Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την υπ' αριθμ. καταθέσεως 7547/4.3.92 αγωγή του, που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζήτησε να ανατεθεί σ' αυτόν η άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου Χ.Τ. και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, οι οποίοι έχουν ορισθεί ως επίτροπος και παρεπίτροπος αντίστοιχα, στην απόδοση του ανηλίκου, τον οποίο απέκτησε από τις εξώγαμες σχέσεις του με την Δ.Τ., η οποία αποβίωσε την 30.3.1987, αυτός δε, μετά το θάνατο της μητέρας του ανηλίκου, αναγνώρισε αυτόν εκουσίως ως δικό του τέκνο. Την αγωγή αυτή απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατά της οποίας παραπονείται ο ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την παραδοχή της αγωγής του.
Κατά το άρθρο 1515 παρ. 1 ΑΚ, η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου, που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του, ανήκει στη μητέρα του και σε περίπτωση αναγνωρίσεώς του αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, που όμως την ασκεί αν έπαψε η γονική μέριμνα της μητέρας, ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει, για νομικούς ή πραγματικούς λόγους. Από τη διάταξη αυτή με σαφήνεια προκύπτει ότι, αν υπάρχει εκουσία αναγνώριση του τέκνου και παύση της γονικής μέριμνας της μητέρας λόγω θανάτου αυτής (1538 ΑΚ), τότε ο πατέρας αποκτά αυτοδικαίως όχι μόνο τη γονική μέριμνα αλλά και την άσκηση αυτής. Εξάλλου, κατ' άρθρο 1532 ΑΚ, η "άσκηση" αυτή μπορεί να του αφαιρεθεί ολικά ή μερικά, χάριν του συμφέροντος του τέκνου, από το δικαστήριο, εφόσον συντρέχει μία από τις αναφερόμενες σ' αυτό περιπτώσεις, έπειτα από αίτηση των πλησιεστέρων συγγενών του τέκνου ή του Εισαγγελέα, δυνάμενο στη συνέχεια να αναθέσει την επιμέλεια του τέκνου, ολικά ή μερικά, σε τρίτον, ή να διορίσει επίτροπο.
Μια εκ των ως άνω περιπτώσεων είναι και εκείνη, κατά την οποία ο πατέρας "δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί" στο λειτούργημά του, για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1533 ΑΚ, η αφαίρεση του συνόλου της επιμελείας του προσώπου του τέκνου από τον πατέρα και η ανάθεσή της σε τρίτον, κατά προτίμηση σε συγγενικό πρόσωπο, διατάσσεται από το δικαστήριο, όταν κριθεί απ' αυτό ότι άλλα μέτρα δεν επαρκούν για να αποτρέψουν τον κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, περαιτέρω, ότι ο τρίτος που έχει ορισθεί, ως πλησιέστερος συγγενής, μετά το θάνατο της μητέρας του τέκνου και πριν από κάθε αναγνώριση αυτού από τον πατέρα του, επίτροπος (1589 ΑΚ) του τέκνου αυτού, ήτοι του τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του, μπορεί (έχοντας ήδη την επιμέλεια του ανηλίκου, κατ' άρθρο 1629 εδάφ. α' ΑΚ, περιλαμβάνουσα, κατ' άρθρο 1630 εδ. α' ΑΚ, τα οριζόμενα στο άρθρο 1518 ΑΚ) να ζητήσει, χάριν του συμφέροντος του ανηλίκου, από το δικαστήριο, να αφαιρέσει από τον πατέρα, ολικά ή μερικά, την αυτοδικαίως, κατά τα ανωτέρω, αποκτηθείσα άσκηση της γονικής μέριμνας, με τη συνδρομή μιας των ως άνω περιπτώσεων και να την αναθέσει στη συνέχεια σ' αυτόν (τρίτον), διατηρώντας αυτόν στην επιμέλεια του τέκνου, την οποία ήδη έχει ως επίτροπος, αυτό δε μπορεί να το ζητήσει ο τελευταίος και κατ' ένσταση, αποκρούοντας δηλαδή ως εναγόμενος σχετική αγωγή του πατέρα, για παράδοση σ' αυτόν του ανηλίκου τέκνου (βλ. ΑΠ 615/1996).
Τέλος, με την παρ. 3 του άρθρου 1511 ΑΚ, το οποίο καθιερώνει τη θεμελιώδη αρχή της προστασίας του συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου, ώστε να διαμορφωθεί σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα με αρμονία όλων των στοιχείων της, ορίζεται ότι ανάλογα με την ωριμότητα αυτού πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του, ενώ με την παρ. 2 του άρθρου 681 Γ' ΚΠολΔ ορίζεται ότι, στις διαφορές που αφορούν την επιμέλεια τέκνου, ο δικαστής του Μονομελούς δικαστηρίου ή μέλος Πολυμελούς δικαστηρίου μπορεί να έλθει σε επικοινωνία με το τέκνο, αν αυτή κριθεί αναγκαία για τη λήψη της αποφάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως της μάρτυρος απόδειξης, που διαλαμβάνεται στα υπ' αριθμ. 46/1993 πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, την υπ' αριθμ. 67/1993 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Παιδοψυχιάτρου Κ.Χ., που διατάχθηκε με την υπ' αριθμ. 45/1993 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, την υπ' αριθμ. .../8.12.1992 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, η οποία δόθηκε υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, τις ομολογίες των διαδίκων, για τις οποίες θα γίνει ειδική και περιοριστική μνεία παρακάτω, που περιέχονται στις προτάσεις τους, τις διευκρινίσεις που έδωσαν οι διάδικοι επί της υποθέσεως, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου όσον και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, μαζί με τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, και την προσωπική επικοινωνία του μέλους του Δικαστηρίου τούτου, που ορίστηκε Εισηγητής της υποθέσεως, με τον ανήλικο, πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο ανήλικος Χ.Τ.Ε. γεννήθηκε την 15.12.1986 από τις εξώγαμες σχέσεις του ενάγοντος και της μνηστής του Δ.Τ., η οποία, κατά τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης της, προσεβλήθη από ανίατο ασθένεια και αποβίωσε λίγους μήνες (30.3.1987) μετά τη γέννηση του τέκνου της. Ο ενάγων, και μετά τη γέννηση του τέκνου, δεν θέλησε να τελέσει γάμο μετ' αυτής. Από της γεννήσεώς του, λόγω και της καταστάσεως της υγείας της μητέρας του, τον ανήλικο παρέλαβαν στην οικία τους και ανέλαβαν την ανατροφή και φροντίδα του οι εναγόμενοι, εκ των οποίων η πρώτη είναι αδελφή της μητέρας του, ο δε δεύτερος σύζυγός της. Μετά το θάνατο της μητέρας του, με την υπ' αριθμ. 1263/1987 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, οι εναγόμενοι, ως πλησιέστεροι συγγενείς του ανηλίκου, διορίσθηκαν η μεν πρώτη επίτροπος, ο δε δεύτερος παρεπίτροπος, έχοντες έκτοτε την επιμέλεια αυτού.
Οι εναγόμενοι, οι οποίοι έχουν δύο ενήλικα ήδη τέκνα, επέδειξαν αμέριστη στοργή και αγάπη για τον ανήλικο και φροντίζουν αυτόν σαν να είναι δικό τους παιδί, αναπληρώντας επιτυχώς την έλλειψη της μητρικής και πατρικής στοργής, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να τους βλέπει σαν πραγματικούς γονείς του. Έτσι ο ανήλικος, ο οποίος είναι σήμερα 12 ετών και μαθητής της Α' τάξεως του Γυμνασίου, είχε ομαλή σωματική, πνευματική και ψυχική ανάπτυξη, αφού μεγαλώνει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο από αγάπη και στοργή. Ο ενάγων, με την υπ' αριθμ. 12427/ 1988 πράξη της συμβολαιογράφου Βέροιας Σ.Μ., αναγνώρισε εκουσίως τον ανήλικο ως δικό του τέκνο. Παρά ταύτα όμως δεν επέδειξε το επιβαλλόμενο ενδιαφέρον για τον ανήλικο, ώστε να αναπτυχθούν μεταξύ τους τα συναισθήματα εκείνα που θα στήριζαν τη σχέση πατέρα και τέκνου και θα οδηγούσαν στην ομαλή επικοινωνία τους. Το έτος 1990 ο ενάγων τέλεσε γάμο με την Λ.Φ., η οποία δεν είναι διάδικος στην παρούσα έκκλητη δίκη, ενώ στην πρωτοβάθμια δίκη ήταν και αυτή ενάγουσα. Μετά διετίαν από της τελέσεως του γάμου του και αφού δεν απέκτησε τέκνο απ' αυτόν, άσκησε την κρινόμενη αγωγή, με την οποία ζητεί, ως εξ αναγνωρίσεως πατέρας του ανηλίκου και εντεύθεν αυτοδικαίως αποκτήσας την άσκηση της γονικής μέριμνας αυτού, την απόδοσή του. Βεβαίως ο ενάγων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, μετά το θάνατο της μητέρας του ανηλίκου και την εκουσία αναγνώρισή του, αυτοδικαίως απέκτησε όχι μόνο τη γονική μέριμνα αυτού αλλά και τη δυνατότητα άσκησής της, πλην όμως η εκουσία αναγνώριση του τέκνου δεν αποδυναμώνει και δεν αδρανοποιεί, άνευ ετέρου, τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου περί της προστασίας του συμφέροντος του τέκνου, ενώ παράλληλα δεν αναιρεί την τυχόν αδυναμία του ενάγοντος προς άσκηση της γονικής μέριμνας αυτού. Η συμβολαιογραφική πράξη της αναγνωρίσεως έχει τις ανωτέρω νομικές συνέπειες, δεν δημιουργεί όμως μόνη ψυχικούς και αισθηματικούς δεσμούς μεταξύ πατέρα και τέκνου. Ο ενάγων δεν επέδειξε το επιβαλλόμενο ενδιαφέρον για τον ανήλικο, ενόψει μάλιστα και των συνθηκών κάτω από τις οποίες γεννήθηκε και του θανάτου της μητέρας του και δεν επιδίωξε, από τη νηπιακή ηλικία του τέκνου του, να βρίσκεται, όσο ήταν δυνατόν, κοντά σ' αυτό, δείχοντας αγάπη και στοργή, ώστε να αναπτυχθεί μεταξύ τους εκείνος ο ψυχικός δεσμός που θα επέτρεπε την ομαλή επικοινωνία τους και τη συμβίωσή τους στην αυτή στέγη, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος για τη σωματική, πνευματική και ψυχική υγεία του ανηλίκου, λόγω της αλλαγής οικογενειακού περιβάλλοντος.
Αντίθετα ο ενάγων, όταν ήδη ο ανήλικος ήταν επτά ετών, επιδίωξε να επικοινωνήσει μαζί του, με την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων. Η ενέργειά του αυτή προκάλεσε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα στον ανήλικο και πλήρη σύγχυση, ως προς το ρόλο του ως πατέρα του (βλ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης και την υπ' αριθμ. 3245/92 έκθεση Διευθύνσεως Κοινωνικής Πρόνοιας Θεσσαλονίκης). Περαιτέρω, η ωριμότητα του ανηλίκου συμπορεύεται πλήρως με την ηλικία του. Ο ανήλικος γνωρίζει τα πάντα για τη φυσική του μητέρα, καθώς και για τη συγγενική σχέση που τον συνδέει με τους διαδίκους. Αντιλαμβάνεται καλά την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί γύρω απ' αυτόν και είναι σε θέση να έχει λογική άποψη για ορισμένο θέμα, όπως είναι το συμφέρον του και να συμπεριφέρεται ανάλογα. Με τα αποδειχθέντα λοιπόν αυτά πραγματικά περιστατικά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επί του παρόντος τουλάχιστον, ο ενάγων, ως εξ αναγνωρίσεως πατέρας, δεν είναι σε θέση να ασκήσει την αυτοδικαίως αποκτηθείσα γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου του, χωρίς να υπάρξει κίνδυνος βλάβης, που είναι σαφώς ορατός και θα επέλθει, στη σωματική, ψυχική και πνευματική υγεία του, όπως, σύννομα και παραδεκτά, ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι, υπό την ιδιότητα του επιτρόπου και αντεπιτρόπου του ανηλίκου και έχοντες μέχρι τώρα την επιμέλεια αυτού.
Γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στην ίδια κρίση και με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε το νόμο, τα δε αντίθετα που υποστηρίζονται με τους συναφείς λόγους της εφέσεως απορριπτέα κρίνονται ως αβάσιμα.