Έτος
1992
Νόμος / διάταξη που αφορά
1439 §3 ΑΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες, γυναίκες / διαζύγιο
Σημασία απόφασης
Συνταγματικότητα

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολ. Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Ιωάννη Χριστιανόπουλο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καμπέρη, Βασίλειο Κούσουλα, Παύλο Ζιάννη και Εμμανουήλ Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 1992, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Δασκαλάκη (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της γραμματέως Αικατερίνης Μακρυνιώτη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Β. συζ. Ε. Δ., το γένος

Κων. Βοσβοτέκα, κατοίκου Κατερίνης, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παν. Τουρίκης. Του αναιρεσίβλητου: Ε. Δ. του Β., κατοίκου Κατερίνης, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιάσωνας Δούμπης.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10 Σεπτεμβρίου 1986 αγωγή που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 119/1987, 282/1987 του ίδιου Δικαστηρίου, 2766/1988 και 1635/1990 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10 Ιουλίου 1990 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Κούσουλας ανέγνωσε την έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στην δικαστική δαπάνη.

Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Επειδή η υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που διώκει την αναίρεση α) τόσο της, ερήμην της αναιρεσειούσης ως εκκαλούσης εις πρώτην συζήτηση προεκδοθείσης, υπ' αριθ. 2766/1988 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, η οποία στη συνέχεια εξαφανίσθηκε, μετά παραδοχή της παρ'αυτής ασκηθείσης ανακοπής ερημοδικίας, και β) όσο και επί της αυτής υποθέσεως εκδοθεισών των υπ'αριθ. 282 και 119 έτους 1987, προδικαστικής και οριστικής αντιστοίχως, αποφάσεων του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης) κατά των οποίων η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, η οποία τελικώς μετά την κατ'ουσίαν έρευνα αυτής απορρίφθηκε ως αβάσιμη με τη προσβαλλομένη τελεσίδικη απόφαση, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα κρίνεται, αφού ως προς μεν την ως άνω υπό στοιχείο α' αναφερομένη ερήμην απόφαση του Εφετείου η αίτηση στρέφεται κατ'αποφάσεως ανυπάρκτου προς προσβολήν της οποίας δεν υφίσταται έννομο συμφέρον, ως προς δε τις ως άνω υπό στοιχείο β. αναφερόμενες αποφάσεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, προεχόντως διότι η αίτηση δεν ασκήθηκε νομοτύπως αφού, όπως εξ αυτής προκύπτει, δεν κατετέθη συγχρόνως και στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρ. 566 παρ. 2 ΚΠολΔ).-

2. Επειδή ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το σχετικό μέρος του, δια του οποίου πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση διότι το Εφετείο "α) δεν έλαβε υπ'όψη του επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, β) δεν διέταξε απόδειξη, γ) παρέβη τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και δ) εσφαλμένως εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου για το βάρος αποδείξεως", είναι προεχόντως τελείως αόριστος και απορριπτέος κρίνεται διότι τα ιστορούμενα δεν δύναται να θεμελιώσουν σχετικήν αναιρετικήν πλημμέλειαν εκ του άρθρου 559 αριθ. 11, 10, 12 και 13 ΚΠολΔ, αφού δεν αναφέρονται στη αίτηση ούτε ποιά αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη, ούτε επί ποίων ισχυρισμών δεν τάχθηκε απόδειξη, ούτε κατά τί το Εφετείο παρέβη τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ούτε τέλος ποιές είναι οι αποδείξεις που παρά το νόμο έταξε σε βάρος της αναιρεσειούσης και επί ποίων περιστατικών, χωρίς να φέρει αυτή το βάρος αποδείξεως των σχετικών ισχυρισμών.-

3. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, όσον αφορά τη πρωτοδίκως γενόμενη δεκτή κυρία βάση της από 10/9/1986 αγωγής διαζυγίου του αναιρεσιβλήτου, το Εφετείο δέχεται ότι το, εφ ού θεμελιούται η ως άνω βάση της αγωγής άρθρο 1439 παρ. 3 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση ολοκλήρου του περί διαζυγίου κεφαλαίου του Α.Κ. με το Ν. 1329/1983, κατά το οποίο εφόσον οι σύζυγοι ευρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από τετραετίας τουλάχιστον τεκμαίρεται αμαχήτως ότι επήλθεν ισχυρός κλονισμός στις σχέσεις τους και καθένας από αυτούς, ακόμη και αν σε αυτόν αποκλειστικώς οφείλεται ο επελθών κλονισμός της εγγάμου σχέσεως, δύναται να ζητήσει τη λύση του γάμου με αγωγή διαζυγίου αρκεί να επικαλεσθεί και να αποδείξει το εξωτερικό γεγονός της διαστάσεως των συζύγων τουλάχιστον επί μίαν συνεχή τετραετίαν, δεν είναι αντίθετη ούτε με το άρθρο 21 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζει ότι η οικογένεια ως θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του 'Εθνους καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό τη προστασία του Κράτους, ούτε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου Συντάγματος που ορίζει ότι οι 'Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Καταλήγει δε στη κρίση αυτή το Εφετείο με τη αντίστοιχη σκέψη α) ότι το Σύνταγμα δεν σκοπεύει με τη πρώτη των ως άνω διατάξεών του στη προστασία των νεκρών γάμων ή εκείνων που οι σύζυγοι δεν επιθυμούν τη διατήρησή τους, διότι αυτό θα ήταν αντίθετο με τη κατωχυρωμένη με άλλες συνταγματικές διατάξεις του (άρθρ. 5 παρ. 1) ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και β) διότι με το άρθρ. 1439 παρ. 3 ΑΚ δεν παραβιάζεται η ισότητα των συζύγων. Εν όψει της κρίσεως αυτής το Εφετείο απέρριψεν ως αβάσιμο το σχετικό λόγο εφέσεως της αναιρεσειούσης περί αντισυνταγματικότητος του ως άνω εφαρμοσθέντος άρθρου του Α.Κ. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο ορθώς έκρινε και δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος. Κατά συνέπειαν είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι κρίνονται κατά το, κατ'ορθήν εκτίμηση σχετικό επάλληλο εκ του άρθρου 551 αριθ. 1 ΚΠολΔ. αλληλοσυμπληρούμενο, μέρος τους οι δεύτερος και πρώτος λόγοι αναιρέσεως δια των οποίων πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση δια την παραβίαση των ως άνω συνταγματικών διατάξεων.-

4. Επειδή με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1439 Α.Κ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του περί διαζυγίου κεφαλαίου του αστικού κώδικος με το Ν. 1329/1983, καθιερώθηκε ο ισχυρός αντικειμενικός κλονισμός του γάμου ως βασικός λόγος διαζυγίου και αμάχητο τεκμήριο ότι ο κλονισμός αυτός υφίσταται όταν οι σύζυγοι ευρίσκονται σε διάσταση συνεχώς επί τετρααετία τουλάχιστον. Στη τελευταία αυτή περίπτωση, της τετραετούς διαστάσεως κατά νόμο δεν ασκεί καμμιά έννομη επιρροή η υπαιτιότητα των συζύγων στο δικαίωμα του καθενός από αυτούς να ζητήσει διαζύγιο. Συνεπώς και αυτός ακόμη ο υπαίτιος σύζυγος, στο πρόσωπο του οποίου οφείλεται αποκλειστικώς η επί τετραετίαν διαρκέσασα διάσταση των συζύγων εκ της οποίας τεκμαίρεται αμαχήτως ότι επήλθεν ισχυρός κλονισμός των σχέσεων των συζύγων, δικαιούται να ασκήσει αγωγή και να ζητήσει διαζύγιο αρκεί να ισχυρισθεί και να αποδείξει το εξωτερικό γεγονός της επί τον ως άνω χρόνο διαρκεσάσης διαστάσεως. Εξ άλλου η δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ περί απαγορεύσεως της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος έχει εφαρμογήν και επί του ασκουμένου οικογενειακής φύσεως δικαιώματος προς διάζευξη δια τον εκ του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ λόγο διαζυγίου, το οποίο δικαίωμα παρέχει ο νόμος σε κάθε σύζυγο ανεξαρτήτως της για τη διάσταση τυχόν υπαιτιότητός του, έστω και αν αυτή είναι αποκλειστική. Στη περί ου ο λόγος περίπτωση του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ. η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ πρέπει να αποσκοπεί στο να μη επέλθει στο σύζυγο που αντιτίθεται στο διαζύγιο αφόρητη κατάσταση η οποία να προκύπτει από τις συνέπειες του διαζυγίου ως αποτέλεσμα αυτού και όχι από τις συνέπειες των προηγουμένων της ασκήσεως της αγωγής γεγονότων ή της συμπεριφοράς, έστω και σκληρής, του ενάγοντος συζύγου. Επομένως δια την εφαρμογήν του άρθρ. 281 ΑΚ πρέπει να συντρέχουν όλως εξαιρετικές και άκρως σοβαρές περιστάσεις, οι οποίες να οδηγούν σε δημιουργία καταστάσεως που όχι μόνον να επιδρά κατά τρόπο δυσμενή αλλά και να δημιουργεί ασύνηθη, πέραν του δέοντος, σκληρή κατάσταση για το σύζυγο που αντιτίθεται στη λύση του γάμου, ώστε προς άμβληνση των επιβλαβών επιδράσεων του διαζυγίου στα συμφέροντα ή στη προσωπικότητα του συζύγου αυτού ή και των τέκνων να επιβάλλεται η διατήρηση του γάμου. 'Αρα μόνη η υπαίτια συμπεριφορά του αιτούντος το διαζύγιο συζύγου, η οποία προηγήθηκε της ασκήσεως της αγωγής διαζυγίου και αν ακόμη αυτή ενέχει ιδιαίτερη σκληρότητα, δεν αρκεί προς θεμελίωση της ενστάσεως καταχρήσεως δικαιώματος αφού το αντίθετο θα είχεν ως αποτέλεσμα να αναιρείται ο λόγος διαζυγίου και να καθίσταται κενή περιεχομένου η ως άνω διάταξη με την οποίαν ο νομοθέτης καθιέρωσεν ως λόγον διαζυγίου την τετραετή διάσταση ακόμη και υπέρ εκείνου που είναι μοναδικός υπαίτιος της διαστάσεως των συζύγων και του εξ αυτής επελθόντος ισχυρού κλονισμού της εγγάμου σχέσεως. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο έκρινεν ότι τα ως κατωτέρω περιστατικά που επεκαλέσθηκε η εκκαλούσα αναιρεσείουσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προς θεμελίωση της ενστάσεώς της περί καταχρήσεως δικαιώματος προκειμένου να αποκρούση την, εκ του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ όπως αυτό ισχύει μετά το Νόμο 1329/1983, βάση της αγωγής διαζυγίου του αναιρεσιβλήτου, που έγινε πρωτοδίκως δεκτή, και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου να ζητήσει διαζύγιο. Ειδικώτερα το Εφετείο δέχεται ότι η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε προς τούτο τα εξής: Μόνος και αποκλειστικώς υπαίτιος της διαστάσεως των διαδίκων που αναφέρεται στην αγωγή του είναι ο ίδιος ο αναιρεσίβλητος, με τον οποίο οι σχέσεις των υπήρξαν αρμονικές κατά τη χρονική περίοδο από της τελέσεως του γάμου των διαδίκων κατά το έτος 1967, όταν ο αναιρεσίβλητος σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο ως ιατρός, μέχρι του μηνός Ιουνίου έτους 1977, ότε αποκαλύφθηκε ότι ο τελευταίος συνήψεν ερωτικές σχέσεις με τη κατονομαζομένην από την αναιρεσείουσαν νοσοκόμο που ειργάζετο στη Θεσσ/κη, χάριν της οποίας ο αναιρεσίβλητος στις αρχές του μηνός Σεπτεμβρίου 1977 εγκατέλειψε οριστικώς τη συζυγική στέγη και έκτοτε συζεί μετ'αυτής, αφού προηγουμένως α) κατά τη τρίμηνη περίοδον Μαρτίου έως και Μαϊου 1977 η συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου προς την αντίδικό του υπήρξε πολύ σκληρή διότι κοιμόταν μόνος του, ηρνείτο να εκτελέσει τα συζυγικά του καθήκοντα του και εξήρχετο όλα τα βράδυα μόνος αγνοών τελείως την αναιρεσείουσαν και β) κατά τη περίοδον από της αποκαλύψεως της ως άνω εξωγάμου σχέσεώς του μέχρι της εγκαταλείψεως της συζυγικής στέγης ο αναιρεσίβλητος πίεζε φορτικώς και με απειλές την αναιρεσείουσαν να εγκαταλείψει αυτή την συζυγικήν οικίαν, κατέστησε δε ακόμη τραχύτερη τη συμπεριφορά του προς αυτήν και εδέχετο την ερωμένην του δημοσίως κατά τα έτη 1977 και 1978 και συζούσε μετ'αυτής στο ευρισκόμενο κάτω από την κατοικίαν των ιατρείο του, ώστε να προκαλεί την σύζυγό του. 'Εκτοτε ο αναιρεσίβλητος επεδείκνυε παντελή αδιαφορίαν δια την αναιρεσείουσαν και τη διατροφή της, αυτή περιήλθε σε στερήσεις μη δυνάμενη να αντιμετωπίσει τα αναγκαία δια τη συντήρησή της, αναγκάσθηκε αρχικώς να ζητήσει τη συνδρομή των συγγενών της και μετά ταύτα ζήτησε από το δικαστήριο μόνον προσωρινή διατροφή χωρίς να ζητήσει διαζύγιο ή διατροφή οριστική. Ακόμη ο αναιρεσίβλητος το 1979 όταν κλήθηκε από την, ασθενήσασα από πνευμονικό οίδημα, σύζυγό του να της παράσχει την ιατρική του βοήθειαν ως αρμόδιος καθ'ύλην ιατρός αρνήθηκε και απέστειλε άλλον ιατρόν ασχέτου ειδικότητος.

Ο αναιρεσίβλητος επέδειξε την ως άνω διαγωγή έναντι της αναιρεσιβλήτου, παρά το ότι: α) αυτή υποχρεώθηκε από τον αντίδικό της το έτος 1971 να υποβληθεί σε άμβλωση για να μη τους είναι εμπόδιο το παιδί κατά την μετάβασή τους και παραμονή τους στη Νοτιοαφρικανική 'Ενωση, προκειμένου ο αναιρεσείων να λάβει ιατρική ειδικότητα, παρ'ότι θα ήτο δύσκολη ή αδύνατη η στο μέλλον τεκνοποιϊα: β) η αναιρεσείουσα, μετά την ματαίωση του ως άνω ταξειδίου των διαδίκων, υποχρεώθηκε από τον σύζυγό της να παίρνει ορμόνες για να τεκνοποιήσει με συνέπειαν από τις παρενέργειές τους να πρισθεί ο μαστός της και να υποστεί παρακέντηση γ) η αναιρεσείουσα κατά τα πρώτα χρόνια που ο αναιρεσίβλητος εγκατέστησε το ιατρείο του στη Κατερίνη ως πνευμονολόγος ιατρός, αρχικά εντός της συζυγικής οικίας και στη συνέχεια κάτω από αυτήν, του προσέφερε τις υπηρεσίες της ως βοηθός ιατρείου και ήρχετο σε επαφή με τους ασθενείς του, με συνέπειαν μέσα στα επόμενα χρόνια να υποστεί αλλεργικό και βροχικό άσθμα, η κατάστασή της αυτή να επιδεινώνεται και να υπάρχει άμεσος κίνδυνος να μετατραπεί η νόσος της σε εκφύσημα της καρδιάς και δ) η αναιρεσείουσα έχει διαθέσει όλη τη περιουσία της δια να αντιμετωπίσει ο αναιρεσείων τα έξοδα εγκαταστάσεως ιατρείου και αγοράς αυτοκινήτου. Τέλος η αναιρεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι όλα τα προαναφερόμενα περιστατικά εδημιουργούσαν δι'αυτήν κατάσταση αφόρητη καθιστώσα καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος του αντιδίκου της να ζητήσει διαζύγιο ένεκα της τετραετούς διαστάσεώς τους και η αγωγή του πρέπει να απορριφθεί κατ'άρθρ. 281 ΑΚ.

Το Εφετείο, το οποίο έκρινεν ως μη νόμιμη την ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος της αναιρεσειούσης και για το λόγο αυτό απέρριψεν ως αβάσιμο τον περί του αντιθέτου σχετικό λόγο της εφέσεώς της, ορθώς έκρινε και δεν παρεβίασε τις διατάξεις των άρθρων 281 και 1439 παρ. 3 ΑΚ. Τούτο συμβαίνει διότι οι ως άνω ισχυρισμοί της αναιρεσειούσης δεν καθιστούν την κατ'αυτής ως άνω αγωγήν διαζυγίου καταχρηστικήν υπό τη προεκτεθείσαν έννοιαν, αφού η μεν επικαλουμένη αποκλειστική υπαιτιότης του αναιρεσιβλήτου στη διάσταση των διαδίκων αυτή καθ'εαυτήν δεν θεμελιώνει κατάχρηση δικαιώματος, η δε επικαλουμένη εκ του συνόλου των προεκτεθέντων περιστατικών αφόρητη κατάσταση που δημιουργήθηκε σε βάρος της αναιρεσειούσης δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα από τις συνέπειες του δια της ενδίκου αγωγής διωκομένου διαζυγίου δια τον προαναφερόμενο λόγο (υπερτετραετής συνεχής διάσταση των διαδίκων) αλλά είναι αποτέλεσμα που προκύπτει από τις συνέπειες των προηγουμένων της ασκήσεως της αγωγής γεγονότων και της συμπεριφοράς του αναιρεσιβλήτου, ενώ ειδικώς η στέρηση των μέσων διατροφής και η ασθένεια της αναιρεσειούσης δεν δημιουργούν ασυνήθη πέρα του δέοντος σκληρή κατάσταση δι'αυτήν διότι δύναται να εξασφαλισθεί η διατροφή της και τα τυχόν αναγκαία έξοδα της αποκαταστάσεως της υγείας της κατ'εφαρμογήν του άρθρου 1442 Ακ, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Συνεπώς απορριπτέοι κρίνονται ως αβάσιμοι κατά το σχετικό μέρος τους οι εκ του άρθρ. 159 αριθ. 1 ΚΠολΔ. επάλληλοι πρώτος και δεύτερος λόγοι, δια των οποίων πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση δια παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ.

ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 10/7/1990 αίτηση της Β. συζύγου Ε. Δ. περί αναιρέσεως των υπ'αριθ. 1635/1990 και 2766/1988 αποφάσεων του Εφετείου Θεσ/κης και των υπ'αριθ. 119 και 282 έτους 1977 αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσαν στην εκ δραχμών εκατόν σαράντα χιλιάδων (140.000) δικαστικήν δαπάνην του αναιρεσιβλήτου.-

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 1992.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ