οι γονείς παραλείψουν τον ως άνω προσδιορισμό, το τέκνο έχει για επώνυμο το επώνυμο του πατέρα του. Με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων ως προς τις έννομες σχέσεις τους. Κάθε δε φυσικό πρόσωπο κατ' αρχήν μπορεί να υιοθετηθεί από ένα άλλο φυσικό πρόσωπο ή και από δύο -το πολύ-φυσικά πρόσωπα, εφόσον αυτοί είναι μεταξύ τους σύζυγοι.
Σ'αυτή τη δεύτερη περίπτωση, και οι δύο σύζυγοι αφενός υποβάλλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση για την υιοθεσία,και αφετέρου παρίστανται κατά τη συζήτηση της αιτήσεώς τους και συναινούν για την παραδοχή αυτής αυτοπροσώπως. Αν τώρα θέλει να υιοθετήσει ένας, αυτός μπορεί να μην τελεί υπό καθεστώς γάμου, όπως επίσης μπορεί να τελεί υπό τέτοιο καθεστώς, αλλά σ' αυτήν την περίπτωση για την τελείωση της υιοθεσίας απαιτείται κατ' αρχήν και η για την υιοθεσία συναίνεση του συζύγου αυτού.
Πρόδηλο είναι ότι ο εν λόγω σύζυγος που συναινεί για την υιοθεσία δεν εξομοιώνεται προς εκείνον που από κοινού με το σύζυγό του ζητεί την υιοθεσία κατά τα προειπωμένα. Πράγματι, αν την υιοθεσία ζητήσουν και οι δύο σύζυγοι, και η αίτησή τους γίνει δεκτή, έχουν αυτοί θέση γνήσιων γονέων έναντι εκείνου που υιοθετήθηκε, ενώ αν την υιοθεσία τη ζητήσει ο ένας από τους δύο συζύγους, μόνο αυτός,κατ' αρχήν, έχει θέση γνήσιου γονέα έναντι εκείνου που υιοθετήθηκε.
Ως προς δε το επώνυμο εκείνου που υιοθετήθηκε,στο άρθρο 1582 αντιμετωπίζονται, στη μεν § 2 η περίπτωση κατά την οποία έχει γίνει κοινή υιοθεσία εκ μέρους δύο συζύγων ή υιοθεσία από τον ένα των συζύγων του τέκνου του άλλου εξ αυτών των συζύγων, στη δε § 1 η περίπτωση κατά την οποία έχει γίνει κάθε άλλου είδους υιοθεσία. Ορίζεται γι' αυτή την τελευταία περίπτωση ότι το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα, έχει όμως το δικαίωμα, όταν ενηλικιωθεί, να προσθέσει και το πριν από την υιοθεσία επώνυμό του, ρυθμίζεται δε πιο πέρα, η περίπτωση που έτσι συγκεντρώνονται περισσότερα των δύο επώνυμα.
Ορίζοντας ο νόμος ότι το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα εννοεί, προδήλως, ότι εκείνο παίρνει το οικογενειακό όνομα του θετού γονέα, δηλονότι το επώνυμο αυτού που επικαίρως διάλεξαν οι γονείς του και σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιας επιλογής το επώνυμο του πατέρα του θετού γονέα. Η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει, εκ του ότι ο εν λόγω θετός γονέας, άνδρας ή γυναίκα, είναι ενδεχομένως έγγαμος και τούτο ενόψει της καθιερωμένης (στο άρθρο 1388) αρχής ότι με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων ως προς τις έννομες σχέσεις τους. Δηλονότι θεσπίζεται σχετική ρύθμιση όμοια με τη σχετική ρύθμιση που γινόταν από τον ΑΚ πριν από την τροποποίηση του με το Ν. 1329/1983, προδήλως δε η εν λόγω ρύθμιση δεν είναι ασυμβίβαστη προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας των δύο φύλων, μια και δεν στηρίζεται στην ιδιότητα του θετού γονέα ή του θετού τέκνου ως άνδρα ή γυναίκας.Παρέπεται ότι και στην περίπτωση που η υιοθεσία γίνεται υπό το καθεστώς του ΑΚ, τροποποιημένου με το Ν. 1329/1983, με μοναδικό θετό γονέα γυναίκα, που έχει τελέσει γάμο υπό το καθεστώς του ΑΚ, πριν από την τροποποίηση αυτού με τον εν λόγω Νόμο (1329/1983), το θετό τέκνο παίρνει το οικογενειακό όνομα της θετής του μητέρας (βλ. Γ. Κουμάντο:"Παραδόσεις Οικογ. Δ.",εκδ. 1984, 4.16 σελ. 319). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 § 20 επ. του Ν. 344/1976 "περί ληξιαρχικών πράξεων" συνάγεται ότι μεταβολές που επέρχονται στην κατάσταση του φυσικού προσώπου μετά τη σύνταξη της ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεώς του ή άλλης ληξιαρχικής πράξεως,εξ αιτίας υιοθεσίας ή άλλου γεγονότος, καταχωρίζονται στο περιθώριο της οικείας ληξιαρχικής πράξεως μέσα σε ορισμένη προθεσμία από τότε που έλαβε χώρα η υιοθεσία ή το άλλο γεγονός.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση στην ένδικη αίτηση, όπως το περιεχόμενό της προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση κυρωμένο αντίγραφο αυτής και όπως έχει κατά την κρίση του προκειμένου Δικαστηρίου ιστουρούνται τα ακόλουθα: Μετά την εισαγωγή του ΑΚ και σε χρόνο προγενέστερο της 18ετίας πριν από το 1988, γεννήθηκε ο δεύτερος αιτών από τους έχοντες τελέσει μεταξύ τους νόμιμο γάμο Π.Β. και Ε.Π.Β. το γένος Κ.Α., που ονομάστηκε Κ., συντάχθηκε δε σχετικά, από το ληξίαρχο Αθηνών,η οικεία ληξιαρχική πράξη γεννήσεως αυτού του Κ.Β. Με την υπ'αρ. 527/1988 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έγινε δεκτή η σχετική περί υιοθεσίας αίτηση της ήδη πρώτης αιτούσας,της Β. θυγατέρας Θ.Β., έχουσας τελέσει νόμιμο γάμο μετά την Εισαγωγή του ΑΚ και πριν από την έναρξη ισχύος του Ν.1329/1983 με το Σ.Ψ. πρώτης από πατέρα θείας του ήδη δεύτερου αιτούντος, συνοδευομένη η αίτηση από την αντίστοιχη περί υιοθεσίας συναίνεση του συζύγου της τότε αιτούσας, δηλαδή του Σ.Ψ., και κηρύχθηκε ο ήδη δεύτερος αυτών θετό τέκνο της ήδη πρώτης αιτούσας. Με βάση αυτή την απόφαση οι ήδη αιτούντες ζήτησαν εμπρόθεσμα τη σχετική εγγραφή στα βιβλία του Ληξιαρχείου Αθηνών, ο δε Ληξίαρχος αυτού του Ληξιαρχείου κατ'αποδοχή της αντίστοιχης αιτήσεως, καταχώρησε στην προαναφερομένη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του ήδη δεύτερου αιτούντος το ότι αυτό το πρόσωπο (Κ.Β.) υιοθετήθηκε από Β.σύζυγο Σ.Ψ. το γένος Θ.Β. με την υπ' αριθ. 527/1988 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και εξέδωσε απόσπασμα της εν λόγω ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως, όπου ο ήδη δεύτερος αυτών αναφέρεται ως Κ.Β. Επιδιώκεται δε με την αίτηση να διαταχθεί η διόρθωση της πιο πάνω ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως έτσι ώστε τόσο αυτή όσο και τα τυχόν μέλλοντα να εκδοθούν αποσπασμάτα αυτής να αναφέρουν για πρόσωπο που αφορά αυτή η πράξη το ονοματεπώνυμο "Κ.Ψ." αντί του εσφαλμένου "Κ.Β.". Εχοντας τέτοιο περιεχόμενο η αίτηση, είναι, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις, αβάσιμη κατά νόμο και γι' αυτό απορριπτέα. Στα αυτά λοιπόν έχοντας καταλήξει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, αν και με την αιτιολογία ότι η αίτηση είναι κατ' ουσία αβάσιμη, η οποία αιτιολογία ήδη αντικαθίσταται από εκείνη της παρούσας αποφάσεως, (πρβλ. άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και γι' αυτό οι περί του αντιθέτου λόγοι της υπό κρίση εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ακολούθως πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση.