Πρόεδρος: Θεόδ. Τσεκούρας Εισηγητές: Σπυρ. Μιτσιάλης, Εφέτης Δικηγόροι: Θωμάς Κωνσταντόπουλος, Αλεξάνδρα Λαζαροπούλου (ασκ.), Κων. Τζούτζιας
2.2.11. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 26-7-1994 αγωγή της ζητούσε ν` ανατεθεί αποκλειστικά σ` αυτήν η άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου που αυτή απόκτησε με τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο σύζυγό της, με τον οποίο βρίσκεται σε διάσταση και να υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλλει κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και για δύο χρόνια, ως διατροφή, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου της το ποσό των 70.000 δραχμών. Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του άσκησε ανταγωγή ζητώντας κυρίως μεν ν` ανατεθεί σ` αυτόν η επιμέλεια του πιο πάνω ανηλίκου τέκνου του, επικουρικά δε και για την περίπτωση που ανατεθεί η επιμέλειά του στην ενάγουσα να ρυθμιστεί το δικαίωμα της προσωπικής του επικοινωνίας με το τέκνο του κατά τον εις αυτή αναφερόμενο τρόπο και χρόνο, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης κατά της ενάγουσας για κάθε παράβαση των διατάξεων της απόφασης που θα εκδοθεί των σχετικών με την επικοινωνία. Επί των πιο πάνω αγωγής και ανταγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 189/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, η οποία κήρυξε το δικαστήριο αυτό αναρμόδιο κατά τόπον και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα με την κρινόμενη έφεσή της η ενάγουσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της προς το σκοπό ν` απορριφθεί η ανταγωγή και να γίνει δεκτή η πιο πάνω αγωγή της.
ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 33 εδ.α ΚΠολΔ, κατά την οποία διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή, και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή, συνάγεται, ότι στη συντρέχουσα ειδική δωσιδικία του τόπου κατάρτισης της δικαιοπραξίας ή της εκπλήρωσης της παροχής, που καθιερώνεται με τη διάταξη αυτή, υπάγονται και οι διαφορές οι σχετικές με την εκτέλεση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τις οικογενειακού δικαίου συμβάσεις (περιλαμβανομένου και του γάμου), οι οποίες (υποχρεώσεις) πηγάζουν, εξαιτίας των συμβάσεων αυτών, είτε από τις ίδιες τις συμβάσεις αυτές, είτε και από το νόμο. Τέτοια διαφορά αποτελεί και η αξίωση καταβολής μηνιαίας χρηματικής προσόδου (διατροφής) στο σύζυγο, που απέστη από εύλογη αιτία της έγγαμης συμβίωσης. Έτσι η σχετική με την αξίωση αυτή αγωγή μπορεί να ασκηθεί και στο δικαστήριο του τόπου εκπλήρωσης της παροχής, ήτοι κατά τη διάταξη του άρθρου 321 ΑΚ του τόπου όπου ο δανειστής ενάγων έχει την κατοικία του (ΑΠ 239/1982 ΕΕΝ50, 135). Τα ίδια ισχύουν και για τη χρηματική διατροφή, η οποία οφείλεται στο τέκνο που δεν συνοικεί με τον υπόχρεο. Δηλαδή η πιο πάνω δωσιδικία ισχύει κατά το γράμμα του νόμου τόσο επί συμβάσεων, όσο και επί μονομερών δικαιοπραξιών εν ζωή, ενοχικών, εμπραγμάτων ή οικογενειακών. Επομένως οι διαφορές που αφορούν την παροχή διατροφής σε χρήμα υπάγονται στην ειδική συντρέχουσα δωσιδικία της κατοικίας του δικαιούχου αυτής (ΕΘεσ. 153/1988 Αρμ. 1988, 602, ΕΘεσ. 386/1988 Αρμ. 1988, 332 σχετ. ΕΑ 2260/1993 Ελλ.Δνη 35, 442). Με βάση λοιπόν τα προεκτεθέντα η κρινόμενη αγωγή με την οποία η ενάγουσα - εκκαλούσα ζητεί μεταξύ άλλων και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος -εφεσίβλητος σύζυγός της να καταβάλει σ` αυτήν για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου της, που συνοικεί μ` αυτήν, διατροφή, αρμοδίως κατά τόπον εισήχθη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του (μαζί με την ενάγουσα μητέρα του) το τέκνο. Το δικαστήριο αυτό είναι κατά τόπον αρμόδιο, ως το δικαστήριο του τόπου όπου πρέπει να εκπληρωθεί η οφειλόμενη από το νόμο χρηματική παροχή της διατροφής. Επομένως η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκρινε το δικαστήριο αυτό (Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης) αναρμόδιο κατά τόπον και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη. Μετά απ` αυτά, αφού εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει ναδιακρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 2 ΚΠολΔ).
IV. Περαιτέρω η κρινόμενη αγωγή, η οποία έχει το αναφερόμενο παραπάνω (υπό 11) περιεχόμενο και αιτήματα και για την οποία καταβλήθηκετο απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά (βλέπε τα με αριθμούς 015037, 427670 και 160137/1994 αγωγόσημα σειρά Α), παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, το οποίο δικάζει κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 681 Β, 666 επ. ΚΠολΔ. Η αγωγή αυτή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1492, 1493, 1496, 1498, 1510, 1511, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ, 728, 729 και 735 ΚΠολΔ. Μετά απ` αυτά πρέπει η αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω κατ` ουσίαν. Αλλά και η ανταγωγή, που ασκήθηκε από τον εναγόμενο με τις προτάσεις του, που κατατέθηκαν πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση (άρθρο 681Β παρ. 3), παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο δικαστήριο αυτό κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 681Β, 666 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1513, 1514, 1518 (κατά το κύριο αίτημά της) και 1520 ΑΚ (κατά το επικουρικό) και 735 και 946 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί και αυτή από ουσιαστική άποψη συνεκδικαζόμενη με την πιο πάνω αγωγή.
V. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τις με αριθμούς 1129, 1130/11-11-1994, 556/1994 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου Περιστερίου και Άρτας αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζει ο εναγόμενος και οι οποίες ελήφθησαν μετά προηγούμενη κλήτευση της ενάγουσας (οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η τελευταία δεν λαμβάνονται υπόψη, ενόψει του ότι αυτή δεν επικαλείται και δεν αποδεικνύει προηγούμενη κλήτευση του εναγομένου), σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Από νόμιμο γάμο, που τέλεσαν οι διάδικοι την 21-8-1988 στο Περιστέρι Αττικής, απόκτησαν ένα τέκνο ηλικίας ήδη 6 περίπου ετών, ονομαζόμενο Λ. Από την αρχή η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων συζύγων δεν υπήρξε αρμονική. Μετά την τέλεση του γάμου τους οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν στο Περιστέρι Αττικής, εργαζόμενοι ως δάσκαλοι στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Σύντομα προέκυψαν προβλήματα στις σχέσεις τους και άρχισαν να δημιουργούνται μεταξύ τους σοβαρά επεισόδια, οφειλόμενα κυρίως στον αυταρχικό και βίαιο χαρακτήρα του εναγομένου. Κατά τα επεισόδια αυτά ο εναγόμενος εξύβριζε την ενάγουσα και χειροδικούσε κατ` αυτής. Είναι χαρακτηριστικό το επεισόδιο, σχετικά με το οποίο κατέθεσε στο ακροατήριο η μάρτυρας Ε. Α., αδελφή της ενάγουσας (βλέπε την κατάθεσή της), κατά το οποίο παρουσία της ο εναγόμενος και ενώ η ενάγουσα ήταν ακόμη 30 ημερών λεχώνα την κτύπησε όπως κτύπησε και την ίδια τη μάρτυρα. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν με αυξανόμενη ένταση με αποτέλεσμα να κλονίσουν σοβαρά το γάμο των διαδίκων. Εξαιτίας της πιο πάνω συμπεριφοράς του εναγομένου η ενάγουσα αναγκάστηκε τον Ιούνιο του έτους 1994 να φύγει από τη συζυγική οικία στο Περιστέρι Αττικής και να εγκατασταθεί μαζί με το τέκνο τους στην Κοζάνη κοντά στη μητέρα και τα αδέλφια της. Ηδη από του μηνός Μαρτίου 1994 ο εναγόμενος είχε εγκαταλείψει αυτήν και το τέκνο τους και είχε φύγει από τη συζυγική οικία στο Περιστέρι. Η ενάγουσα ήδη εργάζεται ως δασκάλα στο 14ο Δημοτικό Σχολείο Κοζάνης. Εκτοτε η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων έχει διακοπεί οριστικά. Περαιτέρω αποδείχτηκε, ότι η ενάγουσα φροντίζει το ανήλικο τέκνο και παρέχει τα εχέγγυα για τη σωστή ανατροφή και εκπαίδευσή του. Και ναι μεν αυτή πάσχει από νόσημα του κολλαγόνου (συστηματικό ερυθηματώδη λύκο) σε ήπια μορφή, πλην όμως η παραπάνω ασθένεια δεν είναι λοιμώδης και μεταδοτική και δεν μειώνει την ικανότητά της να ζει φυσιολογικά και να φροντίζει για την ανατροφή του τέκνου της (βλέπε την από 21-6-1994 γνωμάτευση του ιατρού ρευματολόγου Γ.Φ., την από 5-7-1994 ιατρική γνωμάτευση της ιατρού-ειδικής ρευματολόγου Ε.Κ.-Χ. και την από 14-11-1994 γνωμάτευση του ιατρού-ειδικού παθολόγου Β.Κ.). Το αληθινό συμφέρον του πιο πάνω ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, το οποίο, ενόψει της προαναφερθείσης συμπεριφοράς του εναγομένου και της μικρής ηλικίας του, έχει την ανάγκη των φροντίδων και περιποιήσεων της ενάγουσας μητέρας του, επιβάλλει ν` ανατεθεί σ` αυτήν αποκλειστικά η γονική μέριμνα αυτού. Ο καθού, λόγω και της πολύ μικρής ηλικίας του τέκνου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν είναι σε θέση να μεριμνήσει αυτοπροσώπως για την ανατροφή και επιμέλεια του ανηλίκου και θα τα αναθέσει στην υπερήλικη μητέρα του και στην αδελφή του. Σημειώνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει των εντόνων διαφωνιών μεταξύ των διαδίκων συζύγων, επιβάλλεται η άσκηση της γονικής μέριμνας μόνο από τον ένα γονέα (ενάγουσα) και δεν ενδείκνυται η κατανομή της μεταξύ αυτών, αφού κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αμφισβητήσεις και προβλήματα ως προς την άσκησή της, πράγμα που θα είχε κάθε φορά ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεταξύ τους επεισοδίων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανηλίκου τέκνου. Ο ισχυρισμός του εναγομένου και κατ` ορθή εκτίμησή του, ότι η υπό κρίση αγωγή ασκείται καταχρηστικά (άρθρο 281 ΑΚ), επειδή το κύριο αίτημά της (ανάθεση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου στην ενάγουσα) δεν δικαιολογείται, όπως και γιατί η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε σε αναρμόδιο δικαστήριο, με βάση όλα τα προεκτεθέντα είναι αβάσιμος και πρέπει ν` απορριφθεί. Επίσης από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχτηκε ακόμη, ότι συμφέρον του πιο πάνω ανηλίκου τέκνου είναι αφενός μεν να παραμένει αυτό τον περισσότερο χρόνο κοντά στην ενάγουσα στην οποία και ανατίθεται αποκλειστικά η γονική μέριμνα αυτού, αφετέρου δε να επικοινωνεί αυτό με τον εναγόμενο σε τρόπον ώστε να μην αποξενωθεί απ` αυτόν και να μην καταστεί επαχθής για την ψυχική του υγεία ο χωρισμός του από τον πατέρα του. Αυτά βέβαια ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και ο μη έχων την επιμέλεια του τέκνου του γονέας δικαιούται να επικοινωνεί τακτικά με αυτό, ώστε να διατηρείται η αγάπη του προς αυτό και να επαγρυπνά για την καλή ανατροφή και διαβίωσή του. Περαιτέρω, κατά την κρίση του δικαστηρίου, κατάλληλος χρόνος για την άσκηση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας του εναγομένου με το πιο πάνω τέκνο του είναι τα εις το διατακτικό χρονικά διαστήματα κατά τα οποία και επιβάλλεται να επικοινωνεί με αυτό. Περαιτέρω αποδείχτηκε, ότι οι διάδικοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι και ειδικότερα δάσκαλοι, οι δε μηνιαίες αποδοχές τους ανέρχονται σε 190.000 δραχμές περίπου. Εισπράττουν επίσης και ανά τρίμηνο, ως αποζημίωση διατακτικών τριμήνων, το ποσό των 98.300 δραχμών (καθαρά). Συνεπώς οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές τους ανέρχονται στο ποσό των 222.000 δραχμών περίπου (βλέπε την με αριθμ. Πρωτ. Φ. 14.1/1405 από 26-5-1995 βεβαίωση του 3ου Γραφείου Π.Ε. της Γ Δ/νσης Πρωτ/θμιας Εκπ/σης). Ο εναγόμενος βαρύνεται με το μίσθωμα της οικίας στην οποία διαμένει και συμβάλλει στη διατροφή της μητέρας του και της άγαμης αδελφής του. Η ενάγουσα έχει επίσης ετήσιο εισόδημα 300.000 δραχμών από καλλιέργεια ενός χωραφιού (με τεύτλα) τριών ποτιστικών στρεμμάτων στο Μαυροδένδρι Κοζάνης, όπως και 160.000 δραχμές ετησίως από τη μίσθωση ενός αγροκτήματος (2270 τ.μ.) στον Κορινό Πιερίας. Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων στερείται περιουσίας και οιουδήποτε εισοδήματος και δεν μπορεί βέβαια να εργαστεί λόγω της μικρής του ηλικίας. Συνεπώς υπάρχει αδυναμία του να συντηρηθεί μόνο του δικαιούμενο διατροφής από τους γονείς του. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις η κατά μήνα διατροφή για το ανήλικο τέκνο πρέπει να καθοριστεί σε 90.000 δραχμές. Το ποσό αυτό είναι ανόλογο με τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής και ανταποκρίνονται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή, συντήρηση και εκπαίδευση του ανηλίκου. Στο εν λόγω ποσό συνυπολογίζεται και η προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχόλησης της ενάγουσας για την περιποίηση και φροντίδα του, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα. Για τον προσδιορισμό της αναλογίας που βαρύνει τον εναγόμενο πατέρα, πρέπει να γίνει, κατά το βάσιμο αίτημά του, αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας του κάθε διαδίκου στο σύνολοτων εισοδημάτων τους 260.000 δραχμές της ενάγουσας και 222.000 δραχμές του εναγομένου, συνολικά 482.000 δραχμές. Η υποχρέωσή τους αυτή επιμερίζεται σε 55% και 45% αντίστοιχα και ο εναγόμενος πρέπει να καταβάλει 40.500 δραχμές το μήνα για το εν λόγω τέκνο. Το υπόλοιπο ποσό 49.500 δραχμές βαρύνει την ενάγουσα μητέρα του. Ο εναγόμενος είναι σε θέση να καταβάλει το επιδικαζόμενο πιο πάνω ποσό, χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή.
Κατά συνέπεια όλων αυτών πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει μερικά δεκτή, ν` ανατεθεί αποκλειστικά η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων Λ. στην ενάγουσα μητέρα του και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει από την επίδοσή της και για διάστημα δύο χρόνων στην ενάγουσα για λογαριασμό του πιο πάνω ανηλίκου τέκνου τους το ποσό των 40.500 δραχμών το μήνα, νομιμότοκα, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Επίσης πρέπει να γίνει μερικά δεκτή και η ανταγωγή του εναγομένου, κατά το επικουρικό της αίτημα και να ρυθμιστεί το δικαίωμα της προσωπικής του επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο κατά τον ειδικότερο τρόπο και κατά τους χρόνους που ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος πρέπει ο εναγόμενος -αντενάγων -εφεσίβλητος να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας -αντεναγομένης -εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει κατά μερικό συμψηφισμό, λόγω και αναλόγως της εν μέρει νίκης και ήττας του καθενόςαπό τους διαδίκους στο ποσό των 30.000 δραχμών(183,178 παρ. 1 εδ. 1, 189, 191 παρ. 1 KΠoλΔ).