ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολ.Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Διονύσιο Κατσιρέα, Αντιπρόεδρο, Εμμανουήλ Χαριτάκη, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Κωνσταντίνο Τζένο και Εμμανουήλ Αντωνίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Μαρτίου 1998, με την παρουσία και της Γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Π. Β., κατοίκου Αγίου Κωνσταντίνου Αιγίου, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αλέξανδρος Μαρκόπουλος.
Της αναιρεσιβλήτου: Μ. Γ. Ρ., πρώην συζύγου Γ. Β., κατοίκου Αιγίου, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξουσία
δικηγόρο της Ελένη Σφήκα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-11-1990 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 50/1010-281/1991 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 21/1996 προδικαστική και 338/1997 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση των παραπάνω εφετειακών αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-8-1997 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Αντωνίου ανέγνωσε την από 5-3-1998 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και η πληρεξουσία της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1400 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983", αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιoνδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ότι απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες". Από τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται, κατ΄ άρθρο 12 του ν.
1649/1986, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 54 του παραπάνω ν.
1329/1983 από τότε που ίσχυσε και επί γάμων που τελέσθηκαν και επί περιουσιακών στοιχείων, που αποκτήθηκαν και πριν την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983, προκύπτει, ότι καθένας από τους συζύγους, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο, άμεσο ή έμμεσο, κατά τη διάρκεια του γάμου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, έχει αξίωση συμμετοχής στα συζυγικά αποκτήματα, η οποία, κατά την αληθινή έννοια της πιο πάνω διατάξεως, είναι ενοχική και κατ΄ αρχήν χρηματική, δηλαδή έχει ως αντικείμενο τη χρηματική επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου που επήλθε και με τη δική του συμβολή από την τέλεση του γάμου μέχρι τη λύση ή ακύρωση αυτού ή την παρέλευση τριετίας από τη διάσταση των συζύγων. Η επαύξηση αυτή πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που γεννιέται η εν λόγω αξίωση, ήτοι κατά το χρόνο της λύσεως ή της ακυρώσεως του γάμου ή της συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση. Αν το περιουσιακό αντικείμενο, στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε και ο άλλος σύζυγος, έχει εκποιηθεί και στη θέση του έχει υποκατασταθεί κάποιο άλλο, η σχετική αξίωση του δικαιούχου συζύγου μετατίθεται σ΄αυτό. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων υπολογίζεται και το περιουσιακό στοιχείο (οικόπεδο) που δόθηκε, υπό τους όρους και προϋποθέσεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 εδ. γ΄, 5 και 6 παρ. 1 του β.δ/τος 775/1964 "περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων περί Λαϊκής Κατοικίας", στην οικογένεια αυτών με χρέωση της αξίας του, για την ανέγερση επ΄αυτού λαϊκής κατοικίας προς αυτοστέγαση, γιατί και στην περίπτωση αυτή υπάρχει συμβολή της συζύγου, κατά την έννοια του άρθρου 1400 ΑΚ, στην απόκτηση του παραχωρηθέντος κρατικού οικοπέδου, δοθέντος
ότι, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του β.δ/τος 775/1964, δικαιούχοι κρατικής στεγαστικής συνδρομής είναι μόνον οικογένειες, των οποίων ο αρχηγός είναι μισθωτός εν γένει, στην έννοια δε της οικογένειας περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 35 παρ. 1 αυτού, αμφότεροι οι σύζυγοι. Επομένως στην περίπτωση που το εν λόγω οικόπεδο παραχωρήθηκε στο σύζυγο, με την ιδιότητα του αρχηγού της οικογένειας, με χρέωση μάλιστα, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παρ. 3 εδαφ. β΄του πιο πάνω β.δ/τος, της κατά το χρόνο της παραχωρήσεώς του τρέχουσας αξίας αυτού, δεν μπορεί να γίνει λόγος για δωρεάν κρατική παραχώρησή του προς αυτόν και απόκτησή του εκ μέρους του από χαριστική αιτία, με συνέπεια τον μη υπολογισμό του στην αύξηση της περιουσίας του, αφού αν δεν ήταν έγγαμος δεν θα ήταν δικαιούχος της παραχωρήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Πατρών με τη συμπροσβαλλόμενη υπ΄αριθμ. 21/1996 μη οριστική απόφασή του δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα τα εξής: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 4-5-1966 στην Αθήνα, ο οποίος γάμος τους λύθηκε με την υπ΄αριθμ. 94/1984 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, η οποία έγινε αμετάκλητη στις 24-11-1987. Κατά το χρόνο της τελέσεως του γάμου τους οι διάδικοι δεν είχαν κανένα περιουσιακό στοιχείο. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους παραχωρήθηκε στον αναιρεσείοντα, δυνάμει του υπ΄αριθμ. 394/16-5-1973 παραχωρητηρίου της Διευθύνσεως Κοινωνικών Υπηρεσιών Νομού Αχαίας, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, ως αρχηγό της οικογένειας που είχε δημιουργήσει με την αναιρεσίβλητη και για την κάλυψη των στεγαστικών της αναγκών, με χρέωση της αξίας του ποσού 145.656 δραχ. καταβλητέου σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, ένα κρατικό οικόπεδο, εμβαδού 1.040,40 τ.μ., κείμενο στην ΄Αβυδο Αιγιαλείας. Η παραχώρηση έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του β.δ/τος 775/1964 και για τον αποκλειστικό λόγο ότι ο αναιρεσείων τέλεσε γάμο με την αναιρεσίβλητη και απέκτησε οικογένεια, η οποία και συγκέντρωσε τις προϋποθέσεις για να τύχει της κρατικής στεγαστικής αυτής συνδρομής. ΄Ετσι η τεκμαρτή συμβολή της αναιρεσίβλητης στην απόκτηση του πιο πάνω κρατικού οικοπέδου ανέρχεται στο 1/3. Ο αναιρεσείων το οικόπεδο αυτό, μετά την εξόφληση του παραπάνω τιμήματός του, πώλησε με το υπ΄αριθμ. 11772/4-1-1980 συμβόλαιο του συμβ/φου Αιγίου Αρισ. Κατσίνη προς τους Ιωαν. Γαρδενιώτη και Μ. χήρα β.Κ., αντί τιμήματος 1.000.000 δραχμών και ακολούθως με το χρηματικό αυτό ποσό, που προήλθε από την εκποίηση του αποκτηθέντος κρατικού οικοπέδου, αγόρασε με το υπ΄αριθμ. 6244/14-1-1980 συμβόλαιο του συμβ/φου Αιγίου Αθαν. Μεντζελόπουλου, το οποίο και μεταγράφηκε νόμιμα, από τους παραπάνω Ιωαν. Γαρδενιώτη και Μ. χήρα Β.Κ., ένα αγρόκτημα εμβαδού 19.465 τ.μ., κείμενο στη θέση "Γκρίκια" της περιφέρειας της Κοινότητας Τούμπας τέως Δήμου Αιγίου, αντί τιμήματος 1.000.000 δραχμών. Με βάση τις παραδοχές του αυτές δέχθηκε μετά ταύτα το Εφετείο ότι στο περιουσιακό αυτό στοιχείο, που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων, η αναιρεσίβλητη έχει αξίωση συμμετοχής κατά το 1/3, καθόσον τούτο αποκτήθηκε με το χρηματικό ποσό που προήλθε από την εκποίηση του παραχωρηθέντος κρατικού οικοπέδου, στην απόκτηση του οποίου η τεκμαρτή συμβολή της ανέρχεται στο 1/3. Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού έκανε δεκτή την έφεση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την πρωτόδικη υπ΄ αριθμ. 50/1991 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, με την οποία είχε απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη η ένδικη αγωγή της, διέταξε αποδείξεις περί της αμφισβητούμενης από τον αναιρεσείοντα αξίας του παραπάνω αγροκτήματος κατά την 24-11-1987, που λύθηκε αμετακλήτως ο γάμος των διαδίκων και μετά τη διεξαγωγή των εν λόγω αποδείξεων, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ.
338/1997 οριστική του απόφαση, εκτιμώντας τις αποδείξεις αυτές, ότι η αξία αυτού κατά τον παραπάνω χρόνο ανερχόταν στο ποσό των 3.893.000 (19.465 τ.μ. Χ 200 δρχ.) δραχμών και συνεπώς ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται να λάβει, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων, για την ανατροπή του μαχητού από το άρθρο 1400 παρ. 1 εδαφ. β΄ ΑΚ τεκμηρίου, δεν επικαλέσθηκε, όπως δέχεται, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι αυτή (αναιρεσίβλητη) δεν μπορούσε να συμβάλλει στην περιουσιακή επαύξηση λόγω αντικειμενικής ή υποκειμενικής αδυναμίας ή ότι η σχετική συμβολή της ήταν μικρότερη του 1/3, το 1/3 του προαναφερθέντος ποσού, ήτοι ποσό 1.297.666 (3.893.000 : 3) δραχμών, που αντιστοιχεί στην τεκμαρτή συμβολή της, το οποίο και επιδίκασε σ΄ αυτή κατά παραδοχή του επικουρικού αιτήματος της αγωγής της. ΄Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1400 του
ΑΚ και επομένως οι αντίθετοι δύο λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφασή του η προβλεπόμενη από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18 Αυγούστου 1997 αίτηση του Γ. Π. Β. για αναίρεση των α) υπ' αριθμ. 21/1996 και β) υπ' αριθμ.
338/1998 αποφάσεων του Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της
αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι χιλιάδων (220.000) δραχμών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Απριλίου 1998. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 1998.