Έτος
1990
Νόμος / διάταξη που αφορά
1400 ΑΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες, γυναίκες σύζυγοι / αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα

 

....Ορίζεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 1400 εδαφ. α και β του ΑΚ, ότι "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή ...". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 54 του ίδιου νόμου 1329/1983, που θέσπισε την ανωτέρω διάταξη όπως το πρώτο εδάφιό του αντικαταστάθηκε από την § 1 άρθ. 12 νομ.1649/3.10.1986, "οι διατάξεις αυτού του νόμου (1329/1983) που αφορούν τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο κλπ. εφαρμόζονται και στους γάμους που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος τους. Οι διατάξεις δε του άρθρου 1400 του ΑΚ, όπως αντικαθίστανται με το άρθρο 15 ν. 1329/1983, αφορούν και περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 1329/1983, εφόσον ο γάμος δεν είχε λυθεί ή ακυρωθεί μέχρι τότε".

Με τις ανωτέρω διατάξεις, ο νομοθέτης,που ως σύστημα ρυθμίσεως της περιουσιακής καταστάσεως των συζύγων ρητώς επέλεξε την περιουσιακή αυτοτέλειά τους (ΑΚ 1397), συνδυάζει την τελευταία με την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, η οποία αξίωση συμπληρώνει το σύστημα τούτο. Η σχετική ρύθμιση στηρίζεται στις αρχές της αυτονομίας της βουλήσεως των συζύγων και της ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ τους, εκφραζόμενη με την αναγνώαριση της συμβολής του καθενός στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου. Προϋποθέσεις της αξιώσεως αυτής, όπως ρητώς ορίζεται στο νόμο,είναι η προηγούμενη λύση ή ακύρωση του γάμου ως και μετ'ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων, η αύξηση περαιτέρω, της περιουσίας του ενός των συζύγων, μετά την τέλεση του γάμου, και η συμβολή του άλλου συζύγου σ' αυτή την αύξηση με οποιονδήποτε τρόπο. Η αξίωση δε αυτή, ενοχικής φύσεως, ειδικότερα χρηματική κατά κανόνα, που μπορεί, όμως περιεχόμενό της να είναι και η επιδίκαση αυτούσιου του μέρους της αυξήσεως στον ενάγοντα, σύζυγο,ενόψει του ότι ένα τέτοιο περιεχόμενο της αξιώσεως δεν αντίκειται ούτε στη φύση του δικαιώματος αυτού, ούτε στο γράμμα ή το πνεύμα της διατάξεως του άρθρου 1400, που μιλά γενικά για απαίτηση και όχι για απόδοση της χρηματικής αξίας της αυξήσεως, έχουσα προσωποπαγή χαρακτήρα, δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, διότι η σχετική διένεξη, ως περιουσιακή,δεν εμπίπτει στις γαμικές διαφορές. Εξάλλου, περιουσία μεν είναι το σύνολο των σε δεδομένο χρόνο δυναμένων ν' αποτιμηθούν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του προσώπου και αύξηση αυτής νοείται, στην προκειμένη περί αποκτημάτων διένεξη, η επί πλέον διαφορά, δηλαδή το καθαρό ενεργητικό που προκύπτει ύστερα από σύγκριση της κατά την τέλεση του γάμου περιουσίας του ενάγοντος συζύγου, που μπορεί να είναι και μηδενική περιουσία,αφού η αναφορά του νομοθέτη μόνο στην "αύξηση" έγινε ενόψει του συνήθως συμβαίνοντος και όχι, βεβαίως, για να αποκλεισθεί η περίπτωση της αποκτήσεως κατά πρώτον περιουσίας και εκείνης που αυτός έχει κατά την λύση ή ακύρωση του γάμου ή κατά τη συμπλήρωση διαστάσεως τριετούς, οπότε γεννάται η σχετική αξίωση.

Ως προς δε την έννοια και το περιεχόμενο της συμβολής του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, η οποία συμβολή είναι απαραίτητο να αποδειχθεί προκειμένου να ευδοκιμήσει η σχετική αγωγική αξίωση, αυτή, ενόψει της ευρύτητας της διατυπώσεως που χρησιμοποίησε, όχι τυχαίως, ο νομοθέτης, "με οποιονδήποτε τρόπο" καθώς ρητώς ορίζει η σχετική διάταξη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνίσταται όχι μόνο σε παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή (εισφορά χρήματος,κεφαλαιουχικών αγαθών κατά χρήση), αλλά και υπηρεσιών, σε χρήμα αποτιμωμένων, κατά θετικό ή και αρνητικό τρόπο, όταν και καθό μέτρο αυτές προσφέρονταν πέραν της από άλλη αιτία εκπορευομένης και τον δικαιούχο βαρύνουσας, υποχρεώσεως (βλ.Μ. Αντωνόπουλου Εις ΝοΒ 31.1513 επ., Ν. Λιβάνη εις ΝοΒ 1026 επ. Γ. Κουμάντο Δ/νη 26.153, Εισηγ. Εκθ. εις Αρμ 1983.285,Εισηγ. Εκθ. Μάνεση σελ. 10, Πρακτικά Επιτρ. Σχεδ. Γαζή, υπ'αρθ. 1405).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα,ισχυρίστηκε με την από 22 Σεπτεμβρίου 1988 αγωγή της (αρ. κατ.7675/22.9.1988) ότι κατά τη διάρκεια του στις 16.12.1979 τελεσθέντος μετά του εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου, νομίμου γάμου της, ο οποίος λύθηκε συναινετικά με διαζύγιο δια της 226/28.3.1988 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,που έγινε αμετάκλητη στις 27.5.1988, αυξήθηκε η ατομική περιουσία του πρώην συζύγου της, αποτιμώμενη σε 45.390.000 δραχμές, σύμφωνα με τα ορισμένως ιστορούμενα περιστατικά και ότι στην αύξηση αυτή συνέβαλε η ίδια κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), στο οποίο ποσοστό συμποσούνται η, σε χρήμα αποτιμώμενη, συμβολή της, με την μορφή εξοικονομήσεως υπό τούτου δαπάνης: α) Για καταβολή μισθωμάτων, λόγω εξασφαλίσεως από τον πατέρα της, αποκλειστικά χάριν αυτής εξαιτίας του γάμου της, της οικογενειακής τους στέγης καθόλη την διάρκεια της μετ' αυτού συμβιώσεώς της, β) για την παροχή των οικιακών εν γένει υπηρεσιών της, δηλαδή των φροντίδων της προς τον ίδιο, το ανήλικο τέκνο τους και τη συζυγική οικία, πέραν του από την υποχρέωση συνεισφοράς της στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικεγενείας, σύμφωνα δε με τις συνθήκες του εγγάμου βίου τους, επιβαλλομένου μέτρου και τούτο σε συνδυασμό με τη θυσία από μέρους της, όπως επίσης αυτή επικαλείται, του μέχρι του γάμου της εξασκουμένου έναντι μισθού επαγγέλματός της, μάλιστα κατ' απαίτηση του συζύγου της και γ) για την,χωρίς αμοιβή της, παροχή από την ίδια των αναφερομένων υπηρεσιών της προς την, εταιρική επιχείρηση τούτου. Επί τη βάσει δε των περιστατικών αυτών ζήτησε, μετά παραδεκτό για των προτάσεών της περιορισμό, όπως υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ύστερα από αναγνώριση της ανωτέρω συμβολής της, και της καταβάλει 10.000.000 δραχμές, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, όπως στην μείζονα σκέψη προεκτέθηκε και αρκούντως ορισμένη, μεθό η τα αντίθετα δεχθείσα εκκαλουμένη 3074/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι δηλαδή δεν στηρίζεται η αγωγή αυτή στο νόμο, για τον οποίο λόγο και απορρίφθηκε έσφαλε.