Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1510-1512 και 1514 ΑΚ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 17 του ν. 1329/1983, η γονική μέριμνα, στην οποία περιλαμβάνεται η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, η διοίκηση της περιουσίας του και η αντιπροσώπευσή του, ασκείται από κοινού από τους δύο γονείς του. Σε περίπτωση όμως διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, που ανατρέπονται οι συνθήκες ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος και δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση των γονέων, ανακύπτει θέμα διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας και η ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας γίνεται από το δικαστήριο. Ο νόμος (άρθρ. 1511 ΑΚ) ορίζει σαν κατευθυντήρια γραμμή για τη ρύθμιση αυτή το συμφέρον του ανηλίκου. Καλό βέβαια είναι, όταν υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες των γονέων, μετά τη διακοπή της συμβιώσεώς τους, η άσκηση της γονικής μέριμνας να ανατίθεται σε έναν από αυτούς, ώστε το παιδί να έχει να κάνει με ένα πρόσωπο. Αν όμως το συμφέρον του τέκνου το επιβάλλει, θα μπορεί το Δικαστήριο να διατάξει διαφορετική ρύθμιση και κυρίως να κατατμήσει την άσκηση της γονικής μέριμνας και να αναθέσει μερικώς μόνο στον ένα γονέα την άσκηση αυτής ως προς ορισμένο τομέα. Όπως δε συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 1518 ΑΚ, η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου είναι ο βασικότερος και ο ουσιωδέστερος τομέας της γονικής μέριμνας, δεδομένου ότι επιβάλλει συνεχή και αδιάκοπη παρακολούθηση τούτου, από τη γέννησή του μέχρι την ενηλικίωσή του, περιλαμβάνει δε την ανατροφή, την επίβλεψη, την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό της διαμονής του.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεώς του, τα οποία προσκομίζουν οι διάδικοι σε επικυρωμένο αντίγραφο, από τις καταθέσεις των ιδίων αυτών μαρτύρων ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, μετά την παραπάνω μη οριστική απόφαση τούτου, τις διευκρινίσεις που έδωσαν οι διάδικοι κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους, η οποία διατάχθηκε με την ίδια αυτή απόφαση, καθώς και από όλα τα έγγραφα που, με επίκληση, επίσης προσκομίζουν αυτοί, αποδείχθηκαν τα εξής: Οι διάδικοι ήλθαν εις κοινωνία νομίμου (θρησκευτικού) γάμου που τελέσθηκε κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στις 5.3.1995 στην πόλη ’αχεν της Γερμανίας, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, τον Κ., ηλικίας κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής 8 περίπου μηνών. Στην αρχή είχαν εγκατασταθεί στη Γερμανία, όπου από πολλά χρόνια διαμένουν οι γονείς της εκκαλούσας, από δε τον Σεπτέμβριο του 1995 επέστρεψαν στην Ελλάδα στη Ν. Ηράκλεια Χαλκιδικής σε ιδιόκτητο διαμέρισμα των γονέων του εφεσιβλήτου. Η έγγαμη συμβίωσή τους, που διήρκεσε λιγότερο από ένα χρόνο, ποτέ δεν ήταν αρμονική, τούτο δε εξαιτίας της συμπεριφοράς και των δύο, κυρίως όμως του εναγομένου-εφεσιβλήτου, γιατί η μεν ενάγουσα ζήλευε υπερβολικά τον σύζυγό της και δημιουργούσε πολλές φορές ζηλοτυπες σκηνές, αυτός δε, εκ χαρακτήρος βίαιος και εκρηκτικός, αντιδρούσε σε κάθε ζηλότυπη εκδήλωση εκείνης με τρόπο βάναυσο και υβριστικό. Αυτό συνέβαινε συνήθως όταν ο εφεσίβλητος επέστρεφε στη συζυγική οικία, όπου τον ανέμενε η εκκαλούσα, κατά κανόνα τις μεσονύκτιες και πολλές φορές τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Έτσι, δημιουργούνταν τακτικά μεταξύ τους επεισόδια και διαπληκτισμοί, κατά τα οποία ο εφεσίβλητος εξύβριζε βάναυσα την εκκαλούσα και πολλές φορές χειροδικούσε σε βάρος της. Μετά από ένα τέτοιο επεισόδιο, που έλαβε χώρα περί τα μέσα Δεκεμβρίου του έτους 1995, κατά τις ίδιες πιο πάνω μεταμεσονύκτιες ώρες, η εκκαλούσα αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από τη συζυγική οικία, η προσπάθειά της όμως να πάρει μαζί της και το ηλικίας τότε έξι περίπου μηνών βρέφος της απέτυχε, γιατί σ' αυτό αντέδρασε διά βίας ο εφεσίβλητος, ο οποίος κράτησε τούτο στη συζυγική οικία, στην οποία όπως εκτέθηκε διέμεναν μαζί με τους γονείς του.
Μετά την αποχώρησή της η εκκαλούσα κατ' επανάληψη ζήτησε από τον εφεσίβλητο το εν λόγω τέκνο της, πάντοτε όμως εκείνος αρνούνταν και έτσι αναγκάσθηκε να υποβάλει ενώπιον του παραπάνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την με ημερομηνία 4.1.1996 αίτησή της για λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε να της ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια του τέκνου της. Το δικαστήριο εκείνο, με την υπ' αριθ. .../1996 απόφασή του, ανέθεσε προσωρινά την άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων εκ περιτροπής, ανά εξάμηνο, σε κάθε γονέα, αρχής γενομένης από τον εφεσίβλητο. Ευθύς αμέσως μετά τη συμπλήρωση εξάμηνης άσκησης της γονικής μέριμνας από τον εφεσίβλητο η εκκαλούσα επιχείρησε κατ' επανάληψη, την πρώτη δε φορά στις 5.9.1996, την απόδοση σ' αυτήν από τον τελευταίο του ανηλίκου τέκνου τους, με τη νόμιμη διαδικασία της εκτελέσεως της παραπάνω αποφάσεως, πλην όμως τούτο δεν κατέστη δυνατό πριν από τις 14.1.1997, και αυτό γιατί αντέδρασε ο εφεσίβλητος (βλ. προσκομιζόμενες υπ' αριθ. α') 569/5.9.1996, β') 575/26.11.1996 και 580/14.1.1997 εκθέσεις αφαιρέσεως ανηλίκου τέκνου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσ/νίκης Γ.Π.).
Έτσι λοιπόν, από την προαναφερόμενη ημερομηνία της 14.1.1997 το ανήλικο τέκνο των διαδίκων βρίσκεται κοντά στη μητέρα του εκκαλούσα, η οποία από τότε ασκεί τη γονική μέριμνα τούτου συνεχώς. Με αυτήν, το ανήλικο έχει αναπτύξει ισχυρό ψυχολογικό δεσμό, που έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία σ' αυτό απόλυτης εξάρτησης από εκείνην, ώστε τυχόν απομάκρυνσή του από το γνωστό και οικείο μητρικό περιβάλλον ενδέχεται να του δημιουργήσει αισθήματα ανασφάλειας και συγχρόνως να του προκαλέσει βαθύ ψυχικό τραύμα. Εξάλλου τούτο, λόγω της νηπιακής του ηλικίας, έχει απόλυτη ανάγκη των περιποιήσεων και φροντίδων της μητέρας του, καθώς και της στοργής και αγάπης αυτής, όλα δε αυτά είναι εντελώς απαραίτητα και για την περαιτέρω ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη και η στέρησή τους είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσει προβλήματα στην ανάπτυξή του αυτήν. Όμως και η εκκαλούσα είναι πολύ φιλόστρογη μητέρα, έντιμη και ηθική καθώς και ικανή και άξια να αναθρέψει και να διαπαιδαγωγήσει σωστά το τέκνο της και να συμβάλει θετικά και αποτελεσματικά στην υπεύθυνη και με κοινωνική συνείδηση ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Αντίθετα ο εφεσίβλητος, αν και αγαπά αναμφισβήτητα πάρα πολύ το ανήλικο τέκνο του και είναι και αυτός έντιμος και σωστός πατέρας, δεν μπορεί λόγω των επαγγελματικών του ενασχολήσεων (διατηρεί κατάστημα ελαστικών στη Θεσσαλονίκη), στις οποίες δαπανά χρόνο τουλάχιστο δώδεκα (12) ωρών ημερησίως, να ασχοληθεί αυτοπροσώπως με την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου του, το οποίο, λόγω της νηπιακής του ηλικίας, έχει αυξημένες ανάγκες για φροντίδα και περιποίηση, οι δε τυχόν περιποιήσεις και φροντίδες της μητέρας τούτου (εφεσιβλήτου) δεν μπορούν να αναπληρώσουν τη μητρική στοργή και τη γεμάτη αγάπη φροντίδα και περιποίηση της εκκαλούσας μητέρας του.
Σύμφωνα με όλα αυτά, το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλει, κατά την κρίση του δικαστηρίου, στην τελευταία αυτή να ανατεθεί η επιμέλεια τούτου. Ως προς τους άλλους όμως τομείς της γονικής μέριμνας (διοίκηση περιουσίας και εκπροσώπηση του ανηλίκου) το συμφέρον τούτου επιτάσσει οι ενλόγω τομείς της γονικής μέριμνας να ασκούνται από κοινού και από τους δύο γονείς του, αφού από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, όπως ειπώθηκε, ότι και ο εναγόμενος είναι πράγματι πολύ καλός και στοργικός πατέρας, η δε λειτουργική κατανομή της γονικής μέριμνας του ανηλίκου (επιμέλεια από τη μητέρα, λοιπές λειτουργίες από κοινού), ύστερα μάλιστα από την παραπάνω ανώμαλη εξέλιξη της έγγαμης σχέσης των γονέων του, θα συντελέσει στην ενίσχυση του ψυχικού και συναισθηματικού δεσμού τούτου (τέκνου) με τον πατέρα του και ακόμη θα τονώσει τους ηθικούς δεσμούς του και με τους δύο γονείς του και θα αυξήσει περισσότερο την εμπιστοσύνη και την αγάπη του προς αυτούς.
Ενόψει όλων αυτών που εκτέθηκαν παραπάνω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι το συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλει η άσκηση ολόκληρης της γονικής μέριμνας τούτου να ανατεθεί στον πατέρα του εφεσίβλητο στον οποίο και ανέθεσε αυτήν, κατ' αποδοχή της αγωγής του και απόρριψη εκείνης της εκκαλούσας, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο περί τούτου σχετικό λόγο της έφεσης, κατά τον οποίο αυτή πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Αφού δε κρατηθεί η υπόθεση και δικαστούν από το δικαστήριο τούτο εκ νέου οι δύο αγωγές, να γίνουν δεκτές αυτές εν μέρει ως κατ' ουσίαν βάσιμες και να ανατεθεί, η μεν επιμέλεια του ανηλίκου στη μητέρα του ενάγουσα-εναγομένη, η δε εκπροσώπησή του και η διοίκηση της περιουσίας του και στους δύο γονείς του διαδίκους.