ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολ. Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Ευάγγελο Ρίκο, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Κούσουλα, Παύλο Ζιάννη, Χαράλαμπο Μυρσινιά και Γεώργιο Αρβανίτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Μαϊου 1995, με την παρουσία της γραμματέως Αικατερίνης Μακρυνιώτη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος : Α. Ν. του Γ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος εμφανίστηκε και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο του την Ταρσίτσα Καλιμπάκα. Της αναιρεσίβλητης : Δ. Ρ., συζ.Α. Ν., κατοίκου Θεσσαλονίκης, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 24 Σεπτεμβρίου 1990 και 25 Σεπτεμβρίου 1990 αγωγές που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 63/1992 του ίδιου Δικαστηρίου και 1438/1993 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25 Απριλίου 1994 αίτηση.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Κούσουλας ανέγνωσε την από 9-4-1995 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη της αντιδίκου στην δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.-Eπειδή, όπως προκύπτει από τη προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα υπ'αριθ.14859/9-3-1995 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού Χρ. Ρ., την συζήτηση της προκειμένης υποθέσεως επιμελείται ο αναιρεσείων, ο οποίος επέδωκε στη απολιπομένη αναιρεσίβλητη νομοτύπως και εμπροθέσμως ακριβές αντίγραφο της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως μετά την κάτωθι αυτής πράξεως καταθέσεως και ορισμού δικασίμου μετά προσκλήσεως προς την αναιρεσίβλητη να παραστεί κατά τη συζήτηση. Συνεπώς παρά την στην αρχή της παρούσης αναφερομένη συνεδρίαση νόμιμη δικάσιμο της προκειμένης υποθέσεως, μη εμφάνιση της αναιρεσιβλήτου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως εκ της σειράς του πινακίου, πρέπει σύμφωνα με το άρθρο.... παρ.1 Κ.Πολ.Δ. οι διάδικοι να θεωρηθούν παρόντες και να συζητηθεί η αίτηση αναιρέσεως.
2.-Επειδή από το συνδυασμό των άρθρων 1510, 1511, 1513 και 1514 Α.Κ., όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με το Ν. 1329/1983, προκύπτει ότι από της ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου σε κάθε ένα από τους δύο συζύγους γονείς του ανηλίκου τέκνου των ανήκει το, υποχρεωτικό δι'αυτούς, λειτούργημα της γονικής μέριμνας, η οποία έχει δι'αμφοτέρους περιεχόμενο ανάλογο προς το μέχρι της με τον ως άνω νόμο τροποποιήσεως ισχυούσης και μόνο στο πατέρα ανηκούσης πατρικής εξουσίας. Το άρθρ. 1510 παρ. 1 Α.Κ. ορίζει ειδικότερα ότι το καθήκον και το δικαίωμα της γονικής μέριμνας για το ανήλικο τέκνο τους, που έχουν οι γονείς, περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή τη περιουσία αυτού. Περαιτέρω, στο άρθρ. 1518 παρ. 1 Α.Κ. ορίζεται ότι η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του. Εκ παραλλήλου, ορίζεται ότι κάθε απόφαση των γονέων, σχετική με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. Εις δε το άρθρ. 1511 παρ. 2 Α.Κ. ορίζεται ότι στο ίδιο συμφέρον του ανηλίκου τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με το τρόπο άσκησής της.
Έτσι το Δικαστήριο πρέπει να σέβεται, μεταξύ των άλλων, και την μεταξύ των γονέων ισότητα και να μή κάνει διακρίσεις λόγω φύλλου κλπ. Εξ άλλου, περίπτωση κατά την οποίαν ειδικώς επεμβαίνει το Δικαστήριο στην άσκηση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων προβλέπεται από το άρθρο 1514 επ. Α.Κ., όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους ως άνω. Δηλαδή επί διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως των γονέων των ανηλίκων, οπότε σύμφωνα με το άρθρ. 1513 Α.Κ., που έχει ανάλογη εφαρμογή και στη παραπάνω περίπτωση, το Δικαστήριο δύναται είτε να αναθέσει την άσκησητης γονικής μέριμνας αποκλειστικά στον ένα γονέα, είτε και στους δυό από κοινού, εάν αυτοί συμφωνούν στη λύση αυτή και συγχρόνως καθορίζουν το τόπο διαμονής του ανηλίκου. Ακόμη δύναται να αποφασισει διαφορετικά το Δικαστήριο, ιδίως να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων του ή να την αναθέσει σε τρίτο, πλέον κατάλληλο, πρόσωπο. Πάντοτε όμως το Δικαστήριο ενεργεί λαμβάνοντας προτίστως το συμφέρον του τέκνου (άρθρ. 1511 παρ. 2 Α.Κ.), αλλά και τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς του και τους αδελφούς του καθώς και τις τυχόν συμφωνίες των γονέων του σχετικώς με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του (άρθρ. 1513 παρ. 2 Α.Κ.).
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σύνολο των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο δέχεται τα εξής σχετικά υπ'αυτού με την γενόμενη ρύθμιση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων των εν διαστάσει τελούντων γονέων συζύγων διαδίκων: Οι διάδικοι, εκ των οποίων ο μεν αναιρεσείων είναι αναπληρωτής καθηγητής της φυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η δε αναιρεσίβλητη διακοσμήτρια διατηρούσα κατάστημα στη Θεσσαλονίκη, ετέλεσαν νόμιμο γάμο στις 11-3-1989. Εκ του γάμου αυτού γεννήθηκαν δύο τέκνα ο Ιωάννης και η Θάλεια (με χρονολογία γεννήσεως αντιστοίχως 14-8-1989 και 12-8-1990). Οι διάδικοι μετά το γάμο τους εγκατεστάθηκαν στην ιδιόκτητη οικία του αναιρεσείοντος. Απ'αρχής όμως οι σχέσεις τους διαδίκων δεν υπήρξαν αρμονικές και εδημιουργούντο μεταξύ των επεισόδια και διαπληκτισμοί. Η έγγαμη συμβίωση εν τέλει των διαδίκων διεσπάσθη στις 29 Μαρτίου 1990, ότε η αναιρεσίβλητη παρέλαβε το μέχρι τότε γεννημένο πρώτο εκ των δύο τέκνων της και εγκατεστάθη στο σπίτι της μητέρας της στη Θεσσαλονίκη. 'Εκτοτε τελούν αυτοί συνεχώς σε διάσταση, η δε αναιρεσίβλητη στη συνέχεια εγκαταστάθηκε σε μίσθιο διαμέρισμα, διαμένουσα μαζί με τα δυό ως άνω ανήλικα τέκνα η αναιρεσίβλητη, ενώ ο αναιρεσείων εξακολουθεί να μένει μόνος στο διαμέρισμά του. Τα ως άνω ανήλικα τέκνα των διαδίκων κατά το χρόνο της ασκήσεως όσο και της συζητήσεως (27-1-92) των συναφών αγωγών των διαδίκων, αλλά και μετά ταύτα μέχρι της συζητήσεως στο Εφετείο (3-9-1993), έχουν ανάγκη λόγω της μικρής τους ηλικίας των συνεχών μητρικών φροντίδων και περιποιήσεων. Ακόμη δέχεται το Εφετείο ότι και μετά τη συζήτηση της αγωγής μέχρι και της συζητήσεως των εφέσεων των διαδίκων (3-9-93) η αναιρεσίβλητη εξακολουθεί ως στοργική μητέρα να φροντίζει με περισσή αγάπη και στοργή τα ως άνω ανήλικα, επικουρουμένη από τη μητέρα της κατά το χρόνο απουσίας της και ότι δεν αποδείχθηκαν βάσιμοι οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος ότι τα τρομοκρατεί και προσπαθεί να τους εμφυσήσει μίσος κατ'αυτού ούτε ότι δημιουργεί επεισόδια ενώπιον των ανηλίκων. Διό δεν συντρέχει λόγος να της αφαιρεθεί η επιμέλεια.
Εξάλλου, ο αναιρεσείων πατέρας των, παρά την αγάπη που τρέφει και το ενδιαφέρον που επιδεικνύει για τα τέκνα του δεν είναι σε θέση να διαθέσει τον απαιτούμενο χρόνο για τη φροντίδα και την επιμέλεια του προσώπου των, λόγω της επιστημονικής του δραστηριότητας και της απασχολήσεώς του στο Πανεπιστήμιο, ενώ η αναιρεσίβλητη, που έχει αρωγό για τη περιποίηση των ανηλίκων και τη μητέρα της, δύναται να διαθέσει περισσότερο χρόνο και να ασχολείται προσωπικά με την ανατροφή τους. 'Αλλωστε για το λόγο αυτό ο αναιρεσείων με την αγωγή του ζήτησε αρχικά να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των τέκνων τους στην αναιρεσίβλητη και ο ίδιος να ασκεί μαζύ της τη διοίκηση της περιουσίας των και την εκπροσωπώπησή τους.
Δέχεται ακόμη το Εφετείο ότι το συμφέρον των ανηλίκων, που συνίσταται στην ομαλή σωματική και πνευματική τους ανάπτυξη για το σκοπό της εξελίξεώς τους σε ανεξάρτητες και υπεύθυνες προσωπικότητες, δεν δύναται να εξυπηρετηθεί παρά μόνο δια της ασκήσεως της επιμέλειας του προσώπου των από την αναιρεσίβλητη, η οποία είναι ηθική, έντιμη και στοργική μητέρα, επιδεικνύουσα ενδιαφέρον δια τα τέκνα της. Αντιθέτως τούτο δέχεται ότι δεν προέκυψε λόγος που να καθιστά αναγκαία τη συμμετοχή και του αναιρεσείοντος στην άσκηση της διοικήσεως της περιουσίας των και την εκπροσώπηση των ανηλίκων, ώστε να ανατεθεί κατά το μέρος τούτο η γονική μέριμνα από κοινού και στους δυό διαδίκουςγονείς, ενόψει και του γεγονότος ότι τα ανήλικα δεν έχουν περιουσία, η οποία να καθιστά αναγκαία τέτοια ρύθμιση, την οποίαν είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε μόνο τη έφεση της αναιρεσιβλήτου και, αφού εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση, ανέθεσε σε αυτήν αποκλειστικώς την άσκηση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων εις ολόκληρο το περιεχόμενό της. 'Ομως, με τις ως άνω παραδοχές, η κρίση αυτή του Εφετείου κατά το μέρος που αποκλείει τον αναιρεσείοντα πατέρα από την άσκηση της γονικής μέριμνας στους λοιπούς τομείς, στερείται νομίμου βάσεως, αφού περιέχει αιτιολογίες ατελείς και εν μέρει αντιφατικές. Ειδικώτερα, ενώ δέχεται ότι η επαγγελματική απασχόληση του αναιρεσείοντος τον εμποδίζει μόνον στην άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των και ότι εξ ίσου με την αναιρεσίβλητη μητέρα τρέφει και αυτός αγάπη και δείχνει ενδιαφέρον για τα ανήλικα τέκνα του, αποκλείει εντούτοις στη συνέχεια εξ ολοκλήρου τούτον από την άσκηση της γονικής μέριμνας ακόμη και κατά το τμήμα της διοίκησης της περιουσίας των και την εκπροσώπησή τους σε κάθε άλλη υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που δεν ανάγονται σε ζητήματα επιμέλειας του προσώπου των. Περαιτέρω, για τον αποκλεισμό του αναιρεσείοντος από την άσκηση της δοικήσεως της περιουσίας των ανηλίκων, δέχεται ότι αυτά δεν έχουν περιουσία ενώ δέχεται ακόμη ότι η διοίκηση αυτής "θα καθιστούσε αναγκαίαν την ανάθεση και στον αναιρεσείοντα πατέρα" του οικείου μέρους της γονικής μέριμνας. Ουδόλως όμως το Εφετείο αποκλείει είτε την απόκτηση περιουσίας στο μέλλον, είτε την ύπαρξη περιπτώσεως κατά την οποίαν θα υπάρξει ανάγκη εκπροσωπήσεως των σε θέματα μη αναφερόμενα στην επιμέλεια του προσώπου των τέκνων, ούτε αναφέρει άλλο λόγο, για τον οποίο το συμφέρον των τέκνων επιβάλλει το γενικό αποκλεισμό του αναιρεσείοντος από την άσκηση της γονικής επ' αυτών μέριμνας. Με τον αδικαιολόγητο αυτό αποκλεισμό του αναιρεσείοντος από της ασκήσεως της γονικής μέριμνας στα παραπάνω ζητήματα παραβιάζεται και η καθιερουμένη από το νόμο (άρθρ. 1510 παρ. 1 Α.Κ.), ισότητα μεταξύ των γονέων κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, την οποία, κατά το νόμο (άρθρ. 1511 παρ. 2 Α.Κ.) οφείλει να σέβεται και το Δικαστήριο όταν καλείται να αποφασίσει επί των σχετικών θεμάτων. 'Οθεν κρίνονται εν μέρει βάσιμοι οι εκ του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ. πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, όπως αυτοί βελτιώνονται και συμπληρώνονται παραδεκτώς κατά το άρθρ. 562 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. με την έκθεση του Εισηγητή. 'Αρα πρέπει να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως με την ως άνω διάκριση.
3.-Επειδή ο εκ του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ. τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά το κεφάλαιο της γενομένης από το Εφετείο ρυθμίσεως του τρόπου προσωπικής επικοινωνίας του αναιρεσείοντος μετά των δύο ανηλίκων τέκνων του κατά τις θερινές διακοπές εκάστου έτους και ειδικώς για τον από το Εφετείο περιορισμό της επικοινωνίας αυτής μόνο σε ολόκληρο το μήνα ΙΟΥΛΙΟ αντί του πρωτοδίκως καθορισθέντος μείζονος χρόνου (1/7 έως 25/8), πρέπει να απορριφθεί προεχόντως για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, κατά το μέρος τούτο, αφού όπως προκύπτει από την αγωγή του αναιρεσείοντος ο ίδιος υπέβαλεν αίτημα να καθορισθεί ως χρόνος επικοινωνίας κατά τις θερινές διακοπές ολόκληρος ο μήνας ΙΟΥΛΙΟΣ (βλ. την υπ'αριθμ. 27540/28-9-90 ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος και τις επ'αυτής από 27/1/92 προτάσεις του προς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στις οποίες ουδέν άλλο αναφέρεται επί του ως άνω ζητήματος). Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την έκτη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά το μέρος που αυτή αναφέρεται στη ρύθμιση της προσωπικής επικοινωνίας του αναιρεσείοντος μετά των δύο ανηλίκων τέκνων του που ζούν με την εν διαστάσει τελούσαν αναιρεσίβλητη συζύγό του, την, εκτός των εορτών Χριστουγέννων Πάσχα και θερινών διακοπών, χρονική περίοδο το Εφετείο έκρινεν απορριπτέον το σχετικό λόγο της αντεφέσεως του αναιρεσείοντος, που αποτελεί και ειδικό αίτημα της ενδίκου αγωγής του, περί του ότι το συμφέρον των ανηλίκων και τα εμφανισθέντα σε αυτά, και ιδίως στο μεγαλύτερ, ψυχολογικά προβλήματα ένεκα της στερήσεως της καθημερινής επαφής του με τον αναιρεσείοντα πατέρα τους, ο οποίος μέχρι της ενδίκου αγωγής είχε μαζύ τους καθημερινή προσωπική επικοινωνία, παρά τη διακοπή της εγγάμου συμβιώσεως των διαδίκων συζύγων, επιβάλλει την συνέχιση της καθημερινής αυτής προσωπικής επικοινωνίας επί τρίωρο (17.00 μέχρι 20.00) και όχι επί τρίωρο μόνο τις δύο μέρες της εβδομάδος (Τρίτη και Πέμπτη) που καθώρισε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αίτημα για την ικανοποίηση του οποίου, συνήνεσε ρητώς και εγγράφως η αντίδικός του με τις δύο σχετικές αγωγές της.
Ακόμη προκύπτει ότι το Εφετείο δέχεται ότι αμφότεροι οι διάδικοι επιδεικνύουν για τα ανήλικα στο ίδιο βαθμό στοργήν, αγάπην και ενδιαφέρον για την ομαλή ψυχοσωματική τους ανάπτυξη των ανηλίκων, ότι και ο αναιρεσείων πατέρας που είναι Πανεπιστημιακός διδάσκαλος πρέπει να παρακολουθεί και αυτός κατά τη προσωπική επικοινωνία την ανατροφή και διαπαιδαγώγισή τους. Εις άλλη αιτιολογία σχετική με το ζήτημα της επιμέλειας των ανηλίκων, αναφέρεται ότι η επιμέλεια θα εξυπηρετηθεί καλύπτερα αν ανατεθεί μόνο στη αναιρεσίβλητη μητέρα των μικράς ηλικίας ανηλίκων τέκνων εκ μόνου του γεγονότος ότι ο αναιρεσείων, παρά την αγάπη και το ενδιαφέρον του για τα ανήλικα, δεν θα δύναται να διαθέσει τον απαιτούμενο προς τούτο χρόνο για την επιμέλεια αυτών ένεκα της του δραστηριότητος.
Εκ του λόγου αυτού ανέθεσε την επιμέλειαν του προσώπου των ανηλίκων στη αναιρεσίβλητη, η οποία παρά την επαγγελματική της απασχόληση ως διακοσμήτρια, διατηρούσε κατάστημα και επαγγελματικό αυτοκίνητο, δύναται να διαθέσει περισσότερο χρόνο για να ασχοληθεί προσωπικά με τα ανήλικα για τη φροντίδα και επιμέλειά τους, διότι θα έχει αρωγό και τη μητέρα της η οποία θα ασχολείται με τη περιποίηση των ανηλίκων.
Το Εφετείο δια να αιτιολογήσει την ως άνω απορριπτική του παραπόνου αυτού της αντεφέσεως του αναιρεσέιοντος περί της, εκ των ως άνω λόγων, ανάγκης καθημερινής προσωπικής επικοινωνίας αυτού μετά των τέκνων του, αναφέρει μόνον ότι κατά νόμο το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη συναίνεση της αναιρεσιβλήτου να ικανοποιηθεί το ειδικό αυτό αίτημα του αναιρεσείοντος, την οποία απλώς λαμβάνει υπ'όψην κρίνει όμως απορριπτέο το αίτημα αυτό του αναιρεσείοντος ενάγοντος, με τις παραδοχές αυτές, αιτιολογίες του Εφετείου επί του ζητήματος αυτού, το οποίο αποτελεί και το περιεχόμενο του σχετικού λόγου της αντεφέσεως αυτού, στερεί τη προσβαλλομένη απόφαση νομίμου βάσεως αφού δεν αναφέρεται αν, κατά την κρίση του Εφετείου, η ζητούμενη ρύθμιση αντιβαίνει στο καλώς εννοούμενο συμφέρον των ανηλίκων και ειδικότερα σε τι αντιβαίνει, λαμβανομένου υπ'όψη με τη ίδια απόφαση η αναιρεσίβλητη μητέρα κρίθηκε ικανή δια να της ανατεθεί εκτός των άλλων, και η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων αυτών ως εκ του συμφέροντος αυτών.
Εξάλλου, όμως προκύπτει, από την αυτή αιτιολογία περί της απορρίψεως του ως άνω λόγου της αντεφέσεως, το Εφετείο δεν αναφέρεται τι δέχεται σχετικά με τη συνδρομή των ως άνω περιστατικών, επί των οποίων ο αναιρεσείων στηρίζει το αίτημά του περί της ανάγκης ρυθμίσεως της προσωπικής επικοινωνίας μετά των τέκνων του κατά τον αιτούμενο τρόπο, όσον αφορά την χρονική περίοδο του έτους, πλην της περιόδου εορτών Χριστουγέννων-Πάσχα και θερινών διακοπών, ούτε αναφέρει αν δέχεται ότι τα περιστατικά αυτά δι ωρισμένο λόγο αντίκειται στο καλώς εννοούμενο συμφέρον των ανηλίκων. Ούτε αποτελεί σαφή και πλήρη αιτιολογίαν της απορριπτικής αυτής κρίσεως του Εφετείου επί του σχετικού λόγου της αντεφέσεως του αναιρεσείοντος που αφορά το ως άνω ειδικό αγωγικό αίτημα του αναιρεσείοντος, ή στη αυτή απόφαση περιεχόμενη αιτιολογία περί της, κατά μερική παραδοχή του σχετικού λόγου της εφέσεως της αναιρεσιβλήτου-εναγομένης περί ορισμού της χρονική διαρκείας (μόνο το μήνα Ιούλιο και όχι και τον Αύγουστο) της προσωπικής επικοινωνίας των ιδίων ανηλίκων κατά τη θερινή περίοδο, αφού ο περιορισμός αυτός και η αντίστοιχη ρύθμιση αφορά ειδικώς τον αριθμό των συνεχών ημερών (1 και 30 Ιουλίου) κατά τις οποίες ο αναιρεσείων θα επικοινωνεί με τα τέκνα του χωρίς καμμιάν διακοπήν. Ρητέον δεν δύναται να θεωρηθεί ότι καλύπτεται η ελλειπούσα επί του θέματος της απορρίψεως του σχετικού λόγου της αιτήσεως του αναιρεσείοντος εκ του λόγου στη ίδια απόφαση αναφέρεται δια την δεκτή έφεση της αναιρεσιβλήτου σχετικώς με την διάρκεια των μηνών της θερινής περιόδου καθ'έτους που ο αναιρεσείων θα έχει δικαίωμα συνεχούς χωρίς διακοπήν επικοινωνίας μετά των ανηλίκων μακράν της αναιρεσιβλήτου μητέρας τους, αφού το Εφετείο δεν δέχεται στη προσβαλλόμενη απόφαση ότι ισχύουν και για την αντέφεση οι ίδιες αιτιολογίες. Αλλά και με την αντίθετη εκδοχή, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου αιτιολογίας όσον αφορά την απόρριψη του σχετικού λόγου της αντεφέσεως του αναιρεσείοντος, αφού το Εφετείο δεν δέχεται συντρέχοντα στη τελευταία αυτή περίπτωση τα αυτά πραγματικά περιστατικά (συνεχής απομάκρυνση των ανηλίκων από την μητέρα τους χωρίς διακοπή από 1/7 μέχρι 25/8 των ανηλίκων, έστω και αν αυτά έχουν και στις δύο περιπτώσεις την ίδια ηλικία. Αρα ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, όπως αυτός συμπληρώθηκε και βελτιώθηκε με την κρίση του Εισηγητού, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός εκ του άρθρου 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ. δια τη συζήτηση της νομίμου βάσεως της αποφάσεως κατά το κεφάλαιο του καθορισμού της προσωπικής επικοινωνίας κατά τη, εκτός εορτών Χριστουγέννων-Πάσχα και θερινών διακοπών, χρονική περίοδο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθ.1438/1993 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά τις στο σκεπτικό διακρίσεις.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση στο Εφετείο Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τη αναιρεσίβλητη στη εκ δραχμών εκατόν ογδόντα χιλιάδων (180.000) δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 1995. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα στις 7 Μαϊου 1996.
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ