ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολ. Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Βασίλειο Κόκκινο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου), Γεώργιο Καμπέρη, Απόστολο Μουστακόπουλο, Πρόδρομο Ασημιάδη και Δημήτριο Καλομοίρη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 31-1-90, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παντελή Ανδρέου (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της γραμματέως Αντωνίας Παπασταματίου, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Δ. χήρας Γ. Σ., το γένος Ηλιοπούλου, κατοίκου Ν.Σμύρνης. Παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων της δικηγόρων Σπ.Παπαθανασόπουλου και Ρούλας Κακλαμανάκη.
Των αναιρεσίβλητων: 1)'Ο. Σ. και2)Στέλλας Κ.,
κατοίκων Καλλιθέας. Και οι δύο εκπροσωπήθηκαν από τον δικηγόρο Γεώργιο Λεάνδρου Κόκκα, ο οποίος στο ακροατήριο διόρισε πληρεξουσίους τους δικηγόρους Μιχ. Παπακωνσταντίνου και Κων/νο Κεραμέα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την 2808/88 αγωγή που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6349/88 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 697/89 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 30-6-89 αίτηση.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω,ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Μουστακόπουλος ανάγνωσε την έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και οι πληρεξούσιοι των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη της αντιδίκου στην δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε την παραδοχή της αιτήσεως.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 294,295 παρ.1, 297 και 299 του Κώδ.Πολ.Δικονομίας, η παραίτηση από το δικόγραφο ενδίκου μέσου, η οποία έχει ως συνέπεια να θεωρείται ότι αυτό δεν έχει ασκηθεί, μπορεί να γίνει ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου, πριν το δικαστήριο χωρήσει στησυζήτησητης υποθέσεως και αν ακόμη ο τελευταίος δεν συναινεί προς τούτο. Η παραίτηση μπορεί να γίνει και με δήλωση που περιέχεται σε μεταγενέστερο ένδικο μέσο κατά της ίδιας αποφάσεως, του οποίου το δικόγραφο κοινοποιείται στον καθού απευθύνεται, οπότε, προκειμένου ειδικώτερα περί αναιρέσεως, δεν ισχύει το απαράδεκτο του άρθρου 555 του Κώδ.Πολ.Δικονομίας. Ο τρόπος δε αυτός της παραιτήσεως δεν έρχεται σε αντίθεση προς τη διάταξη του άρθρου 606 του ιδίου Κώδικα, που εφαρμόζεται σε διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ.1 και κατά την οποία η παραίτηση από τα ένδικα μέσα, που αναφέρεται προδήλως στο δικαίωμα ασκήσεώς τους, επιτρέπεται να γίνει μόνο μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως με δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδόσει την απόφαση. Εν όψει αυτών, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, στο δικόγραφο της οποίας περιέχεται και δήλωση της αναιρεσείουσας, ότι παραιτείται από το δικόγραφο
προγενέστερης αιτήσεώς της περί αναιρέσεως της ίδιας αποφάσεως, η οποία κατατέθηκε στις 22-2-1989, και κοινοποιήθηκε προς τις
αναιρεσίβλητες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 287 του Κώδ.Πολ.Δικονομίας, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ.1 του Κώδικα αυτού, (βλ. 1424 β και 1425β της 22-1-1990 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δημητρίου Λάμπρου), πρέπει να κριθεί παραδεκτή, κατά τα άρθρα 571 παρ.1 και 577 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος κατ'αρχήν παραδεκτώς προβάλλεται με τις προτάσεις τους που κατατέθηκαν στην προθεσμία που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 570 παρ.1 του
Κώδ.Πολ.Δικονομίας.
Επειδή, κατά το άρθρο 1367 παρ.1 και 2 του ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Νόμου 1250/1982, ο γάμος τελείται είτε με τη σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν σ'αυτόν (πολιτικός γάμος), είτε με ιερολογία από ιερέα της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ή από λειτουργό άλλου δόγματος ή θρησκεύματος γνωστού στην Ελλάδα. Η δήλωση γίνεται δημόσια κατά πανηγυρικό τρόπο ενώπιον δύο μαρτύρων, προς το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας του τόπου όπου τελείται ο γάμος ή προς το νόμιμο αναπληρωτή τους, που είναι υποχρεωμένοι να συντάξουν αμέσως σχετική πράξη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1372 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Νόμου 1329/1983, άκυρος είναι μόνο ο γάμος που έγινε κατά παράβαση των άρθρων 1350 έως 1352, 1354, 1356, 1357 και 1360. Δεν είναι άκυρος ο γάμος, εφόσον έχει γίνει η δήλωση του άρθρου 1367 προς το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ή τον νόμιμο αναπληρωτή τους, έστω και αν έχουν παραλειφθεί οι άλλοι όροι της τελέσεως. Γάμος που έγινε χωρίς να τηρηθεί καθόλου ένας από τους τύπους που προβλέπονται στο άρθρο 1367 είναι
ανυπόστατος. Από τις διατάξεις αυτές, που καθιέρωσαν ως ισότιμους και ισόκυρους τον πολιτικό και τον θρησκευτικό γάμο, προκύπτει σαφώς, ότι για την τέλεση του πολιτικού γάμου απαιτούνται α) σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν στην τέλεσή του, ως βασική και αναγκαία προϋπόθεση συνάψεως του γάμου αυτού, β) δημόσια και πανηγυρική διατύπωση της προαναφερόμενης δηλώσεως ενώπιον του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας του τόπου της τελέσεως, ως οργάνου που ορίστηκε για τη διαπίστωση τηρήσεως της πιο πάνω διατυπώσεως με τη σύνταξη της σχετικής προς τούτο πράξεως και γ) παρουσία δύο μαρτύρων κατά τη δήλωση αυτή των μελλονυμφων. Για τις συνέπειες παραβάσεων ή παραλείψεων που έγιναν κατά την τέλεση του γάμου, αναφέρεται στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 1372 του Α.Κ., α) ότι άκυρος είναι ο γάμος "μόνο" αν ελλείπουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις ή συντρέχουν τα κωλύματα των διατάξεων που μνημονεύονται, β) ότι, ειδικώτερα για τον πολιτικό γάμο, αρκεί για το έγκυρον αυτού η δήλωση του άρθρου 1367 προς το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ή το νόμιμο αναπληρωτή τους, έστω και αν έχουν παραλειφθεί οι άλλοι όροι της τελέσεώς του και γ) ότι ανυπόστατος είναι ο γάμος μόνο όταν δεν τηρήθηκε "καθόλου" ο ένας από τους τύπους που προβλέπονται στο άρθρο 1367, περίπτωση που, κατά λογικό συμπέρασμα, συντρέχει π.χ. όταν ελλείπει η κατά την παραπάνω διάταξη απαιτουμένη δήλωση συναίνεσης των μελλονύμφων ή όταν διατυπώθηκε αυτή ενώπιον προσώπου διαφορετικού και άσχετου εκείνων που ορίζονται στη διάταξη αυτή. Από αυτά συνάγεται, ότι στην περίπτωση που η πιο πάνω δήλωση των μελλονύμφων έγινε σε δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας αναρμόδιο ως προς τον τόπο της τελέσεως του γάμου, ο πολιτικός αυτός γάμος δεν είναι ανυπόστατος και συνεπώς παράγει όλα τα αποτελέσματα εγκύρου και νομίμου γάμου, ανεξάρτητα από το ενδεχόμενο επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων για υπέρβαση αρμοδιότητας του
συμπράξαντος, σύμφωνα με το άρθρο 158 παρ.2 σε συνδυασμό με το άρθρο 105 παρ.1 εδ. ή του Π.Δ.76/1985. Τούτο επιβεβαιώνεται και από τα εξής: α) Κατά το άρθρο 5 παρ.1 του Π.Δ.391 της 16/18-6-1982, πουεκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 72 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ., η οποία προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 6 του νόμου 1250/1982, οι μελλόνυμφοι που επιθυμούν να τελέσουν πολιτικό γάμο, είναιελεύθεροι να επιλέξουν τον τόπο της τελέσεώς του, υποβάλλοντες για το σκοπό αυτό από κοινού σχετική αίτηση στο δήμαρχο ή τον πρόεδρο της Κοινότητας του τόπου της εκλογής τους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν την απόλυτη ελευθερία επιλογής του τόπου για την τέλεση του γάμου τους, άρα και του οργάνου που προτιμούν για την υποβολή της σχετικής δηλώσεώς τους, για το οποίο δεν καθιερώνεται οποιοσδήποτε περιορισμός ως προς την κατά τόπο
αρμοδιότητά του, αλλά τίθεται ως θεμελιώδης και αναγκαία προϋπόθεση η ιδιότητά του ως δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας κατά τον χρόνο της τελέσεως του γάμου, τιθεμένου έτσι ως όρου βασικού και απαράβατου, της ιδιότητας αυτής που αφορά την καθ'ύλην αρμοδιότητα του οργάνου τούτου.β)'Οπως προκύπτει από τις διατάξεις που πιο πάνω αναφέρθηκαν, ο θρησκευτικός γάμος που τελέστηκε από αναρμόδιο ιερέα ουδεμία πάσχει ακυρότητα ούτε είναι ανυπόστατος παρ'όλον ότι η τέλεση του γάμου αυτού γίνεται με μόνη την ενέργεια του ιερέως (ιερολογία) και όχι με την απλή δήλωση των μελλονύμφων περί της συναινέσεώς τους, όπως στον πολιτικό γάμο, γ) Σκοπός του νομοθέτη είναι η διατήρηση του γάμου, προς ενίσχυση της οικογένειας ως κοινωνικού θεσμού. Για τον λόγο αυτό και περιοριστικώς ορίζονται οι περιπτώσεις ακυρότητάς του,στις οποίες δεν περιλαμβάνεται, προκειμένου περί πολιτικού γάμου, η κατά την τέλεσή του σύμπραξη αναρμοδίου τοπικώς οργάμου τοπικής αυτοδιοικήσεως (δημάρχου ή προέδρου κοινότητας). Πολύ δε περισσότερο υπήρξε επιφυλακτικός ο νομοθέτης στην περίπτώση ανυποστάτου γάμου, την οποία και περιόρισε, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, στην ολοκληρωτική παράλειψη των τύπων που προβλέπονται από το άρθρο 1367 του Α.Κ., με ιδιαίτερη μάλιστα επισήμανση της εγκυρότητας του πολιτικού γάμου και στην περίπτωση ακόμη παραλείψεως των όρων της τελέσεώς του, με μόνη προϋπόθεση τη δήλωση των μελλονύμφων προς τον δήμαρχο ή πρόεδρο Κοινότητας ως λειτουργικά αρμόδιο όργανο για την παραλαβή αυτής, η δε αναφορά στο όργανο αυτό, ως όργανο του τόπου της τελέσεως του γάμου, έγινε προδήλως ενόψει της συνηθισμένης περιπτώσεως, που αποτελεί καιτον κανόνα, να απευθύνεται η παραπάνω δήλωση στο όργανο της περιοχής αυτής, για τη διευκόλυνση τόσο των μελλονύμφων όσο και του συμπράττοντος πιο πάνω οργάνου, χωρίς να έχει την έννοια ότι ο γάμος, στην περίπτωση της μη τηρήσεως του όρου αυτού, είναι ανύπαρκτος και στερείται από κάθε ισχύ. Ενόψει όλων αυτών, το Εφετείο Αθηνών που δίκασε και με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, δέχτηκε,μετ'εξαφάνιση της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου το οποίο αντιθέτως έκρινε, ότι ο πολιτικός γάμος που τελέστηκε στις 23-12-1987 μεταξύ της αναιρεσείουσας και του αδελφού των
αναιρεσιβλήτων Γ. Σ. είναι ανυπόστατος διότι η κοινή δήλωση αυτών ότι συμφωνούν στην τέλεση του γάμου τούτου έγινε, με την παρουσία δύο μαρτύρων, στο Δήμαρχο Νέας Σμύρνης αντί ενώπιον του Δημάρχου Αθηναίων ο οποίος ήταν τοπικά αρμόδιος, παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1367 και 1372 του Α.Κ. και συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 559 εδάφιο 1 του
Κώδ.Πολ.Δικονομίας και τον βάσιμο πρώτο λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί προς περαιτέρω έρευνα η υπόθεση, η οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνηση (άρθρο 580 παρ.3 του Κωδ. Πολ.Δικονομίας). Ενόψει δε της επανόδου των διαδίκων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 579 παρ.1 του ιδίου Κώδικα), να ερευνηθεί η από 17-10-1988 έφεση κατά της 6349/1988 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία παραδεκτώς, ασκήθηκε. Περαιτέρω, αφού, όπως προκύπτει από την παραπάνω εκκαλούμενη απόφαση, απορρίφθηκε με αυτή ως μη νόμιμη η από 22-3-1988 ένδικη αγωγή των εκκαλουσών ως προς το αίτημα αυτής (ως προς το οποίο και εκδικάστηκε) περί αναγνωρίσεως ως ανυπόστατου του πολιτικού γάμου της εφεσίβλητης εναγομένης με τον αδελφό των εναγουσών Γ. Σ., που τελέστηκε στις 23-12-1987, για τον λόγο ότι η κοινή δήλωση αυτών ότι συναινούν στην τέλεση του γάμου τούτου έγινε, με την παρουσία δύο μαρτύρων, ενώπιον του Δημάρχου Νέας Σμύνρης, αντί του Δημάρχου Αθηναίων, που ήταν ο προς τούτο τοπικά αρμόδιος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς την παραπάνω απορριπτική του κρίση και, συνεπώς, ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης εφέσεως, με τον οποίο τα αντίθετα υποστηρίζονται, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αλλά ενόψει της, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης των εκκαλουσών, οι οποίες μάλιστα είναι και συγγενείς δευτέρου βαθμού εξ αγχιστείας προς την εφεσίβλητη, πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων σύμφωνα με τα άρθρα 179 και 183 εδάφιο τελευταίο του Κωδ. Πολ.Δικονομίας.
Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί την 697/1989 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση.
Δέχεται κατά τους τύπους και απορρίπτει κατά την ουσία την από 17 Οκτωβρίου 1988 έφεση των 'Ο. Σ. και Στέλλας Κ., κατά της 6349/1988 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 1990. Και Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 2 Μαΐου 1990.